της Μικαέλλας Λοϊζου, ΚΥΠΡΟΣ
Τις μέρες ετούτες τις παράξενες, τα έχουμε ακούσει όλα. Επιχειρήματα κι αντεπιχειρήματα, θέσεις κι αντιθέσεις. Τοποθετήσαμε το δράμα, δραματοποιήσαμε τον πόνο, πονέσαμε την Ελλάδα. Αποσυνθέσαμε την Ελλάδα. Κι έμεινε, κατά τον Ελύτη, «μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι». Κατά τον Ελύτη, που έλεγε πως «τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική» και «το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου». Του Ομήρου… Που κατάλαβε χιλιάδες χρόνια πριν, πως οι Δούρειοι Ίπποι είναι ελληνική επινόηση. Χιλιάδες χρόνια, χιλιάδες κακά, χιλιάδες τραγωδίες για το έθνος τούτο, με την ιστορική συνέχεια μα και την ιστορική συνέπεια. Γιατί δεν θέλει ποτέ να μάθει από τα λάθη του, λες και θ’ απολέσει κάτι από την αίγλη του.
«Όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά», θα απαντούσε ο Μόντης.
Κι είναι αλήθεια. Από τα βάθη των αιώνων γράφουμε ελληνικά. Ονειρευόμαστε ελληνικά, γελάμε ελληνικά. Υπερβάλλουμε ελληνικά. Βιώνουμε τους πόθους και τα πάθη μας εντελώς ελληνικά. Γιατί, όπως θα έλεγε ο Ρίτσος, «έτσι με τον ήλιο κατάστηθα στο πέλαγο που ασβεστώνει την αντικρυνή πλαγιά της μέρας, λογαριάζεται διπλά και τρίδιπλα το μαντάλωμα και το βάσανο της δίψας». Πάντα διψούμε οι Έλληνες, επειδή δεν ξέρουμε να μετρούμε τη θάλασσα. Και πάντα ψάχνουμε πέρα απ’ το πέλαγος. Υπερπόντιες αναζητήσεις, πότε για καλό και πότε για κακό.
Τι θα ξημερώσει αύριο για τον Ελληνισμό; Θεωρίες πολλές. Μα μόνο ένα πράγμα είναι σίγουρο. Πως όσο κι αν λυγίσει, δεν θα χαθεί. Όχι απλώς γιατί την Ελλάδα με μια ελιά, ένα αμπέλι και ένα καράβι την ξαναφτιάχνεις αλλά και επειδή, όπως τόσο γλαφυρά το θέτει ο Σεφέρης, «όπου κι αν ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Κι η πληγή καταδεικνύει πως ρέει ακόμα αίμα στις φλέβες μας. Αίμα ελληνικό. Που δεν τελειώνει όσο κι αν το μολύνουμε με πολιτικούς παροξυσμούς και λανθασμένες εκτιμήσεις. Που δεν τελειώνει, όσο κι αν το τεμαχίσουμε το έθνος ετούτο. Το λέει ο Βασίλης Μιχαηλίδης: «Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει»!
«Όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά», θα απαντούσε ο Μόντης.
Κι είναι αλήθεια. Από τα βάθη των αιώνων γράφουμε ελληνικά. Ονειρευόμαστε ελληνικά, γελάμε ελληνικά. Υπερβάλλουμε ελληνικά. Βιώνουμε τους πόθους και τα πάθη μας εντελώς ελληνικά. Γιατί, όπως θα έλεγε ο Ρίτσος, «έτσι με τον ήλιο κατάστηθα στο πέλαγο που ασβεστώνει την αντικρυνή πλαγιά της μέρας, λογαριάζεται διπλά και τρίδιπλα το μαντάλωμα και το βάσανο της δίψας». Πάντα διψούμε οι Έλληνες, επειδή δεν ξέρουμε να μετρούμε τη θάλασσα. Και πάντα ψάχνουμε πέρα απ’ το πέλαγος. Υπερπόντιες αναζητήσεις, πότε για καλό και πότε για κακό.
Τι θα ξημερώσει αύριο για τον Ελληνισμό; Θεωρίες πολλές. Μα μόνο ένα πράγμα είναι σίγουρο. Πως όσο κι αν λυγίσει, δεν θα χαθεί. Όχι απλώς γιατί την Ελλάδα με μια ελιά, ένα αμπέλι και ένα καράβι την ξαναφτιάχνεις αλλά και επειδή, όπως τόσο γλαφυρά το θέτει ο Σεφέρης, «όπου κι αν ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Κι η πληγή καταδεικνύει πως ρέει ακόμα αίμα στις φλέβες μας. Αίμα ελληνικό. Που δεν τελειώνει όσο κι αν το μολύνουμε με πολιτικούς παροξυσμούς και λανθασμένες εκτιμήσεις. Που δεν τελειώνει, όσο κι αν το τεμαχίσουμε το έθνος ετούτο. Το λέει ο Βασίλης Μιχαηλίδης: «Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει»!
ΠΗΓΗ : SIGMALIVE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου