ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Ρέκβιεμ για τους «πτωχιούχους»


 Του ΝΙΚΟΥ ΡΑΠΤΗ,  εκπαιδευτικού*

Σημείωση ΟΙΚΟΝΙΚΗΣ : Μου αρέσουν οι νεολογισμοί που παράγονται από τη «σύντηξη» (και γ@μώ τη πυρηνική φυσική!)δυο λέξεων : Όπως π.χ αυτών που χρησιμοποιεί ως υλικό ο Ράπτης- [ Πτωχός +πτυχιούχος (+ επιταχυντής οικονομικής εξαθλίωσης) = Πτωχιούχος…]Ας αφήσει λοιπόν  τις μετριοφροσύνες και ας δηλώνει εφεξής  ευθέως, ανεξαρτήτως τυχόν προτεραιοτήτων στην παραγωγή του όρου : «Πτωχιούχος(Ράπτης 2014)» κατά πως κάνει κάθε σοβαρός πανεπιστημιακός…Με την ευκαιρία, θα πω ότι διατηρώ  το κοπυράϊτ του όρου «Τεμπούλης» - που προέρχεται από τη σύντηξη των λέξεων «Τεμπέλης + Μπούλης» :  Έτσι προσφωνούσα κάποτε τον γυιό μου, όταν βαριόταν να κάνει κάτι ….

ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΡΑΠΤΗ
Έπειτα από μερικές σχετικές συζητήσεις, ο όρος ξεπήδησε στο μυαλό μου σαν αποκάλυψη: «πτωχιούχος». Χρειάστηκε να τον γκουγκλάρω για να διαπιστώσω πως ερχόμουν τουλάχιστο δεύτερος. Κάποιος -κάποιοι- τον είχαν ήδη χρησιμοποιήσει. Ας δώσω τουλάχιστο τον ορισμό: πτωχιούχος είναι όποιος αποφοίτησε από ΑΕΙ μετά την κρίση και σήμερα είναι μεταξύ 25 και 30-something. Χοντρικά, οι πτυχιούχοι που γεννήθηκαν τη δεκαετία του '80.
Είναι τα παιδιά που μεγάλωσαν στην ακμή της ελληνικής φούσκας. Ολα και όλοι γύρω τους τα διαβεβαίωναν πως η κατανάλωση, η ευημερία, τα σινιέ ρούχα, τα γκάτζετ, τα εξοχικά, τα αυτοκίνητα και τα ξενύχτια ήταν δεδομένα όσο η βαρύτητα. Πως οι μισοσπουδές τους ήταν υπεραρκετές για να τη βολέψουν σε έναν κόσμο όπου «μόνο τα ρολόγια και τα κορόιδα δουλεύουν». Τα 700 ευρώ το μήνα ήταν ο εφιάλτης τους. Οι γονείς και οι δάσκαλοί τους τα έστρεψαν πιο αποφασιστικά στην καταστροφή: επιείκεια, κολακεία, υπερπροστασία. Και την κρίσιμη στιγμή, αδιέξοδες επιλογές: να κρατήσεις το μαγαζί· το γραφείο.

Σήμερα που εμείς ανακαλύπτουμε πως χωρίς παραγωγή δεν υπάρχει οικονομία, αυτά διαπιστώνουν πως χωρίς οικονομία, δεν υπάρχει ζωή. Μιλάμε για no budget καθημερινότητα. Ιδιαίτερα με 3 ευρώ την ώρα· βάουτσερ με 300 το μήνα· ωράρια λάστιχο, πάντα προς τα πάνω. Μορφές απασχόλησης με βασική αμοιβή πως δεν απαντάς απλά «τίποτα» στην ερώτηση «από δουλειά τι κάνεις;». Να έχεις να λες κάτι, που άλλοτε ρίμαρε με κάποια προοπτική: μεταπτυχιακά· μαθήματα· έρευνα. Ο καπνός για τα στριφτά τσιγάρα, το εισιτήριο του λεωφορείου, η μπίρα, έγιναν μείζονες δαπάνες. Η συγκατοίκηση με τους γονείς είναι φορσέ. Αναπτύσσεται ένα lifestyle με πυλώνες το πρόσκαιρο και τη μοιρολατρία. Δεν λείπει και η σχετική μυθοπλασία: start-ups, ευτυχισμένες μεταναστεύσεις. Εθελοδουλεία, με την ελπίδα πως το αφεντικό κάποια στιγμή, για κάποιο λόγο, θα έχει την ευαρέσκεια να σε κρατήσει στη δουλειά με μισθό.
Οσο το μπορούν ακόμα, οι παππούδες στύβουν τις συντάξεις τους. Οι γονείς, ιδιαίτερα τα μη λαμόγια, κοιτούν με απόγνωση το μουντζούρη στο χέρι. Παρεμπιπτόντως, ιδού ένα από τα ηθικά διδάγματα της Μεταπολίτευσης: τα λαμόγια προστάτεψαν καλύτερα τα παιδιά τους. Οσο πιο λαμόγιο, τόσο το καλύτερο. Οι υπόλοιποι, μετράτε το moral hazard.Αυτή η γενιά δεν έχει μέλλον. Ούτε καν στη μετανάστευση -οι ψευτοσπουδές δεν πολυμετράνε στις σκληρές αγορές εργασίας. Στα τριάντα είσαι ήδη καμένος. Οσοι δεν γυρίσουν -οι περισσότεροι θα το κάνουν- θα πυκνώσουν τις τάξεις των πληβείων. Σαν τους παππούδες τους, που νοίκιαζαν τα καλοκαίρια «μερσεντέ» για να βγάλουν μάτια στην πλατεία του χωριού. Για κάποιο καιρό, θα έχουμε οργίλες εκλογικές αντιδράσεις: πολύ ΣΥΡΙΖΑ και άκρα αριστερά, αρκετή Χρυσή Αυγή. Αλλά η επανάσταση ήταν το τραγούδι των γονιών τους και οι πτωχιούχοι κάπου μέσα τους ξέρουν πως εκείνων τους πικρούς καρπούς γεύονται σήμερα. Μιλάμε για παιδιά που ζούσαν στο χωριό του Αϊ-Βασίλη ώς τα είκοσι. Γενικά τα χαρακτηρίζει ευγένεια, μετριοπάθεια, πραγματισμός. Κοντολογίς, η αποστασιοποίηση τους ταιριάζει πολύ περισσότερο από το ριζοσπαστισμό και η κατάθλιψη από την οργή.
Η τραγωδία των πτωχιούχων δεν έχει κάθαρση. Φυσικά, κάπως θα ζήσουν. Ετη φωτός μακριά από τις προσδοκίες της εφηβείας τους. Πολύ πιο κάτω από τη ζωή των γονιών τους. Θα ζήσουν συνθλιμμένοι, ανάμεσα στους παλιότερους της γενιάς των 700 ευρώ, που κάπως πρόλαβαν κι αρπάχτηκαν από ένα συντρίμμι, χώθηκαν κάπου, εμπέδωσαν κάποια δικαιώματα, μπλέχτηκαν σε κάποιο δίκτυο και τους επόμενους, που μεγάλωσαν στην κρίση κι είναι από άλλη στόφα.
ΠΗΓΗ : Ελευθεροτυπία, 13.11.14