του Σταύρου Λυγερού
Έστω και με κοινοβουλευτικές απώλειες, η κυβέρνηση πέρασε και τα δύο επίμαχα νομοθετήματα, τον ενιαίο φόρο ακινήτων και τους πλειστηριασμούς. Το γεγονός τής εξασφαλίζει κάποιο πολιτικό χρόνο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν της λύνει το πολιτικό πρόβλημα. Αντιθέτως, τη φέρνει σε μετωπική σύγκρουση με την κοινωνία. Κι αυτό, επειδή οι νέοι νόμοι δεν συνιστούν μόνο περαιτέρω επιδείνωση της ήδη δραματικής κατάστασης· πλήττουν καίρια τα θεμέλια και τις σταθερές του βίου εκατομμυρίων Ελλήνων.
Αυτός είναι ο λόγος που, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των καθεστωτικών ΜΜΕ να διαμορφώσουν την ατζέντα της δημοσιότητας κατά τρόπο που να ευνοεί την «παράταξη του Μνημονίου» ή τουλάχιστον να πλήττει τον ΣΥΡΙΖΑ, η εκλογική ζυγαριά έχει αρχίσει να γέρνει. Η εικόνα του εκλογικού ντέρμπι, που έστω και διαφοροποιημένη συνεχίζουν να εμφανίζουν οι περισσότερες δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις, αντανακλά το χθες και όχι το σήμερα. Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να μην πείθει, η ανάγκη να δοθεί τέλος στην καταστροφική πολιτική του Μνημονίου ωθεί πλέον τους ψηφοφόρους προς το κόμμα του Τσίπρα και προς τη Χρυσή Αυγή.
Η πείρα έχει αποδείξει ότι εάν η ζυγαριά γείρει, η τάση δεν αντιστρέφεται. Αντιθέτως, διαμορφώνεται εκλογικό ρεύμα υπέρ της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα αυτό που καθορίζει τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων δεν είναι τόσο η αξιολόγηση της εναλλακτικής λύσης, όσο η ανάγκη να απομακρυνθεί η κυβέρνηση.
Η εκτίμηση αυτή δείχνει να έρχεται σε αντίφαση με τις επιτυχίες που έχει σημειώσει η κυβέρνηση στην εξουδετέρωση των εκάστοτε κοινωνικών αντιδράσεων. Είναι αληθές ότι εφαρμόζοντας πρωτοκόλλα επικοινωνιακής διαχείρισης που έρχονται ντελίβερι από το εξωτερικό, η «παράταξη του Μνημονίου» κατάφερε να σαλαμοποιήσει τη μικρομεσαία θάλασσα, η οποία εκβιάζεται να πληρώσει το λογαριασμό με κόστος τη μαζική εξαθλίωσή της. Ο «κοινωνικός αυτοματισμός» (να στρέφεις την κοινή γνώμη εναντίον των εκάστοτε απεργών) είναι δοκιμασμένη μέθοδος των αρχουσών ελίτ.
Οι μνημονιακοί ισχυρίζονται ότι λόγω του διεθνούς οικονομικού ελέγχου δεν έχουμε περιθώρια αντίδρασης. Καλλιεργούν την εντύπωση ότι οι κινητοποιήσεις είναι ατελέσφορες και κάθε αντίσταση μάταιη. Η ηττοπαθής αυτή συμπεριφορά διευκολύνεται και από το ότι στα χρόνια της σχετικής ευημερίας ο ατομικισμός έχει εδραιωθεί σε βάρος της συλλογικότητας, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό των κοινωνικών υποκειμένων. Το γεγονός όμως πως η τακτική του σοκ έχει μέχρι τώρα επιτύχει να τεμαχίσει και να εξουδετερώσει τις λαϊκές αντιδράσεις δεν προεξοφλεί το μέλλον.
Το εκβιαστικό δίλημμα «Μνημόνιο ή χρεοκοπία» φοβίζει ολοένα και λιγότερους, αφού πολλοί έχουν ήδη πέσει στον γκρεμό και ακόμα περισσότεροι βρίσκονται στο χείλος του. Επίσης, δεν περνά πλέον στον ίδιο βαθμό η ενοχοποίηση της κοινωνίας. Ο πολλαπλασιασμός των οικονομικών και κοινωνικών ερειπίων διαλύει σταδιακά τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα και τις αντίστοιχες συμπεριφορές που συστηματικά καλλιεργήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Η κυβέρνηση, άλλωστε, δεν πλήττει μόνο ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων· πλήττει τη συντριπτική πλειονότητα.
Εάν κοιτάξουμε τη μεγάλη εικόνα, η ασκούμενη πολιτική καταλύει το μικροϊδιοκτητικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές σε έκταση και ένταση πείραμα «κοινωνικής μηχανικής», το οποίο αλλοιώνει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Μπορεί η κυβέρνηση να λειτουργεί ως εφαρμοστής των έξωθεν εντολών, αλλά οι τροϊκανοί έχουν σχέδιο. Επιδιώκουν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε χώρα φθηνών ευκαιριών για το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο σ’ όλα τα επίπεδα. Γι’ αυτό και επιβάλλουν μέτρα που κατακρημνίζουν τις τιμές των ακινήτων και οδηγούν στη μαζική εκποίησή τους. Γι’ αυτό και περικόπτουν δραστικά μισθούς και συντάξεις. Γι’ αυτό και καταργούν το νομικό πλέγμα προστασίας της εργασίας. Γι’ αυτό και καταλύουν τα υπολείμματα του Κοινωνικού Κράτους. Γι’ αυτό και καταδικάζουν σε ασφυξία μικρομεσαίες, αλλά και μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Η ανάγκη επιβίωσης υποχρεώνει κυρίως τους μικρομεσαίους, ανεξαρτήτως ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης, να αναθεωρήσουν τη θέασή τους για την κοινωνία και κατ’ επέκταση να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους. Σταδιακά συνειδητοποιούν ότι η εξάρτηση των Σαμαρά-Βενιζέλου από το ευρωιερατείο τούς καθιστά ανίκανους να εγγυηθούν την έξοδο της χώρας από το φαύλο κύκλο.
Αυτή είναι η αιτία που καθιστά πύρρειες τις αλλεπάλληλες νίκες της κυβέρνησης επί των εκάστοτε αντιδρώντων κοινωνικών ομάδων. Αυτή είναι η αιτία που, αντί αυτές οι νίκες να σταθεροποιήσουν την κυβέρνηση, ροκάνισαν την κοινωνική ανοχή απέναντί της. Αυτή είναι η αιτία που η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Χρυσή Αυγή. Εάν, μάλιστα, η οδός των εκλογών δεν λύσει το πρόβλημα, τότε το ενδεχόμενο κοινωνικής έκρηξης θα καταστεί πιθανότερο.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 219)
Έστω και με κοινοβουλευτικές απώλειες, η κυβέρνηση πέρασε και τα δύο επίμαχα νομοθετήματα, τον ενιαίο φόρο ακινήτων και τους πλειστηριασμούς. Το γεγονός τής εξασφαλίζει κάποιο πολιτικό χρόνο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν της λύνει το πολιτικό πρόβλημα. Αντιθέτως, τη φέρνει σε μετωπική σύγκρουση με την κοινωνία. Κι αυτό, επειδή οι νέοι νόμοι δεν συνιστούν μόνο περαιτέρω επιδείνωση της ήδη δραματικής κατάστασης· πλήττουν καίρια τα θεμέλια και τις σταθερές του βίου εκατομμυρίων Ελλήνων.
Αυτός είναι ο λόγος που, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των καθεστωτικών ΜΜΕ να διαμορφώσουν την ατζέντα της δημοσιότητας κατά τρόπο που να ευνοεί την «παράταξη του Μνημονίου» ή τουλάχιστον να πλήττει τον ΣΥΡΙΖΑ, η εκλογική ζυγαριά έχει αρχίσει να γέρνει. Η εικόνα του εκλογικού ντέρμπι, που έστω και διαφοροποιημένη συνεχίζουν να εμφανίζουν οι περισσότερες δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις, αντανακλά το χθες και όχι το σήμερα. Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να μην πείθει, η ανάγκη να δοθεί τέλος στην καταστροφική πολιτική του Μνημονίου ωθεί πλέον τους ψηφοφόρους προς το κόμμα του Τσίπρα και προς τη Χρυσή Αυγή.
Η πείρα έχει αποδείξει ότι εάν η ζυγαριά γείρει, η τάση δεν αντιστρέφεται. Αντιθέτως, διαμορφώνεται εκλογικό ρεύμα υπέρ της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα αυτό που καθορίζει τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων δεν είναι τόσο η αξιολόγηση της εναλλακτικής λύσης, όσο η ανάγκη να απομακρυνθεί η κυβέρνηση.
Η εκτίμηση αυτή δείχνει να έρχεται σε αντίφαση με τις επιτυχίες που έχει σημειώσει η κυβέρνηση στην εξουδετέρωση των εκάστοτε κοινωνικών αντιδράσεων. Είναι αληθές ότι εφαρμόζοντας πρωτοκόλλα επικοινωνιακής διαχείρισης που έρχονται ντελίβερι από το εξωτερικό, η «παράταξη του Μνημονίου» κατάφερε να σαλαμοποιήσει τη μικρομεσαία θάλασσα, η οποία εκβιάζεται να πληρώσει το λογαριασμό με κόστος τη μαζική εξαθλίωσή της. Ο «κοινωνικός αυτοματισμός» (να στρέφεις την κοινή γνώμη εναντίον των εκάστοτε απεργών) είναι δοκιμασμένη μέθοδος των αρχουσών ελίτ.
Οι μνημονιακοί ισχυρίζονται ότι λόγω του διεθνούς οικονομικού ελέγχου δεν έχουμε περιθώρια αντίδρασης. Καλλιεργούν την εντύπωση ότι οι κινητοποιήσεις είναι ατελέσφορες και κάθε αντίσταση μάταιη. Η ηττοπαθής αυτή συμπεριφορά διευκολύνεται και από το ότι στα χρόνια της σχετικής ευημερίας ο ατομικισμός έχει εδραιωθεί σε βάρος της συλλογικότητας, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό των κοινωνικών υποκειμένων. Το γεγονός όμως πως η τακτική του σοκ έχει μέχρι τώρα επιτύχει να τεμαχίσει και να εξουδετερώσει τις λαϊκές αντιδράσεις δεν προεξοφλεί το μέλλον.
Το εκβιαστικό δίλημμα «Μνημόνιο ή χρεοκοπία» φοβίζει ολοένα και λιγότερους, αφού πολλοί έχουν ήδη πέσει στον γκρεμό και ακόμα περισσότεροι βρίσκονται στο χείλος του. Επίσης, δεν περνά πλέον στον ίδιο βαθμό η ενοχοποίηση της κοινωνίας. Ο πολλαπλασιασμός των οικονομικών και κοινωνικών ερειπίων διαλύει σταδιακά τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα και τις αντίστοιχες συμπεριφορές που συστηματικά καλλιεργήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Η κυβέρνηση, άλλωστε, δεν πλήττει μόνο ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων· πλήττει τη συντριπτική πλειονότητα.
Εάν κοιτάξουμε τη μεγάλη εικόνα, η ασκούμενη πολιτική καταλύει το μικροϊδιοκτητικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές σε έκταση και ένταση πείραμα «κοινωνικής μηχανικής», το οποίο αλλοιώνει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Μπορεί η κυβέρνηση να λειτουργεί ως εφαρμοστής των έξωθεν εντολών, αλλά οι τροϊκανοί έχουν σχέδιο. Επιδιώκουν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε χώρα φθηνών ευκαιριών για το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο σ’ όλα τα επίπεδα. Γι’ αυτό και επιβάλλουν μέτρα που κατακρημνίζουν τις τιμές των ακινήτων και οδηγούν στη μαζική εκποίησή τους. Γι’ αυτό και περικόπτουν δραστικά μισθούς και συντάξεις. Γι’ αυτό και καταργούν το νομικό πλέγμα προστασίας της εργασίας. Γι’ αυτό και καταλύουν τα υπολείμματα του Κοινωνικού Κράτους. Γι’ αυτό και καταδικάζουν σε ασφυξία μικρομεσαίες, αλλά και μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Η ανάγκη επιβίωσης υποχρεώνει κυρίως τους μικρομεσαίους, ανεξαρτήτως ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης, να αναθεωρήσουν τη θέασή τους για την κοινωνία και κατ’ επέκταση να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους. Σταδιακά συνειδητοποιούν ότι η εξάρτηση των Σαμαρά-Βενιζέλου από το ευρωιερατείο τούς καθιστά ανίκανους να εγγυηθούν την έξοδο της χώρας από το φαύλο κύκλο.
Αυτή είναι η αιτία που καθιστά πύρρειες τις αλλεπάλληλες νίκες της κυβέρνησης επί των εκάστοτε αντιδρώντων κοινωνικών ομάδων. Αυτή είναι η αιτία που, αντί αυτές οι νίκες να σταθεροποιήσουν την κυβέρνηση, ροκάνισαν την κοινωνική ανοχή απέναντί της. Αυτή είναι η αιτία που η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Χρυσή Αυγή. Εάν, μάλιστα, η οδός των εκλογών δεν λύσει το πρόβλημα, τότε το ενδεχόμενο κοινωνικής έκρηξης θα καταστεί πιθανότερο.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 219)