ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΑΗ ΤΟΥ ΄68: Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ


  
                        Το κείμενο της Νάντιας Βαλαβάνη που ακολουθεί

                        συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο της ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ –                    Θέματα τέχνης και πολιτικής (Εκδόσεις Ταξιδευτής, Αθήνα 2011).                    

                        Στηρίζεται σε             ομιλία που γράφτηκε με αφορμή τα 40χρονα της                        εξέγερσης και έγινε στο πλαίσιο της συζήτησης, Σαββατόβραδο                17.5.2008, με θέμα «1968: Η χρονιά που άλλαξε τον κόσμο και την                Αριστερά. Συμπεράσματα, επικαιρότητα, προοπτικές», στην                           οποία συμμετείχαν επίσης οι Γιάννης Μπανιάς, Αντώνης                                Νταβανέλος, Ρούντι Ρινάλντι, Γιώργος Σαπουνάς & Νίκος                              Χουντής. Με τη συζήτηση αυτή έκλεισε το τότε διήμερο                          εκδηλώσεων του ΣΥΡΙΖΑ στην Τεχνόπολη (Γκάζι) με τίτλο «Το                       παγκόσμιο ’68 και ο             Γαλλικός Μάης» (16-17.5.2008).

                       

                        Πρωτοδημοσιεύτηκε στις «Αναγνώσεις» της Αυγής της Κυριακής,                 τ. 286, 15.6.2008 και συμπεριλήφθηκε στη συλλογική έκδοση                               «Θεωρία, λογοτεχνία, αριστερά» (Εκδόσεις Το πέρασμα, 2008).

 

 

   Μετά από μια πολιτική ήττα δεν ξεστρατίζουν μόνο οι άνθρωποι αλλά και οι ιδέες. Το συμπέρασμα όμως ενός απ’ τους πρωτεργάτες του γαλλικού Μάη, του Αλέν Ζοσμάρ, ότι αν δεν είχε προηγηθεί ο Μάης του ’68 δεν θα είχε υπάρξει ο νεοσυντηρητισμός, οδηγεί πολύ μακριά. Πρώτον, επειδή υπονοεί ότι πίσω από τις νεοφιλελεύθερες ιδέες, που στη συνέχεια κυριάρχησαν, βρίσκεται ο βασικός πυρήνας ιδεών του ίδιου του Μάη, και όχι η διαστροφή τους. Δεύτερον, επειδή ανάγει αυτές τις ιδέες στη διαπάλη σε μια αυτοτελή σφαίρα ιδεών, ξεχνώντας την υλική βάση διαμόρφωσής τους, τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση: τη βαθύτερη καπιταλιστική ανασυγκρότηση από την εποχή της υπέρβασης, κατά κύριο λόγο μέσω του κεϋνσιανού μοντέλου, του μεγάλου συστημικού κραχ, της παγκόσμιας δομικής καπιταλιστικής κρίσης του ‘29-‘30.

   

    Σωστότερο είναι το συμπέρασμα πολλών άλλων, μεταξύ των οποίων, για παράδειγμα, του Άλεξ Καλίνικος, ότι οι ιδέες της μετανεωτερικότητας είναι αντανάκλαση των ευκαιριών «για ένα υπερκαταναλωτικό τρόπο ζωής που προσέφερε ο καπιταλισμός στα ανώτερα υπαλληλικά στρώματα τη δεκαετία του ’80, σε συνδυασμό με την πολιτική απογοήτευση του 1968».(1) Ή του Κονστάντσο Πρέβε: Στο γεγονός ότι στο πολυεθνικό και κοσμοπολίτικο Παρίσι υπήρχαν οι συνθήκες μιας καθολικής γενίκευσης της εμπειρίας ως σφαιρικής εμπειρίας του ιστορικού παρόντος, θα πρέπει ν’ αποδοθεί η παρισινή φύση της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας, με πυρήνα τη μεταμοντέρνα μεταφυσική του Λιοτάρ. Ή το ότι ο Μποντριγιάρ και ο Λιοτάρ διαμορφώθηκαν στη σχολή του Λεφέβρ, της Καταστασιακής Διεθνούς των Ντεμπόρ και Βάνεγκεμ, του Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα του Καστοριάδη. Ή ότι, όταν ο Λιοτάρ ορίζει ως βάση της νεωτερικότητας, που η μετανεωτερικότητα για να χειραφετηθεί διαλύει και εγκαταλείπει, 5 «Μεγάλες Αφηγήσεις» - τη Χριστιανική, τη Διαφωτιστική, την Εικασιακή, την Καπιταλιστική και τη Μαρξιστική – καθορίζοντας ότι η άρνησή τους συγκροτεί ουσιαστικά το μεταμοντέρνο, «μία μόνο είναι αυτή που τον ενδιαφέρει να διαψεύσει: Η μαρξιστική και κομμουνιστική αφήγηση. Γιατί ένα τμήμα της παρισινής κοινότητας των διανοούμενων είχε δοκιμάσει στην πράξη την οριστική αχρηστία του προηγούμενου κομμουνιστικού της μοντέλου (εργατισμός, σιτουασιονισμός), είχε ερμηνεύσει τον Μάη του ’68 ως οριστική χρεοκοπία αυτού του μοντέλου και είχε κηδέψει από κοινού κομμουνισμό και νεωτερικότητα... Η θεωρία του Λιοτάρ εμφανίζεται ως θεωρία του τέλους της ιστορίας, δεν είναι όμως παρά εκλεπτυσμένη εκδήλωση της εσωτερικής διάλυσης του “δυτικού μαρξισμού” στην παρισινή εκδοχή του, έναν καιρό ηγεμονική».(2) 

 

    Από ιστορική άποψη, μετά τον Μάη του ’68 είχε προηγηθεί μια άλλη, σύντομη, προσπάθεια διάλυσης του μαρξισμού. Οι Νέοι Φιλόσοφοι, με τις διακηρύξεις τους ότι θέτουν τα κοινωνιολογικά θεμέλια για μια Νέα Δεξιά, συνιστούσαν την πρώτη φιλοσοφική σχολή στον κόσμο που ρίχτηκε στην αγορά κατευθείαν από τη διαφήμιση, όπως τα σαπούνια και τ’ αποσμητικά. Σύμφωνα με τότε άρθρο του περιοδικού Τime: «Ο θόρυβος επικεντρώνεται γύρω από μια ομάδα νεαρών διανοούμενων, οι περισσότεροι απ’ αυτούς μετανοημένοι μαρξιστές, που σήμερα επιτίθενται στο μαρξισμό ως μια σκοτεινή ιδεολογία του κακού, που οδηγεί αναπόφευκτα στον ολοκληρωτισμό... Οι Νέοι Φιλόσοφοι δεν έχουν σπουδαία λαϊκή απήχηση, αλλά μέσα σε μια νύχτα έγιναν διασημότητες, φιγουράρουν στα εξώφυλλα περιοδικών και στα talk-show της τηλεόρασης... Οι περισσότεροι από τους οκτώ ή εννιά Νέους Φιλοσόφους σημαδεύτηκαν από τις φοιτητικές ταραχές του Μάη 1968... Το πλέον διαφημισμένο μέλος τους, ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί... αποδίδει την επιμονή των μαρξιστικών ιδεών στη Γαλλία στους διανοητές του Γαλλικού Διαφωτισμού, που έστρωσαν το δρόμο για τον κομμουνιστικό δογματισμό, διαδίδοντας έναν αφελή μύθο για το ιστορικά αναπόφευκτο της ανθρώπινης προόδου... Οι Νέοι Φιλόσοφοι επιχειρηματολογούν ότι τα παλιά ιδεολογικά εποικοδομήματα –ο μαρξισμός, ο καπιταλισμός, ο χριστιανισμός– δεν είναι αρκετά ευέλικτα στο σύγχρονο κόσμο, επειδή η πολιτική σήμερα δεν επικεντρώνεται σε διαφορετικές εκδοχές της ουτοπίας αλλά γύρω από κοινά, επίκαιρα ζητήματα... Ο μεγαλύτερος της ομάδας, ο 40ρης Αντρέ Γκλικσμάν, πρώην κομμουνιστής... συμπεραίνει ότι οι διανοούμενοι σήμερα θα πρέπει ν’ αποφεύγουν την πρόσδεση τους σε ιδεολογικά “καραβάνια” οποιουδήποτε είδους και οφείλουν να στρέφουν την προσοχή τους σε “ιδιαίτερα ζητήματα – στα αποικιακά εγκλήματα, στη ζωή στις φυλακές, στο πρόβλημα των ναρκωτικών, στην απειλή των πυρηνικών εργοστασίων”. Η πολιτική του μέλλοντος, λέει ο 35χρονος Ζαν-Μαρί Μπενουίστ, συγγραφέας του βιβλίου Ο Μαρξ πέθανε, θα είναι ρευστή –ένας κόσμος “μικρών πυρήνων” ανθρώπων που δρουν για τα ζητήματα που τους αφορούν, και όχι για μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες. Όπως κι οι περισσότεροι από τους Νέους Φιλοσόφους, βλέπει ως ελπίδα για το ανθρώπινο είδος την εμφάνιση ad hoc ομάδων προσανατολισμένων σε συγκεκριμένα προβλήματα, οι οποίες γεννιούνται στους κόλπους των κινημάτων για την απελευθέρωση της γυναίκας και για τα ανθρώπινα δικαιώματα» (3).

     

    Για να ανατρέξω για τελευταία φορά στον Πρέβε, «η ομελέτα των Νέων Φιλοσόφων μπορεί να αποδείχτηκε ό,τι έπρεπε για τα μικρομεσαία στρώματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, πολιτιστικά καταπιεσμένα και ανυπεράσπιστα, αλλά ήταν απαράδεκτο πιάτο για όποιον διέθετε ελάχιστη κουλτούρα, ιστορική και φιλοσοφική παιδεία. Άρα, όχι τυχαία, τάχιστα η μόδα τους πέρασε, και αντικαταστάθηκαν από την πολύ πιο έξυπνη και αρθρωμένη θέση του Λιοτάρ. Η σύνθεση του Λιοτάρ δεν είχε στόχο να διαμορφώσει μια νέα φιλοσοφία στρατευμένων (όπως οι Νέοι Φιλόσοφοι, που προσπαθούσαν να διαμορφώσουν έναν αγωνιστικό αντικομμουνισμό), όμως διακήρυξε την ανάγκη ενός κόσμου που δεν είχε πια ανάγκη τον αντικομμουνισμό, από τη στιγμή που ο κομμουνισμός φαινόταν να έχει διαλυθεί ως ενιαίο πρόγραμμα».(4)

    

    Πράγματι, αν και τα σπέρματα των ιδεών της και κάποιοι από τους μετέπειτα κορυφαίους θεωρητικούς της εμφανίζονται ήδη στις δεκαετίες του ΄50 και του ’60, είναι από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 που ξεκινά η ενεργή προώθηση των ιδεών της μετανεωτερικότητας, ενός πολύ χαλαρού όρου για την περιγραφή των νέων αισθητικών, πολιτιστικών και φιλοσοφικών τάσεων και πρακτικών. Με αφετηρία την αρχιτεκτονική και τις καλές τέχνες, υποστηρίζουν τη νέα, πιο λαϊκή κουλτούρα που διαμορφώνεται, παιγνιώδης, ειρωνική και εκλεκτικιστική στο ύφος, που ενσωματώνει ακόμα και το κιτς (π.χ. ανάδειξη της αρχιτεκτονικής των ξενοδοχείων-καζίνο του Λας Βέγκας ως υποδειγματικής), πιο κοντά στην καθημερινή ζωή, στην αγορά, στην κατανάλωση και στην κουλτούρα των ΜΜΕ. Πολύ γρήγορα η μετανεωτερική σκέψη θ’ αγκαλιάσει το σύνολο των ανθρωπιστικών επιστημών, ενώ εμφανίζεται να διεκδικεί την ερμηνεία ακόμα και των φυσικών επιστημών.

    

    Σ’ αυτές τις τελευταίες, το κύρος της θα τρωθεί από τη φάρσα ενός σημαντικού αμερικανού φυσικού, του Άλαν Σόκαλ. Όταν έκπληκτος διαπίστωσε ότι οι μεταμοντέρνες ερμηνείες της σύγχρονης φυσικής δεν ήταν καλαμπούρι, αλλά επιχείρηση «κατάληψης» της ερμηνευτικής της, δημοσίευσε ο ίδιος το 1996 ένα άρθρο με τίτλο «Διαπερνώντας τα όρια: Προς μια μετασχηματιστική ερμηνευτική της κβαντικής βαρύτητας»(5), στο οποίο με το χαρακτηριστικό ασαφές ύφος και επιχειρήματα κατευθείαν από το οπλοστάσιο της μεταμοντέρνας σκέψης, δημιουργούσε μια νέα ερμηνευτική της κβαντικής φυσικής, στην πραγματικότητα μια παρωδία - που όμως αρχικά θα θεωρηθεί ως εξαιρετικά σοβαρό κείμενο. Μεταξύ άλλων, υποστήριζε ότι τα συμπεράσματα από τις τελευταίες ανακαλύψεις στον τομέα του, της κβαντικής βαρύτητας, συντείνουν στο ότι, πέρα απ’ την κοινωνική πραγματικότητα, |και| η φυσική πραγματικότητα είναι κατά βάση μια κοινωνική και γλωσσική κατασκευή. Όσο για την επιστημονική γνώση, απλώς αντανακλά και κωδικοποιεί τις κυρίαρχες ιδεολογίες και σχέσεις εξουσίας της κουλτούρας που την παράγει. Το άρθρο βρίθει από αναφορές σε απόψεις για διάφορους κλάδους των φυσικών επιστημών των παρισινών μεταμοντέρνων φιλοσόφων, από τον Ντεριντά μέχρι τον Λιοτάρ, τους οποίους ο Σόκαλ προσεγγίζει ως αυθεντίες και τα συμπεράσματά τους ως θέσφατα – όπως ακριβώς δηλ. προσεγγίζονται στα αντίστοιχα κείμενα των κοινωνικών επιστημών.

 

       Στο τέλος, συμπεραίνει ότι για να έχουμε μια αντίστοιχη απελευθερωτική πολιτική, δεν αρκεί να απαλλαγούμε από την παρωχημένη άποψη ότι υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα. Η επιστήμη θα πρέπει να εξυπηρετεί άμεσα προοδευτικά πολιτικά συμφέροντα. Ως ένα τέτοιο παράδειγμα επικαλείται την άποψη του Κέλυ Όλιβερ ότι, για να είναι επαναστατική η φεμινιστική θεωρία, δεν μπορεί να απαιτούνται απ’ αυτήν περιγραφές του υπάρχοντος ή φυσικά δεδομένα. Στόχος οφείλει να είναι η ανάπτυξη φεμινιστικών θεωριών, όχι αληθών ή ψευδών, τέτοια διάκριση δεν υφίσταται ούτε έχει σημασία, αλλά στρατηγικού χαρακτήρα για την αντιμετώπιση της καταπίεσης σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Όταν θα αποκαλυφθεί ότι το βαρυσήμαντο ερμηνευτικό κείμενο δεν αποτελεί παρά φάρσα, ο ίδιος ο Σόκαλ θα περιγράψει το περιεχόμενο του άρθρου του με τη φράση «ανοησίες».

 

     Οι μεταμοντέρνοι αντιμετωπίζουν αυτό που ονομάζουν περίοδο της μετανεωτερικότητας ως υπέρβαση του νεωτερικού σχεδίου και προγράμματος, που για κάποιους απ’ αυτούς δεν έχει και κάποιους άλλους δεν μπορεί να ολοκληρωθεί. Ενός σχεδιάσματος που εξέφραζε, από την εποχή του Διαφωτισμού, τον ορθολογισμό, τον τεχνοκεντρισμό, την ομογενοποίηση στον τρόπο απόκτησης γνώσης, τη φιλοσοφική υπόθεση ότι υπάρχουν απόλυτες αλήθειες, τις οποίες μπορεί κανείς μέσω της έρευνας να προσεγγίσει σταδιακά και την πεποίθηση σε μια πορεία αδιάλειπτης καλυτέρευσης της κοινωνίας, σε μια γραμμική προοπτική που οδηγεί σε συνεχή πρόοδο. 

 

     Αντίθετα, η μετανεωτερική θεώρηση, που μεταξύ 1970 και 1980 συνδέθηκε με τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα με την ανάλυση του πολιτισμού, του λόγου (discourse) και της σεξουαλικότητας, αρνείται την ύπαρξη αλήθειας και οποιασδήποτε πορείας προς την πρόοδο – αρνείται κατ’ ουσία την ίδια την Ιστορία. Δεν πιστεύει καν στην ύπαρξη γενικευμένων κανόνων ορθού λόγου και δομών που να επιτρέπουν την υπαγωγή των ξεχωριστών ανθρώπων σε ομάδες. Κατά την άποψη της, το κύριο δεν είναι οι κοινωνικές δομές και σχέσεις, αλλά το γεγονός ότι αλλάζει το στιλ στην τέχνη και στην αντίληψη για την αισθητική. Ότι εμφανίζονται και διαδίδονται τα νέα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και ο μαζικός πολιτισμός και ότι αναβαθμίζεται η σημασία νέων θεματικών, όπως εκείνη των φύλων, των φυλών, των εθνοτήτων. Όλες οι εμπειρίες, από τις άμεσα «βιωματικές καταστάσεις», όπως αντανακλώνται στις τέχνες, μέχρι και την ίδια την επιστήμη, είναι υποκειμενικές και συνεπώς σχετικές. Συμβολισμοί και γλώσσα εμφανίζονται ως το υποκατάστατο ή και ως άμεσες λειτουργίες της ταυτότητας του ατόμου.

 

    Όπως επισημαίνει η Μπάρμπαρα Επστάιν στο δοκίμιό της «Ο μεταμοντερνισμός και η αριστερά»(6), η μετανεωτερικότητα εισέβαλε στις ΗΠΑ την ίδια περίοδο μέσω διαφορετικών πηγών: Μέσω της ακαδημαϊκής κοινότητας, καθώς σημαντικός αριθμός των μετέπειτα πανεπιστημιακών κατά το «αμερικάνικο ’68» ήταν φοιτητές και ανήκαν σε ριζοσπαστικές ομάδες. Μέσω της λογοτεχνικής κριτικής, ιδιαίτερα των διανοούμενων τους οποίους ήλκυε η άρση του διαχωρισμού μεταξύ υψηλής και μαζικής κουλτούρας, την οποία ο μεταμοντερνισμός καταγράφει ως λαϊκή κουλτούρα. Και μέσω ομάδων ακτιβιστών, ιδιαίτερα ομάδων απελευθέρωσης των μαύρων, φεμινιστριών, ομοφυλόφιλων και λεσβιών. Τόσο οι πανεπιστημιακοί όσο και οι ομάδες απελευθέρωσης ενδιαφέρονταν κυρίως για τον Φουκώ, του οποίου η επικέντρωση στη σεξουαλικότητα ως κοινωνική κατασκευή, στη διάχυση της εξουσίας μέσα στην κοινωνία, στη σύνδεση εξουσίας και γνώσης και στην ταύτιση της αντίστασης αποκλειστικά με το περιθωριοποιημένο τμήμα της κοινωνίας, συνέπεφτε με τα δικά τους ενδιαφέροντα. Το έργο του Φουκώ παρέσχε το θεωρητικό έδαφος για τη μετατόπιση, την περίοδο επικράτησης του νεοσυντηρητισμού, του επίκεντρου της ριζοσπαστικής ανάλυσης μακριά από τις λεγόμενες «μακροδομές» - κυρίως την οικονομία και το κράτος - προς την καθημερινή ζωή, την κουλτούρα, την ιδεολογία και τις σχέσεις της καθημερινότητας.

 

      Οι απόψεις του Φουκώ, όμως, ότι τα πάντα συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας που «έρχεται από παντού», ενώ δεν υπάρχει αντίσταση στην εξουσία που να μην είναι κι αυτή μορφή εξουσίας, αντικειμενικά διευκόλυναν την ελαχιστοποίηση και την αναποτελεσματικότητα των αντιδράσεων, ακόμα και στη σφαίρα της διαπάλης για θέματα της καθημερινής ζωής. Την εποχή της λαίλαπας της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης, αν δεν υπήρχαν ήδη, οι νεοσυντηρητικοί θα έπρεπε να έχουν εφεύρει οι ίδιοι τις ιδέες του Φουκώ περί αντίστασης, όπως τις συνοψίζει με ειρωνική διάθεση ο Καστοριάδης: «Να αντισταθείς αν αυτό σε διασκεδάζει – αλλά χωρίς στρατηγική, αλλιώς δεν θα είσαι πια προλετάριος, αλλά εξουσία».(7)

 

      Στο τέλος της δεκαετίας του ’80 και κατά τη δεκαετία του ’90, η εντεινόμενη αισθητικοποίηση του μεταμοντερνισμού, η μετατόπιση της έμφασής του σε θέματα τέχνης και πολιτισμού και η σηματοδότηση, πλέον, μιας πολιτιστικής κριτικής σοφιστικέ αλλά συχνά χωρίς αντικείμενο, συνέπεσε με το μαρασμό των κινημάτων και των ομάδων απελευθέρωσης. Η όποια πολιτική δράση αντικαταστάθηκε από διακηρύξεις και ο μεταμοντερνισμός εγκαταστάθηκε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στους κόλπους της ακαδημαϊκής κοινότητας - σε μια εποχή που η εμπορευματικοποίηση σάρωνε τα αμερικάνικα πανεπιστήμια και, χάρη στις περικοπές των χρηματοδοτήσεων στα τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών και κοινωνικών επιστημών, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους πανεπιστημιακούς γινόταν ιδιαίτερα άγριος. Σ΄ αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα με την Μπάρμπαρα Επστάιν, ο μεταμοντερνισμός παίρνει πια τη μορφή μιας υποκουλτούρας, η συμμετοχή στην οποία εμφανίζεται ως εχέγγυο ατομικής επιτυχίας. Ταυτόχρονα, ασκεί πλέον διανοητικούς εκβιασμούς και κάνει χρήση της ταπείνωσης, της γελοιοποίησης και της απειλής του εξοστρακισμού, προκειμένου να οχυρωθεί απέναντι στις αντίθετες απόψεις.

 

       Είναι γεγονός ότι ο υπερτονισμός του πλουραλισμού και της ετερότητας δίνει τη δυνατότητα της θετικής πρόσληψης του διαφορετικού και του φαινομενικά «παράδοξου». Η μεθοδευμένη κατάτμηση του κόσμου, και της γνώσης που προκύπτει απ’ αυτήν, επιτρέπει την αναλυτική και δημιουργική προσέγγιση επιμέρους φαινομένων,  κι αυτή η εμβάθυνση στο επί μέρους δίνει στην ανάλυση της μετανεωτερικότητας μια εξαιρετική διεισδυτικότητα. Διαμορφώνει επίσης μια εναλλακτική θεώρηση στις μηχανιστικές γραμμικές θεωρήσεις της ιστορίας, των κοινωνικών σχέσεων και των πολιτισμικών τους εκφράσεων, ενώ η οικοδόμηση των σχημάτων του από τα κάτω προσιδιάζει με μια οπτική των κοινωνικά «κάτω». Αν παρέμενε σ’ αυτό το επίπεδο, ο μεταμοντερνισμός θα μπορούσε να επιφέρει μια ουσιαστική ανανέωση στη σκέψη της αριστεράς.

 

   Η μετανεωτερικότητα όμως είναι απόλυτη στο ρόλο της ως φορέας του πιο άκρατου υποκειμενισμού: Τόσο απόλυτη, ώστε η Τζούντιθ Μπάτλερ – ως παράδειγμα, γιατί αυτές τις απόψεις μοιράζονται πολλοί – στο βιβλίο της Ταραχές στο φύλο: Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας,(8) να υποστηρίζει ότι και η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα, αγόρι-κορίτσι, είναι αποκλειστικά κοινωνική κατασκευή.

 

    Στη μετανεωτερική θεώρηση του κόσμου, αυτός εμφανίζεται ως ένα συνονθύλευμα ή άθροισμα περιφερειακά διασυνδεόμενων τρόπων ζωής και βιωματικών σφαιρών ύπαρξης: Εφόσον πίσω από τη χαοτική επιφάνεια της ζωής δεν υπάρχει κάποια δομή, δεν υπάρχει οτιδήποτε που να προσεγγίζει μια Μεγάλη Αφήγηση, δεν υπάρχουν άρα και κυρίαρχες σχέσεις και δομές που να επηρεάζουν, έστω και έμμεσα, έστω και από μακριά, τα επί μέρους φαινόμενα της καθημερινής ζωής. Αυτά και η ουσία της κρίσης γίνονται αντιληπτά και βιώνονται ως ατομικές-προσωπικές υποθέσεις. Σύμφωνα όμως με την Τζόαν Σκοτ, στο ομώνυμο άρθρο της,(9) ακόμα και η έννοια της «εμπειρίας», αν και πολύ βαθιά εμπεδωμένη στον πολιτισμό για να μπορούμε να απαλλαγούμε απ’ αυτήν, είναι μια έννοια ύποπτη: Σε τι τελικά αναφέρεται, εφόσον δεν υπάρχει πραγματικότητα και αλήθεια παρά μόνο ως κοινωνική κατασκευή;

 

    Ο Ερνέστο Λακλό και η Σαντάλ Μουφέ, πάλι, στο βιβλίο τους Ηγεμονία και Σοσιαλιστική Στρατηγική,(10) ξεκινώντας από το ότι οι εργάτες συχνά ψηφίζουν δεξιά, επιχειρηματολογούν ότι καθώς όλες οι πολιτικές ταυτότητες ή θεωρήσεις είναι κοινωνικές κατασκευές, δεν υπάρχει καμιά σχέση μεταξύ της συμμετοχής σε μια τάξη και της πολιτικής στάσης. Και κατατροπώνουν άνετα ένα αχυρένιο επιχείρημα, το οποίο δεν έχει σχέση με το μαρξισμό, «αποδείχνοντας» ότι η εργατική τάξη και η σοσιαλιστική θεωρία δεν σχετίζονται – σωστό, όλοι συμφωνούμε ότι η σοσιαλιστική συνείδηση έρχεται απ’ έξω -,  απ’ το οποίο όμως βγάζουν το συμπέρασμα ότι όλες οι ερμηνείες ή κατασκευές ταξικών συμφερόντων είναι εξίσου δυνατές και εξίσου έγκυρες. Έτσι βέβαια τελικά οδηγούμαστε σ’ ένα παράλογο συμπέρασμα: Εφόσον δεν υπάρχουν συμφέροντα που να σχετίζονται με κοινωνικές σχέσεις, φτάνει να επεξεργαστούμε ελκυστικότερα επιχειρήματα και οι αστοί θα μπορούσαν να υιοθετήσουν μαζικά μια πολιτική απαλλοτρίωσης της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας τους. Σε ένα άλλο επίπεδο το συμπέρασμα είναι επίσης ότι ο εργαζόμενος άνθρωπος, αντιμέτωπος με τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, δεν μπορεί να κάνει τίποτα με συλλογικό τρόπο για να βελτιώσει τη ζωή του, μπορεί μόνο να παλέψει σε ατομικό επίπεδο και με ατομικά μέσα για αυτό.

 

     Η μετανεωτερικότητα πάει τόσο μακριά, ώστε να διαλύει όχι μόνο τις έννοιες που συνδέονται με τα συλλογικά υποκείμενα και την ίδια την ιστορία, αλλά ακόμα και το «εγώ» ως υποκείμενο. Σύμφωνα με τους Κρόκερ και Κουκ, «η μεταμοντέρνα κουλτούρα είναι λήθη, λήθη ως προς την προέλευση και ως προς τους προορισμούς».(11)

 

    Στο επίπεδο της πραγματικότητας, και με τη διαμεσολάβηση της πολιτικής, η κατάληξη είναι αυτή που περιγράφει η Ροσάνα Ροσάντα, στο πρόσφατο άρθρο της «Η πανωλεθρία της αριστεράς»(12): «Ποτέ άλλοτε στον κόσμο δεν υπήρξε μια τόσο ευρεία προλεταριοποίηση της κοινωνίας και ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε μια τόσο αδύνατη πολιτική εκπροσώπησή της».

 

    Οι ίδιοι οι μετανεωτερικοί αντιμετωπίζουν τα «συμπτώματα» της μετανεωτερικότητας ως ουδεμία σχέση έχοντα με τη σφαίρα της οικονομίας ή τους πραγματικούς υλικούς όρους ζωής. Αντίθετη γνώμη έχουν άλλοι, ορμώμενοι από ευρύτερες μαρξιστικές θέσεις, που θεωρούν ότι η μετανεωτερικότητα συνιστά μια νέα περίοδο ανάπτυξης ολόκληρης της κοινωνίας, εκφράζοντας νέους τρόπους πολιτισμικής έκφρασης, αντίστοιχους με νέους τρόπους πειθαναγκασμού των εργαζόμενων και της νεολαίας, που ανάπτυξε ο καπιταλισμός.

 

    Κεντρική φυσιογνωμία ανάμεσα τους ο Φρέντρικ Τζέιμσον, που ήδη από το 1984, στο περίφημο ομώνυμο άρθρο του ερμηνεύει τον μεταμοντερνισμό ως την «πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού». Το ειδοποιό χαρακτηριστικό της μετανεωτερικής φάσης του καπιταλισμού της περιόδου του πολυεθνικού κεφαλαίου (υιοθετεί την περιοδοποίηση του Μαντέλ) βρίσκεται, κατά τη γνώμη του στο ότι είναι ο ίδιος ο πολιτισμός που «εμπορευματικοποιείται» και καταναλώνεται, που έχει ενσωματωθεί στην εμπορευματική παραγωγή. Σύμφωνα με τα λόγια του, την κατάσταση αποδίδει καλύτερα η λέξη «έκρηξη»: «…μια τεράστια επέκταση του πολιτισμού σε ολόκληρο το “κοινωνικό πεδίο”, ως το σημείο που καθετί στην κοινωνική ζωή μας – από την οικονομική αξία και την κρατική εξουσία ως τις πρακτικές και τη δομή της ίδιας της ψυχής – μπορεί να ειπωθεί ότι έχουν γίνει “πολιτιστικά”» (13)...

 

   Η μαρξιστική θεωρητική έρευνα έχει σήμερα τεράστια κενά. Χρειάζεται να εφαρμόσει τα μεθοδολογικά εργαλεία της στην αναζήτηση της γενίκευσης της εμπειρίας από μια κριτική προσέγγιση της πραγματικότητας. Πριν απ’ όλα βέβαια ως προς την επεξεργασία των μεγάλων θεωρητικών ζητημάτων που συνιστούν τα θέματα τακτικής και στρατηγικής της πάλης για την ανθρώπινη χειραφέτηση στον 21ο αιώνα. Αλλά και ως προς αυτά που άπτονται τομέων παραμελημένων ή και διαστρεβλωμένων από παλιά: της σεξουαλικότητας, της πολιτιστικής συνείδησης, των κοινωνικών σχέσεων της καθημερινής ζωής και – γιατί το φοβόμαστε τόσο; - της αισθητικής. Η μελέτη του Μάη του ’68 και των επιδράσεων του, ως πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο-πείραμα, μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά και στους δύο τομείς.

 

 

 

(1) Alex Callinikos, Against Post-modernism: A Marxist critique. Polity Press,

Cambridge 1989, σελ. 7.

 

(2) Κονστάντσο Πρέβε: Καιροί Αναζήτησης – Δοκίμιο για τη Νεωτερικότητα, το Μετα-μοντέρνο και το Τέλος της Ιστορίας. Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1998, σελ. 161, 156.

 

(3) “The New Philosophers – A Coterie of Young Writers Attacks Marxism as Evil”. Time, Monday, September 12, 1977.

 

(4) Κονστάντσο Πρέβε: Καιροί Αναζήτησης – Δοκίμιο για τη Νεωτερικότητα, το Μετα-μοντέρνο και το Τέλος της Ιστορίας. Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1998, σελ. 161.

 

(5) Alan Sokal, “Transgressing the Boundaries: Towards a Transformative Hermeneutics of Quantum Gravity”. Social Text 46-47 (Spring/Summer 1996).

 

(6) Barbara Epstein, “Postmodernism and the Left”. New Politics, vol.6, no.2 (new series), no.22, Winter 1997.

 

(7) Αναφέρεται στο δοκίμιο του John Zerzan, “The Catastrophe of Postmodernism”. Από την έκδοση Future Primitive and Other Essays. Autonomedia, New York 1994.

 

(8) Judith Butler, Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity. Routlege, New York 1990.

 

(9) Joan W. Scott, “Experience”. Από την έκδοση Feminists Theorize the Political (ed. Judith Butler and Joan W. Scott). Routlege, New York 1992.

 

(10)Ernesto Laclau and Chantal Mouffe, Hegemony and Socialist Strategy. Verso, London 1985.

 

(11)Η εκτίμηση των Kroker και Cook αναφέρεται στο δοκίμιο του John Zerzan, “The Catastrophe of Postmodernism”. Από την έκδοση Future Primitive and Other Essays. Autonomedia, New York 1994.

 

(12) Ροσάνα Ροσάντο: «Η πανωλεθρία της Αριστεράς». H Εποχή, Μ.Σάββατο, 26 Απριλίου 2008.

 

(13) Fredric Jameson, “Post-modernism or The Cultural Logic of Late Capitalism”. New Left Review, no.146 (1984), σελ. 53-92.

 

 

 

 


https://ssl.gstatic.com/ui/v1/icons/mail/images/cleardot.gif

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου