ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Η ΗΤΤΑ ΤΗΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ




Των  Σπύρου Κότσια και του Λίνου Κιούση

ΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

Οι εκλογές της 25ης Γενάρη δε θα καταγραφούν στην Ιστορία μόνο για την άνοδο της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην εξουσία, αλλά και για ένα ακόμα σημαντικό λόγο: Την απόλυτη περιθωριοποίηση του ΠΑΣΟΚ από την ελληνική πολιτική σκηνή.

Ένας πολιτικός σχηματισμός με βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία αλλά και με μια εξόχως σημαντική ιστορική διαδρομή, το ΠΑΣΟΚ, στις τελευταίες εκλογές εμφανίσθηκε ως ένα σκιώδες κακέκτυπο του πάλαι ποτέ κραταιού Κινήματος.

Έχοντας από καιρό διαρρήξει τις σχέσεις του με την κοινωνία, το ΠΑΣΟΚ ειδικά επί Προεδρίας του Ε. Βενιζέλου, απαξιώθηκε ακόμα περισσότερο ακολουθώντας τη Δεξιά παράταξη στον ολισθηρό δρόμο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Στην ιστορική του διαδρομή υπέπεσε σε λάθη. Σε κάποιες περιόδους κατηγορήθηκε για πισωγυρίσματα. Ενίοτε δεν απέφυγε την εφαρμογή κάποιων αγοραίων πολιτικών. Ακόμα, δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχή μας ότι στελέχη ή μέλη του υιοθέτησαν αλαζονικές ή και αλλότριες συμπεριφορές.

 
Ιστορικά όμως, θα πρέπει να συγκρατηθεί η συνολική συνεισφορά του ΠΑΣΟΚ στην ελληνική κοινωνία, η οποία κατεγράφη μέσα από τις δυναμικές παρεμβάσεις των Αριστερών, Σοσιαλιστικού χαρακτήρα μέτρων και πολιτικών που εφάρμοσε το Κίνημα, αλλάζοντας το ρου της Ιστορίας για τη χώρα μας. Μεταξύ αυτών αξίζει να αναφερθούν και τα ακόλουθα: Το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε το ριζοσπαστισμό της ελληνικής κοινωνίας. Απάντησε στην αγωνιώδη αναζήτηση οικοδόμησης μιας άλλης κοινωνίας στο επίκεντρο της οποίας θα κυριαρχούσαν: η κοινωνική αξιοπρέπεια, η εθνική υπερηφάνεια, η ανθρώπινη δημιουργικότητα, η οικονομική ανάταση και η λαϊκή συμμετοχή.
(1)                                   
Με βάση αυτήν την κατεύθυνση η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έσπασε τα στεγανά του κοινωνικού αποκλεισμού και της εργασιακής περιθωριοποίησης που είχε επιβάλλει η Δεξιά, στις κοινωνικές τάξεις που διακρίνονταν για τις αριστερές τους ευαισθησίες και τα περί ισότητας υψηλά τους οράματα. Οικοδόμησε το κράτος πρόνοιας με κεντρικό πυλώνα την κοινωνική αλληλεγγύη. Προώθησε την πολιτική στρατηγική της λαϊκής συμμετοχής και της εθνικής λαϊκής ενότητας. Κατάφερε να εμπνεύσει στην ελληνική κοινωνία υψηλές αξίες όπως αυτή της εθνικής αξιοπρέπειας την οποία και κατάφερε να διασφαλίσει μέσα από την εμπέδωση του αισθήματος της εθνικής ανεξαρτησίας. Ενίσχυσε τη φωνή και ανέδειξε την παρουσία της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς.

Η διαφορά μάλιστα των πολιτικών αντιλήψεων και των «μεταρρυθμίσεων» που προώθησε η Σοσιαλιστική Αριστερά, ήταν έτι περαιτέρω εμφανέστερη σε σχέση με την αυταρχική, συντηρητική και ταξική πολιτική των Δεξιών κυβερνήσεων.

Ωστόσο, το ταξίδι της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης κάποια στιγμή έληξε και μάλιστα άδοξα.

Έτσι, μετά την ιστορικών διαστάσεων νίκη του ΠΑΣΟΚ το 2009, το τελευταίο φάνηκε να εγκλωβίζεται στη δίνη της κρίσης των νεοφιλελεύθερων συνταγών και τελικά να υποκύπτει στην ισοπεδωτική λογική των αγοραίων λύσεων.

Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι οι παρατηρούμενες προσπάθειες, εν μέσω κρίσης, ανασυγκρότησης της περίφημης κεντροαριστεράς δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια απόπειρα συγκρότησης ενός μετριοπαθούς νεοφιλελεύθερου χώρου που θα μπορούσε να περάσει πιο εύκολα στην κοινωνία, τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις που επιθυμούσαν να εφαρμόσουν οι πάσης φύσεως εγχώριοι και οι ευρωπαίοι εκπρόσωποι του κεφαλαίου.

Με άλλα λόγια, αυτό που παρατηρείται σήμερα είναι η θεμελιώδης, ιστορική μετάλλαξη των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο που σηματοδότησε την πλήρη ενσωμάτωσή τους, και μάλιστα ως φτωχού συγγενή, στην κυρίαρχη πολιτική του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού».

Η καμπή αυτή είναι ιστορική γιατί, επί της ουσίας, συνιστά αλλοίωση των οραμάτων της Αριστεράς, επίθεση κατά των κατακτήσεων του λαϊκού κινήματος αλλά και οπισθοδρόμηση για τα κοινωνικά δικαιώματα.

ΥΠΟΚΥΠΤΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΙΑΣ

Γιατί τα σοσιαλιστικά κόμματα μετεξελίχθηκαν σε αγοραίους, από- ιδεολογικοποιημένους πολιτικούς σχηματισμούς;

Για να απαντηθεί το ερώτημα θα πρέπει να αναζητηθεί η εν μέσω των ιστορικών εξελίξεων καταστρεπτική, ισοπεδωτική επίδραση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και πολιτικής στα κόμματα, στις ιδέες αλλά και τους ηγέτες της Αριστεράς.

Καταρχήν, στην πρώτη περίοδο προώθησης, επέκτασης και εδραίωσης του οικονομικού φιλελευθερισμού, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, φάνηκε ότι τα οικονομικά υποκείμενα που είχαν άμεσα, υλικά συμφέροντα από την υλοποίηση του μοντέλου αυτού, επεδίωξαν να το επιβάλλουν ακολουθώντας μεθόδους απόλυτα πιεστικές, αν όχι στυγνά εκβιαστικές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να αναφερθεί το κλασικό παράδειγμα του Γάλλου Προέδρου, Φ. Μιτεράν, όταν μετά την πρώτη του εκλογή, το Μάη του 1981, σχημάτισε κυβέρνηση με στελέχη της αριστερής πτέρυγας του σοσιαλιστικού κόμματος καθώς και με τρεις κομουνιστές. Ενάμιση χρόνο αργότερα ανασχημάτισε την κυβέρνησή του αναθέτοντας τα σχετικά χαρτοφυλάκια στα στελέχη της δεξιά πτέρυγας του γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος, αφού το κεφάλαιο τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό ακολούθησε μια συντονισμένη πολιτική οικονομικού αποκλεισμού της χώρας. Έτσι, το κεφάλαιο είτε έφευγε από τη Γαλλία είτε έκανε «στροφή» στα σύνορά της, ακολουθώντας άλλες κατευθύνσεις. Η κεφαλαιακή – επενδυτική ασφυξία της χώρας οδήγησε την πολιτική της ηγεσία σε συμβιβασμό, αν όχι στην απόλυτη υποταγή.

Στη συνέχεια, η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού «σοσιαλισμού» έδωσε τη δυνατότητα στις δυνάμεις του κεφαλαίου να επιτεθούν και να αμαυρώσουν συνολικά την έννοια του σοσιαλισμού. Ήταν ακριβώς η ιστορική ευκαιρία των θεωρητικών του οικονομικού φιλελευθερισμού να τελειώσουν ιδεολογικά με κάθε πολιτική που είχε σχέση, έστω και επιδερμικά όπως στην περίπτωση του σοβιετικού μοντέλου, με το σοσιαλισμό και την αριστερά. Και όμως η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι η κατάρρευση του υπαρκτού «σοσιαλισμού» δικαίωνε τα γνησίως αριστερά, σοσιαλιστικά κόμματα που είχαν έγκαιρα και έγκυρα διαγνώσει τις παρεκκλίσεις των συγκεκριμένων αυταρχικών, γραφειοκρατικών πολιτικών καθεστώτων από κάθε έννοια αριστερής, σοσιαλιστικής και, κατά μείζονα λόγο, κομουνιστικής πολιτικής. Συνεπώς, το μεγάλο λάθος των αριστερών, σοσιαλιστικών κομμάτων στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90 ήταν ακριβώς ότι δεν βγήκαν επιθετικά με σκοπό να δείξουν τη δικαίωση των θέσεων τους και της ανάλυσής τους, μέσω: Των πραγματικών αιτιών κατάρρευσης των καθεστώτων του υπαρκτού «σοσιαλισμού», της επικαιρότητας και της αναγκαιότητας της αριστερής, σοσιαλιστικής ιδεολογίας και πολιτικής και μάλιστα ως δυναμικό, ανθρωποκεντρικό ανάχωμα στη βίαιη επέκταση της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας.

Η αμηχανία και η υποχώρηση των αριστερών δυνάμεων τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή υπήρξε μοιραία για τις κοινωνίες, τους λαούς για τους εργαζόμενους. Η αγοραία πολιτική, τα επόμενα χρόνια σάρωσε τα πάντα: ανθρώπους, ιδέες, οράματα…

 Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 και μετά παρουσιάζεται μια νέα γενιά «σοσιαλιστών» ηγετών που φαίνεται να υποτάσσεται στα κελεύσματα και στη δυναμική της πολιτικής του οικονομικού φιλελευθερισμού είτε γιατί πίστεψε ότι κάθε αντίσταση ήταν μάταιη είτε, από την άλλη πλευρά, γιατί και οι ίδιοι ήταν πεισμένοι ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μονόδρομος. Με άλλα λόγια, παραδομένοι στις φρούδες ελπίδες των νεοφιλελεύθερων ψευδαισθήσεων και στις δήθεν κερδοφόρες προοπτικές των αγορών και των αγοραίων σχέσεων στήριξαν, ενίοτε με πάθος, σειρά καταστροφικών, για τις κοινωνίες τους, μεταρρυθμίσεων. Εν προκειμένω μεταξύ των περισσότερο ενδεικτικών παραδειγμάτων θα μπορούσαν να αναφερθούν αυτά του Τ. Μπλερ στο Ηνωμένο Βασίλειο και του Γκ. Σρέντερ στη Γερμανία.

Βεβαίως, έχει ιδιαίτερη σημασία να επισημανθεί ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι πολύ εύκολο να διαπιστωθεί αν η στροφή «σοσιαλιστών» ηγετών, «συνδικαλιστών» ή «αριστερών» κομματικών στελεχών οφειλόταν σε μια (προφανώς αφελή) πίστη προς την αναπτυξιακή ικανότητα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, ή ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι κάποια από αυτά τα πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα απλώς υπέκυψαν στην κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας και αφέθηκαν να βυθιστούν στην αλλοτριωτική ευδαιμονία της αγοραίας διαφθοράς.

Η μικρή ιστορία μετεξέλιξης και «ξεπουλήματος» των σοσιαλιστικών ιδεών και οραμάτων από ευρωπαίους ηγέτες και κομματικούς σχηματισμούς, βρίσκει αναλογίες, ομοιότητες και παρεμφερείς συμπεριφορές και στην ελληνική περίπτωση, αν και ο συγκεκριμένος παραλληλισμός δεν αφορά τον Α. Παπανδρέου, τελευταίο μεγάλο σοσιαλιστή ηγέτη που προσπάθησε να μείνει πιστός στις αρχές του, σε ιστορικές περιόδους που δεν ήταν ούτε προφανές, ούτε εύκολο.

Τα ερωτήματα εξακολουθούν να μας στοιχειώνουν. Η υποχώρηση των αριστερών, σοσιαλιστικών ιδεών και πολιτικών ήταν κάτι το αναπόφευκτο; Η ιδεολογική τους προοπτική μπορεί να θεωρηθεί ξεπερασμένη γιατί δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές κοινωνικές ανάγκες; Τι σηματοδοτεί σήμερα ένα γνήσιο αριστερό, σοσιαλιστικό κόμμα;



Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Ο κομματικός σχηματισμός εμφανίζεται ως ένα συλλογικό υποκείμενο, συνάθροισης πολιτών, που θέτει κοινούς στόχους, ενεργοποιεί πολιτικές προτάσεις και προβάλλει κοινωνικά οράματα μέσω της σύνταξης ενός πολιτικού σχεδίου με βάση την ανάλυση του για την ταξική συγκρότηση της κοινωνίας. Υπό αυτό το πρίσμα το κόμμα εμφανίζεται ως πολιτική έκφραση συγκεκριμένων ταξικών συμφερόντων.

Σήμερα ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός απορρίπτεται καθώς η κυρίαρχη ιδεολογία του οικονομικού φιλελευθερισμού υποστηρίζει ότι δεν υφίστανται κοινωνικές τάξεις. Αυτό, που υποστηρίζουν ότι τίθεται, είναι αποκλειστικά η ανάγκη για οικονομική ανάπτυξη στην οποία μπορεί να συμμετάσχει όλη η κοινωνία αδιακρίτως!!!!

Πρόκειται για μια συνειδητή, ιδεολογική διαστρέβλωση της πραγματικότητας που στοχεύει στην προώθηση μιας ταξικής αναπτυξιακής στρατηγικής, η οποία και χαρακτηρίζεται από το γεγονός του αποκλεισμού των εργαζόμενων τάξεων και των  περισσότερο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το σημερινό αναπτυξιακό μοντέλο στηρίζεται ακριβώς στη «λογική της προσφοράς», που σημαίνει την με κάθε μέσο στήριξη των συμφερόντων του κεφαλαίου. Υπό αυτήν την έννοια προτείνεται η αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων μέσω της κατάργησης των σταθερών θέσεων εργασίας και της αντικατάστασής τους από προσωρινές θέσεις απασχόλησης. Σε αυτό το πλαίσιο προωθούνται μαζικές ιδιωτικοποιήσεις που περιλαμβάνουν το σύνολο των δημόσιων εκείνων τομέων που μέχρι πρόσφατα θεωρούντο πυλώνες διατήρησης μιας στοιχειώδους πολιτικής, κοινωνικής ισότητας όπως εκπαίδευση, υγεία, ασφαλιστικά ταμεία υγείας, συνταξιοδοτικά ταμεία, χωρίς φυσικά να τελειώνει εδώ ο κατάλογος των θλιβερών, αγοραίων μεταρρυθμίσεων.

Τέτοιου είδους πολιτικές ωστόσο ουδεμία σχέση έχουν με κάποια αναπτυξιακή προοπτική, αφού όλες αυτές οι ταξικές αποφάσεις θα πρέπει μάλλον να εκληφθούν ως ένα εφιαλτικό σενάριο για το μέλλον των πολιτών και των κοινωνιών. Για αυτό και τα νεοφιλελεύθερα κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστερά, αρνούνται πεισματικά να ξεκαθαρίσουν το ιδεολογικό τους στίγμα και το πολιτικό πλαίσιο δράσης τους. Αναφέρονται σε «μεταρρυθμίσεις», χωρίς να τις προσδιορίσουν. Αποφεύγοντας την οποιαδήποτε πολιτική ανάλυση, υποστηρίζουν ότι η κρίση οφείλεται στις υπερβολές, στα ατοπήματα και την παράτυπη συμπεριφορά της κοινωνίας και αποφεύγουν την παραμικρή νύξη για τις καταστροφικές συνέπειες της ακολουθούμενης νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Προτείνουν «λύσεις» εξόδου από την κρίση προβάλλοντας όμως μέτρα που στρέφονται κατά των κοινωνιών, χωρίς να αμφισβητούν τις ταξικές αποφάσεις των διεθνών κέντρων αποφάσεων που ισοπεδώνουν δικαιώματα, που ωθούν στη φτώχεια και την εξαθλίωση μεγάλες κοινωνικές ομάδες και εμπορευματοποιούν ολοκληρωτικά την ανθρώπινη ύπαρξη.

Αυτή η πολιτική όμως δεν έχει καμιά σχέση ούτε με την αριστερά ούτε φυσικά με τις ανθρώπινες κοινωνικές ανάγκες. Από την ώρα που η ανάπτυξη εμφανίζεται ως αυτοσκοπός που περιθωριοποιεί την απόλυτη πλειοψηφία των πολιτών, που προκαλεί ανεπανόρθωτα περιβαλλοντικά προβλήματα, που επιβάλλεται σε βάρος των δημοκρατικών διαδικασιών δεν μπορεί παρά να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της μειοψηφίας του κεφαλαίου για αυτό και θα πρέπει να αμφισβητηθεί, να αποτραπεί, να ανατραπεί.
     
Να λοιπόν γιατί εμφανίζεται ως ιστορική αναγκαιότητα η αμφισβήτηση, η απαξίωση και τελικά η πλήρη απόρριψη των συγκεκριμένων πολιτικών σχηματισμών και η επανασυγκρότηση του χώρου της σοσιαλιστικής αριστεράς.

Η αναγκαιότητα αλλά και η επικαιρότητα του σοσιαλιστικού χώρου, που έχει αφήσει ένα ανεκπλήρωτο κενό στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, μπορεί να σκιαγραφηθεί υπό το πρίσμα των ακόλουθων αξόνων:

1. Καταρχήν, ο Σοσιαλισμός στοχεύει στην απελευθέρωση του ανθρώπου και όχι των αγορών. Πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε. Ο άνθρωπος είναι ο στόχος της ανάπτυξης και της ευημερίας. Η οικονομία δεν είναι παρά το μέσο για να φθάσουμε στο στόχο και όχι το αντίστροφο όπως προτείνει ο οικονομικός φιλελευθερισμός.

2. Ο Σοσιαλισμός αντιλαμβάνεται την οικονομική ανάπτυξη ως διαδικασία ευημερίας ολόκληρης της κοινωνίας και όχι ως διαδικασία κερδοσκοπίας του κεφαλαίου και σύγκρουσης των συμφερόντων του.

3. Ο Σοσιαλισμός προωθεί τη λογική μιας συμμετοχικής κοινωνίας που λαμβάνει μέρος στη λήψη των αποφάσεων που αφορούν τη ζωή και το μέλλον της και αρνείται την παθητικότητα των πολιτών.

4. Ο Σοσιαλισμός πιστεύει στον πατριωτισμό ως μέθοδο προώθησης της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας, των παραδόσεων καθώς και των εθνικών συμφερόντων χωρίς να φοβάται τη διεθνή / περιφερειακή ταξική συνεργασία, τη σύνθεση απόψεων ή την αναγνώριση της πολιτισμικής ταυτότητας των πολιτών άλλων χωρών.

5. Ο Σοσιαλισμός πιστεύει στην ενεργό συμμετοχή των εργαζόμενων στα κέντρα λήψης αποφάσεων της διαχείρισης των δημόσιων οργανισμών και της δημόσιας περιουσίας και απορρίπτει τα φληναφήματα που αναμασούν οι αγοραίοι θεωρητικοί ότι μόνο το «αόρατο χέρι της αγοράς» μπορεί να δράσει ορθολογικά και δίκαια στο οικονομικό πεδίο.

6. Ο Σοσιαλισμός θεωρεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική αναπτυξιακή προοπτική που να τροφοδοτείται σε βάρος της περιβαλλοντικής ισορροπίας.

7. Ο Σοσιαλισμός αγωνίζεται για τη διασφάλιση μιας αξιοπρεπούς ζωής για τους κοινωνικά αδικημένους θεωρώντας ότι αυτό αποτελεί βασικό κοινωνικό δικαίωμα και όχι μια πράξη φιλανθρωπίας.

8. Ο Σοσιαλισμός προωθεί την άποψη ότι η δύναμη της αριστεράς βρίσκεται στην κοινωνική βάση και αναπαράγεται μέσω του ζωντανού διαλόγου, αμφισβητώντας το συντηρητισμό κάποιων αυτοαποκαλούμενων «αριστερών», «σοσιαλιστών» ή και «κομουνιστών».

9. Για το Σοσιαλισμό τέλος, επίκεντρο είναι ο άνθρωπος και όχι το εμπόρευμα και οι εμπορευματικές σχέσεις.

Μπορεί κάποιος να σκεφθεί ότι όλα τα παραπάνω είναι απλές θεωρητικές κατασκευές. Ότι τα έχει ήδη ακούσει, και μάλιστα χωρίς αντίκρισμα. Μπορεί τέλος, να θεωρήσει πολυτέλεια μια συζήτηση για το σοσιαλισμό τη στιγμή που αγωνιά για την καθημερινή του επιβίωση.

Και όμως αν σκεφθούμε: Το μέλλον που μας επιφυλάσσει η εμβάθυνση και ενδυνάμωση των αγοραίων πολιτικών του οικονομικού φιλελευθερισμού, που επιδιώκει την πλήρη μετάλλαξη του ανθρώπου σε εμπόρευμα, ότι η Ιστορία μας διδάσκει ότι ποτέ δεν έχουν παραχωρηθεί δικαιώματα στους πολίτες, αφού πάντα αυτοί οι τελευταίοι τα κέρδιζαν με αγώνες και τέλος ότι η κρίση δεν αντιμετωπίζεται σε ατομικό επίπεδο αλλά στο συλλογικό πεδίο, τότε θα καταστεί και πάλι σαφές ότι οφείλουμε να βρούμε τη χαμένη μας ψυχή στο πεδίο του αγώνα, της συλλογικότητας, της πολιτικής.    



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου