ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Με αφορμή τον ξυλοδαρμό Μαραντζίδη….


Ο Πανεπιστημιακός  κ. Ν. Μαραντζίδης έφαγε ξύλο λόγω αντικομμουνιστικών φρονημάτων….Κακώς βέβαια, κάκιστα, λέει ο ΣΥΡΙΖΑ και λένε   όλοι  οι Δημοκράτες,  επιπλήττοντας τους Ζορρό του Αριστερισμού.  Όμως  κάποιοι  ερωτούν  :ξέρετε ποιος είναι αυτός ο κύριος; Και μας ενημερώνουν  επ’ αυτού  με ένα άρθρο σεβαστών διαστάσεων, που ακολουθεί.
 To δικό μου ερώτημα πάντως αφορά την  άκαιρη  δημοσιοποίηση   των απόψεων και της εξελικτικής πορείας  του ξυλοδερόμενου, ενώ εκκρεμεί η  απερίφραστη καταδίκη   του ξυλοδαρμού  και της νοοτροπίας αυτών που κάνουν τέτοιου είδους επιθέσεις…..
Α, και κάτι άλλο , πρόσθετο στις κατηγορίες  εναντίον του Μαραντζίδη, που υπέπεσε στη δική μου αντίληψη : Προ καιρού τον έπιασα επ’ αυτοφώρω να περνάει με κίτρινο από ένα δρόμο της Κυψέλης… Μήπως γι αυτό το λόγο θάπρεπε  να φάει τουλάχιστον δυο μπουνιές παραπάνω;
ΟΛΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΙΧΙΩΤΗ  


Ο διάβολος κρύβεται 
στις λεπτομέρειες

του Στέφανου Μιχιώτη*


 
Όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε αμερόληπτοι, ανοικτοί και αντικειμενικοί στη κρίση μας, κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει. Τις περισσότερες φορές σπεύδουμε χωρίς πολλή σκέψη, σχεδόν αντανακλαστικά, να πάρουμε θέση για ένα θέμα, να κολλήσουμε ετικέτα σε κάποιον που έχουμε απέναντί μας ή να βγάλουμε προκαταβολικά ‘συμπέρασμα’ για το τι πρόκειται να συμβεί. 
Και το κάνουμε στηριζόμενοι στις βαθύτερες αντιλήψεις και πεποιθήσεις μας. Αυτές, που έχουν βαθμιαία σχηματιστεί από τις εμπειρίες της ζωής μας, αλλά και έχουν με τη σειρά τους σχηματίσει το βασικό μοτίβο της προσωπικής μας αφήγησης, της ιστορίας που επαναλαμβάνεται σαν καμβάς, πάνω στο οποίο εμείς κάθε φορά προσθέτουμε πινελιές λεπτομερειών.
Αυτό γίνεται σύμφωνα με μια διαδικασία βρόγχου, που περιγράφηκε από τον Chris Argyris και τον Peter Senge ως Ladder of Inference (Σκάλα της συμπερασματικής αντίληψης) και οδηγεί σ’ ένα κλειστό σύστημα: «Αυτό που πιστεύουμε είναι η αλήθεια – η αλήθεια είναι προφανής – τα δεδομένα που έχουμε (και βασιζόμαστε) είναι αληθή». Επί της ουσίας, τα μόνα ερεθίσματα που επιτρέπουμε να εισέλθουν στο σύστημα των αντιλήψεών μας είναι όσα επιβεβαιώνουν το ήδη υπάρχον κυρίαρχο μοτίβο. Με τον τρόπο αυτό, οι πεποιθήσεις μας λειτουργούν ως φίλτρο αποκλεισμού οποιουδήποτε (νέου) στοιχείου τις αντιβαίνει, διατηρώντας το σύστημα σταθερό και απαραβίαστο.
Γι αυτό και σπανίως (κυρίως μετά από ένα μεγάλο σοκ) αμφισβητούμε τον πυρήνα των αντιλήψεών μας. Μπορούν όμως να το κάνουν οι άλλοι, που βλέπουν και ερμηνεύουν τα πράγματα διαφορετικά από μας. Και τότε εμείς, προκειμένου να τον διατηρήσουμε συνεκτικό, παίρνουμε θέση υπέρ ή κατά όσων ισχυρίζονται, στη βάση της μη-απειλής  για τις απόψεις μας. Ή επιλέγουμε μόνο εκείνα τα στοιχεία ή γεγονότα που τις επιβεβαιώνουν, απορρίπτοντας τα άλλα. Η διαδικασία αυτή γίνεται αυτόματα, λειτουργεί σε μη-συνειδητό επίπεδο κι επομένως είναι πανίσχυρη μέσα μας.
Μοναδικοί μας σύμμαχοι σε τέτοιες περιπτώσεις για να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο που δημιουργούμε, είναι αρχικά η αναζήτηση κάποιων λεπτομερειών που ‘δεν κολλάνε’ με το κυρίαρχο μοτίβο (γιατί ως γνωστό, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες) και κατόπιν το πειθαρχημένο αν και επώδυνο ξετύλιγμά τους.

Τα αναφέρω όλα αυτά εξαιτίας του μεγάλου δημοσιογραφικού και πολιτικού ντόρου που έγινε τελευταία για τον ξυλοδαρμό του Ν. Μαραντζίδη, αναπληρωτή Καθηγητή  του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, συγγραφέα και αρθρογράφου. Αν και ο Μ. ήταν ήδη γνωστός για το πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό του έργο, με θέμα τον κομμουνισμό και τα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου, καθώς και από τα άρθρα του στην Καθημερινή, προσωπικά δεν τον γνώριζα. Αφού λοιπόν διάβασα αρκετά από όσα γράφτηκαν πρόσφατα και στο παρελθόν (για το συμβάν και το έργο του), μπήκα στον πειρασμό να μάθω περισσότερα για τον άνθρωπο Μαραντζίδη.

Περιέργως όμως, αυτά που βρήκα στο διαδίκτυο ήταν ελάχιστα κι έτσι παρατήρησα μερικές λεπτομέρειες, που συνήθως διαλανθάνουν της προσοχής, αλλά εν προκειμένω αμφισβητούν την εγκυρότητα των αναλύσεων του Μ., τουλάχιστον των πολιτικών. Κι επειδή κάτι τέτοιο δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με μια διήμερη έρευνα, τις δημοσιοποιώ ελπίζοντας  σε γόνιμο διάλογο ή έστω τεκμηριωμένο αντίλογο.

Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα αφορά την ακαδημαϊκή του πορεία, όπως αυτή προκύπτει από το επίσημο βιογραφικό του. Γεννημένος το 1966, σπούδασε Κοινωνιολογία και Πολιτική Επιστήμη στο Παρίσι. Το 1990 πήρε το πρώτο του πτυχίο σε ηλικία 24 ετών και μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια (1991 - 94) πήρε δύο μεταπτυχιακούς τίτλους (το 1991) και ένα διδακτορικό με θέμα την μελέτη του κομμουνισμού. Δύο χρόνια αργότερα (1996) προσελήφθη ως διδακτικό προσωπικό (407) στο νεοσύστατο τότε Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, που όμως δεν είχε ακόμα αρχίσει να δέχεται φοιτητές. Το Πα.Μακ. ξεκίνησε να λειτουργεί κανονικά το 1998 και ο Μ. ήταν από τα πρώτα μέλη ΔΕΠ, ως λέκτορας στο Τμήμα Βαλκανικών Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών. Το 2002 ανέβηκε στη βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή και δύο χρόνια αργότερα έγινε αναπληρωτής.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο (φρενήρης) ρυθμός της ακαδημαϊκής του εξέλιξης. Ακόμα  πιο εντυπωσιακή είναι η (ορατή διά γυμνού οφθαλμού) ανυπαρξία κάθε είδους εμποδίου στην ακαδημαϊκή – επαγγελματική εξέλιξή του την περίοδο 1994-2002. Λες και κάποια (αόρατη) χειρ του άνοιγε (διαρκώς) δρόμους, εκεί ακριβώς που τόσοι άλλοι, επίσης ικανοί επιστήμονες, ‘έτρωγαν πόρτα’.  Μια τέτοια υπόθεση ενισχύεται και από το (συμπτωματικό;) γεγονός ότι το 2007 υπέγραψε, μαζί με άλλους πανεπιστημιακούς, «Δήλωση στήριξης της υποψηφιότητας του Ευάγγελου Βενιζέλου» για την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ. Κι εφόσον είναι βάσιμη, τότε αυτομάτως δημιουργούνται ερωτηματικά για την επιστημονική και ερευνητική αμεροληψία (κι επομένως εγκυρότητα) του έργου του.
Τα επόμενα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση υπάρχουν σε μια πρόσφατη πολιτική επιφυλλίδα του, με τίτλο «Αλέξη φέρνεις ‘80s». Προσπαθώντας να αποδείξει ότι «η γενιά του μεγάλωσε μέσα σ’ ένα συνονθύλευμα μύθων, ημιμάθειας και εξυπνακισμού», περιέγραφε, σε πρώτο πρόσωπο και με έντονα ειρωνικό ύφος, τις συνήθειες του ίδιου και των φοιτητών στα ελληνικά πανεπιστήμια της δεκαετίας του 80: διαρκείς καταλήψεις και άφθονο ...
τάβλι, πρέφα, μπουρλότ κλπ. Όντας φοιτητής στο ΕΜΠ εκείνη περίπου την περίοδο, μπορώ να βεβαιώσω τον ρεαλισμό των περιγραφών. Δεν καταλαβαίνω όμως πώς θα μπορούσε να ήταν ταυτοχρόνως παρών και στη Θεσσαλονίκη (για τις βόλτες του) και στο Παρίσι (για τις σπουδές του). Η υπόθεση της επικράτησης της πολιτικής σκοπιμότητας επί της πανεπιστημιακής αμεροληψίας άρχισε να ενισχύεται. Απ’ ότι φαινόταν, ο Μ. υπερέβαλε ή επινοούσε, σκοπίμως.
Στο ίδιο άρθρο ανέφερε επίσης ότι ενώ το 1981 ήταν ‘Ρηγάς’ (νεολαίος του ΚΚΕεσ), λίγα χρόνια αργότερα, πριν το 89, είχε αλλάξει εντελώς ιδεολογικό στρατόπεδο. Αναρωτήθηκα τι να συνέβη εκείνα τα χρόνια που τον επηρέασε τόσο, τον μεταμόρφωσε και τελικά καθόρισε το μετέπειτα (στρατευμένο) έργο του. Ένα έργο που αναγνωρίστηκε και προβλήθηκε όχι από τον χώρο που ο Κ. ανήκει πολιτικά, αλλά από την Χρυσή Αυγή, την οποία προσφάτως ο Μ. καταδίκασε με άρθρο του. Και που – τι ειρωνεία - τον είχε ευχαριστήσει για την προσφορά του.
Έπρεπε λοιπόν κάτι σημαντικό να συνέβη στον ίδιο (ή για τον ίδιο) ανάμεσα στα 15 του και στα 23 του. Σε τέτοιες ηλικίες, αυτό αφορά κυρίως τον πυρήνα του ‘εγώ’, που είναι ακόμα ευαίσθητος στις (εκλαμβανόμενες ως) προσβολές και τις προδοσίες τρίτων. Δευτερευόντως δε, σχετίζεται με την μεγάλη επιρροή που έχει στα νέα άτομα η υπόσχεση εξασφάλισης μιας αδιατάρακτης (ευθείας και ανοδικής) πορείας ζωής. Και τότε θυμήθηκα έναν βασικό κανόνα της ψυχανάλυσης, που λέει ότι ο αναλυόμενος αποκαλύπτει το θέμα που τον βασανίζει μέσα στα πέντε πρώτα λεπτά της ομιλίας του. Διαβάζοντας και πάλι το επίμαχο άρθρο, είδα ότι το κλειδί για την απάντηση ίσως βρισκόταν στην πρώτη παράγραφο.
Γράφει εκεί: «Ο Αλέξης μου θύμιζε κάτι ομορφόπαιδα συμμαθητές μου στα νιάτα τους, κυρίως Κνίτες και Πασόκους για να λέμε την αλήθεια (συγνώμη, παιδιά), που τρομερά δημοφιλείς, σάρωναν στα αμφιθέατρα και στα καφενεία». Και επαναλαμβάνει στην τελευταία, ως επιμύθιο: «Ο Αλέξης είναι ένα από αυτά τα παιδιά της δεκαετίας του ‘80. Μπορεί να είναι μαλωμένος με το διάβασμα και τη γνώση, όμως έχει άλλα χαρίσματα. Ομορφόπαιδο, μαγκάκος (είμαι σίγουρος πως θα είναι σπουδαίος ταβλαδόρος, μάστορας που λέμε) και τσιτατολόγος, θα έκανε θραύση στα χρόνια της Αλλαγής».
Αν είναι έτσι, τι να πω; Κι εμείς μπορεί να μην είχαμε πιτσιρικάδες τόση ρέντα όσο οι ‘Αλέξηδες’, αλλά δεν μας πήρε από κάτω. Ξεπεράσαμε τις χυλόπιτες, βελτιώσαμε τη τεχνική μας, χαλαρώσαμε κι από κει και πέρα τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Όμως δεν το ρίξαμε ούτε στο διάβασμα, ούτε στο ψάρεμα. Γιατί όπως σωστά έλεγε παλιά ένας φίλος καλλιτέχνης: «όταν η καύλα φτάσει στο μυαλό, καλύτερη η προστυχιά, παρά η τρέλα

Πριν δημοσιοποιήσω αυτό το κείμενο αναρωτήθηκα αν έπρεπε να το ανεβάσω ή να το αφήσω να φύγει. Ήταν όμως και κάτι άλλες χοντράδες που ο Μ. είχε πει και γράψει σε άρθρα και συνεντεύξεις του, που τελικά δεν μ’ άφησαν να προσπεράσω την όλη υπόθεση. Και τις οποίες κανένας δεν έδειχνε να προσέχει.

Η πιο σημαντική ήταν η ανιστόρητη, αυθαίρετη και (ίσως εντέλει) προσωπική προβολή ότι οι ‘συμμορίτες’ «στρατολογήθηκαν βίαια και υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν σε έναν πόλεμο που δεν πίστευαν». Αν η ερευνά του ήταν στοιχειωδώς απροκατάληπτη δεν θα ισχυριζόταν ποτέ κάτι τέτοιο. Η στάση των χιλιάδων προσαχθέντων στα Έκτακτα Στρατοδικεία και των εκτελεσθέντων μπροστά στα αποσπάσματα αποδεικνύει το αντίθετο. Κι αν μάλιστα θεωρεί ότι είναι σοβαρός ερευνητής, με την επίδειξη των αποδείξεων αυτών, θα πρέπει είτε να ανασκευάσει ή να αποσύρει την έρευνά του.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, που δείχνει την περιορισμένη οπτική του γωνία, πράγμα για το οποίο κατηγορεί τους πολιτικούς του αντιπάλους. Επικρίνοντας έναν υποψήφιο δήμαρχο, λοιδορεί τις «μακρόσυρτες σπουδές ελληνικού τύπου» ισχυριζόμενος ότι «μόνο για την ελληνική πολιτική σκηνή αποτελεί προσόν να είσαι στα 34 σου χρόνια υποψήφιος διδάκτορας, ηλικία που πολλοί έχουν να επιδείξουν ήδη ένα πλούσιο επαγγελματικό βιογραφικό». Κούνια που σε κούναγε κύριε καθηγητά. Φαίνεται ότι, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, έχεις χάσει κάθε επαφή με τα διεθνώς εξελισσόμενα στάνταρντ του εκπαιδευτικού συστήματος. Και στο λέει αυτό ένας τύπος που στα 34 του είχε δημιουργήσει τρεις επιχειρήσεις, χωρίς πισωστήριξη. Και τώρα, στα 53 του, παραμένει επαγγελματικά και επιστημονικά ενεργός.

(*) Ο Στέφανος Μιχιώτης είναι Επιστημονικός Διευθυντής της TETRAS Consultants και ερευνητής στο University of Greenwich Business School stefanos@tetras-consult.gr