της Νατάσας Στασινού
Δεν έχουμε συνηθίσει τη Γερμανία στον ρόλο του μεγάλου ασθενούς. Ακόμη, όμως, και οι πιο γεροί οργανισμοί υποκύπτουν κάποιες στιγμές σε εποχικούς ιούς. Η σημερινή εποχή δοκιμάζεται από τον ιό του προστατευτισμού, του οικονομικού εθνικισμού και των πάσης φύσεως τειχών στον οποίο οι εξαγωγικές δυνάμεις είναι πιο ευάλωτες. Το Βερολίνο επιλέγει να τον αντιμετωπίσει με… «ομοιοπαθητική», αλλά και πάλι αυτό δεν είναι αρκετό. Και τούτο γιατί η εξάρτηση από τις εξαγωγές δεν είναι η μόνη αδυναμία της γερμανικής οικονομίας. Αξίζει να δούμε αναλυτικά τους παράγοντες που οδήγησαν τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία ύστερα από εννέα έτη δυναμικής ανάπτυξης στα πρόθυρα της ύφεσης, αλλά και τι σημαίνει αυτό για την υπόλοιπη ήπειρο.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας, οι παραγγελίες γερμανικών βιομηχανικών αγαθών έκαναν βουτιά 4,2% τον Φεβρουάριο, ύστερα από πτώση 2,1% τον Ιανουάριο. Ήταν η χειρότερη επίδοση από τον Ιανουάριο του 2017, η οποία και ήρθε κόντρα στις προβλέψεις των ειδικών για οριακή άνοδο της τάξης του 0,3%. Οι παραγγελίες από το εξωτερικό συρρικνώθηκαν 6%, με εκείνες από άλλα μέλη της Ευρωζώνης να καταγράφουν πτώση 2,9% και τις υπόλοιπες να βυθίζονται 7,9%. Τον ίδιο μήνα οι συνολικές εξαγωγές της χώρας μειώθηκαν κατά 1,3% σε σχέση με τον Ιανουάριο, στη μεγαλύτερη μηνιαία πτώση εδώ και 12 μήνες.
Η Γερμανία, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, αμφιταλαντεύεται στο πώς να αντιμετωπίσει την Κίνα. Από τη μία φοβάται την επέλασή της και θέλει να την μπλοκάρει, από την άλλη έχει και αυτή ανάγκη τις επενδύσεις της, ενώ εξαρτάται από το πόσο υγιής είναι και πόση «όρεξη» για αυτοκίνητα, χημικά και άλλα βιομηχανικά αγαθά έχει. Έχει δε να αντιμετωπίσει και τις ΗΠΑ, που κήρυξαν ήδη τον πόλεμο με την απειλή για δασμούς σε εισαγωγές 11 δισ. από την Ε.Ε. και διατηρούν «ζωντανή» την απειλή για δασμούς στα γερμανικά και άλλα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα.
Παρά τη στροφή προς Ανατολάς ή την παρουσία της στην αμερικανική αγορά, πάντως, το 57% των γερμανικών εξαγωγών εξακολουθεί να κατευθύνεται προς την ευρωπαϊκή κοινότητα. Έτσι, με τη Βρετανία που βιώνει τον αντίκτυπο του χαώδους πολιτικού τοπίου και της αβεβαιότητας για το Brexit, τη Γαλλία αντιμέτωπη με το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων», την Ιταλία δέσμια ενός οικονομικού σχεδίου που, αντί να δίνει ώθηση, την κρατάει σε στασιμότητα και άλλες μικρότερες οικονομίες να δοκιμάζονται από το πολιτικό ρίσκο και όχι μόνο, ήταν επόμενο και η Γερμανία να αισθανθεί τον «πόνο».
Θα περίμενε λοιπόν κανείς η κατανάλωση να «οδηγεί» την ανάπτυξη του ΑΕΠ. Η μηνιαία έρευνα της GfK έδειξε απροσδόκητη επιδείνωση του καταναλωτικού κλίματος τον Απρίλιο, με τον δείκτη να υποχωρεί στις 10,4 μονάδες από 10,7, έναντι προσδοκιών για οριακή αύξησή του στις 10,8 μονάδες. Η πτώση του δείκτη αποκαλύπτει ότι οι καταναλωτικές δαπάνες θα μπορούσαν να αποδυναμωθούν το δεύτερο τρίμηνο του έτους, εντείνοντας τις πιέσεις στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία.
Μία αποδυναμωμένη οικονομικά Γερμανία θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί και μία πιο απρόθυμη Γερμανία ως προς νέα βήματα βαθύτερης οικονομικής ενοποίησης, για τα οποία τόσο έχει πιέσει ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν. Οι φωνές των άκρων στο εσωτερικό της χώρας ευνοούνται από τις οικονομικές περιπέτειες, τις οποίες βρίσκουν πάντα τρόπο να συνδέσουν με άλλα ευαίσθητα ζητήματα, όπως το μεταναστευτικό. Όσοι προσδοκούν ότι η οικονομική εξασθένηση θα καταστήσει τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία πιο έτοιμη για συμβιβασμούς σε προτάσεις όπως η έκδοση κοινών ευρωομολόγων ή το να αποκτήσει η ΟΝΕ και πραγματική δημοσιονομική ικανότητα (βλ. μεταβιβάσεις πόρων) μάλλον πλανώνται.
*Πηγή: naftemporiki.gr
Δεν έχουμε συνηθίσει τη Γερμανία στον ρόλο του μεγάλου ασθενούς. Ακόμη, όμως, και οι πιο γεροί οργανισμοί υποκύπτουν κάποιες στιγμές σε εποχικούς ιούς. Η σημερινή εποχή δοκιμάζεται από τον ιό του προστατευτισμού, του οικονομικού εθνικισμού και των πάσης φύσεως τειχών στον οποίο οι εξαγωγικές δυνάμεις είναι πιο ευάλωτες. Το Βερολίνο επιλέγει να τον αντιμετωπίσει με… «ομοιοπαθητική», αλλά και πάλι αυτό δεν είναι αρκετό. Και τούτο γιατί η εξάρτηση από τις εξαγωγές δεν είναι η μόνη αδυναμία της γερμανικής οικονομίας. Αξίζει να δούμε αναλυτικά τους παράγοντες που οδήγησαν τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία ύστερα από εννέα έτη δυναμικής ανάπτυξης στα πρόθυρα της ύφεσης, αλλά και τι σημαίνει αυτό για την υπόλοιπη ήπειρο.
Η εξάρτηση από τη μεταποίηση και τις εξαγωγές
Το Made in Germany ήταν πάντα το ισχυρό χαρτί της χώρας. Τα βιομηχανικά της αγαθά, υψηλής ποιότητας και αξιόπιστα, στήριξαν σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο την ανάπτυξη και την απασχόληση. Η βιομηχανία καλύπτει το 31% του γερμανικού ΑΕΠ και ειδικότερα η μεταποίηση, το 22%. Μόνο οι αυτοκινητοβιομηχανίες και το δίκτυο των προμηθευτών τους στηρίζουν το 14% της γερμανικής οικονομίας. O γερμανικός μεταποιητικός κλάδος έχει βυθιστεί σε ύφεση. O δείκτης PMI της Μarkit για τον κλάδο έχει καταγράψει πτώση κατά τους 14 από τους 15 τελευταίους μήνες. Βρέθηκε δε και τους τρεις πρώτους μήνες του 2019 κάτω από το όριο των 50 μονάδων, που διακρίνει την επέκταση από τη συρρίκνωση της δραστηριότητας.Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας, οι παραγγελίες γερμανικών βιομηχανικών αγαθών έκαναν βουτιά 4,2% τον Φεβρουάριο, ύστερα από πτώση 2,1% τον Ιανουάριο. Ήταν η χειρότερη επίδοση από τον Ιανουάριο του 2017, η οποία και ήρθε κόντρα στις προβλέψεις των ειδικών για οριακή άνοδο της τάξης του 0,3%. Οι παραγγελίες από το εξωτερικό συρρικνώθηκαν 6%, με εκείνες από άλλα μέλη της Ευρωζώνης να καταγράφουν πτώση 2,9% και τις υπόλοιπες να βυθίζονται 7,9%. Τον ίδιο μήνα οι συνολικές εξαγωγές της χώρας μειώθηκαν κατά 1,3% σε σχέση με τον Ιανουάριο, στη μεγαλύτερη μηνιαία πτώση εδώ και 12 μήνες.
Οι πιέσεις από εμπορικό πόλεμο και Brexit
Για μια οικονομία στην οποία οι εξαγωγές ανέρχονται σχεδόν στο 50% του ΑΕΠ (έναντι 12% στις ΗΠΑ και 30% στη Βρετανία) καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν βεβαίως οι συνθήκες στο εξωτερικό. Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας, η επιβράδυνση της κινεζικής και άλλων ασιατικών οικονομιών στις οποίες οι γερμανικές επιχειρήσεις είχαν κάνει μεγάλα ανοίγματα τα τελευταία χρόνια, αλλά και η αδύναμη εικόνα άλλων μεγάλων οικονομιών της Ε.Ε. έχουν όλα συντελέσει στην πτώση των γερμανικών εξαγωγών.Η Γερμανία, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, αμφιταλαντεύεται στο πώς να αντιμετωπίσει την Κίνα. Από τη μία φοβάται την επέλασή της και θέλει να την μπλοκάρει, από την άλλη έχει και αυτή ανάγκη τις επενδύσεις της, ενώ εξαρτάται από το πόσο υγιής είναι και πόση «όρεξη» για αυτοκίνητα, χημικά και άλλα βιομηχανικά αγαθά έχει. Έχει δε να αντιμετωπίσει και τις ΗΠΑ, που κήρυξαν ήδη τον πόλεμο με την απειλή για δασμούς σε εισαγωγές 11 δισ. από την Ε.Ε. και διατηρούν «ζωντανή» την απειλή για δασμούς στα γερμανικά και άλλα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα.
Παρά τη στροφή προς Ανατολάς ή την παρουσία της στην αμερικανική αγορά, πάντως, το 57% των γερμανικών εξαγωγών εξακολουθεί να κατευθύνεται προς την ευρωπαϊκή κοινότητα. Έτσι, με τη Βρετανία που βιώνει τον αντίκτυπο του χαώδους πολιτικού τοπίου και της αβεβαιότητας για το Brexit, τη Γαλλία αντιμέτωπη με το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων», την Ιταλία δέσμια ενός οικονομικού σχεδίου που, αντί να δίνει ώθηση, την κρατάει σε στασιμότητα και άλλες μικρότερες οικονομίες να δοκιμάζονται από το πολιτικό ρίσκο και όχι μόνο, ήταν επόμενο και η Γερμανία να αισθανθεί τον «πόνο».
Απρόθυμοι οι καταναλωτές
Όταν οι οικονομολόγοι έβλεπαν αρχικά ρυθμούς ανάπτυξης 1,9% για τη γερμανική οικονομία φέτος (για να τους αναθεωρήσουν τελικά σε 0,8%), πόνταραν εν πολλοίς στον ρόλο που θα διαδραματίσει η εσωτερική κατανάλωση. Το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα έχει διολισθήσει στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα του 3,2% και ο κατώτατος μισθός είναι στα 9,19 ευρώ ανά ώρα. Τα ισχυρά συνδικάτα διεκδικούν και πετυχαίνουν μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις.Θα περίμενε λοιπόν κανείς η κατανάλωση να «οδηγεί» την ανάπτυξη του ΑΕΠ. Η μηνιαία έρευνα της GfK έδειξε απροσδόκητη επιδείνωση του καταναλωτικού κλίματος τον Απρίλιο, με τον δείκτη να υποχωρεί στις 10,4 μονάδες από 10,7, έναντι προσδοκιών για οριακή αύξησή του στις 10,8 μονάδες. Η πτώση του δείκτη αποκαλύπτει ότι οι καταναλωτικές δαπάνες θα μπορούσαν να αποδυναμωθούν το δεύτερο τρίμηνο του έτους, εντείνοντας τις πιέσεις στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία.
Το «αγκάθι» στην αγορά εργασίας
Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, ένα από τα βασικά προβλήματα της γερμανικής οικονομίας εντοπίζεται στην αγορά εργασίας. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στον Νότο, εδώ είναι η έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων το αγκάθι. Κατά μέσο όρο, μία επιχείρηση χρειάζεται 100 ημέρες να καλύψει μία κενή θέση εργασίας στη Γερμανία, με το πρόβλημα να είναι εντονότερο στους τομείς τεχνολογίας, κατασκευών και υγείας. Μελέτη του ινστιτούτου Prognos, μάλιστα, προβλέπει ότι η χώρα θα έρθει αντιμέτωπη με έλλειμμα 3 εκατ. ειδικευμένων εργαζομένων έως το 2030, ενώ ο αριθμός θα αυξηθεί στα 3,3 εκατ. έως το 2040, λόγω των δυσμενών δημογραφικών τάσεων.Ο ρόλος των νέων τεχνολογιών
Παρά την αδιαμφισβήτητη ποιότητα και αξιοπιστία των βιομηχανικών της προϊόντων και τη συνεχή εξέλιξη των επιχειρήσεών της, η Γερμανία φαίνεται να έχει μείνει πίσω στην τεχνολογική κούρσα, που σήμερα αφορά κυρίως τις βασισμένες στα μαθηματικά και την πληροφορική τεχνολογίας. Στα κορυφαία πανεπιστημιακά προγράμματα για μαθηματικά και πληροφορική έχουμε ιδρύματα της Ιαπωνίας, της Κίνας, της Κορέας, της Ταϊβάν και των ΗΠΑ. Κανένα πανεπιστήμιο της Γερμανίας ή άλλης ευρωπαϊκής χώρας. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους συνολικά η Ε.Ε. μένει πίσω.O αντίκτυπος στην Ε.Ε.
Για το μεγαλύτερο μέρος της περασμένης δεκαετίας η Γερμανία λειτουργούσε ως η ατμομηχανή της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη. Τώρα η νομισματική ένωση βρίσκεται για δεύτερη συνεχή χρονιά σε τροχιά αισθητής επιβράδυνσης, με τον ιό της μεγαλύτερης οικονομίας της να μεταδίδεται και στα υπόλοιπα μέλη. Ακόμη και η Ιταλία πρόσφατα απέδωσε τις δικές της αδυναμίες εν μέρει στη γερμανική επιβράδυνση.Μία αποδυναμωμένη οικονομικά Γερμανία θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί και μία πιο απρόθυμη Γερμανία ως προς νέα βήματα βαθύτερης οικονομικής ενοποίησης, για τα οποία τόσο έχει πιέσει ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν. Οι φωνές των άκρων στο εσωτερικό της χώρας ευνοούνται από τις οικονομικές περιπέτειες, τις οποίες βρίσκουν πάντα τρόπο να συνδέσουν με άλλα ευαίσθητα ζητήματα, όπως το μεταναστευτικό. Όσοι προσδοκούν ότι η οικονομική εξασθένηση θα καταστήσει τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία πιο έτοιμη για συμβιβασμούς σε προτάσεις όπως η έκδοση κοινών ευρωομολόγων ή το να αποκτήσει η ΟΝΕ και πραγματική δημοσιονομική ικανότητα (βλ. μεταβιβάσεις πόρων) μάλλον πλανώνται.
*Πηγή: naftemporiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου