ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Τόμας Μπερνχαρντ : Ο δικτάτορας


Εισαγωγή Οικονικής : Για την πλήρη κατανόηση του μικρού διηγήματος («Μπονζάϊ») του Μπέρνχαρντ, που φιλοξενείται στη σχετική συλλογή του λογοτεχνικού περιοδικού «ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ», τοποθετήστε όπου «δικτάτορας» και «λούστρος» τις λέξεις –κλειδιά Σημίτης, Παπανδρέου, Χρυσοχοϊδης, Λοβέρδος, Βενιζέλος κ.ά


Ο ΔΙ­ΚΤΑ­ΤΟ­ΡΑΣ κα­τέ­λη­ξε, ἀ­νά­με­σα σὲ πε­ρισ­σό­τε­ρους ἀ­πὸ ἑ­κα­τὸ ὑ­πο­ψη­φί­ους, στὴν ἐ­πι­λο­γὴ ἑ­νὸς λού­στρου. Τοῦ ἀ­νέ­θε­σε μί­α καὶ μό­νη ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα: νὰ κα­θα­ρί­ζει τὰ πα­πού­τσια του. Εὐ­πρόσ­δε­κτη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα γιὰ τὸν ἁ­πλὸ ἄν­θρω­πο τῆς ἐ­παρ­χί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐν συ­νε­χεί­ᾳ παίρ­νει γρή­γο­ρα βά­ρος καὶ μὲ τὰ χρό­νια γί­νε­ται πα­ρὰ τρί­χα φτυ­στὸς ὁ προ­ϊ­στά­με­νός του – ποὺ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λος ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν δι­κτά­το­ρα. Ἴ­σως αὐ­τὸ νὰ ὀ­φεί­λε­ται ἐν μέ­ρει στὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ὁ λοῦ­στρος γεύ­ε­ται τὰ ἴ­δια ἐ­δέ­σμα­τα μὲ τὸν δι­κτά­το­ρα. Σύν­το­μα ἀ­πο­κτᾶ τὴν ἴ­δια χον­τρὴ μύ­τη καί, ἀ­φοῦ ἔ­πε­σαν καὶ τὰ μαλ­λιά του, ἔ­γι­νε ὁ­ρα­τὸ καὶ τὸ ἴ­διο κρα­νί­ο. Ἕ­να δι­ογ­κω­μέ­νο στό­μα ξε­προ­βάλ­λει καὶ κα­θὼς χα­χα­νί­ζει, δεί­χνει τὰ δόν­τια. Ὅ­λοι, ἀ­κό­μη καὶ οἱ ὑ­πουρ­γοὶ καὶ οἱ πιὸ ἔμ­πι­στοι τοῦ δι­κτά­το­ρα φο­βοῦν­ται τὸν λοῦ­στρο. Τὰ βρά­δια σταυ­ρώ­νει τὶς μπό­τες καὶ παί­ζει κά­ποι­ο μου­σι­κὸ ὄρ­γα­νο. Γρά­φει μα­κρο­σκε­λῆ γράμ­μα­τα στὴν οἰ­κο­γέ­νειά του, μέ­σῳ τῶν ὁ­ποί­ων ἐ­ξα­πλώ­νε­ται ἡ φή­μη του σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ χώ­ρα: «Ὅ­ταν κά­ποι­ος εἶ­ναι ὁ λοῦ­στρος τοῦ δι­κτά­το­ρα» γρά­φει σὲ κά­ποι­ο ἀ­π’ αὐ­τά, «τό­τε εἶ­ναι τὸ πιὸ κον­τι­νὸ πρό­σω­πο στὸ δι­κτά­το­ρα». Κι ὄν­τως εἶ­ναι ὁ λοῦ­στρος τὸ πιὸ κον­τι­νὸ πρό­σω­πο στὸ δι­κτά­το­ρα· ἐ­πι­βάλ­λε­ται νὰ κά­θε­ται πάν­τα ἐμ­πρὸς ἀ­π’ τὴν πόρ­τα του, ἀ­κό­μη καὶ νὰ κοι­μᾶ­ται ἐ­κεῖ. Σὲ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὸ πό­στο του. Ὅ­μως μιὰ νύ­χτα, κα­θὼς αἰ­σθα­νό­ταν ἀρ­κε­τὰ δυ­να­τὸς γιὰ κά­τι τέ­τοι­ο, μπαί­νει μιὰ καὶ δυ­ὸ στὸ δω­μά­τιο, ξυ­πνᾶ τὸ δι­κτά­το­ρα καί, γρον­θο­κο­πών­τας τὸν, τὸν ξα­πλώ­νει κά­τω νε­κρό. Ὁ λοῦ­στρος γδύ­νε­ται τὰ ροῦ­χα του γορ­γά, τὰ φο­ρᾶ στὸ νε­κρὸ δι­κτά­το­ρα καὶ μπαί­νει ὁ ἴ­διος στὰ ἐν­δύ­μα­τά του. Ἐμ­πρὸς στὸν κα­θρέ­φτη τοῦ δι­κτά­το­ρα δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι πραγ­μα­τι­κὰ εἶ­ναι φτυ­στὸς ὁ δι­κτά­το­ρας. Σὲ μιὰ στιγ­μὴ τὸ ἀ­πο­φα­σί­ζει καὶ ξε­χύ­νε­ται στὴν πόρ­τα, ὅ­που φω­νά­ζει ὅ­τι ὁ λοῦ­στρος του τοῦ ἐ­πι­τέ­θη­κε. Ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος σὲ ἄ­μυ­να, ἐ­κεῖ­νος τὸν ἀ­πέ­κρου­σε καὶ τὸν σκό­τω­σε. Νὰ τὸν πά­ρουν καὶ νὰ ἐ­νη­με­ρώ­σουν τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του.
Πη­γή: Τό­μας Μπέρ­νχαρντ, Συμ­βάν­τα, ἐκ­δό­σεις Σούρ­καμπ, σελ. 58-59. (Tho­mas Bern­hard, Erei­gnis­se, Suhrkamp Verlag, Frankfurt am Main, 1994). 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά: Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984). Με­τα­φρά­στρια κει­μέ­νων ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά, τὰ ἱ­σπα­νι­κά καὶ τὰ ἀγ­γλι­κά.