Τέσσερα ερωτήματα για την Ευρώπη και τον πολιτισμό
Συνέντευξη
του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
στον Χαρτογράφο
1. Οι όροι Ευρώπη και Ευρωπαϊκή Ένωση συχνά συγχέονται ή ταυτίζονται στην πολιτική ρητορική και την επικοινωνία. Ποια είναι για σας τα πολιτικά και τα κοινωνικά σύνορα της Ευρώπης και σε ποιο βαθμό συμπίπτουν με αυτά της ΕΕ; Μήπως η Ρωσία ή και άλλες χώρες θεωρούνται από κάποιους μη Ευρώπη και, αν ναι, γιατί; Υπάρχει προοπτική να ξεπεραστεί θετικά αυτή η κατάσταση; Και υπάρχει προοπτική να ξεπεραστεί η σημερινή διαίρεση Βορρά-Νότου που έχει σαν αποτέλεσμα να υπάρχει και μια μη Ευρώπη είτε «ημιευρώπη» εντός της Ενώσεως;
Η Ρωσία είναι αναντίρρητα τμήμα της Ευρώπης, της ιστορίας της και του πολιτισμού της. Αλλά βέβαια η ήπειρός μας δεν είναι μια ομοιογενής οντότητα. Οι πολιτιστικές, κοινωνικο-οικονομικές, γεωπολιτικές διαδρομές των υποσυνόλων της στην ιστορία ήταν διαφορετικές. Aυτό που συνέβη μετά το 1991, μετά την κατάρρευση–«αυτοκτονία» του σοβιετικού καθεστώτος, αλλά και στη συνέχεια, με τη δημιουργία του ευρώ, τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, της επέκτασης δηλαδή σε όλο σχεδόν τον πλανήτη, με τη μερική εξαίρεση της Κίνας, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και διανομής, και του πολιτισμού που τις συνοδεύει, της ένταξης της Ανατολικής. Ευρώπης στην ΕΕ και της κρίσης του 2008, είναι ότι η Ρωσία, η Ανατολική και η Νότια Ευρώπη έγιναν αντικείμενο «νέο-αποικιακής» εκμετάλλευσης του συνασπισμού των πιο αναπτυγμένων δυτικών κρατών και του πυρήνα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, της νέας αναδυόμενης «Αυτοκρατορίας του Χρήματος».
Και η μεν Ρωσία, λόγω του μεγέθους της και της αυτοκρατορικής κουλτούρας και παράδοσής της, άρχισε επί Πούτιν να αναιρεί σταδιακά την κατάσταση «Μπανανίας», που προσέλαβε στα χρόνια του Γέλτσιν, η Νότια όμως και Ανατολική Ευρώπη προσέλαβαν σταδιακά χαρακτηριστικά που συναντά κανείς στη σχέση Λατινικής και Βόρειας Αμερικής. Ένα είδος οικονομικής νέο-αποικιοκρατίας εγκαταστάθηκε στο εσωτερικό της Ευρώπης, ενώ το σύνολο της ηπείρου, με εξαίρεση τη Ρωσία, τη Σερβία και τη Λευκορωσία πέρασε σταδιακά υπό τον ασφυκτικό γεωπολιτικό έλεγχο του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών, ακόμα και η ίδια η Γαλλία που είχε διατηρήσει το μεγαλύτερο βαθμό ανεξαρτησίας στην Ευρώπη μετά το 1945. Είναι αυτό που πολλοί ονομάζουν «γερμανική Ευρώπη», με τη σημαίνουσα όμως διαφορά ότι:
α) γεωπολιτικά, ο τελικός αφέντης είναι στην Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ,
β) πολιτικο-οικονομικά τη διευθύνει μια συμμαχία «τύπου Φάουστ», της γερμανικής ελίτ με την αυτοκρατορία του χρήματος, δηλαδή την πολιτικά και στρατηγικά συγκροτημένη πτέρυγα του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου. Οι γερμανικές ελίτ χρησιμοποιούν τις «αγορές», το χρηματιστικό κεφάλαιο, για να επικρατήσουν επί των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Και οι «αγορές» χρησιμοποιούν τη δύναμη του Βερολίνου και των ευρωπαϊκών θεσμών για να επιβάλλουν στην Ευρώπη το ολοκληρωτικό μοντέλο ενός νεοφιλελεύθερου, που εξελίσσεται σε «καπιταλισμό της καταστροφής», και συνοδεύεται από μια όλο και πιο μαζική προσφυγή στον ανορθολογισμό, στην καταστροφή του Νοήματος και σε μια θρησκεία του Θανάτου. Η «αυτοκρατορία» της παγκόσμιας «τραπεζοκρατίας» είναι ο φορέας ενός παγκόσμιου ολοκληρωτισμού που τείνει, από την ίδια τη φύση του, να καταστρέψει οποιαδήποτε ισχυρή οντότητα και ισχυρή ταυτότητα που είναι δυνητικά ικανή να της αντιταχθεί. Είναι αυτή που ροκανίζει συστηματικά ό,τι έχει απομείνει από την αστική δημοκρατία και το κράτος πρόνοιας στη Δύση. Γι’ αυτήν είναι απολύτως απαράδεκτη η επανεμφάνιση μιας Ρωσίας που να διαθέτει ένα κλάσμα έστω των βαθμών ανεξαρτησίας και ισχύος που διέθετε η ΕΣΣΔ, όπως είναι απαράδεκτη και η συνέχιση της μετεωρικής οικονομικής ανόδου της Κίνας. Αλλά θα ήταν απαράδεκτη και η εμφάνιση και μιας ισχυρής, ενιαίας Ευρώπης, έστω κι αν ήταν καπιταλιστική ή νεοφιλελεύθερη.
Αυτό εξηγεί τη χρήση ιδίως της Ουκρανίας από τους δυτικούς προκειμένου να υπηρετηθεί αφενός η στρατηγική της νέας «απομόνωσης» -containment- της Ρωσίας, αφετέρου η στρατηγική της διάρρηξης των σχέσεων Δυτικής Ευρώπης και Ρωσίας. Ήδη άλλωστε από το 1992, με τις εκθέσεις Περλ-Βούλφοβιτς και Τζερεμάια, η αποτροπή της ανάδειξης εναλλακτικών προς την Ουάσιγκτον διεθνών πόλων ισχύος, αλλά και η καταστροφή της δυνατότητας επί μέρους συμμαχιών, όπως Ρωσίας–Κίνας ή Ρωσίας–Δυτικής Ευρώπης, αναγορεύεται στο πιο κρίσιμο σημείο της μεταψυχροπολεμικής «προληπτικής» (pro-active) αυτοκρατορικής στρατηγικής των ΗΠΑ.
Παρόλο που οι Αμερικανοί δεν θέλουν να το πουν ανοιχτά, είναι επίσης προφανές ότι θεωρούν ζωτικής για το μέλλον της Αμερικής τον περιορισμό της ανόδου και την υπονόμευση της ενότητας της Ευρώπης, ενώ μια πλήρης κατίσχυση του ευρώ θα υπονόμευε τη δυνατότητα μελλοντικής χρηματοδότησης της αμερικανικής οικονομίας. Γι’ αυτό και η σχέση Αμερικής – Ευρώπης παραμένει βαθιά αντιφατική, η Ευρώπη είναι φίλος και σύμμαχος, πρέπει όμως ταυτόχρονα να παραμείνει και υποτελής.
Η καταστροφή των σχέσεων Δυτικής Ευρώπης και Ρωσίας είναι αποφασιστική συνθήκη αφενός για να παραμείνει η πρώτη σε κατάσταση υποτέλειας έναντι των ΗΠΑ (αλλά και της Διεθνούς του Χρήματος), να μην αποκτήσει τα μέσα της ανεξαρτησίας της, αφετέρου για να απομονωθεί, όσο είναι δυνατόν η δεύτερη. Το πιθανότερο βέβαια αποτέλεσμα της διαμόρφωσης δύο «μπλοκ», «Αμερικής-Ευρώπης» αφενός και «Ρωσίας-Κίνας» αφετέρου, θα ήταν η σημαντική αύξηση του κινδύνου παγκόσμιου πολέμου. Αντίθετα, η διαμόρφωση ενός «ευρασιατικού άξονα» από το Παρίσι στη Σαγκάη, μια μετεξέλιξη δηλαδή της ιδέας του Ντε Γκωλ για μια Ευρώπη «από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια», μια ιδέα που κατά καιρούς υποστηρίχθηκε με τη μια ή την άλλη μορφή, από πολιτικούς όπως ο Σιράκ, ο Βιλπέν, ο Σρέντερ ή ο Πούτιν, θα επέτρεπε ίσως τη διαμόρφωση ενός μπλοκ συμπληρωματικών δυνάμεων, κάθε πόλος του οποίου θα μπορούσε να συνεισφέρει στον τομέα που είναι πιο ισχυρός, πολιτιστικό, στρατιωτικό και ενεργειακό, οικονομικό φερ’ ειπείν. Ένας τέτοιος «ευρασιατικός» άξονας θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξισορρόπηση των όλο και πιο επικίνδυνων γεωπολιτικών, οικολογικών, τεχνολογικών και οικονομικών κινδύνων που απειλούν τον κόσμο μας, κινδύνων χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του ανθρώπινου γένους.
Αλλά βέβαια η επιβολή του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού συνεπάγεται και τη δραματική αύξηση των ανισοτήτων, τόσο στο εσωτερικό κάθε μίας ευρωπαϊκής χώρας, όσο και του ευρωπαϊκού κέντρου με την περιφέρεια. Η αναστροφή αυτής της πορείας προϋποθέτει τη σύγκλιση του δημοκρατικού, του κοινωνικού, του ανεξαρτησιακού και του οικολογικού στοιχείου. Αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε το 2011 με την Έκκληση για τη Σωτηρία του ελληνικού και των ευρωπαϊκών Λαών, τη σύνταξη της οποίας μου έκαναν την τιμή να μου αναθέσουν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Αλέξης Τσίπρας και η οποία υπογράφτηκε από μια πλειάδα προσωπικοτήτων της Ευρώπης. Η ιδέα πίσω της ήταν να φτιάξουμε, εκατό χρόνια μετά τις ιστορικές διασκέψεις του Τσίμμερβαλντ, του Κένταλ και της Στοκχόλμης, μια νέα «Διεθνή» των ευρωπαϊκών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που δεν ελέγχονται από το χρήμα, να παλέψουν για τη σωτηρία των λαών και των εθνών της Ευρώπης, αλλά και να εντάξουμε εκεί μέσα τον αγώνα για τη διακοπή των μνημονιακών προγραμμάτων καταστροφής. Δεν θέλαμε οι «συμπονετικοί» Ευρωπαίοι να συμπαρασταθούν στους φτωχούς Έλληνες, θέλαμε να καταλάβουν ότι ο ελληνικός αγώνας είναι η πρώτη μάχη στον πόλεμο των αγορών με τους λαούς και τα έθνη για τον έλεγχο της ηπείρου, ότι γι’ αυτούς είναι που χτυπάει η «ελληνική καμπάνα». Δυστυχώς βέβαια, όπως απεδείχθη στη συνέχεια, ο κ. Τσίπρας και οι φίλοι του υπέγραφαν μεν τα κείμενα, δεν εννοούσαν και δεν συμμερίζονταν όμως τα γραφόμενα, απλώς τα χρησιμοποιούσαν για να οικοδομήσουν το διεθνές προφίλ τους, με αποτέλεσμα τη συντριβή, πραγματική αλλά και ηθική, όχι μόνο της ελληνικής, αλλά του συνόλου της ευρωπαϊκής «ριζοσπαστικής αριστεράς», το 2015.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ως Έλληνες και ως Ευρωπαίοι δεν μεταβλήθηκαν μετά το 2011, μόνο χειροτέρεψαν. Και σήμερα πρέπει να αγωνιστούμε για τη συγκρότηση ενός μετώπου λαών και εθνών όλης της ηπείρου, αν όμως αυτό δεν γίνει δυνατό –και μόνο τότε– πρέπει να πάμε στην δεύτερη καλή εναλλακτική, μια Διεθνή των λαών της Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης. Μόνο η ανάδυση μιας συμμαχίας λαϊκών και πατριωτικών δυνάμεων σε όλη, ή τουλάχιστο ένα σημαντικό κομμάτι της ηπείρου, θα μπορούσε να αντιστρέψει την σημερινή κατάσταση συγκροτώντας τα θεμέλια μιας δημοκρατικής, κοινωνικής, οικολογικής και ανεξάρτητης Ευρώπης, που χρειαζόμαστε εμείς, αλλά και όλος ο κόσμος.
2. Στην ιστορική της πορεία η Ευρώπη υπήρξε και το λίκνο καταπιεστικών πολιτικών, οικονομικής εκμετάλλευσης, δικτατοριών, αποικιοκρατικής εξάπλωσης και γενοκτονιών. Υπήρξε όμως, μέσα από τα πολλά θετικά στοιχεία των αρχαίων και των Μέσων Χρόνων, της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού και των υπόλοιπων μέχρι και σήμερα σημαντικών πολιτισμικών και πολιτικών κινημάτων και λίκνο του ουμανισμού και του διαλόγου των πολιτισμών και των θρησκειών. Πού βρισκόμαστε σήμερα από την άποψη αυτή και πώς μπορούμε να συμβάλουμε σε μια θετική πορεία;
Η Ευρώπη είναι σήμερα το κατ’ εξοχήν πεδίο σύγκρουσης που θα κρίνει το μέλλον του πολιτισμού μας, αν όχι και την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπινου γένους. Μετά την καταστροφή των παραμενόντων υπολειμμάτων από την κληρονομιά της Ρωσικής Επανάστασης, μετά μια ντουζίνα πολέμων εναντίον των εθνικιστικών καθεστώτων που προέκυψαν από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των Γιουγκοσλάβων και των Αράβων, οι δυνάμεις ενός νέου, παγκόσμιου ολοκληρωτισμού επιχειρούν στον «πρώτο Κόσμο», επιδιώκοντας να κατεδαφίσουν τις πιο θεμελιώδεις κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις των ευρωπαϊκών λαών και εθνών, περιλαμβανομένου του κράτους πρόνοιας που απετέλεσε, τόσο στην ΕΣΣΔ, όσο και στη Δυτική Ευρώπη, μια από τις σπουδαιότερες κατακτήσεις του πολιτισμού μας.
Πρόκειται για μια γιγαντιαία Αντεπανάσταση, που ακολουθεί τρεις αιώνες επαναστάσεων, κοινωνικο-πολιτικών, ψυχολογικών, πνευματικών και επιστημονικών, που χαρακτήρισαν τη νεότερη Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή είναι το θεμελιώδες παγκόσμιο φαινόμενο της εποχής μας και είναι αυτή που προκαλεί και θα προκαλέσει στη συνέχεια ακόμα πιο μεγάλες εξεγέρσεις και επαναστάσεις, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την εξέγερση των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία, που αναβιώνει μερικά από τα πρότυπα του Ιακωβινισμού.
Οι δυνάμεις του κεφαλαίου θέλουν να αναιρέσουν τα κοινωνικά και πολιτικά αποτελέσματα της νίκης επί του φασισμού το 1945, αλλά να μας πάνε και πιο πίσω, να αμφισβητήσουν, ει δυνατόν, τα επιτεύγματα του Διαφωτισμού και της Αναγέννησης. Η Ελλάδα των Μνημονίων και των Δανειακών ήταν, μετά το 2010, η «γενική δοκιμή» του περάσματος στον ολοκληρωτισμό, με τον ίδιο τρόπο που η Ισπανία του 1936-39 ήταν η δοκιμή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τώρα, η σύγκρουση μετατοπίστηκε πια στην καρδιά της ηπείρου. Υπό την έννοια αυτή, το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων είναι η αρχή ενός νέου, κοινωνικού Στάλινγκραντ της Ευρώπης, μιας σύγκρουσης που θα κρίνει το μέλλον της ανθρωπότητας ίσως κατά τρόπο πιο αποφασιστικό από τις μάχες του Στάλινγκραντ, του Λένινγκραντ και της Μόσχας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεδομένου ότι σήμερα είναι παρών ο κίνδυνος τερματισμού του ανθρώπινου είδους κατά τρόπο πρωτοφανή στην ιστορία. Αλλά είναι παρούσες και τεχνολογίες που καθιστούν τον αναδυόμενο ολοκληρωτισμό απείρως πιο επικίνδυνο από τους Χίτλερ του μεσοπολέμου.
Επειδή βγαίνουμε από μια περίοδο σχετικής σταθερότητας, ευημερίας και ειρήνης, αλλά και κατάρρευσης των απελευθερωτικών προταγμάτων, τείνουμε να προβάλλουμε στο μέλλον το παρόν και το παρελθόν μας. Στην πραγματικότητα, μπαίνουμε με μεγάλη ταχύτητα σε μια περίοδο μεγάλων κοινωνικών, εθνικών, ιδεολογικών συγκρούσεων, βρισκόμαστε ήδη στο περιβάλλον ενός «παγκόσμιου πολέμου χαμηλής έντασης». Το περιβάλλον που θα αντιμετωπίσουμε στις επόμενες δεκαετίες το προδιέγραψαν οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία, τη Μέση Ανατολή, την Ουκρανία, ο οικονομικός πόλεμος χρέους που κατέστρεψε τη χώρα μας, οι καταστροφές του Τσέρνομπιλ και της Φουκουσίμα. Η «ευτυχής παγκοσμιοποίηση» αποτελεί ήδη παρελθόν, ο «πόλεμος των πολιτισμών» και η οικολογικήφρίκη το μέλλον που μας μαγειρεύουν.
Αυτό το κατάλαβαν με τη μεγαλύτερη καθαρότητα οι πιο φτωχοί Γάλλοι, αυτοί που δεν έχουν την αυταπάτη ότι μπορούν, αν καθίσουν ήσυχοι, να διατηρήσουν όσα έχουν. Σε αυτή την εποχή των συγκρούσεων κάθε είδους που ανατέλλει θα κερδίσει όποιος είναι πιο αποφασισμένος, πιο ριζοσπάστης και πιο γνώστης.
3. Η ευρωπαϊκή παιδεία –με τις διαστάσεις της του πολιτισμού και ειδικά της εκπαίδευσης και της δημιουργίας- υπήρξε η διαχρονική βάση των απελευθερωτικών οραμάτων για το παρόν και το μέλλον της ηπείρου και η πηγή των ιδεών της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Μήπως η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζει σήμερα μονόπλευρα τα πολιτιστικά και τα εκπαιδευτικά της προγράμματα σε εργαλειακές και καταναλωτικές αντιλήψεις; Και, αν ναι, τι πρέπει να γίνει για να βρει η παιδεία στο σύνολό της τον ρόλο που θα την καταστήσει εγγύηση κατά της παρακμής και της διάλυσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών;
Η συνθήκη του Μάαστριχτ είναι θεμελιώδους σημασίας τομή στην ευρωπαϊκή ιστορία, γιατί αντικαθιστά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας με τη βασιλεία του χρήματος, ως θεμελίου της ευρωπαϊκής συνταγματικής τάξης, του ευρωπαϊκού καθεστώτος. Αυτό δεν δηλώνεται ρητά, αλλά πραγματοποιείται ως αποτέλεσμα της συνδυαστικής λειτουργίας των κανόνων της συνθήκης. Στη νεότερη εποχή, τουλάχιστον θεωρητικά, το κράτος είναι υποχρεωμένο να εφαρμόζει την εντολή του λαού. Για πρώτη φορά στη νεότερη εποχή, με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, η εντολή του λαού περιορίζεται από την εξουσία των τραπεζών η οποία και υπερέχει. Για παράδειγμα, η υποχρέωση της ΕΚΤ να ακολουθεί μονίμως αντιπληθωριστική πολιτική σημαίνει ότι πρώτη μέριμνα είναι η διατήρηση αλώβητης της αξίας του κεφαλαίου και, φυσικά, συνεπάγεται ένα σύστημα που κατεδαφίζει διαρκώς, «συνταγματικά» το κράτος πρόνοιας. Η ρήτρα της «μη διάσωσης» -no bailout- απαγορεύει στα κράτη την αλληλεγγύη απέναντι στις «αγορές» -το χρηματιστικό κεφάλαιο-, καθιστώντας το πραγματικό αφεντικό, όπως γίνεται και πραγματικό αφεντικό της ΕΚΤ με τη ρήτρα της «ανεξαρτησίας» της.
Με αυτά και πολλά άλλα, η ΕΕ γίνεται μια δομή διοικούμενη από το χρήμα, αν και τυπικά εξακολουθεί να ομνύει πίστη στις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας επί των οποίων θεμελιώνεται η κρατούσα ακόμα –αν και σταδιακά διαβρούμενη- ιδεολογία του δυτικού καπιταλισμού. Μόνο ένα κίνημα που να επιδιώκει τη ριζική επανίδρυση της Ευρώπης σε βάση δημοκρατική, κοινωνική, οικολογική, ανεξαρτησιακή, μπορεί να αντιστρέψει και τις τάσεις επιστροφής στην βαρβαρότητα ενός νέου ολοκληρωτισμού, που ορθά διαβλέπετε στην εξέλιξη της εκπαιδευτικής πολιτικής της ΕΕ.
4. Η επιθετική και πολυδιάστατη παρουσία του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης έχουν πολύ δυσμενείς συνέπειες για τις γλώσσες, τις μνήμες, τις ταυτότητες των λαών της Ευρώπης. Ποιες πρέπει να είναι οι κινήσεις που θα αποτρέψουν την πολτοποίηση των συνειδήσεων και την ανάδειξη της ενότητας με σεβασμό των διαφορών;
Προφανώς και έχουν και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Πηγαίνουμε προς μια κατάσταση σαν αυτή που περιγράφει ο Μαρξ στα Γκρούντρισε, πλήρους αντικειμενικοποίησης του ανθρωπίνου όντος, που μεταβάλλεται σε παράρτημα και εργαλείο των ίδιων των δικών του δημιουργημάτων. Στην ολοκλήρωσή του το σύστημα τείνει να καταστρέψει κάθε αυτόνομη πηγή ισχύος, κάθε βάση αυτονομίας και κάθε ταυτότητα που το εμποδίζει. Δεν ανέχεται έντονους χαρακτήρες και προσωπικότητες, δεν του αρέσουν ισχυρές ταυτότητες, όπως ιστορικά έχουν αποδειχθεί τα έθνη και τα φύλα, μισεί τόσο τις παραδοσιακές θρησκείες, όσο και τις ισχυρές ιδεολογίες. Τελικά, πλήττει και την ίδια την έννοια του Ορθού Λόγου, που απετέλεσε άλλωστε, ιστορικά, από την αρχαία Ελλάδα, το θεμέλιο της ελευθερίας.
Για να αντιστρέψουμε μια τέτοια παγκόσμια και βαθιά Αντεπανάσταση, πρέπει να αρχίσουμε, άνθρωποι, λαοί, κοινωνικές ομάδες, κοινωνίες, έθνη να επαναοικειοποιούμεθα το δημόσιο χώρο που σήμερα καταλαμβάνει, όλο και περισσότερο, το χρηματιστικό κεφάλαιο, δημιουργώντας εστίες αυτοδιαχείρισης που, θα μπορέσουν, σε δεδομένη στιγμή, γενικευόμενες, να συγκροτήσουν το σώμα μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης. Προς το παρόν ζούμε σε έναν κόσμο που οι Ρότσιλντ μπορούν να «διορίσουν» έναν υπάλληλό τους ως πρόεδρο της Γαλλίας! Ζούμε σε έναν κόσμο που οι διανοούμενοι έχουν εξαγορασθεί, οι δημοσιογράφοι και τα μέσα μετετράπησαν σε «γραφεία Τύπου» κάθε είδους εξουσιών, παγκόσμια, παντοδύναμα μονοπώλια ή ολιγοπώλια, όπως το Facebook, η Google, το Amazon μετατρέπονται στο «συλλογικό μυαλό», εν προκειμένω στον «μεγάλο Αδερφό» της ανθρωπότητας.
Φαίνεται ίσως ουτοπικό να θέλει κανείς να αντιστρέψει μια τέτοια κατάσταση. Είναι όμως ακριβώς η ακρότητά της που δημιουργεί τις προϋποθέσεις της ανατροπής της. Εκεί που φυτρώνει το κακό, φυτρώνει και το φάρμακο, το όπλο για την αντμετώπισή του, λέει ο Χέντερλιν.
Ή, ο τρώσας και ιάσεται, όπως έλεγαν οι δικοί μας αρχαίοι.
* Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος αποτελεί μια πολυσχιδή προσωπικότητα με συνεπή επί δεκαετίες πολιτική και πολιτισμική πορεία. Είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας, συντονιστής της Διεθνούς Πρωτοβουλίας Δελφών για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας (www.defenddemocracy.press). Μετείχε ως μαθητής στην αντιδικτατορική πάλη. Σπούδασε Φυσική στην Αθήνα και έκανε μεταπτυχιακά στην Επεξεργασία Πληροφορίας στο Πανεπιστήμιο της Rennes (Γαλλία). Ειδικός Συνεργάτης του πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, για θέματα σχέσεων Ανατολής-Δύσης και ελέγχου των εξοπλισμών, στη δεκαετία του ‘80, διηύθυνε το Γραφείο του ΑΠΕ στη Μόσχα και εργάστηκε ως ανταποκριτής της Deutsche Welle, των Νέων, της Ελευθεροτυπίας, του Ποντικιού, της ΕΡΑ και άλλων ΜΜΕ, την περίοδο της σοβιετικής κατάρρευσης και του Γέλτσιν. Συνεργάστηκε με τον Μιχάλη Ράπτη (Pablo) στη δημιουργία διεθνούς κινήματος εναντίον των κυρώσεων σε Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη, της νέας παγκόσμιας τάξης και των πολέμων της, και για την έκδοση της διεθνούς επιθεώρησης για την Αυτοδιαχείριση Utopie Critique. Εκ των κύριων επικριτών του σχεδίου Ανάν για την Κύπρο και των ελληνικών Μνημονίων-Δανειακών, εργάστηκε συστηματικά για τη διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος και με την αρθρογραφία του, διεθνώς και από τις θέσεις του Γραμματέα του Κινήματος Ανεξαρτήτων Πολιτών «Σπίθα» και του μέλους της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο διέκοψε κάθε σχέση το 2015. Είναι ο συντάκτης της Έκκλησης για τη Σωτηρία του Ελληνικού και των άλλων λαών της Ευρώπης, γνωστής και της «Έκκλησης Μίκη – Γλέζου», που υπεγράφη από μια πλειάδα Ευρωπαίων διανοουμένων και πολιτικών. Έχει γράψει τέσσερα βιβλία για το κυπριακό, την αμερικανική πολιτική στη Μεσόγειο, τις σχέσεις Έθνους-Αριστεράς και ΚΚΕ-ΚΚΣΕ. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά και δίδαξε στο Πολιτιστικό εργαστήριο του Τμήματος ΕΜΕΠ του Παντείου. Είναι υποψήφιος Ευρωβουλευτής με την ΛΑΕ – Μέτωπο Ανατροπής.
→ http://www.konstantakopoulos.gr
Συνέντευξη
του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
στον Χαρτογράφο
1. Οι όροι Ευρώπη και Ευρωπαϊκή Ένωση συχνά συγχέονται ή ταυτίζονται στην πολιτική ρητορική και την επικοινωνία. Ποια είναι για σας τα πολιτικά και τα κοινωνικά σύνορα της Ευρώπης και σε ποιο βαθμό συμπίπτουν με αυτά της ΕΕ; Μήπως η Ρωσία ή και άλλες χώρες θεωρούνται από κάποιους μη Ευρώπη και, αν ναι, γιατί; Υπάρχει προοπτική να ξεπεραστεί θετικά αυτή η κατάσταση; Και υπάρχει προοπτική να ξεπεραστεί η σημερινή διαίρεση Βορρά-Νότου που έχει σαν αποτέλεσμα να υπάρχει και μια μη Ευρώπη είτε «ημιευρώπη» εντός της Ενώσεως;
Η Ρωσία είναι αναντίρρητα τμήμα της Ευρώπης, της ιστορίας της και του πολιτισμού της. Αλλά βέβαια η ήπειρός μας δεν είναι μια ομοιογενής οντότητα. Οι πολιτιστικές, κοινωνικο-οικονομικές, γεωπολιτικές διαδρομές των υποσυνόλων της στην ιστορία ήταν διαφορετικές. Aυτό που συνέβη μετά το 1991, μετά την κατάρρευση–«αυτοκτονία» του σοβιετικού καθεστώτος, αλλά και στη συνέχεια, με τη δημιουργία του ευρώ, τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, της επέκτασης δηλαδή σε όλο σχεδόν τον πλανήτη, με τη μερική εξαίρεση της Κίνας, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και διανομής, και του πολιτισμού που τις συνοδεύει, της ένταξης της Ανατολικής. Ευρώπης στην ΕΕ και της κρίσης του 2008, είναι ότι η Ρωσία, η Ανατολική και η Νότια Ευρώπη έγιναν αντικείμενο «νέο-αποικιακής» εκμετάλλευσης του συνασπισμού των πιο αναπτυγμένων δυτικών κρατών και του πυρήνα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, της νέας αναδυόμενης «Αυτοκρατορίας του Χρήματος».
Και η μεν Ρωσία, λόγω του μεγέθους της και της αυτοκρατορικής κουλτούρας και παράδοσής της, άρχισε επί Πούτιν να αναιρεί σταδιακά την κατάσταση «Μπανανίας», που προσέλαβε στα χρόνια του Γέλτσιν, η Νότια όμως και Ανατολική Ευρώπη προσέλαβαν σταδιακά χαρακτηριστικά που συναντά κανείς στη σχέση Λατινικής και Βόρειας Αμερικής. Ένα είδος οικονομικής νέο-αποικιοκρατίας εγκαταστάθηκε στο εσωτερικό της Ευρώπης, ενώ το σύνολο της ηπείρου, με εξαίρεση τη Ρωσία, τη Σερβία και τη Λευκορωσία πέρασε σταδιακά υπό τον ασφυκτικό γεωπολιτικό έλεγχο του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών, ακόμα και η ίδια η Γαλλία που είχε διατηρήσει το μεγαλύτερο βαθμό ανεξαρτησίας στην Ευρώπη μετά το 1945. Είναι αυτό που πολλοί ονομάζουν «γερμανική Ευρώπη», με τη σημαίνουσα όμως διαφορά ότι:
α) γεωπολιτικά, ο τελικός αφέντης είναι στην Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ,
β) πολιτικο-οικονομικά τη διευθύνει μια συμμαχία «τύπου Φάουστ», της γερμανικής ελίτ με την αυτοκρατορία του χρήματος, δηλαδή την πολιτικά και στρατηγικά συγκροτημένη πτέρυγα του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου. Οι γερμανικές ελίτ χρησιμοποιούν τις «αγορές», το χρηματιστικό κεφάλαιο, για να επικρατήσουν επί των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Και οι «αγορές» χρησιμοποιούν τη δύναμη του Βερολίνου και των ευρωπαϊκών θεσμών για να επιβάλλουν στην Ευρώπη το ολοκληρωτικό μοντέλο ενός νεοφιλελεύθερου, που εξελίσσεται σε «καπιταλισμό της καταστροφής», και συνοδεύεται από μια όλο και πιο μαζική προσφυγή στον ανορθολογισμό, στην καταστροφή του Νοήματος και σε μια θρησκεία του Θανάτου. Η «αυτοκρατορία» της παγκόσμιας «τραπεζοκρατίας» είναι ο φορέας ενός παγκόσμιου ολοκληρωτισμού που τείνει, από την ίδια τη φύση του, να καταστρέψει οποιαδήποτε ισχυρή οντότητα και ισχυρή ταυτότητα που είναι δυνητικά ικανή να της αντιταχθεί. Είναι αυτή που ροκανίζει συστηματικά ό,τι έχει απομείνει από την αστική δημοκρατία και το κράτος πρόνοιας στη Δύση. Γι’ αυτήν είναι απολύτως απαράδεκτη η επανεμφάνιση μιας Ρωσίας που να διαθέτει ένα κλάσμα έστω των βαθμών ανεξαρτησίας και ισχύος που διέθετε η ΕΣΣΔ, όπως είναι απαράδεκτη και η συνέχιση της μετεωρικής οικονομικής ανόδου της Κίνας. Αλλά θα ήταν απαράδεκτη και η εμφάνιση και μιας ισχυρής, ενιαίας Ευρώπης, έστω κι αν ήταν καπιταλιστική ή νεοφιλελεύθερη.
Αυτό εξηγεί τη χρήση ιδίως της Ουκρανίας από τους δυτικούς προκειμένου να υπηρετηθεί αφενός η στρατηγική της νέας «απομόνωσης» -containment- της Ρωσίας, αφετέρου η στρατηγική της διάρρηξης των σχέσεων Δυτικής Ευρώπης και Ρωσίας. Ήδη άλλωστε από το 1992, με τις εκθέσεις Περλ-Βούλφοβιτς και Τζερεμάια, η αποτροπή της ανάδειξης εναλλακτικών προς την Ουάσιγκτον διεθνών πόλων ισχύος, αλλά και η καταστροφή της δυνατότητας επί μέρους συμμαχιών, όπως Ρωσίας–Κίνας ή Ρωσίας–Δυτικής Ευρώπης, αναγορεύεται στο πιο κρίσιμο σημείο της μεταψυχροπολεμικής «προληπτικής» (pro-active) αυτοκρατορικής στρατηγικής των ΗΠΑ.
Παρόλο που οι Αμερικανοί δεν θέλουν να το πουν ανοιχτά, είναι επίσης προφανές ότι θεωρούν ζωτικής για το μέλλον της Αμερικής τον περιορισμό της ανόδου και την υπονόμευση της ενότητας της Ευρώπης, ενώ μια πλήρης κατίσχυση του ευρώ θα υπονόμευε τη δυνατότητα μελλοντικής χρηματοδότησης της αμερικανικής οικονομίας. Γι’ αυτό και η σχέση Αμερικής – Ευρώπης παραμένει βαθιά αντιφατική, η Ευρώπη είναι φίλος και σύμμαχος, πρέπει όμως ταυτόχρονα να παραμείνει και υποτελής.
Η καταστροφή των σχέσεων Δυτικής Ευρώπης και Ρωσίας είναι αποφασιστική συνθήκη αφενός για να παραμείνει η πρώτη σε κατάσταση υποτέλειας έναντι των ΗΠΑ (αλλά και της Διεθνούς του Χρήματος), να μην αποκτήσει τα μέσα της ανεξαρτησίας της, αφετέρου για να απομονωθεί, όσο είναι δυνατόν η δεύτερη. Το πιθανότερο βέβαια αποτέλεσμα της διαμόρφωσης δύο «μπλοκ», «Αμερικής-Ευρώπης» αφενός και «Ρωσίας-Κίνας» αφετέρου, θα ήταν η σημαντική αύξηση του κινδύνου παγκόσμιου πολέμου. Αντίθετα, η διαμόρφωση ενός «ευρασιατικού άξονα» από το Παρίσι στη Σαγκάη, μια μετεξέλιξη δηλαδή της ιδέας του Ντε Γκωλ για μια Ευρώπη «από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια», μια ιδέα που κατά καιρούς υποστηρίχθηκε με τη μια ή την άλλη μορφή, από πολιτικούς όπως ο Σιράκ, ο Βιλπέν, ο Σρέντερ ή ο Πούτιν, θα επέτρεπε ίσως τη διαμόρφωση ενός μπλοκ συμπληρωματικών δυνάμεων, κάθε πόλος του οποίου θα μπορούσε να συνεισφέρει στον τομέα που είναι πιο ισχυρός, πολιτιστικό, στρατιωτικό και ενεργειακό, οικονομικό φερ’ ειπείν. Ένας τέτοιος «ευρασιατικός» άξονας θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξισορρόπηση των όλο και πιο επικίνδυνων γεωπολιτικών, οικολογικών, τεχνολογικών και οικονομικών κινδύνων που απειλούν τον κόσμο μας, κινδύνων χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του ανθρώπινου γένους.
Αλλά βέβαια η επιβολή του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού συνεπάγεται και τη δραματική αύξηση των ανισοτήτων, τόσο στο εσωτερικό κάθε μίας ευρωπαϊκής χώρας, όσο και του ευρωπαϊκού κέντρου με την περιφέρεια. Η αναστροφή αυτής της πορείας προϋποθέτει τη σύγκλιση του δημοκρατικού, του κοινωνικού, του ανεξαρτησιακού και του οικολογικού στοιχείου. Αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε το 2011 με την Έκκληση για τη Σωτηρία του ελληνικού και των ευρωπαϊκών Λαών, τη σύνταξη της οποίας μου έκαναν την τιμή να μου αναθέσουν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Αλέξης Τσίπρας και η οποία υπογράφτηκε από μια πλειάδα προσωπικοτήτων της Ευρώπης. Η ιδέα πίσω της ήταν να φτιάξουμε, εκατό χρόνια μετά τις ιστορικές διασκέψεις του Τσίμμερβαλντ, του Κένταλ και της Στοκχόλμης, μια νέα «Διεθνή» των ευρωπαϊκών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που δεν ελέγχονται από το χρήμα, να παλέψουν για τη σωτηρία των λαών και των εθνών της Ευρώπης, αλλά και να εντάξουμε εκεί μέσα τον αγώνα για τη διακοπή των μνημονιακών προγραμμάτων καταστροφής. Δεν θέλαμε οι «συμπονετικοί» Ευρωπαίοι να συμπαρασταθούν στους φτωχούς Έλληνες, θέλαμε να καταλάβουν ότι ο ελληνικός αγώνας είναι η πρώτη μάχη στον πόλεμο των αγορών με τους λαούς και τα έθνη για τον έλεγχο της ηπείρου, ότι γι’ αυτούς είναι που χτυπάει η «ελληνική καμπάνα». Δυστυχώς βέβαια, όπως απεδείχθη στη συνέχεια, ο κ. Τσίπρας και οι φίλοι του υπέγραφαν μεν τα κείμενα, δεν εννοούσαν και δεν συμμερίζονταν όμως τα γραφόμενα, απλώς τα χρησιμοποιούσαν για να οικοδομήσουν το διεθνές προφίλ τους, με αποτέλεσμα τη συντριβή, πραγματική αλλά και ηθική, όχι μόνο της ελληνικής, αλλά του συνόλου της ευρωπαϊκής «ριζοσπαστικής αριστεράς», το 2015.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ως Έλληνες και ως Ευρωπαίοι δεν μεταβλήθηκαν μετά το 2011, μόνο χειροτέρεψαν. Και σήμερα πρέπει να αγωνιστούμε για τη συγκρότηση ενός μετώπου λαών και εθνών όλης της ηπείρου, αν όμως αυτό δεν γίνει δυνατό –και μόνο τότε– πρέπει να πάμε στην δεύτερη καλή εναλλακτική, μια Διεθνή των λαών της Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης. Μόνο η ανάδυση μιας συμμαχίας λαϊκών και πατριωτικών δυνάμεων σε όλη, ή τουλάχιστο ένα σημαντικό κομμάτι της ηπείρου, θα μπορούσε να αντιστρέψει την σημερινή κατάσταση συγκροτώντας τα θεμέλια μιας δημοκρατικής, κοινωνικής, οικολογικής και ανεξάρτητης Ευρώπης, που χρειαζόμαστε εμείς, αλλά και όλος ο κόσμος.
2. Στην ιστορική της πορεία η Ευρώπη υπήρξε και το λίκνο καταπιεστικών πολιτικών, οικονομικής εκμετάλλευσης, δικτατοριών, αποικιοκρατικής εξάπλωσης και γενοκτονιών. Υπήρξε όμως, μέσα από τα πολλά θετικά στοιχεία των αρχαίων και των Μέσων Χρόνων, της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού και των υπόλοιπων μέχρι και σήμερα σημαντικών πολιτισμικών και πολιτικών κινημάτων και λίκνο του ουμανισμού και του διαλόγου των πολιτισμών και των θρησκειών. Πού βρισκόμαστε σήμερα από την άποψη αυτή και πώς μπορούμε να συμβάλουμε σε μια θετική πορεία;
Η Ευρώπη είναι σήμερα το κατ’ εξοχήν πεδίο σύγκρουσης που θα κρίνει το μέλλον του πολιτισμού μας, αν όχι και την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπινου γένους. Μετά την καταστροφή των παραμενόντων υπολειμμάτων από την κληρονομιά της Ρωσικής Επανάστασης, μετά μια ντουζίνα πολέμων εναντίον των εθνικιστικών καθεστώτων που προέκυψαν από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των Γιουγκοσλάβων και των Αράβων, οι δυνάμεις ενός νέου, παγκόσμιου ολοκληρωτισμού επιχειρούν στον «πρώτο Κόσμο», επιδιώκοντας να κατεδαφίσουν τις πιο θεμελιώδεις κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις των ευρωπαϊκών λαών και εθνών, περιλαμβανομένου του κράτους πρόνοιας που απετέλεσε, τόσο στην ΕΣΣΔ, όσο και στη Δυτική Ευρώπη, μια από τις σπουδαιότερες κατακτήσεις του πολιτισμού μας.
Πρόκειται για μια γιγαντιαία Αντεπανάσταση, που ακολουθεί τρεις αιώνες επαναστάσεων, κοινωνικο-πολιτικών, ψυχολογικών, πνευματικών και επιστημονικών, που χαρακτήρισαν τη νεότερη Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή είναι το θεμελιώδες παγκόσμιο φαινόμενο της εποχής μας και είναι αυτή που προκαλεί και θα προκαλέσει στη συνέχεια ακόμα πιο μεγάλες εξεγέρσεις και επαναστάσεις, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την εξέγερση των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία, που αναβιώνει μερικά από τα πρότυπα του Ιακωβινισμού.
Οι δυνάμεις του κεφαλαίου θέλουν να αναιρέσουν τα κοινωνικά και πολιτικά αποτελέσματα της νίκης επί του φασισμού το 1945, αλλά να μας πάνε και πιο πίσω, να αμφισβητήσουν, ει δυνατόν, τα επιτεύγματα του Διαφωτισμού και της Αναγέννησης. Η Ελλάδα των Μνημονίων και των Δανειακών ήταν, μετά το 2010, η «γενική δοκιμή» του περάσματος στον ολοκληρωτισμό, με τον ίδιο τρόπο που η Ισπανία του 1936-39 ήταν η δοκιμή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τώρα, η σύγκρουση μετατοπίστηκε πια στην καρδιά της ηπείρου. Υπό την έννοια αυτή, το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων είναι η αρχή ενός νέου, κοινωνικού Στάλινγκραντ της Ευρώπης, μιας σύγκρουσης που θα κρίνει το μέλλον της ανθρωπότητας ίσως κατά τρόπο πιο αποφασιστικό από τις μάχες του Στάλινγκραντ, του Λένινγκραντ και της Μόσχας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεδομένου ότι σήμερα είναι παρών ο κίνδυνος τερματισμού του ανθρώπινου είδους κατά τρόπο πρωτοφανή στην ιστορία. Αλλά είναι παρούσες και τεχνολογίες που καθιστούν τον αναδυόμενο ολοκληρωτισμό απείρως πιο επικίνδυνο από τους Χίτλερ του μεσοπολέμου.
Επειδή βγαίνουμε από μια περίοδο σχετικής σταθερότητας, ευημερίας και ειρήνης, αλλά και κατάρρευσης των απελευθερωτικών προταγμάτων, τείνουμε να προβάλλουμε στο μέλλον το παρόν και το παρελθόν μας. Στην πραγματικότητα, μπαίνουμε με μεγάλη ταχύτητα σε μια περίοδο μεγάλων κοινωνικών, εθνικών, ιδεολογικών συγκρούσεων, βρισκόμαστε ήδη στο περιβάλλον ενός «παγκόσμιου πολέμου χαμηλής έντασης». Το περιβάλλον που θα αντιμετωπίσουμε στις επόμενες δεκαετίες το προδιέγραψαν οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία, τη Μέση Ανατολή, την Ουκρανία, ο οικονομικός πόλεμος χρέους που κατέστρεψε τη χώρα μας, οι καταστροφές του Τσέρνομπιλ και της Φουκουσίμα. Η «ευτυχής παγκοσμιοποίηση» αποτελεί ήδη παρελθόν, ο «πόλεμος των πολιτισμών» και η οικολογικήφρίκη το μέλλον που μας μαγειρεύουν.
Αυτό το κατάλαβαν με τη μεγαλύτερη καθαρότητα οι πιο φτωχοί Γάλλοι, αυτοί που δεν έχουν την αυταπάτη ότι μπορούν, αν καθίσουν ήσυχοι, να διατηρήσουν όσα έχουν. Σε αυτή την εποχή των συγκρούσεων κάθε είδους που ανατέλλει θα κερδίσει όποιος είναι πιο αποφασισμένος, πιο ριζοσπάστης και πιο γνώστης.
3. Η ευρωπαϊκή παιδεία –με τις διαστάσεις της του πολιτισμού και ειδικά της εκπαίδευσης και της δημιουργίας- υπήρξε η διαχρονική βάση των απελευθερωτικών οραμάτων για το παρόν και το μέλλον της ηπείρου και η πηγή των ιδεών της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Μήπως η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζει σήμερα μονόπλευρα τα πολιτιστικά και τα εκπαιδευτικά της προγράμματα σε εργαλειακές και καταναλωτικές αντιλήψεις; Και, αν ναι, τι πρέπει να γίνει για να βρει η παιδεία στο σύνολό της τον ρόλο που θα την καταστήσει εγγύηση κατά της παρακμής και της διάλυσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών;
Η συνθήκη του Μάαστριχτ είναι θεμελιώδους σημασίας τομή στην ευρωπαϊκή ιστορία, γιατί αντικαθιστά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας με τη βασιλεία του χρήματος, ως θεμελίου της ευρωπαϊκής συνταγματικής τάξης, του ευρωπαϊκού καθεστώτος. Αυτό δεν δηλώνεται ρητά, αλλά πραγματοποιείται ως αποτέλεσμα της συνδυαστικής λειτουργίας των κανόνων της συνθήκης. Στη νεότερη εποχή, τουλάχιστον θεωρητικά, το κράτος είναι υποχρεωμένο να εφαρμόζει την εντολή του λαού. Για πρώτη φορά στη νεότερη εποχή, με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, η εντολή του λαού περιορίζεται από την εξουσία των τραπεζών η οποία και υπερέχει. Για παράδειγμα, η υποχρέωση της ΕΚΤ να ακολουθεί μονίμως αντιπληθωριστική πολιτική σημαίνει ότι πρώτη μέριμνα είναι η διατήρηση αλώβητης της αξίας του κεφαλαίου και, φυσικά, συνεπάγεται ένα σύστημα που κατεδαφίζει διαρκώς, «συνταγματικά» το κράτος πρόνοιας. Η ρήτρα της «μη διάσωσης» -no bailout- απαγορεύει στα κράτη την αλληλεγγύη απέναντι στις «αγορές» -το χρηματιστικό κεφάλαιο-, καθιστώντας το πραγματικό αφεντικό, όπως γίνεται και πραγματικό αφεντικό της ΕΚΤ με τη ρήτρα της «ανεξαρτησίας» της.
Με αυτά και πολλά άλλα, η ΕΕ γίνεται μια δομή διοικούμενη από το χρήμα, αν και τυπικά εξακολουθεί να ομνύει πίστη στις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας επί των οποίων θεμελιώνεται η κρατούσα ακόμα –αν και σταδιακά διαβρούμενη- ιδεολογία του δυτικού καπιταλισμού. Μόνο ένα κίνημα που να επιδιώκει τη ριζική επανίδρυση της Ευρώπης σε βάση δημοκρατική, κοινωνική, οικολογική, ανεξαρτησιακή, μπορεί να αντιστρέψει και τις τάσεις επιστροφής στην βαρβαρότητα ενός νέου ολοκληρωτισμού, που ορθά διαβλέπετε στην εξέλιξη της εκπαιδευτικής πολιτικής της ΕΕ.
4. Η επιθετική και πολυδιάστατη παρουσία του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης έχουν πολύ δυσμενείς συνέπειες για τις γλώσσες, τις μνήμες, τις ταυτότητες των λαών της Ευρώπης. Ποιες πρέπει να είναι οι κινήσεις που θα αποτρέψουν την πολτοποίηση των συνειδήσεων και την ανάδειξη της ενότητας με σεβασμό των διαφορών;
Προφανώς και έχουν και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Πηγαίνουμε προς μια κατάσταση σαν αυτή που περιγράφει ο Μαρξ στα Γκρούντρισε, πλήρους αντικειμενικοποίησης του ανθρωπίνου όντος, που μεταβάλλεται σε παράρτημα και εργαλείο των ίδιων των δικών του δημιουργημάτων. Στην ολοκλήρωσή του το σύστημα τείνει να καταστρέψει κάθε αυτόνομη πηγή ισχύος, κάθε βάση αυτονομίας και κάθε ταυτότητα που το εμποδίζει. Δεν ανέχεται έντονους χαρακτήρες και προσωπικότητες, δεν του αρέσουν ισχυρές ταυτότητες, όπως ιστορικά έχουν αποδειχθεί τα έθνη και τα φύλα, μισεί τόσο τις παραδοσιακές θρησκείες, όσο και τις ισχυρές ιδεολογίες. Τελικά, πλήττει και την ίδια την έννοια του Ορθού Λόγου, που απετέλεσε άλλωστε, ιστορικά, από την αρχαία Ελλάδα, το θεμέλιο της ελευθερίας.
Για να αντιστρέψουμε μια τέτοια παγκόσμια και βαθιά Αντεπανάσταση, πρέπει να αρχίσουμε, άνθρωποι, λαοί, κοινωνικές ομάδες, κοινωνίες, έθνη να επαναοικειοποιούμεθα το δημόσιο χώρο που σήμερα καταλαμβάνει, όλο και περισσότερο, το χρηματιστικό κεφάλαιο, δημιουργώντας εστίες αυτοδιαχείρισης που, θα μπορέσουν, σε δεδομένη στιγμή, γενικευόμενες, να συγκροτήσουν το σώμα μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης. Προς το παρόν ζούμε σε έναν κόσμο που οι Ρότσιλντ μπορούν να «διορίσουν» έναν υπάλληλό τους ως πρόεδρο της Γαλλίας! Ζούμε σε έναν κόσμο που οι διανοούμενοι έχουν εξαγορασθεί, οι δημοσιογράφοι και τα μέσα μετετράπησαν σε «γραφεία Τύπου» κάθε είδους εξουσιών, παγκόσμια, παντοδύναμα μονοπώλια ή ολιγοπώλια, όπως το Facebook, η Google, το Amazon μετατρέπονται στο «συλλογικό μυαλό», εν προκειμένω στον «μεγάλο Αδερφό» της ανθρωπότητας.
Φαίνεται ίσως ουτοπικό να θέλει κανείς να αντιστρέψει μια τέτοια κατάσταση. Είναι όμως ακριβώς η ακρότητά της που δημιουργεί τις προϋποθέσεις της ανατροπής της. Εκεί που φυτρώνει το κακό, φυτρώνει και το φάρμακο, το όπλο για την αντμετώπισή του, λέει ο Χέντερλιν.
Ή, ο τρώσας και ιάσεται, όπως έλεγαν οι δικοί μας αρχαίοι.
* Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος αποτελεί μια πολυσχιδή προσωπικότητα με συνεπή επί δεκαετίες πολιτική και πολιτισμική πορεία. Είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας, συντονιστής της Διεθνούς Πρωτοβουλίας Δελφών για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας (www.defenddemocracy.press). Μετείχε ως μαθητής στην αντιδικτατορική πάλη. Σπούδασε Φυσική στην Αθήνα και έκανε μεταπτυχιακά στην Επεξεργασία Πληροφορίας στο Πανεπιστήμιο της Rennes (Γαλλία). Ειδικός Συνεργάτης του πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, για θέματα σχέσεων Ανατολής-Δύσης και ελέγχου των εξοπλισμών, στη δεκαετία του ‘80, διηύθυνε το Γραφείο του ΑΠΕ στη Μόσχα και εργάστηκε ως ανταποκριτής της Deutsche Welle, των Νέων, της Ελευθεροτυπίας, του Ποντικιού, της ΕΡΑ και άλλων ΜΜΕ, την περίοδο της σοβιετικής κατάρρευσης και του Γέλτσιν. Συνεργάστηκε με τον Μιχάλη Ράπτη (Pablo) στη δημιουργία διεθνούς κινήματος εναντίον των κυρώσεων σε Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη, της νέας παγκόσμιας τάξης και των πολέμων της, και για την έκδοση της διεθνούς επιθεώρησης για την Αυτοδιαχείριση Utopie Critique. Εκ των κύριων επικριτών του σχεδίου Ανάν για την Κύπρο και των ελληνικών Μνημονίων-Δανειακών, εργάστηκε συστηματικά για τη διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος και με την αρθρογραφία του, διεθνώς και από τις θέσεις του Γραμματέα του Κινήματος Ανεξαρτήτων Πολιτών «Σπίθα» και του μέλους της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο διέκοψε κάθε σχέση το 2015. Είναι ο συντάκτης της Έκκλησης για τη Σωτηρία του Ελληνικού και των άλλων λαών της Ευρώπης, γνωστής και της «Έκκλησης Μίκη – Γλέζου», που υπεγράφη από μια πλειάδα Ευρωπαίων διανοουμένων και πολιτικών. Έχει γράψει τέσσερα βιβλία για το κυπριακό, την αμερικανική πολιτική στη Μεσόγειο, τις σχέσεις Έθνους-Αριστεράς και ΚΚΕ-ΚΚΣΕ. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά και δίδαξε στο Πολιτιστικό εργαστήριο του Τμήματος ΕΜΕΠ του Παντείου. Είναι υποψήφιος Ευρωβουλευτής με την ΛΑΕ – Μέτωπο Ανατροπής.
→ http://www.konstantakopoulos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου