ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Λαφαζάνης: η εθνική μας ενέργεια σε “μετωπική” με την Κομισιόν


Την άποψη ότι ο ρόλος των εθνικών κρατών στον κλάδο της ενέργειας είναι αναντικατάστατος και ότι η συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις ενεργειακές συμφωνίες των κρατών-μελών με τρίτες χώρες συνιστά «απουσία εθνικής ευελιξίας» κατέθεσε στις 5.3.15 ο υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος Ενέργειας, Παναγιώτης Λαφαζάνης σε παρέμβασή του στο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας της ΕΕ στις Βρυξέλλες.
Αναφερόμενος ειδικά στην ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση ο κ. Λαφαζάνης υποστήριξε πως αυτή θα μεγεθύνει τις ενεργειακές ανισότητες ενισχύοντας παράλληλα τη «νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση» στον τομέα της ενέργειας.
Η Ενεργειακή Ένωση με τον τρόπο που υλοποιείται σηματοδοτεί τη μετάβαση σε “ένα μεγάλο ενεργειακό χώρο στον οποίο μπορεί να κυριαρχήσουν, ήδη αυτό εξελίσσεται, μία χούφτα πολυεθνικοί εταιρικοί γίγαντες, του τύπου των επτά αδελφών που δέσποζαν παλιότερα στον χώρο του πετρελαίου” ανέφερε ο κ. Λαφαζάνης.
“Η προτροπή για ιδιωτικοποιήσεις  και η κατάτμηση δημοσίων ενεργειακών επιχειρήσεων, καθόλου δεν υποβοήθησε την παραγωγικότητα και την διέξοδο από την κρίση” πρόσθεσε ο υπουργός σχολιάζοντας την κατάσταση στην ελληνική αγορά.
“Μία γνήσια ενεργειακή ένωση στην Ευρώπη είναι αναγκαία αλλά αυτή πρέπει να συμβαδίσει με μία προοδευτική στροφή της Ευρώπης και να κτιστεί βήμα-βήμα σε γνήσια αναπτυξιακή και κοινωνική κατεύθυνση και όχι στη βάση των ψευδεπίγραφων νόμων της αγοράς που συχνά κρύβουν την κυριαρχία άτεγκτων συμφερόντων” κατέληξε.
Σημειώνεται ότι οι υπουργοί Ενέργειας της ΕΕ αντάλλαξαν απόψεις για την ενεργειακή ένωση με τις συζητήσεις να βασίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής «Στρατηγικό πλαίσιο για την ενεργειακή Ένωση» της 25ης Φεβρουαρίου 2015. Τα βασικά στοιχεία της σημερινής συζήτησης θα διαβιβασθούν στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ως συνεισφορά στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 19ης και 20ής Μαρτίου 2015.
Ακόμη, στο επίκεντρο του συμβουλίου βρέθηκαν οι εξελίξεις και οι προτεραιότητες για τις ενεργειακές υποδομές. Η Επιτροπή υπέβαλε ανακοίνωση σχετικά με τους καλύτερους τρόπους δράσης για την επίτευξη του στόχου του 10% ηλεκτρικής διασύνδεσης μέχρι το 2020.
—Τι γίνεται με το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας


Το πρόβλημα για τον κ. Λαφαζάνη είναι ότι η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου η ενέργεια σε πολύ μεγάλο βαθμό ελέγχεται-έως ότου αναπτυχθεί σε βιώσιμα επίπεδα η αποκεντρωμένη παραγωγή από ΑΠΕ- μέσα από μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες.
Την ώρα που με μια ακόμα “δημιουργική ασάφεια” η νέα κυβέρνηση διά στόματος Λαφαζάνη ακυρώνει τα σχέδια ανοίγματος της εγχώριας ενεργειακής μέσω της “Μικρής ΔΕΗ”  χωρίς να προτείνει καμμία εναλλακτική, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εντείνει τις πιέσεις.
Όπως δήλωσε σε στέλεχος της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (DG Com) στο πλαίσιο σεμιναρίου που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία της Επιτρόπου Ανταγωνισμού Μέργκετ Βεστάγκερ, ”αν ματαιωθεί το σχέδιο για τη δημιουργία και πώληση της Μικρής ΔΕΗ θα οδηγήσει στην αναβίωση της υπόθεσης του μονοπωλίου της ΔΕΗ στο λιγνίτη σε επίπεδο τόσο Κομισιόν όσο και Ευρωδικαστηρίου, πόσο μάλλον όταν η επιχείρηση παραμένει κυρίαρχη στην αγορά με ποσοστά της τάξης του 98%”.
Στην DG Com μάλιστα η περίπτωση της ΔΕΗ χρησιμοποιείται πλέον ως “case study” για το πως μια δημόσια επιχείριση χώρας κρατά κλειστή την αγορά της.
“Το έλλειμμα ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά ηλεκτρισμού είναι μοναδικό, θα έλεγα από τα πιο χαρακτηριστικά στην ΕΕ, τόσο για την έντασή του, όσο και για το πόσα χρόνια διαρκεί η ίδια κατάσταση. Επομένως η υπόθεση για εμάς παραμένει ανοικτή. Αν η κυβέρνηση επιμένει να κρατά κλειστή την αγορά και δεν μας προτείνει κάποιο άλλο ισοδύναμο μέτρο, τότε θα ξεκινήσει η διαδικασία επιβολης ποινών. Η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου το περασμένο καλοκαίρι ήταν ξεκάθαρη πάνω στο θέμα”, σχολίασε ο κοινοτικός αξιωματούχος, ερωτηθείς για τα επόμενα βήματα της Κομισιόν.
Πρόκειται για την πρώτη αντίδραση κοινοτικών αξιωματούχων σχετικά με τη νέα ενεργειακή πολιτική της χώρας, τονίζοντας ότι “έχουμε συζητήσει, ανταλλάξει απόψεις, και προτάσεις με τις κατά καιρούς ελληνικές κυβερνήσεις στο παρελθόν άπειρες φορές”, ότι “η Ελλάδα είχε παρά πολλές ευκαιρίες για να βελτιώσει τον ανταγωνισμό της στην αγορά, ωστόσο τις έχασε όλες”, και ότι “αργά ή γρήγορα τα θέματα αυτά θα τεθούν και επίσημα στο τραπέζι”.
—Το ιστορικό

Το 2009, η Κομισιόν είχε ζητήσει το άνοιγμα της ελληνικής αγοράς ενέργειας με την παραχώρηση σε ιδιώτες του 40% της λιγνιτικής παραγωγής. Η λύση που είχε αντιπροταθεί από την τότε κυβέρνηση Παπανδρέου, ήταν να παραχωρηθούν σε ιδιώτες τα αναξιοποίητα κοιτάσματα λιγνίτη σε Δράμα και Ελασσόνα. Γρήγορα η πρόταση θυσιάστηκε στο βωμό της “πράσινης ανάπτυξης”, και παραπέμφθηκε στις καλένδες, κάτω και υπό τις σφοδρές τοπικές αντιδράσεις.
Ακολούθησε προσφυγή της ΔΕΗ κατά της απόφασης της Κομισιόν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το οποίο και δικαίωσε την ελληνική επιχείρηση (Σεπτέμβριος 2012), με το σκεπτικό πως δεν προκύπτει ότι επειδή η ΔΕΗ βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών της, συνεπεία κάποιου κρατικού μέτρου, αυτό καθεαυτό να συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Αποδέχτηκε δηλαδή τότε το Δικαστήριο ότι δεν ευθύνεται η ΔΕΗ για την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, αφού το “προνόμιο” της αποκλειστικής πρόσβασης στον λιγνίτη της είχε παραχωρηθεί από το Δημόσιο.
Η Κομισιόν απάντησε με νέα προσφυγή στο Δικαστήριο τον Ιούλιο του 2014. Αυτή τη φορά, οι Βρυξέλλες δικαιώθηκαν αφού αναιρέθηκαν τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς ότι ο λιγνίτης δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της ΔΕΗ αφού και άλλοι μπορούν να τον εκμεταλλευτούν. Επρόκειτο για εξέλιξη με ιδιαίτερη σημασία, αφού το ελληνικό “οπλοστάσιο” επιχειρημάτων είχε στηθεί ακριβώς πάνω στη λογική ότι δεν τίθεται θέμα προνομιακής πρόσβασης της ΔΕΗ σε φθηνά καύσιμα (λιγνίτης), άρα διαμόρφωση άνισων όρων ανταγωνισμού με άλλους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, που δεν έχουν πρόσβαση στον λιγνίτη.
Σαν αποτέλεσμα της δυσμενούς αυτής εξέλιξης για τη ΔΕΗ, η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να προτείνει τη λύση της δημιουργίας μιας “Μικρής ΔΕΗ” (ακολουθώντας το ίδιο μοντέλο με το οποίο “έσπασε” το 2000 η Ιταλική Enel), που ενσωματώνει το 30% του σημερινού παραγωγικού δυναμικού της μεγάλης, προκειμένου εν συνεχεία να πουληθεί.
Το καλοκαίρι του 2014, και εν μέσω ισχυρών αντιδράσεων ψηφίστηκε ο σχετικός νόμος, ο οποίος προέβλεπε μεταξύ άλλων ότι η “μικρή ΔΕΗ” θα συμπεριελάμβανε έντεκα μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ισχύος 2.768 μεγαβάτ, πέντε λιγνιτωρυχεία, πάνω από 3.000 εργαζόμενους αλλά και το ένα τρίτο της εμπορικής δραστηριότητας της σημερινής ΔΕΗ που ισοδυναμεί με περίπου 2 εκατομμύρια πελάτες ή περίπου 1,8 – 2 δισ. ευρώ τζίρο.
Το νομοσχέδιο προέβλεπε πως οι επενδυτές που θα αγόραζαν τη «μικρή ΔΕΗ» θα αποκτούσαν μερικές από τις πιο σύγχρονες μονάδες της ΔΕΗ και συγκεκριμένα τέσσερις λιγνιτικές μονάδες (Αμύνταιο 1 και 2, Μελίτης 1 και 2), έξι λιγνιτωρυχεία (Αμύνταιο-Λακκιά, Κλειδί, Μελίτης, Κομνηνών 1 και 2 και Βεύη), έξι υδροηλεκτρικά εργοστάσια (Πλατανόβρυση, Θησαυρός, Άγρας, Εδεσσαίος, Πουρνάρι 1 και 2) και την μονάδα φυσικού αερίου της Κομοτηνής.
Η νέα κυβέρνηση πάγωσε την ιδιωτικοποίηση μέσω της Μικρής ΔΕΗ και μαζί με τους συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ διαμηνύει ότι η ΔΕΗ δεν πωλείται.
Στο τελευταίο επεισόδιο του δράματος επανήλθαν τα σενάρια περί παραχώρησης  σε ιδιώτες των κοιτασμάτων σε Ελασσόνα και Δράμα. Έπειτα ωστόσο από τις πρώτες αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας της Ελασσόνας και τις δηλώσεις του ίδιου του δημάρχου της, το υπουργείο διέψευσε κατηγορηματικά ότι υπάρχουν τέτοιες σκέψεις και κατηγορώντας τα μέσα ενημέρωσης που ανέδειξαν το θέμα για “μυθεύματα και επινοήσεις”.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η υποχρέωση της Ελλάδας να ανοίξει την αγορά ενέργειας σε ιδιώτες -στο βαθμό που αποτελεί μέλος της ΕΕ- ούτε μύθευμα αποτελεί ούτε επινόηση.
ΠΗΓΗ : Econews