Του Νίκου
Καραβαζάκη
Δεν είναι εύκολο να συντρέξουν λόγοι
ελαστικότητας της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας. Μάλιστα συμβαίνει το αντίθετο
καθώς και η ΕΚΤ απορρίπτει εξαιρέσεις υπέρ της Ελλάδας αλλά και οι
λεγόμενες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου δεν συμπαρατάσσονται. Έτσι προς το
παρόν η νεοεκλεγείσα κυβέρνησή μας αναπτύσσει τον πολιτικό και διπλωματικό
αγώνα της, με σταθμό το eurogroup και στόχο το ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Με πτωχά
αποτελέσματα στους θώκους εξουσίας αλλά με καλή απήχηση στην κοινή γνώμη,
ευρωπαϊκή και ελληνική.
Η Γερμανία δεν ζημιώνεται εφόσον το ευρώ
εξασθενεί λόγω πολιτικής έντασης στην ευρωζώνη, αντίθετα μάλιστα επιπλέον
ωφελείται καθώς τα ενεργειακά εμπορεύματα που κυρίως εισάγει βρίσκονται σε
εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα τιμών. Πιέζεται ιδίως στο εξωτερικό χρέος της από τη
συναλλαγματική εξασθένηση αλλά αντισταθμίζει και υπερκεράζει εύκολα από την
αύξηση των εξαγωγών. Η Γερμανία μπορεί να πιεστεί από την Ελλάδα πρωτίστως -αν
όχι αποκλειστικά- πολιτικά καθόσον έχει ανοιχτό τεράστιο μέτωπο
σύγκρουσης με την Ρωσία.
Όταν η Ελλάδα αμφισβητήσει το αρραγές του ευρωπαϊκού
ή/και ατλαντικού αντιρωσικού μετώπου τότε εκείνη μπορεί να ανησυχήσει. Αλλά και
όταν δει να συρρικνώνεται η εσωτερική της αγορά, στην Ευρωζώνη, που τώρα έχει
εξασφαλίσει με το κοινό νόμισμα.
Και τότε μπορεί να ενταθεί η
παρέμβαση των ΗΠΑ καθόσον και η ΝΑΤΟϊκή διάσπαση και η πτώση του ευρώ πλήττουν
τα αμερικανικά συμφέροντα. Σε πρώτο στάδιο έχει φανεί πως η κυβέρνηση Ομπάμα
επιχειρεί τη συνδιαλλαγή, ευνοϊκά για την Ελλάδα. Μάλιστα, από την περίπτωση
συμπεριφοράς των ΗΠΑ έναντι των δυσφοριών και απαιτήσεων της Τουρκίας,
συνάγεται πως αυτές προτιμούν να περιορίζουν με παραχωρήσεις τις όποιες
εντάσεις στο δυτικό ημισφαίριο, προκειμένου να επικεντρώνονται στον ανταγωνισμό
τους έναντι της Κίνας. Παρόμοιες επιλογές ακολουθούν όταν ο εκάστοτε «ατακτών»
εταίρος τους, πεισμώνει. Στο σημείο αυτό αναδύεται η αξία -ενεργειακή και
πολιτική- ανακήρυξης της ελληνικής ΑΟΖ αλλά και η κομβική βαρύτητα
απελευθέρωσης της κατεχόμενης Κύπρου που είναι μέλος της Ε.Ε. και γεωπολιτικό
κλειδί στην κοινωνικοπολιτικά φλεγόμενη ανατολική Μεσόγειο.
Στα πλαίσια αυτά, της ευρωπαϊκής και
νατοϊκής δέσμευσης, η Ελλάδα έχει όπλα να χρησιμοποιήσει εντός των θεσμικών
οργάνων. Δεν έχει βέβαια
σχεδόν ποτέ διεκδικήσει τα δίκαια και συμφέροντά της ώστε να γνωρίζουμε την
αποτελεσματικότητά μας. Στην δε τρέχουσα διεκδίκηση ελάφρυνσης των
τροϊκανών δημοσιονομικών δεσμών, το κύριο μέσο πίεσης σε βάρος μας είναι η
απόλυτη νομισματική εξάρτηση. Δεν έχει η χώρα εθνικό νόμισμα και έτσι εγείρεται
το καθηλωτικό δίλημμα «εντός ή εκτός ευρώ;» .
Αλλά, όπως και πολλοί εντός της
κυβέρνησής μας γνωρίζουν και έχουν ήδη επεξεργαστεί, ξέρουμε πως δεν είναι απαγορευτικά ανέφικτος
ο εσωτερικός δανεισμός (τον οποίο κατά κόρον χρησιμοποιούν στην Ιαπωνία) και η
έκδοση και κυκλοφορία χρεογράφων εσωτερικής χρήσης.
Η Ελλάδα μπορεί να αντέξει ένα σχετικά
μακροχρόνιο αγώνα αναμόρφωσης των δομών και των σχέσεων της, όταν
εξασφαλίζοντας τις εισαγωγές της διασφαλίσει την εσωτερική ρευστότητα. Οι
πληρωμές στην εσωτερική αγορά να γίνονται με χρεόγραφα ( ομόλογα ) που έχουν
αντίκρυσμα σε κρατικά κεφαλαιουχικά αγαθά, όπως είναι όλα αυτά που επιχειρήθηκε
να εκποιηθούν με το ΤΑΙΠΕΔ. Σε αυτή την περίπτωση, οι διεθνείς συναλλαγές γίνονται με τα αποθέματα
των τραπεζιτικών καταθέσεων που δεσμεύονται, με εγγύηση τα ενεργειακά
κοιτάσματα της χώρας υποπολλαπλασιασμένα και με ετήσιο τόκο, πολυετούς
διάρκειας ζωής.
Προφανώς τέτοια πολιτική επιλογή της
ελληνικής κυβέρνησης πρέπει να τύχει της ευρύτερης δυνατής κοινωνικής
συναίνεσης που φυσικά μόνον ένα δημοψήφισμα μπορεί να
προσδώσει.
Με το ερώτημα: «ΜΝΗΜΟΝΙΑ ή ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
ΝΟΜΙΣΜΑ;» .
Υπάρχει λοιπόν πολιτικά, πολιτική
διέξοδος, που η πρώτη μεταπολεμικά, ανεξάρτητη, ελληνική κυβέρνηση ευκαιρεί να
ακολουθήσει. Συσπειρώνοντας τον λαό και τις δημιουργικές κοινωνικές δυνάμεις σε
ένα μεγάλο πατριωτικό αγώνα, αναγέννησης της Ελλάδας μας.