ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ



Κείμενο από τους : Γιώργο Δημητρίου,Σταύρο Αγογλωσσάκη
Μιχάλη Μιχελή,Δήμητρα Λυμπεροπούλου,Κωνσταντίνα Κοσμίδου
Μάγκυ Δούσυ,Ιωάννη Παπαπανάγου,Σπύρο Καφαντάρη
Στέλιο Παναγιωτίδη,Κώστα Μπούρα,Αγγελο Τρωιάνο
Κώστας Καλογράνης,Νίκος Σαράντης,Μιχάλης Βώκος
Φώτη Μπίμπαση,Οδυσσέα Ρομπάκη,Γιάννη Πόθο
Ηλία Βασιλαδιώτη,Γρηγόρη Μαλτέζο,Βασίλη Στασινό
Γιάννη Δελλή,Σοφία Σμεράιδου

Πρόλογος της Οικονικής : Το κείμενο που υπογράφεται από τα παραπάνω 22 στελέχη, έχει «οσμή» μανιφέστου, ανεξαρτήτως όμως αυτού  αξίζει κριτικής. Σημειώνω δυο σημεία του  : Πρώτον , την έμμεση αναγνώριση της παρούσας κρίσης ως κρίσης υπερπαραγωγής – που έχει οπωσδήποτε σημασία από τη στιγμή που ακόμη και  αριστεροί βολοδέρνουν σε «τραπεζοκεντρικές»(δηλαδή χρηματοπιστωτικές) ερμηνείες της κρίσης. Και δεύτερον, την αειφορική πλην ατελέσφορη προσπάθεια  απαξίωσης των διακρίσεων  «Δεξιά»/ «Αριστερά» ως  παλαιομοδίτικων.
Έτσι όμως παραγνωρίζεται ο πολιτικός κλασικισμός και οι κοινωνικές διαιρέσεις πάνω στις οποίες οικοδομούνται οι πολιτικές διαφορετικότητες.  Και οι οικολογούντες αυτής της κατηγορίας – δραπέτες μιας βασικής κοινωνικοπολιτικής διάκρισης -  γίνονται σαν τον ήρωα του Καβάφη, που τον ακολουθεί «η Πόλις», όσο κι αν θέλει να της ξεφύγει….  


ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΜΕΝΟ ΤΩΝ 22

Ευρώπη πεδίο δράσης

 Η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση που εκδηλώθηκε βίαια με την έκρηξη της κερδοσκοπικής φούσκας στις ΗΠΑ το 2008 και εξαπλώθηκε γοργά σε όλο τον κόσμο, φαίνεται μεν να είναι η πιο σοβαρή μετά από εκείνη του '29 αλλά έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Τουλάχιστον στην δυτική πλευρά του πλανήτη, η κρίση προσέλαβε ως επί το πλείστον δομικά χαρακτηριστικά που την μετέφεραν στην ίδια την έννοια της αγοράς. Το μοντέλο της απεριόριστης ανάπτυξης πέρασε στο πεδίο της ολικής του αμφισβήτησης λόγω μιας υπερβολικής προσφοράς, στην οποία δεν αντιστοιχεί η ανάλογη ζήτηση, της εμφανής πλέον εξάντλησης ορισμένων πρώτων υλών - ορυκτών υδρογονανθράκων και διαφόρων μετάλλων - του κορεσμού των αγορών ορισμένων αγαθών - αυτοκίνητο – της περιβαλλοντικής κρίσης και των επακόλουθων φαινόμενων κοινωνικής φτωχοποίησης – ανεργία, χειρότερη ποιότητα ζωής - σε συνδυασμό με μια πρωτοφανή υπερσυγκέντρωση του πλούτου - ιδιοκτησία γης στον τρίτο κόσμο, ιδιωτικοποίηση των κοινών αγαθών, χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία κ.λ.π.


 Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχει διογκωθεί η κοινωνική ανισότητα με αποτέλεσμα την κρίση των τοπικών πολιτικών συστημάτων και κύρια εκείνων που θεμελιώνονται στις κλασικές πολιτικές οπτικές του περασμένου αιώνα – συντηρητικοί και σοσιαλδημοκράτες – όλες ανεπαρκείς να κατανοήσουν την νέα κατάσταση και ικανές να επιβιώνουν χάρη σε αντιπαραγωγικά πλειοψηφικά συστήματα, θεμελιωμένα σε τεχνητές μορφές διπολισμού που επιβάλλουν ψευδεπίγραφα συστήματα εναλλαγής. Τόσο στην Μ.Βρετανία και στην Ισπανία όσο και στην Γαλλία, στην Ιταλία και στην Γερμανία, υπήρξαν κυβερνήσεις ανίκανες να διαχειριστούν την κρίση ενώ οι οικονομικές και χρηματοπιστωτικές επιλογές συγκεντρώθηκαν προοδευτικά στα χέρια υπερεθνικών οργανισμών που, μόνο φαινομενικά, εκπροσωπούνται σε δομές όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός ΣταθερότηταςMES – αποτελούν δύο από τα πιο γνωστά προϊόντα του πολιτικού εκφυλισμού αυτού του τύπου, με αποτέλεσμα τον δραστικό περιορισμό των εξουσιών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την προοδευτική, αλλά ουσιαστική, μετατόπιση των κέντρων λήψης αποφάσεων. Η έκρηξη της κρίσης δημιούργησε σοβαρά ρήγματα και στα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς (το γερμανικό Linke, το γαλλικό Front de Gauche κ.λ.π.), λόγω της εγγενούς αδυναμίας τους να δημιουργήσουν τις αναγκαίες συμμαχίες στο πλαίσιο του εκλογικού συστήματος και να επινοήσουν νέες στρατηγικές, κατάλληλες να υπερβούν τις πάμπολλες διαστάσεις του νεοφιλελεύθερου μοντέλου.

 Τα ιστορικά περιβαλλοντικά κινήματα, οι «Πράσινοι» και τα οικολογικά κινήματα που δημιουργήθηκαν την δεκαετία του ’80, κατέγραψαν στο ενεργητικό τους αρκετές επιτυχίες έως και το 2009-2010. Η πολιτική τους όμως επιρροή άρχισε να συρρικνώνεται σημαντικά τα τελευταία 3 χρόνια όπως στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στην Μεγάλη Βρετανία, στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Παρόμοια, η σημαντική επιτυχία του γαλλικού Europe-Ecologie στις εκλογές του 2009 περιορίστηκε σημαντικά. Κρατάν καλά στο πολιτικό προσκήνιο οι γερμανοί Γκρούνεν και τα πράσινα κινήματα σε χώρες της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης. Οι γερμανοί Γκρούνεν, μολονότι συνέβαλλαν σημαντικά στην αλλαγή των πολιτικών δεδομένων της χώρας, σε σημείο να αποτελούν ένα σταθερό παράγοντα προαγωγής μιας έστω μερικής διαδρομής οικολογικής μεταστροφής, δείχνουν σήμερα εμφανή σημάδια στασιμότητας. Και αυτό, γιατί δεν στάθηκαν ικανοί να συλλάβουν τα κοινωνικά αιτήματα περισσότερης ριζοσπαστικότητας και περισσότερης άμεσης δημοκρατίας παρά το αναλογικό εκλογικό σύστημα της χώρας που προάγει μια σαφώς μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης της ψήφου και, επομένως, μεγαλύτερες ευκαιρίες συναίνεσης μεταξύ πολιτικών συλλογικοτήτων.

 Η Γερμανία - χώρα κατεξοχήν προαγωγής του πράσινου κινήματος στον κόσμο - διδάσκει ότι οι συλλογικότητες που στοχεύουν στην αλλαγή του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού μοντέλου έχουν σαν κύριο καθήκον την προγραμματική σύγκλιση των συγγενών δυνάμεων, με στόχο την συνεχή επικαιροποίηση ενός σχεδίου πολιτισμικής αλλαγής, έτσι ώστε να σχηματιστεί πλειοψηφικό ρεύμα και να αποφευχθεί ο κίνδυνος της σίγουρης περιθωριοποίησης. Σε κάθε περίπτωση, οι συλλογικότητες που εκφράζουν αλλαγές αυτού του τύπου οφείλουν να αποσκοπούν στην συνέργεια για την ανοικοδόμηση μιας δημοκρατικής, φεντεραλιστικής, Ευρώπης, έτοιμης να επιλέξει τον μακρύ δρόμο της οικολογικής μεταστροφής μακριά από τις νεοφιλελεύθερες και αναπτυξιακές επιλογές.


Αδύνατα στοιχεία σε περίοδο κρίσης

 Όπως περιγράφει εύγλωττα ο Πωλ Χόκεν, σήμερα αναπτύσσεται μια πλειάδα υποκειμένων κοινωνικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, ενός άλλου ανθρωπολογικού παραδείγματος, που συνυφαίνει συστηματικά την κουλτούρα της προστασίας του περιβάλλοντος με εκείνες της δημοκρατικής οπτικής, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προστασίας της τοπικότητας. Πρόκειται για υποκείμενα που συνθέτουν ένα ευρύ κίνημα για μια άλλη δημοκρατία - η οικολογία της δημοκρατίας - ένα κίνημα για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη, την κοινωνική και οικονομική οικολογία και, εν τέλει, την οικολογία της σκέψης. Με αυτό τον τρόπο η ιδέα της οικολογικής μετάβασης σε ένα άλλο κοινωνικό μοντέλο παίρνει χαρακτηριστικά σχεδόν επαναστατικά. Το πρόταγμα της αποανάπτυξης, για παράδειγμα, υποδεικνύει ότι η εποχή της φαντασίωσης της άλογης και απεριόριστης παραγωγής, περιττών, άχρηστων η και επιζήμιων προϊόντων δίχως πραγματικό αντίκρισμα ζήτησης, τείνει στο τέλος της. Στη θέση τους προτείνει την ιδέα προϊόντων με γνήσια χαρακτηριστικά χρήσιμων αγαθών - η αγαθών με μέλλον - η προϊόντων με σκοπό την πραγμάτωση της αρχής της μείωσης, της αντικατάστασης η και της απάλειψης, πέραν της πεποίθησης ότι το κλασικό ΑΕΠ είναι σε θέση να καταγράψει το πραγματικό επίπεδο ευημερίας μιας τοπικότητας.

Εισερχόμαστε μεν στην εποχή της οικολογικής μεταστροφής αλλά, όπως στην περίπτωση του φαινόμενου του καπιταλισμού, θα χρειαστεί περισσότερο από ένα αιώνα για να καθοριστεί ικανοποιητικά το νέο πολιτισμικό παράδειγμα. Στο μεταξύ, η ιδέα του και οι πρακτικές που προάγει, αναμιγνύουν αλληλεγγύη και στοιχεία της παράδοσης με στοιχεία της φιλελεύθερης και της σοσιαλιστικής κουλτούρας, εύπλαστα σε πειραματισμό και μεταλλαγή, πέραν ιδεολογικών σχημάτων και ιδεολογικών σκληρύνσεων. Πρόκειται για στοιχεία που επιτρέπουν την σύνθεση από την οποία θα ξεπηδήσει, μέσα από διαδοχικές φάσεις, μια άλλη εποχή δυνατότητας μιας νέας, φυσικής, άνθισης της ανθρωπότητας.

 Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι στο πλαίσιο της παραπάνω δραστικής αλλαγής του κόσμου, που δεν αποτελεί μόνο προϊόν της κρίσης του καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης αλλά και της κρίσης της υλιστικής οπτικής, της εποχής της απεριόριστης ανάπτυξης, της κατάχρησης και της ανθρωπολογίας του νεωτερισμού, οι μικρές χώρες πληρώνουν κύρια το τίμημα. Τίμημα όχι μόνο οικονομικό αλλά ηθικής και πολιτισμού που προειδοποιεί ότι εάν δεν αλλάξει βαθιά το σύστημα θα καταρρεύσει.

Δεξιά και αριστερά

 Όσοι επιμένουν να διαβάζουν τον κόσμο μέσω της διάκρισης δεξιά-αριστερά παραμένουν θαμπωμένοι από τις ιδεολογίες του 19ου αιώνα, ίσως λόγω ανικανότητας ανάγνωσης των αρνητικών κοινωνικών τους επιπτώσεων και διανόησης ενός «άλλου». Σταθήκαμε μάρτυρες σε μια πλειάδα προσπαθειών συγκρότησης νέων πολιτικών συλλογικοτήτων πολλές από τις οποίες διαλύθηκαν αμέσως μετά την δημιουργία τους. Διαλύθηκαν γιατί θεμελιώθηκαν σε «κούφιες» οπτικές, ανίκανες να εστιάσουν τις πραγματικές διαστάσεις του πραγματικού αιτήματος - της οικολογικής μεταστροφής - και, πριν από αυτές, το θέμα της επανεξέτασης της ποιότητας της δημοκρατίας. Οι πιο αποτυχημένες προσπάθειες στάθηκαν εκείνες που γεννήθηκαν στο πλαίσιο της επαναθεμελίωσης μιας «νέας αριστεράς» από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, αν μη τι άλλο γιατί η αλλαγή παραδείγματος υπερβαίνει το ιδεολογικό και πολιτισμικό υπόβαθρο όλων των «αριστερών» όπως και όλων των «δεξιών». Η αριστερά τροφοδοτεί σημαντικές δυνάμεις οι οποίες πλησιάζουν μεν την σφαίρα ενός άλλου παραδείγματος αλλά αδυνατούν να το κατακτήσουν καθόσον φαίνεται να ικανοποιούνται με την ιδέα ενός γενικού περιβαλλοντισμού και μιας επιφανειακής οικολογικής προσέγγισης. Η νοητική σκλήρυνση αναφορικά με την κατανόηση και την ανάγκη ενός άλλου πολιτισμικού παραδείγματος, ολικής μετάλλαξης του ισχύοντος, την οδηγεί πάντα σε μια διαδικασία αέναης «επαναθεμελίωσης» και, στην πραγματικότητα, σε μια ατέρμονη ακινησία.


Οικολογική μεταστροφή

Η ανάγκη οικολογικής μεταστροφής, με την έννοια της απαραίτητης μεταλλαγής τρόπου ζωής, κατανάλωσης και ποιότητας παραγωγής – τι, πως, που, πόσο, για ποιους – τρόπων συμβίωσης και ποιότητας κατανομής πόρων, δημοκρατίας, ολικής δικαιοσύνης και ολικής προστασίας των οικοσυστημικών ισορροπιών, έρχεται από πολύ μακριά. Ίσως και από την περίοδο που προηγήθηκε της βιομηχανικής επανάστασης, των νεωτερικού κράτους και των πολιτικών οπτικών του ‘900.
Η πρώτη όμως συνοπτική της έκφραση, προσανατολισμένη στη συγκρότηση ενός πολιτικού σχεδίου αλλαγής του ισχύοντος παραδείγματος, κατατέθηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία μέσω της σκέψης και της δράσης του Αλέξ Λάνγκερ. Ο πρόωρος χαμός του Λάνγκερ δεν επέτρεψε την περαιτέρω ανάπτυξη της βαθιάς του ενόρασης, αφήνοντας χώρο στην εξαΰλωση των ιδεών, στην ιδεολογική υποταγή και στην επακόλουθη ένταξη στο ισχύον πολιτικό σύστημα της οικολογικής οπτικής του πράσινου κινήματος.
Τα περιβαλλοντικά κινήματα αποτέλεσαν, για αρκετά χρόνια, το βασικό εργαλείο εθελοντικής προσπάθειας στο πεδίο του οικολογικού ζητήματος για να περάσουν στο παρασκήνιο τα τελευταία χρόνια με την έκρηξη της οικονομικής κρίσης. Οι Πράσινοι αποτέλεσαν ευθύς εξαρχής το όχημα της θεσμική τους εκπροσώπησης, δίχως την όποια θεσμική «εξουσιοδότηση», αλλά έχασαν γρήγορα το εύρος και την διεισδυτικότητα της εναλλακτικής τους οπτικής στο πλαίσιο μιας προοδευτικής απορρόφησης από τις οπισθοδρομικές λογικές της κομματοκρατίας. Η πολιτική τους αποτυχία στάθηκε η βασική αιτία του σταδιακού αλλά αναπόφευκτου θρυμματισμού του οικολογικού στερεώματος, δίχως πια θεσμικά σημεία αναφοράς, την ίδια στιγμή που οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες και η οικολογική συνείδηση αυξάνονταν και διαχέονταν σε όλο τον κόσμο.
Η κρίση των πράσινων κομμάτων και του «παλαιού» περιβαλλοντισμού αποτελούν, σε κάθε περίπτωση, τον δείκτη των σοβαρών δυσλειτουργιών που απασχολούν όλη την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Δυσλειτουργιών που επιβάλλουν την άρθρωση μιας άλλης ευρωπαϊκής οπτικής, ενός ριζοσπαστικού πολιτισμικού μοντέλου μιας άλλης οικονομίας, με δραστική μείωση του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την συγκρότηση ενός πολιτικού και εκλογικού υποκείμενου στην λογική ενός ενιαίου ευρωπαϊκού σχεδίου οικολογικής μεταστροφής.


Προϋποθέσεις οικολογικής μεταστροφής

 Η οικολογική μεταστροφή είναι κύρια πολιτισμική επανάσταση και αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος που απαιτεί τόσο πρωταγωνιστές όσο και τόπους διεργασιών. Πάνω απ’όλα θέτει σαν προϋπόθεση την ενσυνείδητη αποδοχή της, την δημιουργία ενός πλαισίου προβληματισμού γύρω από το νόημα της ύπαρξης, στο πλαίσιο μιας εκτεταμένης επανανοηματοδότησης αξιών και δεξιοτήτων, τις διαστάσεις και την ποιότητα της κοινωνικής συμβίωσης, την εξέλιξη της συνείδησης, την κατάσταση του πλανήτη και την ποιότητα της ελευθερίας και της δημοκρατίας που απαιτούμε.

 Η οικολογική μεταστροφή ευνοείται, κατά κύριο λόγο, από την φυσική επαναπροσέγγιση μεταξύ των εννοιών της «παραγωγής» και της «κατανάλωσης»: από το πρόταγμα μιας διαφορετικής παραγωγής, ή και άλλων τρόπων παραγωγής, έως εκείνο της περίφημης παραγωγής εγγύτητας και της ευρείας υιοθέτησης της αυτοπαραγωγής και της επανάχρησης υλικών. Κεντρικό ρόλο, στην κατεύθυνση της ουσιαστικής της πραγμάτωση, διαδραματίζει η γνώση, η ενσυνείδητη ενεργή συμμετοχή, οι ενώσεις των πολιτών και ένας άλλος τύπος επιχειρηματικότητας. Μιας επιχειρηματικότητας βασισμένης σε μορφές συμμετοχικής δημοκρατίας, στην μικρή κλίμακα, στην μικρή παραγωγική αλυσίδα καθώς και στην διασύνδεση, με την μορφή δικτύου, αλληλοϋποστηριζόμενων επιχειρήσεων και παραγωγικών μονάδων. Χαρακτηριστικά πεδία άμεσης πραγμάτωσης της οικολογικής μεταστροφής αποτελούν το πεδίο της παραγωγή ενέργειας και εκείνο της διατροφής: η παραγωγή ενέργειας θα πρέπει να βασίζεται κύρια στην αυτοπαραγωγή, ενώ το διατροφικό σύστημα στη προοδευτική του μετάλλαξη σε ένα ισορροπημένο, μη καταστροφικό, σύστημα θεμελιωμένο σε πραγματικότητες, όπως οι Ομάδες Αγοράς, πέραν της λογικής του τομέα. Μέσω της δραστικής μείωσης του κόστους της ενεργειακής κατανάλωσης δημιουργούνται οι προϋποθέσεις της πραγματικής εγγύησης μιας άλλης γεωργικής πραγματικότητας με νέες ευκαιρίες εργασίας.

 Η οικολογική μεταστροφή απαιτεί την άμεση διακοπή της κατανάλωσης εδάφους: τα μικρά η μεγάλα οικιστικά μας σύνολα διαθέτουν δομές σε θέση να ικανοποιήσουν, για τις προσεχείς δεκαετίες, κάθε ανάγκη κατοικίας και εμπορικής η και παραγωγικής δραστηριότητας. Διαθέτουν πλεόνασμα κατοικιών, βιομηχανικών κτιρίων και άδειων χώρων κατάλληλων για εμπορικές δραστηριότητες. Επιπλέον, η επανάχρηση, η ανάπλαση και η ενεργειακή τους αναβάθμιση, θα δημιουργήσουν μία πλειάδα νέων ευκαιριών εργασίας μολονότι περιορίζουν σημαντικά την επιχειρηματικότητα που τροφοδοτείται από την κατανάλωση χώρου. Η διακοπή της κατανάλωσης χώρου θα επιτρέψει την κατάρτιση εμπνευσμένων σχεδίων όσμωσης μεταξύ κατοικημένου και μη κατοικημένου χώρου, μεταξύ αγροτικής και κατοικημένης γης. Και ως προς αυτό υπάρχει μια πλειάδα εργαλείων, σχεδόν μηδαμινού κόστους, στην διάθεση της τοπικότητας και της πολιτικής αυτονομίας των τοπικών κοινωνιών, όπως οι αστικοί κήποι και οι πράσινες υποδομές, το σύστημα της παραγωγής εγγύτητας και οι μικρές παραγωγικές αλυσίδες.

 Η μη βιώσιμη κινητικότητα υποδηλώνει σαφώς ότι η εποχή της αυτοκίνησης έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της, ειδικά στον δυτικό κόσμο. Για την βιώσιμη κινητικότητα, τις πολύπλευρες διαστάσεις της αναφορικά με την οικολογία της κοινωνίας, του περιβάλλοντος και της οικονομίας, καθώς και την καταλυτική της συμβολή στην οικολογική μεταστροφή έχουν γραφεί περισσότερο από πολλά:
- Κοινωνική διάσταση: διασφάλιση οικονομικής ισοτιμίας, χρονικής αξιοπιστίας, ασφάλειας, ελευθερίας και ευελιξίας μετακίνησης, ισότιμα, για όλα τα μέλη της κοινωνικής ομάδας που ενδιαφέρει κ.λ.π.
- Περιβαλλοντική διάσταση: διασφάλιση ισορροπίας μεταξύ ελευθερίας μετακίνησης και περιβαλλοντικής «υγείας» από όλες τις οπτικές που, άμεσα ή έμμεσα, την εγγυώνται - ενεργειακή εξοικονόμηση, εξοικονόμηση μη ανανεώσιμων πόρων, μείωση ατμοσφαιρικής ρύπανσης, συμβολή στην μείωση του φαινόμενου του θερμοκηπίου κ.λ.π.
- Οικονομική διάσταση: απρόσκοπτη, συνεχής, διασφάλιση των παραπάνω.
Κάθε οικολογία της κίνησης, της μετακίνησης και των μεταφορών - από την σκοπιά της οικολογικής μεταστροφής - προϋποθέτει την σύνταξη ενός μακρόπνοου προγράμματος, συνολικού σχεδιασμού, σε τοπικό και υπερτοπικό επίπεδο. Ενός σχεδιασμού που θεμελιώνεται, αναγκαία, στον οργανικό σχεδιασμό δικτύων διαχωρισμού των τύπων κίνησης, στον οργανικό συγκερασμό της ελάχιστης δυνατής αυτοκίνησης και οικολογικών μέσων μαζικής μεταφοράς περισσότερων τύπων, δικτύων ad hoc πεζοδρόμησης, κυκλοφορίας ΑΜΕΑ, «έξυπνων» διαβάσεων διέλευσης πεζών, ποδηλατοδρόμων και διαδρομών διακίνησης εμπορευμάτων, περιφερειακών χώρων στάθμευσης και τρόπων διαχείρισης εισόδου στα οικιστικά σύνολα.
Επιπλέον, ένα αποτελεσματικό σχέδιο δικτύων βιώσιμης κινητικότητας θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο υποστήριξης επιχειρήσεων καταδικασμένων στη πτώχευση. Στο τέλος, οι πετρελαϊκές εταιρείες θα χάσουν μεν ένα σημαντικό μερίδιο των κερδών τους αλλά η ζημιά τους θα αποτελέσει κέρδος σε χρόνο και κόστος βιώσιμης κίνησης.

 Η οικολογική μεταστροφή απαιτεί τον εφοδιασμό της διακυβέρνησης του χώρου με το θεμελιώδες εργαλείο της προαγωγής και προστασίας των κοινών αγαθών και ενός γνήσια συμμετοχικού ελέγχου της τοπικότητας, μακριά από κάθε ιδέα ιδιωτικοποίησης ακόμα και αν παρουσιάζεται με την μορφή δημόσιας διαχείρισης. Σε αυτή την κατεύθυνση απαιτείται ο μηδενισμός του χρέους των τοπικών αυτοδιοικήσεων και των επιχειρήσεων τους, παράλληλα με την δραστική μείωση του δημόσιου χρέους του κράτους και την δραστική επανεκτίμηση του κόστους της αυτοδιοίκησης.
Από την άλλη πλευρά, είναι αδιανόητη η έξοδος από το χάος στο οποίο έσπρωξε ο φιλελευθερισμός την οικονομία του πλανήτη δίχως μια ριζοσπαστική επαναδιαστασιοποίηση της χρηματοπιστωτικής φούσκας που διαφεντεύει πλέον τις οικονομίες - εθνικές και παγκόσμια. Οικολογική μεταστροφή σημαίνει ριζική επαναφορά του τραπεζικού συστήματος στον φυσικό του ρόλο, αυτού της κοινωνικής υπηρεσίας παροχής οικονομικής διευκόλυνσης, με την υποστήριξη της διάχυτης πραγμάτωσης των δυνατοτήτων εννοιών όπως η «ηθική τράπεζα» και το μικρο-δάνειο.


Για μια άλλη πολιτική οικολογία

 Μια άλλη πολιτική οικολογία, της οικολογικής μεταστροφής της κοινωνίας και της οικονομίας, οφείλει να εστιάσει το σύνολο των διαστάσεων της κοινωνικής προβληματικής, από τις θεματολογίες της «ανάπτυξης» και των πολιτικών της κρίσης έως εκείνες κοινωνικής υποβάθμισης, της σχέσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με τις μορφές της άμεσης δημοκρατίας και της προβληματικής των πλειοψηφικών εκλογικών συστημάτων, που εκμηδενίζουν την βαρύτητα της λαϊκής ψήφου, αναγκαίας για την αυτονόμηση της πληροφόρησης από το κομματικό σύστημα. Μια άλλη πολιτική οικολογία οφείλει να οικοδομήσει μία άλλη οπτική, αντίθεσης στις λογικές της κάστας, της διαφθοράς, της μαφίας, η και της φοροδιαφυγής, στην κατεύθυνση της προστασίας της πολυπολιτισμικής κοινωνίας και της κοινωνικής ασφάλειας του πολίτη, της ελεύθερης επιλογής θρησκευτικής συνείδησης και του λαϊκού χαρακτήρα του κράτους, με χρήση μιας αυθεντικής ερμηνείας των γενικών αρχών του συντάγματος και μιας δημοκρατικής, πραγματικά ομοσπονδιακής Ευρώπης.
Σε όλες τις πιθανές μορφές τους, εκλογικά συστήματα όπως το πλειοψηφικό αποτελούν εμπόδιο σε κάθε αλλαγή και την ουσιαστική αιτία της δραματικής συρρίκνωσης της συμμετοχής και, εν τέλει, της δημοκρατίας μέσω εκβιαστικών ψευδοδιλλημάτων - σταθερή κυβέρνηση, χρήσιμη ψήφος, αναγκαιότητα του διπολισμού - υποθάλποντας στην ουσία την χρόνια ακυβερνησία. Το πρόβλημα των πλειοψηφικών εκλογικών συστημάτων αποτελεί σημαντική παράμετρο στο πεδίο της άσκησης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε όλη την Ευρώπη δίχως την αποτελεσματική αντιμετώπιση του οποίου οι διακηρύξεις περί άμεσης δημοκρατίας χάνουν κάθε σημασία.


 Είναι εύλογο ότι όλα τα παραπάνω δεν έχουν την παραμικρή «γενετική» σχέση με τον ξεπερασμένο περιβαλλοντισμό και το συντριπτικό τμήμα των «πράσινων» κομματιδίων που πλαισίωσαν το πολιτικό σκηνικό από την δεκαετία του ’80, ενώ είναι ουσιαστικά ξένα με τον πολύχρωμο κόσμο της νεο-κομμουνιστικής αριστεράς και με όλες τις εκδοχές της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Τα αγνόησαν όλοι τους συστηματικά καθόσον προσπάθησαν να τα ερμηνεύσουν μέσω παρωχημένων ιδεολογιών, η τα θεώρησαν δευτερεύοντα, η και τα εγκατέλειψαν στην πράξη λόγω οπορτουνισμού η ρεαλπολιτίκ.

Η πολιτική οικολογία δεν μπορεί να υιοθετήσει τον ρόλο του περιθωριακού συμπληρώματος της αριστεράς. Οφείλει να υιοθετήσει «ολοστρόγγυλη» την οπτική της οικολογικής μεταστροφής εγκαταλείποντας κάθε πρόταγμα και κάθε πρακτική των παλαιών, αναποτελεσματικών, πολιτικών και πολιτισμικών παραδειγμάτων και σχημάτων που γνώρισε ο περασμένος αιώνας.

 Τα δίκτυα και τα κινήματα για την αποανάπτυξη, τα κοινά αγαθά και την άμεση δημοκρατία εκφράζουν σήμερα τις πλησιέστερες οπτικές στην αιτούμενη αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος για μια πολιτική οικολογία, πολιτικά αισιόδοξη και ελκυστική σαν προαπαιτούμενο της απόκτησης νοήματος, πέραν των συμβόλων του περιβαλλοντισμού της δεκαετίας του ’80. Στο πέρασμα στο νέο πολιτισμικό παράδειγμα, ο χαρακτήρας και η ποιότητα των παραπάνω οπτικών υπόσχεται την προοδευτική προσχώρηση στην προσπάθεια μιας πλειάδας συλλογικοτήτων, παροπλισμένων και διασπασμένων στο πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Ως προς αυτό, η προσπάθεια απαιτεί την αναδιοργάνωση όλων των κοινωνικών ενεργειών με παρανομαστές τις «Οικολογία, Δημοκρατία, Κοινωνική Δικαιοσύνη», παρανομαστές που οφείλουν να αποτελέσουν τις αρχές αναφοράς της και αρχές αναφοράς για τη δημιουργία μιας νέας κοινωνικής αυτοπεποίθησης. Μολονότι ο χρόνος της διαδικασίας περάσματος στο «νέο» τείνει να ολοκληρωθεί, το «νέο» έχει κάθε δίκαιο και ελπίδα να επικρατήσει σύντομα, εάν όχι αύριο το πρωί, αλλά ποτέ στον άπειρο χρόνο της ουτοπίας.