Η όλη κατάσταση «πήγαινε σετ» με μια άλλη ύπαιθρο, πρωτίστως παραγωγική και ελάχιστα ψυχαγωγική, με ασήμαντες υποδομές για τους ταξιδιώτες.. Οι ταξιδευτές ήταν κυρίως άνθρωποι της άρχουσας τάξης , συμβατικοί τις περισσότερες φορές αλλά κάποτε-κάποτε και αντισυμβατικοί τόσο ώστε να αφήνουν εξαίσιες περιγραφές .
Στις αρχές του 19ου αιώνα, στα παράλια της Αδριατικής, οι ποιητές Μπάϊρον και Σέλεϋ «μπορούσαν να ιππεύουν και να καλπάζουν μεθυσμένοι από το χώρο και τη μοναξιά, μέσα στον άνεμο και στη μυρωδιά της θάλασσας», έγραφε ο ιστορικός της Μεσογείου Φερνάντ Μπρωντέλ. Στην τρίτη δεκαετία του αιώνα που μας πέρασε, στην παραλία του Ζουάν Λε Πεν της Γαλλίας, με τους πευκόφυτους λόφους και τα λίγα γραφικά καλύβια, ο Πικάσο και μια ολόκληρη αποικία καλλιτεχνών από το Μονπαρνάς ζούσαν τα δημιουργικά όνειρα και τις αισθητικές τους αναζητήσεις – μέχρι που οι οικοπεδάδες της περιοχής ανέλαβαν την αναδιαμόρφωση του χώρου....Στα Μάταλα της Κρήτης της δεκαετίας του 60, οι «αναχωρητές» και «πρακτικοί κριτικοί» της βιομηχανικής κοινωνίας , ζούσαν τον «ολικής αλέσεως» χαβαλέ τους μέσα στα φυσικά σπήλαια της περιοχής. Μέχρι που περικυκλώθηκαν και εξώσθηκαν από την «καθώς πρέπει» τουριστική ανάπτυξη....
Η μεγάλη «ταξιδιωτική επανάσταση» του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, με τις στρατιές των εφήμερων επισκεπτών ή των συστηματικών «εποίκων» του παραλιακού χώρου, σκότωσε απαράμιλλες ομορφιές και υπαγόρευσε αναρίθμητα μνημόσυνα. Η υπερσυγκέντρωση πληθυσμού και δραστηριοτήτων στον συγκριτικά μεγάλο ελληνικό παραλιακό χώρο με την ακτογραμμή των 15.000 χιλιομέτρων και περισσότερο, προκάλεσε έντονες αλλοιώσεις στο τοπίο και στη φύση. Για τους πλέον ευαίσθητους, ή εν γένει για όσους αδυνατούσαν να ζήσουν ως χαζοχαρούμενοι καταναλωτές υπηρεσιών , οι αλλοιώσεις αυτές βιώθηκαν ως τραυματικές εμπειρίες. Εμπειρίες που εισήγαγαν δόσεις μελαγχολίας στην χαρά των καλοκαιρινών διακοπών, που προκαλούσαν άγχος εν όψει της συνάντησης με παλιούς αγαπημένους χώρους: Θα τους ξαναδούμε όπως ήταν κάποτε; Ή θα τους συναντήσουμε «γερασμένους», δηλαδή «ανακαινισμένους» βάναυσα , αφύσικα εκπολιτισμένους και εκσυγχρονισμένους – όπως περίπου ο Κηλαηδόνης σε ένα τραγούδι του συναντούσε κάποιες παλιές φιλενάδες ;
Ο Μπρωντέλ ικέτευε τη Βενετία – αυτήν που ονόμαζε «το αγαθό όλων μας, το όνειρό μας, τη σιωπηλή καταφυγή μας» : Την ικέτευε «να μην αλλάξει, να μην κινηθεί, να μείνει η Ωραία Κοιμωμένη του Δάσους» .Και τούτο ήταν μια υπερβολή, που ήταν όμως δηλωτική της ανάγκης για «ήπιες» αλλαγές ,που δεν πλήττουν το αίσθημα της συνέχειας του χώρου, που δεν αποξενώνουν τους «χρήστες» αυτών των χώρων.....Κι εμείς που βιώσαμε μέσα από πικρές εμπειρίες την ανάγκη μιας ανάπτυξης φιλικής με τη φύση και το τοπίο, που διεκδικήσαμε όχι την ταρίχευση και μουμιοποίηση του χώρου αναψυχής αλλά ούτε την έξαλλη μεταλλαγή και διάρρηξη της συνέχειάς του, προσφύγαμε πολλές φορές σε «πιλοτικά σκηνικά» όπως αυτό της Βενετίας : Για να αξιοποιήσουμε τη δύναμη του παραδείγματος και για να υποστηρίξουμε τη συντήρηση της παράδοσης, για να επιτρέψουμε στον χώρο αναψυχής να είναι «διαφορετικός» και φαντασιογόνος – έδρα πολλών ζωών στο περιτύλιγμα της μοναδικής, δικής μας ζωής...
Οι καλοκαιρινές διακοπές φορτίζονται με πολλές προσδοκίες, οδηγούν πολλούς στη διεκδίκηση μιας απόλυτης φυγής, ενώ για άλλους σημαίνουν διακοπές «δορυφορικές», υπηρετικές της επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής τους. Οι καλοκαιρινές διακοπές σημαίνουν χαλάρωση, η υπερχορήγηση της οποίας μπορεί να μετατρέπει τον τουρίστα σε «υπνοβάτη» - σύμφωνα με ένα ιδεολογικό «τρίποντο» του Εντγκάρ Μορέν. Όμως στην πραγματικότητα δεν εξαλείφουν την ανάγκη της σύνεσης, την ανάγκη ενός προβληματισμού για την διαχείριση του προσωπικού μας χωροχρόνου : Την ανάγκη μιας τεχνογνωσίας ζωής. Αντιγράφω από τα «Ταξίδια» του Κώστα Ουράνη : «Το ταξίδι αυτό καθεαυτό δεν έχει καμία αξία, αν εκείνος που το κάνει δεν είναι προετοιμασμένος – από την ποιότητα της ψυχής του, της ευαισθησίας του, του πνεύματός του – να διακρίνει, να χαρεί, να αποταμιεύσει, ...ό,τι το ταξίδι μπορεί να προσφέρει...»
Οι καλοκαιρινές διακοπές μοιάζουν με το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και άλλες μεγάλες εορταστικές περιόδους, που διαμορφώνουν ένα κοινό πνεύμα, που μπορεί κατά περίπτωση να είναι πνεύμα αγάπης, αλτρουϊσμού, στοχασμού για το πέρασμα του χρόνου κλπ., που όμως δεν διαχέεται στο σύνολο του χρόνου μας, που δεν επηρεάζει τις υπόλοιπες ημέρες του έτους, αλλά παραμένει έγκλειστο σε ένα θύλακα - όπως το έθιμο της γυναικοκρατίας για μια ημέρα στη Βόρεια Ελλάδα αφήνει άθικτη την ανδροκρατία των άλλων 364 ημερών...Μέσα στις συνθήκες των καταστροφών ή προσβολών της φύσης που γίνονται ορατές στην ύπαιθρο, οι καλοκαιρινές διακοπές σκορπίζουν ένα οικολογικό πνεύμα, κάνουν για λίγο πολλούς από εμάς οικολόγους - ακόμη και βαθυπράσινους! Το θέμα όμως της διάρκειας και βαθύτητας αυτού του πνεύματος παραμένει ....
***Ta στοιχεία αυτού του κειμένου αντλήθηκαν από το βιβλίο του Γιάννη Σχίζα «Ο ΑΛΛΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ», Εναλλακτικές Εκδόσεις 1998