ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Με αφορμή τις ιταλικές εκλογές...



                                                                         του Βασίλη Ασημακόπουλου

           Μετά τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών, σύμφωνα με τις αναλύσεις του εγχώριου μνημονιακού μπλοκ (οργανική μνημονιακή διανόηση, κόμματα της συγκυβέρνησης Σαμαρά), ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ε.Ε. Το φάντασμα του λαϊκισμού.
          Δεν είναι στις προθέσεις του παρόντος άρθρου μια ανάλυση της ‘δύσκολης’ έννοιας του λαϊκισμού. Επιγραμματικά μόνον αναφέρουμε πέραν της επαναστατικής δράσης στην τσαρική Ρωσία το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα των ναρόντικων (λαϊκιστών) και του μαχητικού διαλόγου τους με τους σοσιαλδημοκράτες (βλ. ενδεικτικά Λένιν, 1894, Τι είναι οι ‘φίλοι του λαού’ και πώς πολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες), σε επίπεδο ακαδημαϊκό τις δεκαετίες ’60 και ’70 μελετώντας τα χαρακτηριστικά των λαϊκών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής, αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες περί λαϊκισμού, με πιο χαρακτηριστικές τις λεγόμενες λειτουργιστικές (G. Germani : 1965, T. Di Tella : 1970) και το σχήμα της λαϊκο-δημοκρατικής έγκλησης (Ε. Laclaou : 1977).
Στα καθ’ ημάς το αναλυτικό σχήμα του λαϊκισμού σε διάφορες εκδοχές του χρησιμοποιήθηκε για να ερμηνεύσει την εμφάνιση και κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ κατά την ανδρεοπαπανδρεϊκή του περίοδο (Α. Ελεφάντης- Μ. Καβουριάρης : 1977, Α. Ελεφάντης : 1991, Ν. Μουζέλης : 1978, Β. Καπετανγιάννης : 1978, C. Lyrintzis : 1984, Παντaζόπουλος Α. : 2001 κ.α. Για την αντίκρουση της ανάλυσης του ΠΑΣΟΚ μέσα από το ερμηνευτικό σχήμα του λαϊκισμού, Σ. Σακελλαρόπουλος : 2001). Το εκσυχρονιστικό ρεύμα εντός ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να οριστεί ως αντιλαϊκιστικό ρεύμα και να επιβάλει την πάλη μεταξύ εκσυγχρονιστών-λαϊκιστών ως τη νέα διαιρετική τομή της περιόδου μετά το 1990 (Κ. Σημίτης : 1989, Χ. Βερναρδάκης : 2011).

Σε επίπεδο δημοσίου λόγου (Μ.Μ.Ε. και κομματικός ανταγωνισμός), ο λαϊκισμός χρησιμοποιήθηκε πρωτίστως από τη μητσοτακική (νεοφιλελεύθερη) Ν.Δ. και τα φιλικά σ’ αυτήν έντυπα, ακολούθως υιοθετήθηκε από την κρατικο-κομματική γραφειοκρατία του ΠΑΣΟΚ μετά το ’96, καθώς και από  σημαντικό μέρος του στελεχικού δυναμικού της ανανεωτικής αριστεράς. Ως λαϊκισμός στο επίπεδο αυτό θεωρείται η δημαγωγία, η κολακεία του λαού, οι εύκολες υποσχέσεις κλπ.
Στη μνημονιακή περίοδο το κυρίαρχο μπλοκ και η οργανική του διανόηση, ερμηνεύοντας τον ιστορικό κύκλο της μεταπολίτευσης και επιχειρώντας να απαντήσει στο ‘τις πταίει’, αποδίδει τις αιτίες, στο λαϊκισμό της περίφημης ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, των κυρίαρχων όψεων της κυβερνητικής πολιτικής της δεκαετίας του ΄80 και στον συνεχιστή της λαϊκιστικής παράδοσης στο σημερινό πολιτικό αγώνα που δεν είναι άλλος από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ.
Δεν θα μείνουμε στην αντίκρουση της ερμηνείας της μεταπολίτευσης μέσα από τη συγκεκριμένη εκδοχή του λαϊκισμού. Είναι προφανές και γνωστό ότι διαφωνούμε (Νέος Αγωνιστής : 2012). Το ερώτημα είναι με αφορμή και τ’ αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών, γιατί οι πολίτες και κυρίως οι λαϊκές τάξεις στρέφονται κατά των  εκφραστών των κυρίαρχων νεοφιλελεύθερων πολιτικών και γιατί η πολιτική τους διαμαρτυρία ή οργή βρίσκει τις συγκεκριμένες εκφράσεις. Στην ουσία πρόκειται για δύο ερωτήματα. Τα κυριαρχούμενα κοινωνικά στρώματα σε αντίθεση με τα κυρίαρχα δείχνουν να μη συναινούν στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης με τους ειδικότερους νεοφιλελεύθερους όρους που επικρατούν απολύτως από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80. Η μη συναίνεση δεν προκαλείται από τους εμφανιζόμενους κατά καιρούς ευρωσκεπτικιστές ‘δημαγωγούς’, αλλά από τους υλικούς όρους ζωής, παραγωγής και δημιουργίας των ανθρώπων, οι οποίοι γίνονται διαρκώς και πιο εκμεταλλευτικοί, λόγω της επιβαλλόμενης αρχής της ‘άκρως ανταγωνιστικής κοινωνικής οικονομίας της αγοράς’. Οι ευρωπαϊκές ελίτ έχοντας συνείδηση αυτής της πραγματικότητας, αλλά και πικρή εμπειρία από τη δημοψηφισματική απόρριψη του ευρωσυντάγματος (2005),  απαγόρευσαν ουσιαστικά να τεθεί σε δημοψήφισμα η Ευρωσυνθήκη της Λισαβώνας (2007). Είναι ο φόβος μπροστά στον ‘εχθρό-λαό’. Θυμίζει σε πολλά τη συστηματική άρνηση της φιλελεύθερης αστικής τάξης το 19ο αιώνα, στο αίτημα των λαϊκών τάξεων για καθολικό δικαίωμα ψήφου. Όπως διατυπώθηκε από κορυφαίο φιλελεύθερο-αριστοκράτη στοχαστή, είναι ο φόβος για την τυραννία της πλειοψηφίας.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη και λειτουργία της Ε.Ε. εδραιώνει τη διαδικασία απομάκρυνσης του κέντρου λήψης αποφάσεων από το λαϊκό παράγοντα, χτυπώντας παράλληλα το εθνικό, δημοκρατικό, κοινωνικό κράτος, απομειώνοντας τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα με τη μορφή και την εσωτερική τους οργανική ισορροπία όπως είχαν κατοχυρωθεί στα συνταγματικά κείμενα σταδιακά μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Στην περίοδο της όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης, η αντίθεση λαϊκών-μικροαστικών και κυρίαρχων τάξεων στο πλαίσιο της ‘γερμανοποίησης’ της Ευρώπης γίνεται ακόμα πιο έντονη.  Επίκεντρο της πάλης γίνεται η αντικοινωνική, αντιδημοκρατική και νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση της Ε.Ε., ακριβώς λόγω της κορύφωσης των διαδικασιών οργανικής ενσωμάτωσης. Εξηγήσαμε όσο μπορούσαμε τις αιτίες της συγκεκριμένης κίνησης των λαϊκών τάξεων και μικροαστικών στρωμάτων.
Ας έρθουμε τώρα στο ερώτημα γιατί η διαμαρτυρία ή η οργή λαμβάνει τις συγκεκριμένες μορφές. Αυτό είναι το πρόβλημα της αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η κομμουνιστική αριστερά στην παραδοσιακή της εκδοχή, αδυνατεί να αρθρώσει ένα πειστικό εναλλακτικό σχέδιο, καθώς βαρύνεται με την κατάρρευση του ιστορικού κομμουνισμού. Τόσο τα σοσιαλδημοκρατικά, όσο και τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα, αν και ήταν αντίθετα στα τριτοδιεθνιστικά σχήματα ή στην εξέλιξή τους, δεν έμειναν ανεπηρέαστα από τους σεισμούς του ’89. Η μεν σοσιαλδημοκρατία ως κόμμα του κράτους μεταλλάχθηκε σε σοσιαλφιλελεύθερο μόρφωμα, φανατικό υποστηρικτή, εφαρμοστή και απολογητή των πλέον ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών της Ε.Ε. Τα δε ευρωκομμουνιστικά κόμματα μετεξελίχθηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις είτε σε σοσιαλφιλελεύθερα μορφώματα, είτε σε κόμματα της ευρωαριστεράς, ασκώντας μια άνευρη αντιπολίτευση και σε κάθε περίπτωση εντός των κυρίαρχων πλαισίων. Ως εκ τούτου είναι η αδυναμία της αριστεράς να ανταποκριθεί στον ιστορικό της ρόλο, εκείνου της αμφισβήτησης του καπιταλιστικού συστήματος, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αυτό λαμβάνει στις ευρωπαϊκές κοινωνίες των αρχών του 21ου αιώνα, απομακρυνόμενη από τις λαϊκές και γενικότερα κυριαρχούμενες τάξεις.
Στην πατρίδα μας η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική. Λόγω των συγκεκριμένων ιδεολογικών και πολιτικών μορφών που έλαβε η κοινωνική πάλη στον ελληνικό σχηματισμό, υπήρχαν αρκετά ρεύματα εντός της αριστεράς την τελευταία 20ετία που είχαν από κριτική έως απορριπτική στάση απέναντι στη νεοφιλελεύθερη μετεξέλιξη της Ε.Ε., χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην αντιευρωπαϊκά. Στη συγκυρία του μνημονίου σημαντικό μέρος αυτών των ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων συναντήθηκαν με τις αγωνίες και τις ανάγκες των λαϊκών τάξεων και μικροαστικών στρωμάτων. Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ αναδείχθηκε στη βασική πολιτική δύναμη απέναντι στο μνημονιακό μπλοκ. Σύμφωνα με τον Ερνέστο Λακλάου[2] «ο σοσιαλιστικός λαϊκισμός δεν αποτελεί την πιο καθυστερημένη μορφή της ιδεολογίας της εργατικής τάξης αλλά την πιο προχωρημένη: αντιπροσωπεύει τη στιγμή κατά την οποία η εργατική τάξη έχει επιτύχει να συμπυκνώσει το σύνολο της δημοκρατικής ιδεολογίας ενός κοινωνικού σχηματισμού μέσα στα πλαίσια της δική της ιδεολογίας».           
      



[1] Μέλος Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και Σ.Ε. Νέου Αγωνιστή/Δίκτυο Αριστερών Σοσιαλιστών
[2] Λακλάου Ε., Πολιτική και Ιδεολογία στη μαρξιστική θεωρία, εκδ. Σύγχρονα Θέματα, 1983, σελ. 196