.
Α) Πιθανά η αποχώρηση ενός μεμονωμένου
μέλους, όπως εγώ, να μην απασχολεί παρά μόνο ελάχιστους, τους οικείους
του. Μπορεί κάλλιστα, ως γεγονός, να χαρακτηριστεί «μεμονωμένο» και
«χωρίς ιδιαίτερη σημασία», και από μια άποψη να είναι τέτοιο. Έχοντας
επίγνωση αυτής της ατομικής αδυναμίας επηρεασμού των εξελίξεων, παρέμεινα στο
ΣΥΡΙΖΑ μετά τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου,
έχοντας παράλληλα και κάποιες μικρές ελπίδες. Ότι, ενδεχομένως, εξωγενείς ως
προς το κόμμα μου παράγοντες, όπως πιέσεις της τρόικας εσωτερικού ή εξωτερικού,
ή ένα λαϊκό κίνημα εντός ή εκτός Ελλάδας, συντελέσουν σε μια αλλαγή πορείας της
κυβέρνησης. Ή ότι, ίσως, εκφραστεί οργανωμένα η υπαρκτή δυσαρέσκεια των μελών για
την αθέτηση των προγραμματικών και προεκλογικών δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Β) Γιατί τώρα;
Όμως, τρεις αιτίες με οδηγούν στο να
προχωρήσω σήμερα την απόφασή μου. Είναι οι εξής:
1) Η διαφαινόμενη συμφωνία με την
Τρόικα, το αριστερό μνημόνιο, ο Φόρος Υποτέλειας στη “Νέα Χρηματοπιστωτική
Διεθνή”.
2) Η ναρκοθέτηση από τη μεριά της
ηγεσίας Τσίπρα -Δραγασάκη οποιασδήποτε εναλλακτικής προοπτικής.
Αυτό έγινε με δύο τρόπους:
Από τη μια, η ουσιαστική διάλυση του
κόμματος, μέσα από την υποτίμηση των πολιτικών διαδικασιών του. Επακόλουθο
ήταν, σε τέτοιες συνθήκες λειτουργίας, να κυριαρχήσουν φαινόμενα αποστράτευσης,
αλλά και παραγοντισμού - ακόμα και αριβισμού.
Από την άλλη, η προσχώρηση της ηγετικής
ομάδας του κόμματος στην “Τηλεοπτική Δημοκρατία” συντέλεσε αποφασιστικά στην
παθητικοποίηση των πολιτών. Αυτή η παθητικοποίηση διαθλάται στρεβλά στην
πραγματική ζωή σε δημοσκοπική στήριξη της κυβέρνησης. Ας έχουν στα υπ' όψιν τους
όσοι σύντροφοι κραδαίνουν τα δημοσκοπικά ποσοστά ότι μια τέτοια ξέπνοη στήριξη,
καθόλου ανυποψίαστη πια, είναι τόσο μετέωρη, που μπορεί να μετασχηματιστεί στο
αντίθετό της.
3)Η συνεχιζόμενη μη περιγραφή και μη
ιχνηλάτηση ενός εναλλακτικού δρόμου από την αριστερή αντιπολίτευση εντός του
ΣΥΡΙΖΑ.
Γ) Εδώ επιτρέψτε μου μια παρέκβαση. Ένα
σχολιασμό που αφορά ορισμένες τάσεις του κόμματος που κατά καιρούς
διαφοροποιήθηκαν από τη γραμμή της ηγεσίας, διατυπώνοντας την άποψη ότι
υπάρχουν και άλλοι δρόμοι, εναλλακτικοί ως προς τον ακολουθούμενο από την
κυβέρνηση. Διευκρινίζω ότι δεν πρόκειται για συνολική αποτίμηση της ιδεολογίας
και της πρακτικής (θετικής και αρνητικής) των τάσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι τέτοιο
υπερβαίνει τους σκοπούς του κειμένου.
Για την αριστερή πλατφόρμα: Το μεν
αριστερό ρεύμα, ενώ σωστά κατά τη γνώμη μου θέτει το θέμα του νομίσματος,
τείνει να εστιάζει μονομερώς σε αυτό, παραγνωρίζοντας τις πολιτικές και
κοινωνικές προϋποθέσεις της ρήξης. Όχι μόνο δεν τις μελέτησε, αλλά δεν
εργάστηκε καθόλου για αυτή την προοπτική. Φαίνεται να το ενδιαφέρει περισσότερο
μια εσωκομματική καταγραφή της διαφωνίας, ένα κέρδος εδάφους στον πόλεμο
θέσεων με την ηγετική ομάδα. Το δε r-project, ενώ θέτει σωστά αρκετά ζητήματα
ρήξης, ενώ έχει κρατήσει μια σαφή, συνεπή και αποφασιστική στάση απέναντι σε
διάφορες μικρές και μεγάλες κυβιστήσεις της ηγεσίας, φαίνεται να στερείται
δυναμικής. Ίσως χάνει την αξιοπιστία του λόγω μιας λογικής εισοδισμού που το
διαπερνά σε κάθε εκδήλωσή του.
Η ΚΟΕ/δρόμος, ενώ διαλέγεται με το Νέο,
τείνει να αναδιπλώνεται συνεχώς, θεωρητικά και πρακτικά, αναπαράγοντας καθόλου
νέες αντιλήψεις. Έτσι, στήριξε φανατικά τις επιλογές της ηγετικής ομάδας.
Τελευταία, όμως, διαφοροποιήθηκε. Γιατί; Διότι διερράγη η σχέση “δούναι –
λαβείν” με την ηγετική ομάδα (δίνω στήριξη – λαμβάνω προνομιακή μεταχείριση).
Αλλά και επειδή μια τέτοια στάση οδήγησε την ΚΟΕ/δρόμος στα όρια της
πολιτικής της αντοχής. Η μη αυτοκριτική για την χρησιμοθηρία και τον
οπορτουνισμό που επέδειξε μειώνει σημαντικά την αξιοπιστία των λεγομένων της.
(Τα παραπάνω ας εκληφθούν και ως
αυτοκριτική καθώς, παρά τις διαφωνίες μου, υπήρξα μέχρι πριν λίγο καιρό μέλος
αυτής της προσπάθειας).
Η τάση 53+, δείχνει ένα ενδιαφέρον για
σύγχρονες αναζητήσεις, αν και με προσκόλληση πάντα σε κάποιας μορφής
φιλοευρωπαϊσμού. Προεκλογικά αποτελούσε την πλέον αντι-προσωπολατρική δύναμη,
με έναν εμμονικό αντιτσιπρισμό (εννοώ: απέναντι και στο πρόσωπο και στις
επιλογές του προσώπου). Όμως τελευταία, αμοιβαία με την ηγετική ομάδα,
θυμήθηκαν τις εκλεκτικές συγγένειες που τους συνδέουν. Τώρα διάγουν βίον
ανθόσπαρτον στη ζεστή εστία του μεγάρου Μαξίμου.
Μεμονωμένα άτομα εντός ΣΥΡΙΖΑ,
μειωμένης ή ευρείας αναγνωρισιμότητας, μέλη ή όχι των παρατάξεων (που κατ’
ευφημισμό τις ονομάζουμε τάσεις), αλλά κυρίως κόσμος εκτός του κόμματός μας,
κόσμος της πολιτικής και κοινωνικής αριστεράς, θέτει ουσιαστικά ζητήματα
κριτικής.
Η ηγεσία όμως, αντί να συζητήσει αυτές
τις φωνές, προτιμά να ακούει τη φωνή της λεγόμενης κοινής γνώμης, να γίνει εν
τέλει η φωνή του μικροαστού νοικοκύρη που θέλει «να αλλάξει κάτι» χωρίς κόπο
και χωρίς ρίσκο.
Δ) Πώς φτάσαμε εδώ;
Η επιδίωξη ενός «έντιμου συμβιβασμού»
είναι ιδεολογικά εμποτισμένη από τη στρατηγική του «ιστορικού συμβιβασμού»
(Ενρίκο Μπερλίνγκουερ), μόνο που στις τωρινές συνθήκες εφαρμογής της οδηγεί:
1)Σε συμβιβασμό με το αστικό καθεστώς,
ακόμα και με το τρίγωνο της αμαρτίας, κάποιες φορές και σε αυτοπρόσωπη
προσχώρηση του αστικού και μνημονιακού συστήματος στην αριστερά, στην
κυβέρνηση, στη διοίκηση.
2)Σε υποταγή στο διεθνές κατεστημένο,
ίσως με αναζήτηση και νέων Προστατών (πχ ΗΠΑ, Ρωσία).
3) Στη μετάλλαξη αριστερών και κομουνιστικών
συνειδήσεων. Υπαρκτό φαινόμενο, παρά το ότι δεν έχει αποκτήσει καθολικότητα. Το
οποίο δημιουργεί ένα συγκεκριμένο ανθρωπολογικό τύπο στελέχους: του
συμβατού στη γραμμή (ή, το πολύ, του συμπληρωματικού σε αυτή).
Ε) Ποιος δικαιώνεται;
Προσωπικά δεν επιδιώκω καμία αναγνώριση
της ορθότητας των απόψεων και των πεπραγμένων μου. Μακάρι εγώ να έχω άδικο. Και
σε πολλά έχω σφάλει στην πορεία μου ως μέλος του ΣΥΡΙΖΑ. Ζητώ από τους
συντρόφους μου να αντιμετωπίσουν τα λάθη μου με συμπάθεια. Από τον εαυτό θα ζητήσω
συμφιλίωση με μια διαδρομή· όχι για να «πιάσω τον ίσκιο» χωρίς να βαραίνουν
τύψεις συνειδήσεως, αλλά για να συνεχίσω το δρόμο μου αναστοχαστικότερος.
Εξάλλου, όσοι – και, δυστυχώς, δεν
είναι λίγοι – επιδιώκουν τη δικαίωση, αναρωτιέμαι τί θα την κάνουν. Τί
χρειάζονται τη δικαίωση, όταν ο λαός και η αριστερά καταστρέφονται;
ΣΤ) Το Παλιό σαπίζει, από μέσα του
ξεπηδούν βλασταράκια.
Τέτοια βλαστάρια ελπίδας έβγαλε πολλά ο
νέος αιώνας. Μεταξύ άλλων: τα φόρουμ, την εξέγερση του 2008, τις πλατείες του
2011, τα θεματικά κινήματα, το ΣΥΡΙΖΑ. Κανένα από αυτά δεν αξιώθηκε να γίνει
δέντρο. Αλλά καθένα από αυτά μας έκανε σοφότερους. Έτσι, όταν το επόμενο
βλαστάρι αρχίσει να ξεπροβάλλει, θα του δώσουμε τη φροντίδα και την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
να ριζώσει βαθύτερα και να ψηλώσει περισσότερο.
Νίκος Νούλας
ΥΓ. Πριν την κατάθεση και δημοσιοποίηση
του κειμένου, τρεις-τέσσερις σύντροφοι και φίλοι, μπήκαν στον κόπο να το
διαβάσουν και να θέσουν υπ’ όψιν μου τις παρατηρήσεις τους.
Θα σχολιάσω κάποιες ενστάσεις τους, που
τις θεωρώ βασικές:
1. «Μήπως εκληφθεί ότι κάνεις ζημιά στο
κόμμα;».
Σχόλιο: από κάποιους, είναι βέβαιο.
Και, ενδεχομένως, να υπάρξει και αντίστοιχη αντιμετώπισή μου. Κατά τη γνώμη
μου, όμως, η ζημιά έχει ήδη γίνει. Τώρα βιώνουμε τα αποτελέσματα. Ίσως να τα
βιώνουμε και για καιρό.
2.«Μήπως, παρόλα αυτά, δεν πρέπει
να πούμε το “It’s all over now” για το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως μια εμπλοκή της
τελευταίας στιγμής στη διαπραγμάτευση δώσει άλλη τροπή στα γεγονότα;».
Σχόλιο: Νομίζω ότι απάντησα στο σημείο
Β). Αλλά θα γίνω ακόμα πιο σαφής: Μια ρήξη με πρωτοβουλία των «εταίρων», χωρίς
την ελάχιστη οικοδόμηση των πολιτικών, κομματικών, κυβερνητικών, οικονομικών,
νομισματικών, κινηματικών προϋποθέσεων δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο από τη μεριά
μας. Έτσι, τώρα, αφού η ηγετική ομάδα οδήγησε τα πράγματα στο “αμήν”, από τη
μια κάνει λεονταρισμούς για εσωτερική κατανάλωση, ενώ στην κρίσιμη στιγμή θα
επικαλεστεί τη φρόνηση των μελών και των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ: «κάναμε ότι
μπορούσαμε, ας υπογράψουμε για να μην καταποντιστεί η χώρα, ας παραμείνουμε
στην κυβέρνηση για να συνεχίσουμε τον αγώνα μας».[σαν να τους ακούω ήδη να λένε
αυτά τα λόγια!]
3.«Και τι προτείνεις Νίκο;».
Σχόλιο, μέσα από μια αλληγορία: Ήταν
ένας άνθρωπος που πορευόταν προς τον προορισμό του. Στην πορεία ένιωθε λάσπες
να βαραίνουν τα πόδια του. Φορές κολλούσε στη λάσπη. Αλλά συνέχισε το διάβα
του, κι ας έβλεπε το βάλτο μπροστά του. Μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούσε να
σκεφτεί άλλο δρόμο, δεν κοντοστάθηκε γιατί δεν είχε άλλη πρόταση. Μέχρι που
βούλιαξε για τα καλά.
4. «Θα έχουμε εξελίξεις στο κόμμα.
Γιατί να είσαι απών;». Θεωρώ ότι απάντησα στο σημείο Γ) και στο σημείο ΣΤ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου