Δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι η νέα αμυντική συμφωνία της Ελλάδας με τη Γαλλία είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και ότι η κυβέρνηση ορθώς εκμεταλλεύτηκε τις συνθήκες που δημιούργησε η αιφνιδιαστική συμφωνία AUKUS, προκειμένου να αγοράσει γαλλικές φρεγάτες και κορβέτες, με τη σύμφωνη, μάλιστα, γνώμη των ΗΠΑ.
Όπως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αγορά των Rafale και των φρεγατών συνιστά επιτέλους μια σημαντική κίνηση, προκειμένου να εξισορροπηθεί η εξοπλιστική φρενίτιδα της Τουρκίας εδώ και πολλά χρόνια και να ενισχυθεί σημαντικά η ελληνική αποτρεπτική ισχύς όπως και η δυνατότητα «προβολής ισχύος».
Το δυσάρεστο είναι ότι η υπογραφή αυτής της -σημαντικότατης, όπως είπαμε- συμφωνίας συνοδεύεται από διαφόρων ειδών υπερβολές, τόσο σε ό,τι αφορά τις ισορροπίες και τους συσχετισμούς στην περιοχή μας όσο και σε σχέση με την πολυπόθητη «ενιαία ευρωπαϊκή άμυνα», που έως στιγμής -δυστυχώς- ανήκει στη σφαίρα της… φαντασίας!
Η πραγματικότητα των… αριθμών και οι «εγγυήσεις»
Πρώτον και κυριότερο, όσο κι αν θέλει η Γαλλία κι όσο κι αν σιγοντάρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες (το ενδιαφέρον των οποίων για την ευρύτερη περιοχή μειώνεται σε αναλογία με την εξάρτησή τους από τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής), η Γαλλία ΔΕΝ είναι Αμερική, ούτε οικονομικά, ούτε στρατιωτικά, ούτε από πλευράς «διεθνούς ειδικού βάρους» παρότι είναι πυρηνική δύναμη κι έχει μια από τις μόνιμες θέσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Μια απλή ματιά στους αριθμούς το επιβεβαιώνει: Ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ πλησιάζει τα 800 δισ. δολάρια, όταν ο γαλλικός είναι περίπου 53 δισ. δολάρια! Είναι δηλαδή 16 φορές μικρότερος! Σε ό,τι αφορά δε τις δυνατότητες προβολής ισχύος, είναι χαρακτηριστικό ότι στην επέμβαση στη (διαλυμένη) Λιβύη, προ ετών, χρειάστηκε η αμέριστη υποστήριξη των Αμερικανών με διαφόρων ειδών ιπτάμενα, ηλεκτρονικά και ναυτικά μέσα (που δεν υπήρχαν στο οπλοστάσιο κανενός άλλου) για να υλοποιηθεί, παρότι ήταν ο τότε Γάλλος πρόεδρος Σαρκοζί που εμφανίστηκε να ηγείται της «ευρωπαϊκής» επέμβασης.
Ακόμη και στην περιοχή του αφρικανικού Σαχέλ (περιοχή απόλυτου ενδιαφέροντος των Γάλλων από την εποχή της αποικιοκρατίας, στην οποία υπάρχουν και επιχειρούν περίπου 4.000 Γάλλοι στρατιώτες), δημοσίευμα των Financial Times είναι αποκαλυπτικό: (σ.σ. τα γαλλικά στρατεύματα) «στηρίζονται σε αμερικανικά μεταφορικά αεροσκάφη για την υποστήριξή τους, σε αμερικανικά drones για παρατήρηση και στις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών για να εντοπίζουν στόχους. Τα γαλλικά Μιράζ περιπολούν στον αέρα, χάρη σε αμερικανικά αεροσκάφη ανεφοδιασμού που επιχειρούν από μια βάση στη Νότια Ισπανία».
Δεύτερον, η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, παρότι πολύτιμη για τη χώρα μας, με κανέναν τρόπο δεν αποτελεί πανάκεια ή και εγγύηση ότι η όποια γαλλική κυβέρνηση θα στείλει τα παιδιά της στη φωτιά για να μας προστατέψει. Δεν είναι τυχαίο ότι ανατολικές χώρες όπως η Τσεχία θυμούνται την εγκατάλειψη από τη Γαλλία, το 1938, παρά τα αμυντικά σύμφωνα που είχαν υπογράψει, όταν έγινε η γερμανική προσάρτηση στα εδάφη της Σουδητίας (Sudetenland). Και κυριολεκτικά τρέμουν για τη ρωσική απειλή, σε περίπτωση απόσυρσης των ΗΠΑ.
Τρίτον, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η σημερινή Τουρκία πραγματοποιεί στον αμυντικό τομέα τριπλάσιες ετήσιες δαπάνες από την Ελλάδα, που όμως αντιπροσωπεύουν ίδιο ποσοστό του ΑΕΠ της (2,8% με δεδομένα 2020). Αυτός ασφαλώς δεν είναι λόγος να μη φροντίζουμε για την άμυνά μας όσο μπορούμε περισσότερο, ποντάροντας σε έξυπνα όπλα που εξυπηρετούν τις συνθήκες της περιοχής μας. Είναι όμως λόγος να αποφεύγουμε τις υπερβολικές προσδοκίες και τις φανφάρες.
Εκτός αν συμβούν τα χείριστα στην οικονομία της, η Τουρκία έχει τη δυνατότητα όχι απλώς να ακολουθήσει αλλά και να ηγηθεί (ξανά) σε μια κούρσα εξοπλισμών, ενώ διαθέτει ασύγκριτα μεγαλύτερη εγχώρια αμυντική βιομηχανία, εξαιτίας των ολέθριων λαθών που έκανε στον τομέα αυτόν η Ελλάδα, επί δεκαετίες.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα λάθη των προηγούμενων δεκαετιών μάς ακολουθούν και στο σκέλος του κρατικού χρέους. Η Ελλάδα, με χρέος πάνω από 200% του ΑΕΠ, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις 4-5 πλέον χρεωμένες χώρες του κόσμου, ενώ το χρέος της Τουρκίας είναι μετά βίας 40% του ΑΕΠ της (στοιχεία Δεκεμβρίου 2020).
Το «όνειρο» του Ευρωστρατού και της ενιαίας ευρωπαϊκής άμυνας
Με πολύ επιφυλακτικό πρίσμα θα πρέπει να δούμε και τις «ιαχές» ότι η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία αποτελεί το «πρώτο βήμα» για την ενιαία ευρωπαϊκή άμυνα και τον Ευρωστρατό, μια εξέλιξη που ο υπογράφων θα έβλεπε όντως ως απαραίτητο βήμα, στον ταραγμένο πλέον κόσμο που φαίνεται ότι ζούμε.
Φευ, άλλο πράγμα οι επιθυμίες κι άλλο η πραγματικότητα. Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι για να συμβεί κάτι τέτοιο, στο καλύτερο σενάριο, θα απαιτηθεί μια ολόκληρη… γενιά! Δηλαδή… 20 με 30 χρόνια (ενδεικτικά εδώ).
Τα εμπόδια είναι προς το παρόν πολλά και μεγάλα. Κατ' αρχάς, όπως φάνηκε και με τον πόλεμο στο Ιράκ αλλά και την επέμβαση στη Λιβύη, κι όπως φαίνεται κι από τη γερμανική στάση απέναντι στη Ρωσία αλλά και την Τουρκία, τα ευρωπαϊκά γεωπολιτικά συμφέροντα δεν ταυτίζονται, αντιθέτως, σε άλλες περιπτώσεις συγκρούονται και σε άλλες περιπτώσεις το φλέγον για μια χώρα είναι αδιάφορο στην άλλη.
Πέραν αυτού, με βάση τις σημερινές διοικητικές δομές της «ενωμένης Ευρώπης», είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστεί κάποιος, με εντολή τίνος (και μετά από πόση… καθυστέρηση) θα μπορούσε να δραστηριοποιηθεί αυτός ο στρατός, αν οι επιμέρους χώρες θα έχουν βέτο, αν η απόφαση θα λαμβάνεται κατά πλειοψηφία και ποιος θα πληρώνει τον… βαρκάρη, σε μια ένωση, κάποια από τα μεγαλύτερα μέλη της οποίας βλέπουν ακόμη ως «ανάθεμα» οποιαδήποτε συλλογική ανάληψη χρέους, είτε με τη μορφή «ευρωομολόγων» είτε με άλλη.
Ο διχασμός στις ΗΠΑ και ο φόβος του… Ντόναλντ Τραμπ
Τέλος, ένα στοιχείο που αφορά άμεσα την ευαίσθητη περιοχή μας αλλά και την αγωνία ενός μέρους της Ευρώπης να απεξαρτηθεί όσο μπορεί από τις ΗΠΑ (μετά από δεκαετίες σχεδόν απόλυτης εξάρτησης), ένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει καταλυτικά την ασφάλεια και την ευημερία της Δύσης συνολικά προκύπτει από τα όσα συμβαίνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο εξαιρετικά έντονος πολιτικός διχασμός και η ισχυρή θέση που εξακολουθεί να έχει ο Τραμπ στον έλεγχο του ρεπουμπλικανικού κόμματος, σε συνδυασμό με τα «ολισθήματα» της προεδρίας Μπάιντεν στο Αφγανιστάν, στον άκομψο, προκλητικό τρόπο με τον οποίο υλοποιήθηκε η συμφωνία AUKUS, αλλά και οι δυσκολίες που συναντά να περάσει το οικονομικό του πρόγραμμα, δημιουργούν μεγάλο φόβο στην Ευρώπη.
Αφενός, διότι ο Τραμπ ή κάποιος όμοιος διάδοχός του μπορεί να επανέλθει το 2024 κι αφετέρου, διότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να παίξουν τον ρόλο τους, λόγω της εσωτερικής πολιτικής «σφαγής» που φαίνεται να διχάζει και την κοινωνία. Ενδεικτικό το ότι πάνω από ένας στους τρεις Αμερικανούς εξακολουθεί να θεωρεί πως ο Τραμπ έχασε τις εκλογές με… κομπίνες!
Εν ολίγοις, απολύτως ορθή η απόφαση της κυβέρνησης να κάνει τη μεγάλη συμφωνία με τη Γαλλία, ακολουθώντας το τι είναι εφικτό να γίνει προς όφελος των συμφερόντων μας, αλλά (για μία ακόμη φορά) η πραγματικότητα απέχει πολύ από το επικοινωνιακό «ντοπάρισμα» που έχει ακολουθήσει, τόσο σε σχέση με τις συνθήκες στην περιοχή μας όσο και αναφορικά με το ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Η κατάσταση ήταν και παραμένει δύσκολη καθώς, πολύ απλά, το «κενό» που ολοένα και περισσότερο αφήνουν οι ΗΠΑ στην περιοχή μας δεν γίνεται να καλυφθεί από κανέναν άλλο παίκτη της Δύσης. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει, στο καλύτερο σενάριο, να περάσουν ολόκληρες δεκαετίες. Κι αυτό στο μεταξύ αναμένεται δυστυχώς να αυξήσει και όχι να μειώσει τη γεωπολιτική παρεμβατικότητα και επιρροή της Τουρκίας.
Οι αντιρρήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και το «αγκάθι» του Σαχέλ
Η πρώτη «θεμελιώδης» αντίρρηση του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αφορά το γεγονός ότι η συμφωνία προβλέπει αμυντική συνδρομή στην υπεράσπιση της επικράτειας κάθε κράτους κι όχι των κυριαρχικών δικαιωμάτων (ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα). Δύσκολο να καλυφθεί στην πράξη τέτοιο ενδεχόμενο, καθώς μεγάλο μέρος της Ευρώπης εκτιμά ότι τα δύο αυτά στοιχεία «τελούν υπό αμφισβήτηση» σε ορισμένες περιοχές, είτε μας αρέσει είτε όχι, ενώ την ίδια στάση, επί της ουσίας, έχουν και οι ΗΠΑ. Κατά συνέπεια, κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο να συμβεί, κι αυτό ασφαλώς το γνωρίζει (ή θα έπρεπε να το γνωρίζει) η αξιωματική αντιπολίτευση.
Το δεύτερο σημείο αφορά το «παράδειγμα» του Σαχέλ. Οντως η συμφωνία αναφέρει ως παράδειγμα αμυντικής συνεργασίας που δύναται να υλοποιηθεί και τη «Συμμετοχή σε κοινές αναπτύξεις δυνάμεων ή αναπτύξεις σε θέατρα επιχειρήσεων προς υποστήριξη κοινών συμφερόντων, όπως, για παράδειγμα, τις υπό γαλλική διοίκηση επιχειρήσεις στο Σαχέλ».
Στην περίπτωση αυτή, υπάρχει πραγματική ουσία συζήτησης.
Στο Σαχέλ (Υποσαχάρια Αφρική), περιοχή παραδοσιακής επιρροής της από την εποχή της αποικιοκρατίας, η Γαλλία πολεμάει τζιχαντιστές αντάρτες, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, εδώ και πολλά χρόνια, έχοντας ως τώρα 52 νεκρούς. Ταυτόχρονα υπάρχει μια πολυεθνική δύναμη υπό γαλλική διοίκηση (task force Takuba), που ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα, αλλά και μια εκπαιδευτική στρατιωτική αποστολή χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την αιγίδα της τελευταίας, αποκαλούμενη European Union Training Mission Mali (EUTM Mali).
Aπό το κείμενο που μιλά για «υπό γαλλική διοίκηση επιχειρήσεις» προκύπτει ότι μάλλον γίνεται λόγος για τις πρώτες δύο περιπτώσεις. Σε κάθε περίπτωση, αν επιχειρήσουν ελληνικές δυνάμεις, έστω και σε πολύ περιορισμένο αριθμό και με απολύτως δευτερεύοντα ή και τριτεύοντα ρόλο, αυτό θα σηματοδοτήσει εμπλοκή της χώρας μας με τον διεθνή τζιχαντισμό, κάτι που αποφεύγει η Ελλάδα εδώ και δεκαετίες.
Κατά συνέπεια, αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα είναι μια σοβαρή απόφαση, η οποία θα συνιστά και αλλαγή της παραδοσιακής ελληνικής πολιτικής.
Εντούτοις, με δεδομένο ότι η Τουρκία αυξάνει συστηματικά την επιρροή της στην ευρύτερη περιοχή (και στο Σαχέλ), άλλοτε με οικονομική υποστήριξη, άλλοτε με στρατεύματα, συμπλοκές και μισθοφόρους, μετέχοντας πρόθυμα σε «περιπέτειες» που, κακά τα ψέματα, λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από φίλους και εχθρούς, το αν η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να «απέχει» είναι σοβαρό θέμα προς συζήτηση.
Διότι ζούμε πλέον σε μια εποχή που η «σκληρή ισχύς» αποτελεί μοχλό γεωπολιτικής επιρροής σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις προηγούμενες δεκαετίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου