«…… να προωθηθεί η ευρύτερη δυνατόν συναίνεση για τη δημιουργία μιας
δημοκρατικής ΚΙΝΗΣΗΣ κριτικής υποστήριξης στην παρούσα Συγκυβέρνηση»
Της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη
Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με μια διαπίστωση: Τα ΜΜΕ και
οι εφημερίδες του δημοκρατικού υποτίθεται χώρου, που ως σήμερα είχαν
υποστηρίξει τις μνημονιακές κυβερνήσεις, τώρα μοιάζουν να υποστηρίζουν χωρίς
ιδιαίτερες επιφυλάξεις τον Τσίπρα, αλλά έχουν πάθει υστερία με τη συνεργασία του με τη λαϊκή δεξιά
του δημοκρατικού, αντιμνημονιακού τόξου, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τους
ΑΝ.ΕΛ. Γιατί άραγε; Όχι βέβαια, διότι οι ΑΝΕΛ είναι ένα κόμμα
ευρωφοβικό, όπως κάποια άλλα ευρωπαϊκά συντηρητικά κόμματα, αλλά διότι διαθέτει
έναν αντιμνημονιακό πολιτικό προσανατολισμό που περιστρέφεται γύρω από την
ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας της αποικιοκρατούμενης και μνημονιόπληκτης
χώρας μας. Τι φοβούνται όλοι
αυτοί οι δήθεν αριστεροί που μαζί με τον κ. Σουλτς ή τον κ. Κονμπεντίτ
αποδοκιμάζουν έντονα την κυβερνητική συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και δηλώνουν
απερίφραστα ότι θα προτιμούσαν τη συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΟΤΑΜΙ; Φοβούνται
ότι με τη συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ δημιουργείται, έστω εμβρυακά, μια
μετωπική, αντιστασιακή και εθνοαπελευθερωτική δυναμική τύπου ΕΑΜ.
Στο κοινωνικό επίπεδο, που είναι επί της ουσίας, όπως συνήθως
διατυπώνεται, ένα οικονομικό
πεδίο κοινωνικών διεκδικήσεων, ο
Γερμανός Σουλτάνος θα μπορούσε ίσως να κάνει μερικές ευκαιριακές υποχωρήσεις –
λόγου χάρη, σε θέματα υπεροφορολόγησης και δήμευσης των δημόσιων και ιδιωτικών
περιουσιών των νεοραγιάδων. Πολιτικά όμως οι ραγιάδες, σύμφωνα με τις δανειακές
συμβάσεις, θα παρέμεναν υπόδουλοι και ραγιάδες - και οι όποιες κατακτήσεις τους
θα ήταν προσωρινές. Οι ΑΝΕΛ λοιπόν μαζί με τα κινήματα που συνεργάζονται μαζί
τους, δεν δίνουν μόνο με την παρουσία τους στο κυβερνητικό σχήμα μια «εθνική
ευαισθησία», αλλά ένα πολιτικό,
δημοκρατικό δυναμισμό, που θα μπορούσε να λειτουργήσει στο επίπεδο της
κοινωνίας ενωτικά και όχι διασπαστικά – δηλαδή, ως το απαραίτητο υπόβαθρο για
την πιο αποτελεσματική διεκδίκηση των όποιων άλλων κοινωνικών αιτημάτων.
Να τους πούμε λοιπόν κατάμουτρα: «Παρά φύση» κύριοι, ήταν οι
συγκυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και της ΔΗΜΑΡ μέχρι σήμερα!
Δεν είναι η
συγκυβέρνηση των συνεπών, αντιμνημονιακών δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ.
Εντούτοις, για τους αντιδραστικούς νεομνημονιακούς μηχανισμούς διαμόρφωσης της
κοινή γνώμης, οι ΑΝΕΛ είναι πολιτικά ανεπιθύμητοι στην συγκυβέρνηση για τους
ακριβώς αντίθετους λόγους που καθιστούν τη συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΟΤΑΜΙ
πιο «φυσική» και που καθιστούν το ίδιο το ΠΟΤΑΜΙ πολιτικά ελκυστικό για
ορισμένους κύκλους. Ποιους κύκλους άραγε; Για τη Γερμανική Ευρώπη. Για την
φιλελεύθερη πτέρυγα της Αμερικάνικης Πρεσβείας. Για τους εγχώριους εργολάβους
και εκδότες, για τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης του ακαδημαϊκού και
δημοσιογραφικού κατεστημένου. Για όλους αυτούς, τα φιλομνημονιακά άτομα που
στελεχώνουν ως δήθεν τεχνοκράτες τα διάφορα ποτάμια που ποτίζουν τα λιβάδια της
πολιτικής υποτέλειας, αποτελούν εγγυήσεις και καταλύτες για τον επιθυμητό και
προβλεπόμενο από πολλούς, συμβιβασμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή για τη
σταδιακή μεταβολή του σε κυβερνώσα αριστερά, κατ’ εικόνα και ομοίωση της
Πασοκοειδούς και Δημαροειδούς αριστεράς, που ήδη κυβέρνησε και οδήγησε τη χώρα
στο οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό χάλι που βρίσκεται σήμερα. Μια τέτοια
ΣΥΡΙΖΟΠΟΤΑΜΙΣΙΑ διακυβέρνηση, με ίσως κάποια μέτρα προσωρινής, οικονομικής
ανακούφισης της κοινωνίας, θα μπορούσε να δείξει πολύ μεγαλύτερη ρεαλιστική
προσαρμογή στις γερμανικές αποφάσεις, όσον αφορά την οικονομία, αλλά και τις
διεθνείς σχέσεις της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας. Γι’ αυτό ακριβώς, οι
γνωστοί καλοθελητές έχουν λυσσάξει εναντίον των ΑΝΕΛ που με απίστευτη ευκολία
χαρακτηρίζονται ως ακροδεξιό κόμμα.
Στις σημερινές λοιπόν συνθήκες της τεχνητά δημιουργημένης
κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης, είναι σημαντικό να διατυπώσουμε ρητώς αυτό
που όλοι οι πολιτικά σκεπτόμενοι άνθρωποι ήδη διαισθάνονται: Ενώ στο κοινωνιοοικονομικό
πεδίο, η αντιμετώπιση των αξιώσεων των δανειστών και της Γερμανίας ίσως φανεί
δύσκολη, χωρίς κάποια, προσωρινή έστω, αθέτηση ορισμένων προεκλογικών
υποσχέσεων, μερικοί ίσως επιχειρήσουν να δημιουργήσουν εστίες διαφωνίας και
ρήξης εντός της αντιμνημονιακής συγκυβέρνησης. Αυτοί οι «μερικοί» συγκροτούνται
ήδη σε ομάδες που διευκολύνουν τα σχέδια των αντιδραστικών και φιλογερμανικών
κύκλων. Ίσως, δηλαδή προταθεί από τους κύκλους του εθνομηδενιστικού
πολυπολιτισμού που αφενός εντάσσονται στην ιστορική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ και
αφετέρου εκπροσωπούνται στο κυβερνητικό σχήμα, κάποιο προκλητικό νομοσχέδιο που
θα αφορά λόγου χάρη πολιτισμικής φύσης θέματα.
Σε μια τέτοια
περίπτωση, όπως καταλαβαίνουμε, οι παραπάνω εθνομηδενιστικοί κύκλοι που εμφανίζονται
στην κοινή γνώμη ως «αριστεροί», θα σπεύσουν να εκμεταλλευτούν πολιτικά την
κατάσταση, καταγγέλλοντας τον συντηρητικό λόγο των ΑΝΕΛ ως δήθεν «ακροδεξιό»
και διασπώντας πολιτικά τον αντιμνημονιακό δυναμισμό της παρούσας συγκυβέρνησης.
Απέναντι σε αυτό το
ενδεχόμενο οι ΑΝΕΛ και τα δημοκρατικά κινήματα που συμπορεύονται μαζί τους,
οφείλουν ήδη από σήμερα να προετοιμαστούν τόσο με επικοινωνιακούς, όσο και με
οργανωτικούς και πολιτικούς όρους. Να οργανώσουν εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ένα
Παλλαϊκό Κίνημα υποστήριξης του παρόντος κυβερνητικού μετώπου που θα μπορούσε
να δραστηριοποιηθεί για την αποτροπή της εμφυλιακής ρήξης και των σχεδίων
χειραγώγησης της δημοκρατικής κοινής γνώμης, η οποία σήμερα μοιάζει
ενθουσιασμένη με την παρούσα συγκυβέρνηση. Θα
πρέπει να απεγκλωβιστεί εν τέλει η ίδια η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ από τους
εναγκαλισμούς της με τους κύκλους του εθνομηδενισμού. Για να το
πετύχουν αυτό, οι ΑΝΕΛ, θα πρέπει να σκεφτούν σοβαρά, εδώ και τώρα, τόσο πάνω
στις μορφές της πολιτικής δράσης τους από εδώ και στο εξής, όσο και πάνω στην
ίδια την οργάνωση τους και την πολιτική δομή που θα μας ήταν απαραίτητη στις
σημερινές περιστάσεις, έτσι ώστε η δράση μας να γίνει πιο αποτελεσματική.
Με άλλα λόγια, να
προωθηθεί η ευρύτερη δυνατόν συναίνεση για τη δημιουργία μιας δημοκρατικής
ΚΙΝΗΣΗΣ κριτικής υποστήριξης στην παρούσα Συγκυβέρνηση. Ο στόχος αυτής της Κίνησης Πολιτών θα ήταν διπλός: Αφενός,
στο ιδεολογικο-πολιτικό πεδίο να στιγματιστούν, αφού απαντηθούν διεξοδικά, όλες
οι δήθεν καταγγελίες περί της δήθεν παρά φύσης συμπόρευσης του ΣΥΡΙΖΑ με τους
ΑΝΕΛ στη διακυβέρνηση της χώρας, αφετέρου να δικτυωθεί αυτή η Κίνηση και να
εδραιωθεί στις λαϊκές συνειδήσεις και στην καθημερινή πολιτική πραγματικότητα,
όπως τη βιώνει η κοινωνία, δηλαδή να αποκτήσει τις πιο διευρυμένες δυνατόν
γεωγραφικά και κοινωνιολογικά βάσεις υποστήριξης. Τα ενδεικτικά μέσα γι’ αυτό
το σκοπό θα ήταν μια εκ των άνω πολιτική πρωτοβουλία, ίσως του ίδιου του
Προέδρου τω ΑΝΕΛ προς τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και Πρωθυπουργό της χώρας, έτσι ώστε
να συμφωνηθεί καταρχάς η συγκρότηση ενός επιτελείου από στελέχη των δυο
κομμάτων, αλλά και άλλες προσωπικότητες του δημοκρατικού και πατριωτικού χώρου.
Το επιτελικό αυτό όργανο θα μπορούσε πλέον να αποφασίσει για τα καταλληλότερα
μέτρα προς την επίτευξη του στόχου. Βεβαίως, η δημιουργία εναλλακτικών ΜΜΕ,
υποστηρικτικών προς αυτή την προσπάθεια, θα πρέπει να θεωρείται ένα από τα
κυριότερα μέσα για την επίτευξη των στόχων της παραπάνω Κίνησης Πολιτών (Forum Διαλόγου, Ιντερνετική Τηλεόραση ή
Δίκτυο παρόμοιων τηλεοπτικών σταθμών).
Άλλωστε, η πρόταση του κ. Βασιλειάδη για τη δημιουργία ενός
Κέντρου Πολιτικού Προβληματισμού, θα είχε μια σημαντική συμβολή στη λειτουργία
αυτής της Κίνησης σε όλα τα επίπεδα, τόσο το καθημερινό – πρακτικό, όσο και το
πιο «θεωρητικό», εκείνο λόγου χάρη που θα μπορούσε να προβάλλεται από τα ΜΜΕ
που θα ενταχθούν σε αυτήν την προσπάθεια. Το απολύτως βέβαιο είναι πως η
αποτελεσματικότητα της υποστηρικτικής κίνησης εξαρτάται από δυο βασικούς
παράγοντες:
1ον Την ένταξη στις δραστηριότητες της Κίνησης των
ευρύτερων δυνατών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων του δημοκρατικού και
πατριωτικού χώρου, ανεξαρτήτως του επιμέρους πολιτικού τους προσανατολισμού.
2ον Η ταχύτητα με την οποία θα γίνει δυνατή η
οργάνωση και η διάδοση αυτής της Κίνησης, διότι είναι προφανές ότι η ιστορική
πολυτέλεια του χρόνου, στην περίπτωση μας δεν υπάρχει - και ενδεχομένως, από το
καλοκαίρι και ύστερα, οι πολιτικές εξελίξεις θα καθιστούν πολύ δύσκολη, αν όχι
ανέφικτη την εκκίνηση μιας τέτοιας προσπάθειας.
Τέλος, θα πρέπει όλοι να κατανοήσουμε ότι μια αποτυχία της
σημερινής συγκυβέρνησης θα ανοίξει ιστορικά, για την ελληνική κοινωνία, δύο
εξίσου εφιαλτικούς μελλοντικούς πολιτικούς δρόμους: Ο πρώτος είναι εκείνος της
κάπως εξωραϊσμένης επιστροφής της νεοαποικιοκρατικής, μνημονιακής
πραγματικότητας και της εθελόδουλης προσαρμογής του πολιτικού φρονήματος των
Ελλήνων πολιτών στους γνωστούς μονόδρομους ενός τέτοιου δήθεν ρεαλισμού. Ο
δεύτερος είναι εκείνος της σταδιακής, αλλά γρήγορης σημαντικής ενίσχυσης
κάποιων πολιτικών ρευμάτων, που ρητά ή άρρητα, θα αναφέρονται στον
εθνικοσοσιαλισμό, δηλαδή ο δρόμος που οδηγεί στην ανάδυση ενός φασιστικού
κοινωνιοπολιτικού κινήματος, του οποίου τη μορφή και τις ηγεσίες σήμερα είναι
δύσκολο να προβλέψουμε.
Πολιτική Εισήγηση στη 2η
Μετεκλογική Συνάντηση των Κινημάτων