του Γιώργου Κυριακού
ΤΤο περιουσιακό ζήτημα, παρόλο που απασχολεί το σύνολο των πολιτών στην Αλβανία, στην περίπτωση της Ελληνικής Μειονότητας αποκτά υπαρξιακή διάσταση. Η σύνδεσή του δε με τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας, αλλά και με τις εντάσεις που αφορούν στην ύπαρξη της Ελληνικής Μειονότητας, θέτουν το περιουσιακό ζήτημα και ως ένα ξεχωριστό πεδίο επίγνωσης και κατανόησης. Η ουσία του συνοψίζεται στη φράση «με ένα σμπάρο τρία τρυγόνια»:
α) Εκδίωξη των Ελλήνων –ιδιαίτερα στη Χιμάρα– με στόχο την αποκοπή τους από τη θάλασσα μέσω της εγκατάστασης Αλβανών εποίκων.
β) Τουριστική επένδυση.
γ) Ξέπλυμα του παράνομου χρήματος στα τουριστικά ή εποικιστικά ακίνητα.
Τα 99 χωριά της αναγνωρισμένης ως μειονοτικής ζώνης, τα μη αναγνωρισμένα χωριά της Χιμάρας, αλλά και κάποια χωριά των Αγίων Σαράντα-Αυλώνας, αντιμετωπίζουν με διαφορετικούς τρόπους και όρους τις πιέσεις. Το περιουσιακό ζήτημα αφορά στο σύνολο των ιδιωτικών, κοινοτικών και εκκλησιαστικών γαιών που καταπατήθηκαν ή δεσμεύτηκαν σε διαφορετικές περιοχές της μειονότητας από μια, άλλοτε ασύντακτη και άλλοτε συντεταγμένη, μεθόδευση εκτόπισης του ελληνικού στοιχείου και των παραγόντων που συγκροτούν ιστορικά την ταυτότητά του.
Το πλάνο ιδεολογικά και επιχειρησιακά τροφοδοτήθηκε από το 2008 μέσω του «Αναπτυξιακού Σχεδίου για τη Νότια Ακτή της Αλβανίας» της Παγκόσμιας Τράπεζας, μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο κατευθύνσεων προς τη δημοσιονομική λιτότητα, τις αποκρατικοποιήσεις/ιδιωτικοποιήσεις και την απελευθέρωση της αγοράς. Αργότερα, κυρίως μετά το 2016, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης θα έπαιζε τον ίδιο ρόλο. Στην περίπτωση όμως της Αλβανίας, ο συνδυασμός των κατευθύνσεων αυτών με τα ιδιαίτερα εθνικά υλικά σύστασης και συνέχειας του αλβανικού κράτους, που παραμένουν αναλλοίωτα, έδωσαν μια ιδιαίτερη βαρύτητα στον «εσωτερικό εχθρό».
Οι κατευθύνσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ε.Ε. υπό τη σημαία της «ανάπτυξης» και της «προσέλκυσης επενδυτών», που προωθούνται μέσα από «σχέδια χωρικής ανάπλασης» (ιδιαίτερα στη Χιμάρα), βάζουν στο στόχαστρο τις ιδιωτικές και κοινοτικές περιουσίες Ελλήνων, καθώς και την εκκλησιαστική περιουσία. Εν τέλει, αυτές οι κατευθύνσεις και τα σχέδια φαίνεται ότι κορυφώνουν μονόπλευρα μια εκστρατεία εκτοπισμού των Ελλήνων μέσω ενός συνόλου νόμων αλλά και υπουργικών και πρωθυπουργικών αποφάσεων οι οποίες «νομιμοποιούνται» σε ένα διάτρητο σύστημα δικαιοσύνης και θεσμών.
Εποικισμός, «ανάπλαση» και (παρα)κρατικός αυταρχισμός
Η Χιμάρα (η οποία αποκλείστηκε το 1946 από τις αναγνωρισμένες μειονοτικές ζώνες) έχει καταστεί το εργαστήρι-στοίχημα για το πολιτικό σύστημα. Πρόκειται για το σχέδιο δημιουργίας αγοράς που νομιμοποιεί (στις πλάτες των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου) τους ολιγάρχες, τον εποικισμό, καθώς και νέα σχέδια «ανάπλασης» που αλλάζουν τον χαρακτήρα της περιοχής. Οι περιπτώσεις, δε, συνεργαζόμενων Ελλήνων ιδιωτών και θεσμικών παραγόντων που καλλιεργούν το κλίμα αποδοχής τετελεσμένων αποτελούν τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Δυο περίοδοι διατρέχουν το σύνθετο αυτό ζήτημα μετά τη μεταπολίτευση του 1990, οι οποίες δεν διαφέρουν παρά στην ένταση, στη σαφήνεια των προσανατολισμών, και τέμνονται με την πρώτη εκλογή του Έντι Ράμα ως πρωθυπουργού το 2013. Την πρώτη περίοδο, έχουμε επεμβάσεις σε περιοχές με αγροτικές και κτηνοτροφικές-λιβαδικές εκτάσεις που εμπίπτουν αντίστοιχα σε ιδιωτικές και κοινοτικές περιουσίες μετά την αναδιανομή της γης, ενώ τη δεύτερη περίοδο ξεκινάει η ένταση με κεντρική σημασία στην παραλία των Αγίων Σαράντα-Χιμάρας-Αυλώνας.
Σημαντικό επίσης είναι το ζήτημα α) της καταπάτησης της εκκλησιαστικής-μοναστηριακής περιουσίας, όπως και της διεκδίκησης ναών, και β) της καταπάτησης της κρατικής και κοινοτικής γης με υποτίθεται οθωμανικά tapi (ταπιά = τίτλοι ιδιοκτησίας). Αυτά κάνουν το ζήτημα εξαιρετικά δύσκολο ως προς την αντιμετώπισή του, αφού η αποψιλωμένη –λόγω μετανάστευσης– μειονότητα, με ανίσχυρα δίκτυα δομών προστασίας της, προσανατολίζεται κατά προτεραιότητα στη νομιμοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας. Οι όποιες κινητοποιήσεις στη Χιμάρα αντιμετωπίστηκαν με κρατικό ή παρακρατικό αυταρχισμό –που έφτασε στη δολοφονία του Αριστοτέλη Γκούμα τον Αύγουστο του 2010– και οι όποιες παρεμβάσεις του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας ήταν ασυνεχείς. Συνεπώς σημασία έχουν:
α) Τα διεθνή δίκτυα χρηματοδότησης και παρακολούθησης της χώρας για την ένταξή της στην Ε.Ε.
β) Η διαχρονική διαφθορά των θεσμών (Δικαστήρια, Κτηματολόγια, Υποθηκοφυλακεία).
γ) Η νομιμοποίηση του παράνομου χρήματος.
δ) Η ολιγωρία του ελληνικού κράτους, που έχει τον ρόλο ενός χρήσιμου μοχλού της Δύσης, στις σχέσεις της με την Αλβανία.
Οι καταπατήσεις απειλούν την ίδια την ύπαρξη της μειονότητας
Επιπλέον, ιδιαίτερα την περίοδο αυτή, έχει εκφραστεί η βούληση των διεθνών δυνάμεων να ενταχθεί οριστικά η Αλβανία στην Ε.Ε. – μια επιδίωξη που περιλαμβάνεται στο ευρύτερο πλαίσιο απομάκρυνσης των Δυτικών Βαλκανίων από δυνάμεις που αμφισβητούν έμμεσα ή άμεσα το κύρος του δυτικού παράγοντα. Συνεπώς κάποιες «παρεκκλίσεις» είναι ουσιαστικά αδιάφορες για τις ΗΠΑ ή για τον κεντρικό πυρήνα της Ε.Ε., που εκπροσωπείται από τη Γερμανία.
Δυστυχώς, παρόλο που η Ελληνική Μειονότητα αποτελεί το βαρόμετρο διεκδίκησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων γενικότερα στην Αλβανία, κι ενώ οι καταπατήσεις αφορούν στο σύνολο ιδιαίτερα της «Ριβιέρας» (από τον μειονοτικό νότο μέχρι τη βορινή Σκόδρα), δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα ένα κίνημα μέσα στη χώρα, πέρα από εθνικούς προσδιορισμούς, που να μπορεί να υποστηρίξει τα δικαιώματα των κατόχων περιουσιών. Όπως και στην Κύπρο, όπου το περιουσιακό ζήτημα των προσφύγων από τα κατεχόμενα καταδεικνύει σοβαρές πτυχές της παράνομης τουρκικής εισβολής-κατοχής-εθνοκάθαρσης, αντίστοιχα και στην Αλβανία, το περιουσιακό ζήτημα δεν αφορά απλά ένα σπίτι, έναν κήπο ή ένα χωράφι στο βουνό, στον κάμπο ή στη θάλασσα, αλλά την ίδια την ύπαρξη της εθνικής Ελληνικής Μειονότητας.
Στις μέρες μας ολοκληρώνεται αυτό το πλάνο νόμιμης καταπάτησης με τη δόμηση ενός συνόλου κτιρίων κι εγκαταστάσεων που καταστρέφουν και οικολογικά την περιοχή. Όσο θα είναι ανοιχτά τα σύνορα, η επίσκεψη «επάνω» παραμένει ένας προορισμός αλλιώτικος, με τεράστια σημασία για την Ελληνική Μειονότητα. Μια ρακή κι ένας καφές ας είναι στα υπ’ όψιν.
ΠΗΓΗ ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου