ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Φωνής βοώντος συνέχεια



 του Γιάννη Μαύρου

Αφού η φωνή βοώντος αποδείχθηκε ότι ήταν όντως εν τη ερήμω, συνεχίζω αναζητώντας όαση...

Ομολογουμένως, το κάλεσμα προς όλους, τους «ανωνύμους» και κάποιους «επωνύμους», για την υπεράσπιση της Ελλάδας και της Δημοκρατίας πρέπει να ακούστηκε –όσο ακούστηκε- εξωπραγματικό στις μέρες μας...

Επανέρχομαι λοιπόν, εν’ όψει εθνικών εκλογών, αναγνωρίζοντας ότι ο ρεαλισμός επιτάσσει πολιτικό πρόταγμα, οραματικό και προγραμματικό, που να συνοδεύει και να διαμορφώνει πολιτική βούληση, ώστε αυτή να καταστεί τελέσφορη, υπερνικώντας τα υποκειμενικά και αντικειμενικά εμπόδια που όλοι αντιλαμβανόμαστε και κατανοούμε.




Ασφαλώς δεν χωρούν στη νέα Εθνική Αντίσταση όσοι διακηρύττουν ότι είναι «εναντίον του έθνους-κράτους», ωσάν να ήσαν πολίτες άλλης χώρας. 


Το ζήτημα  δεν είναι ιδεολογικό ή θεωρητικό. Είναι πολιτικό και πρακτικό. Είναι υπαρξιακό.

Ελλάδα και Κύπρος δεν απειλούνται απλώς.  Η μεν  Ελλάδα έχει ήδη καταλυθεί ως κράτος ανεξάρτητο και τελεί υπό μεταμοντέρνα (οικονομική και γεωπολιτική) κατοχή, με όσες καταστροφές τούτο συνεπάγεται, ενώ η Κύπρος, της οποίας είμαστε, δυστυχώς μόνο de jure, «εγγυήτρια δύναμη», εκτός του ότι κατέχεται στρατιωτικά το 38% του εδάφους και προσβάλλεται τώρα και η κυριαρχία της στην ΑΟΖ από την Τουρκία, βάλλεται συστηματικά από τους δυτικούς μας «συμμάχους» και εταίρους, που επιδιώκουν διαχρονικά να καταλύσουν την όποια ανεξαρτησία και κυριαρχία της, επιβάλλοντάς της μια «λύση» τύπου Ανάν, παρ’ ότι ο λαός της την απέρριψε πανηγυρικά το 2004. Η πρόσφατη όξυνση των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση μόνο προσωρινά έχει αναστείλει την απειλή. Επιπλέον, οι εξ’ ανατολών απειλές στο Αιγαίο και την Θράκη των τελευταίων σαρανταπέντε ετών έχουν φτάσει σήμερα σε κρίσιμο σημείο εξ’ αιτίας όχι μόνο των συσσωρευμένων λαθών και των ολιγωριών των πολιτικών που έχουν αδυνατήσει τη Χώρα στρατιωτικά, διπλωματικά και οικονομικά, αλλά και της διάβρωσης του πατριωτικού φρονήματος των πολιτών που επέφερε η απατηλή «ασφάλεια» και «ευδαιμονία» που συνόδευσε την ένταξη της Χώρας στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση και το Ευρώ μέχρι το 2010 καθώς και η διάψευση των ελπίδων μετά το 2015.

Εκτός όμως από τις γεωπολιτικές, η Χώρα αντιμετωπίζει απειλές κοινωνικές και πολιτισμικές. Στις πρώτες προεξάρχοντα ρόλο έχει η δημογραφική κάμψη, συνισταμένη παράγωγη όλων των αποτυχιών του κράτους, καθώς και το μεταναστευτικό, δηλαδή τόσο η αιμορραγία των νέων μας στο εξωτερικό όσο και  ο εγκλωβισμός στη Χώρα υπερβολικού αριθμού ξένων μεταναστών και προσφύγων. 

Έχουμε λοιπόν να αντιμετωπίσουμε οξεία απειλή κατά της κοινωνικής μας συνοχής αφενός λόγω της αλλοίωσης της πληθυσμιακής σύνθεσης και της βίαιης μετάλλαξης προς μια πολυπολιτισμική κοινωνία και αφετέρου λόγω της λαϊκής, ή και λαϊκιστικής και εθνικιστικής, αντίδρασης στα παραπάνω, που παροξύνεται μάλιστα σε συνθήκες οικονομικής καταστροφής, φτωχοποίησης και ανεργίας αλλά και εθνικής ταπείνωσης, λόγω της επιβολής του καθεστώτος της μνημονιακής επιτροπείας από «εταίρους» και «συμμάχους» μέσω των εδώ προθύμων συνεργατών τους.

Για τους λόγους αυτούς, αλλά και για πολλούς άλλους, που άπτονται της ανάγκης  υπεράσπισης της εθνικής μας ταυτότητας και αξιοπρέπειας, κυρίως μέσω της αναβάθμισης της εθνικής Παιδείας και της υπεράσπισης του Συντάγματος και της Δημοκρατίας, επιβάλλεται να υπερασπιστούμε πάση θυσία το έθνος-κράτος. Η ένταξη της Ελλάδας και της Κύπρου στην ΕΕ  μας υποχρεώνει να ανταγωνιζόμαστε πολύ ισχυρότερες οικονομίες οι οποίες στηρίζονται σε ισχυρά κράτη τα οποία ουδόλως τείνουν να αποδυναμωθούν, παρ’ότι δεν αντιμετωπίζουν υπαρξιακές απειλές όπως εμείς. Γι’ αυτό και μόνο, αν όχι για μείζονες λόγους υπεράσπισης της εθνικής ταυτότητας και του ελληνικού πολιτισμού, η Ελλάδα  και η Κύπρος θα ‘πρεπε να ήταν τα τελευταία, όχι τα πρώτα -όπως συμβαίνει- κράτη που τείνουν να εκλείψουν και τούτο όχι μόνο ως αποτέλεσμα έξωθεν επιβολής αλλά και πρόθυμης εκ των έσω παράδοσης...




Με βάση τα παραπάνω οδηγούμαστε αναπότρεπτα σε μια εκ βάθρων αναθεώρηση της πολιτικής που ασκείται μεταπολεμικά από όλες τις κυβερνήσεις  και συνοψίζεται στο απόφθεγμα «ανήκομεν στη Δύση». Η πολιτική αυτή, χρεοκόπησε, όπως και οι φορείς της, τα πολιτικά κόμματα και το Ελλαδικό κράτος. 

Σήμερα οι συνθήκες, τόσο στη Χώρα μας όσο και διεθνώς, επιβάλλουν να αναζητήσουμε από μηδενική βάση, από το σημείο μηδέν όπου μετεωριζόμαστε, εθνικό στόχο μακράς πνοής και εθνική στρατηγική για την επίτευξή του, λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψιν τις δυνατότητές μας και τις ευκαιρίες αλλά και τους κινδύνους και τις απειλές που αντιμετωπίζουμε στο διεθνές περιβάλλον. 

Ο στόχος, φρονώ, δεν μπορεί να είναι άλλος από την πολιτισμική Αναγέννηση της Ελλάδας.

Αυτό βέβαια προϋποθέτει την Απελευθέρωσή της, την ανάκτηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, κοντολογίς Κράτος. Μετά την Επανάσταση του ’21 και την ίδρυση του ανεξάρτητου Κράτους το 1830 το ζήτημα ανέκυψε ξανά το 1909 και –ατυχώς-το 1944.

Πρώτη μέριμνα του Κράτους η ασφάλεια. Να επανεξετάσουμε από μηδενική βάση κατά πόσο η ένταξή μας στο ΝΑΤΟ και η παρουσία αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα και κατοχυρώνει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.

Ακολουθούν ως μέσα –ενδιάμεσοι στόχοι- η ευνομία, το κράτος Δικαίου και η θεσμική επανίδρυση της Δημοκρατίας μας και η ευημερία, η οποία προϋποθέτει οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική πολιτική, δηλαδή Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια. 

Υπό αυτό το πρίσμα οφείλουμε να επανεξετάσουμε την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ευρώ, τι περιθώρια δηλαδή υπάρχουν εντός των θεσμών αυτών για την επίτευξη των εθνικών στόχων. Τα περιθώρια αυτά δεν θα είναι γνωστά εκ των προτέρων παρά μόνο αν και εφόσον υπάρξει εθνική κυβέρνηση αποφασισμένη να τα εξαντλήσει στην πράξη, κυβέρνηση στηριζόμενη σθεναρά στον Ελληνικό Λαό. Αυτό σημαίνει κυβέρνηση που δεν θα διστάσει, αν χρειαστεί, να επανεξετάσει τόσο την ένταξη της Χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στο Ευρώ.

Μια τέτοια εθνική κυβέρνηση το πρώτο που οφείλει να κάνει είναι να απαιτήσει επιτακτικά και ανυποχώρητα τις γερμανικές οφειλές από τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή και το δεύτερο, να ολοκληρώσει τον λογιστικό έλεγχο του δημοσίου χρέους και να συμψηφίσει την αποπληρωμή του μη απεχθούς και επονείδιστου μέρους του με την αποζημίωση της Χώρας για την καταστροφή που υπέστη κατά τα έτη 2010-2019 λόγω της επιβολής των μνημονιακών όρων που συνόδευαν τις ολέθριες δανειακές συμβάσεις. 

Κάθε άλλο διαχειριστικό μέτρο μόνο ως συμπληρωματικό στα παραπάνω νοείται και όχι ως εναλλακτικό ή υποκατάστατο. Διαφορετικά όχι μόνο δεν αμφισβητείται το κατοχικό καθεστώς υπό το οποίο τελούμε αλλά του προσδίδουμε επίφαση νομιμότητας και κανονικότητας και συνεπώς το υπηρετούμε.


1. Στην περίπτωση της Κύπρου δεν μιλάμε για χρεοκοπία αλλά για κολοβή ανεξαρτησία, ακρωτηριασμό και επαπειλούμενη “αυτοκτονία”.




Γιάννης Μαύρος

9 Ιουνίου 2019





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου