ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Για ένα νέο θεσμικό τοπίο στα ΜΜΕ


 Σε εκδήλωση που διοργάνωσε στις 4.12.12  η «Πρωτοβουλία για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας και της Κοινωνίας», με ομιλητές τους Αριστείδη Μανωλάκο,  Πάνο Δημητρόπουλο και Κώστα Στρατηλάτη ( Πανεπιστήμιο Λευκωσίας) ο τελευταίος είχε την ευκαιρία να αναφερθεί στο «τοπίο των ΜΜΕ» με τον (ευτραφή….) υπότιτλο :

Από τον John Perry Barlow στον Θεόδωρο Πάγκαλο: Η ρύθμιση του διαδικτύου γενικά και το ειδικό πρόβλημα της ανωνυμίας στα blogs ως (μη υπαρκτό) ζήτημα δημόσιας πολιτικής στη χώρα μας
Ερωτά ο Κ. Στρατηλάτης : «…..με δεδομένο .. ότι, υπό τις σημερινές ασφυκτικές συνθήκες (οικονομικές αλλά και πολιτικές), το διαδίκτυο αποτελεί τη μόνη επικοινωνιακή διέξοδο για όσους δεν συμμερίζονται το μνημονιακό μονόδρομο και τους πολιτικούς καθωσπρεπισμούς του, έχει πραγματικά κανένα νόημα να επιχειρήσει κανείς να «ρυθμίσει» το ζήτημα της ανωνυμίας στα blogs;»

Έτσι, ενώ ο ίδιος αναλυτής αναφέρει ότι « σήμερα γίνεται ευρέως δεκτό ότι το διαδίκτυο μπορεί να αποτελέσει πεδίο άσκησης δημόσιας ρυθμιστικής πολιτικής»,

από την άλλη πλευρά θεωρεί ότι «…..η ρύθμιση του διαδικτύου αποτελεί ένα πολύ σοβαρό θέμα για να αφεθεί σε μία τόσο επικίνδυνη συγκυρία, όσο αυτή στη χώρα μας σήμερα…..»
Η απόφανση αυτή είναι πολύ σημαντική και ενισχύεται από μια μεγάλη έρευνα του οργανισμού Open Net Initiative (ONI), που

αποκάλυψε τον Ιανουάριο του 2010 ότι πάνω από σαράντα κράτη παγκοσμίως «φιλτράρουν» τη δραστηριότητα των επισκεπτών του διαδικτύου και περίπου το ένα τρίτο των χρηστών του τελευταίου ελέγχονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από διάφορες κυβερνήσεις

Όλο το άρθρο του Κ. Στρατηλάτη

Έχουν περάσει 16 χρόνια από τότε που ο John Perry Barlow, συνιδρυτής του Electronic Frontier Foundation[1], δημοσίευσε την περίφημη «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Διαδικτύου»[2]. Σε αυτήν, το διαδίκτυο ανακηρυσσόταν σε «πλανητικό κοινωνικό χώρο» που «είναι από τη φύση του ανεξάρτητος από την τυραννία» των Κυβερνήσεων. Σύμφωνα με τη Διακήρυξη, οι Κυβερνήσεις δεν έχουν ούτε τη δύναμη ούτε το «ηθικό δικαίωμα» να αποπειραθούν να εισαγάγουν νομικές ρυθμίσεις που θα παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία της πληροφορίας στο διαδίκτυο και την ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών σε αυτήν. «Οι κυβερνήσεις αντλούν τις δίκαιες εξουσίες τους από τη συγκατάθεση των κυβερνωμένων. Εσείς δεν ζητήσατε ποτέ, ούτε λάβατε τη δική μας συγκατάθεση. Δεν σας προσκαλέσαμε. Δεν μας γνωρίζετε, ούτε γνωρίζετε τον κόσμο μας. Ο κυβερνοχώρος δεν χωρά μέσα στα σύνορά σας. Μην πιστέψετε ότι μπορείτε να τον χτίσετε, σαν να ήταν ένα δημόσιο έργο. Δεν μπορείτε. Ο κυβερνοχώρος αποτελεί δημιούργημα της φύσης και αναπτύσσεται μέσα από τις συλλογικές μας δράσεις».

Οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν το «κυβερνο-ελευθεριακό» επιχείρημα του Barlow (και τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας που υιοθέτησαν ως ένα βαθμό το σκεπτικό του[3]). Αντίθετα, δικαιώθηκαν εκείνοι που, ήδη στα τέλη της δεκαετίας του ’90, υποστήριζαν ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να υποθέσουμε ότι το διαδίκτυο είναι εγγενώς διαφορετικό από άλλους «εδαφικούς χώρους» και ότι, ως εκ τούτου, δεν είναι δεκτικό νομικών ρυθμίσεων[4]. Ή κάπως διαφορετικά: από τη στιγμή που εξέλειψε το μυστήριο και η λατρεία του διαδικτύου[5], δεν υπάρχει λόγος να δεχθούμε ότι οι αξίες της «εδαφικής», της «κλασικής» φιλελεύθερης δημοκρατίας (αξίες όπως ο ρυθμιζόμενος πλουραλισμός, η προσωπικότητα και η ιδιωτικότητα) χάνουν και πρέπει να χάσουν τη ρυθμιστική τους εμβέλεια στα (ανύπαρκτα, όπως αποδείχθηκε τελικά) σύνορα του διαδικτύου[6].

Σήμερα γίνεται ευρέως δεκτό ότι το διαδίκτυο μπορεί να αποτελέσει πεδίο άσκησης δημόσιας ρυθμιστικής πολιτικής, είτε η τελευταία θα συνιστά μεταφορά κλασικών νομικών ρυθμίσεων στο περιβάλλον των νέων τεχνολογιών (λ.χ. νόμοι για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικότητας στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως οι Οδηγίες 2002/58/ΕΚ και 2006/24/ΕΚ, οι οποίες μεταφέρθηκαν στη χώρα μας με τους νόμους 3471/2006 και 3917/2011), είτε θα πρόκειται για ειδικές ρυθμίσεις, όπως λ.χ. αυτές που έχουν υιοθετηθεί στην Αυστραλία για την προστασία των ανηλίκων (ρυθμίσεις οι οποίες προβλέπουν την υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών δικτύου να «κατεβάζουν» ιστοσελίδες, έπειτα από παράπονα χρηστών που υποβάλλονται στην Αυστραλιανή Αρχή για τις Επικοινωνίας και τα Media)[7].

Όμως τα «εύκολα» σταματούν εδώ. Η (όποια) δημόσια πολιτική στο χώρο αυτό θα πρέπει να λάβει υπ’ όψη μία σειρά δεδομένων, τα οποία καθιστούν τη ρύθμιση του διαδικτύου κάθε άλλο παρά εύκολο ή ακίνδυνο εγχείρημα.

Πρώτον, παρατηρούμε ότι, λόγω της τεχνολογικής υποδομής του διαδικτύου, και παρά την «αναρχική» αρχιτεκτονική του, κάθε νομική ρύθμιση μπορεί εύκολα να το μετατρέψει από χώρο ελεύθερης έκφρασης και δημόσιας ανταλλαγής ιδεών σε πεδίο (ή αφορμή) αφόρητης καταπίεσης και καταστολής[8]. Ο «κώδικας» του διαδικτύου, με τη νομική και με την τεχνολογική έννοια του όρου, αποτελεί εργαλείο κοινωνικού ελέγχου, το οποίο έχει ήδη καταστεί εξαιρετικά επικίνδυνο, και τούτο όχι μόνο στα χέρια ολοκληρωτικών καθεστώτων. Το περίφημο «ηλεκτρονικό σινικό τείχος», το οποίο χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για να εμποδίσει την πρόσβαση των Κινέζων πολιτών σε πηγές ανεξάρτητης πληροφόρησης και σε χώρους ελεύθερου διαλόγου, αποτελεί μάλλον το παρελθόν και όχι το μέλλον της λογοκρισίας στο περιβάλλον του διαδικτύου. Οι τεχνικές απαγόρευσης της πρόσβασης τείνουν να αντικατασταθούν ή έστω να συμπληρωθούν από πιο περίπλοκες μορφές επιτήρησης και ελέγχου. Αυτές βασίζονται μεν στο «φιλτράρισμα» των ιστοσελίδων, αλλά οδηγούν πολλές φορές μόνο σε καταγραφή των δεδομένων των επισκεπτών ή/και σε παρακολούθησή τους, και όχι πάντα στην απαγόρευση της πρόσβασης ή στο «κατέβασμα» ιστοσελίδων.[9]

Μία μεγάλη έρευνα του οργανισμού Open Net Initiative (ONI) αποκάλυψε τον Ιανουάριο του 2010 ότι πάνω από σαράντα κράτη παγκοσμίως «φιλτράρουν» τη δραστηριότητα των επισκεπτών του διαδικτύου και περίπου το ένα τρίτο των χρηστών του τελευταίου ελέγχονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από διάφορες κυβερνήσεις[10]. Σε αυτό το δεδομένο θα πρέπει βέβαια να προσθέσουμε τα έργα και τις διαθέσεις των κρατών του δυτικού ημισφαιρίου κατά το λεγόμενο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», τον «πόλεμο κυριαρχίας» που διεξάγεται αυτή τη στιγμή στο διαδίκτυο ανάμεσα στις (όχι πάντα ελεγχόμενες) μυστικές υπηρεσίες του πλανήτη, αλλά και τη γιγάντωση πλέον της δυνατότητας των εμπορικών εταιριών να αποκτούν πρόσβαση στο «προφίλ» των χρηστών του διαδικτύου και να ελέγχουν έτσι την καταναλωτική και όχι μόνο συμπεριφορά των πολιτών παγκοσμίως.

Υπό το φως των παραπάνω δεδομένων, θα πρέπει να είναι κανείς καχύποπτος απέναντι ακόμη και στην πιο καλοπροαίρετη απόπειρα ρύθμισης του διαδικτύου. Ποιος μπορεί λ.χ. να εγγυηθεί ότι μία τεχνική «φιλτραρίσματος» των ιστοσελίδων με το τάδε ή το δείνα περιεχόμενο δεν θα μετατραπεί σε εργαλείο διαρκούς εκβιασμού πολιτικών αντιπάλων; Ποιος εγγυάται ότι, από τη στιγμή που η θεσμική και τεχνολογική υποδομή του ελέγχου θα εγκατασταθεί, οι κατηγορίες περιεχομένου που θεωρείται παράνομο δεν θα επεκτείνονται διαρκώς; Άλλωστε, αναρωτιέται κανείς αν οι πολίτες θα είναι πάντα σε θέση να γνωρίζουν τι ακριβώς είναι παράνομο και τι όχι. Δεν είναι εξ άλλου καθόλου απίθανο το ενδεχόμενο να υιοθετηθεί από τους κυβερνώντες μία πολιτική «σχετικής αδιαφάνειας» ως προς τα κριτήρια του νόμιμου και του παρανόμου, έτσι ώστε να αυξηθεί η «διακριτική τους ευχέρεια» να προχωρούν κατά το δοκούν σε ανοιχτή ή λιγότερο ανοιχτή καταστολή ορισμένου πολίτη. Περαιτέρω, ποιος θα μπορούσε να παράσχει επαρκείς διασφαλίσεις για την «ορθή» χρήση των δεδομένων που θα αποκτούνται μέσα από το «φιλτράρισμα» των ιστοσελίδων και της κίνησης των χρηστών; Από την άλλη πλευρά, πώς θα μπορούσε οποιαδήποτε απόπειρα ρύθμισης του διαδικτύου να αποκτήσει οριακή έστω αποτελεσματικότητα, χωρίς την ενεργοποίηση τέτοιων τεχνολογιών φιλτραρίσματος, επιτήρησης και ελέγχου;

Δεύτερη παρατήρηση, η οποία θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη από αυτούς που χαράσσουν ή προτίθενται να χαράξουν και να ασκήσουν δημόσια πολιτική σε αυτόν το χώρο: Το διαδίκτυο δεν αποτελεί ένα «μέσο», αλλά μία «πλατφόρμα» διαφορετικών μέσων επικοινωνίας ή/και πληροφόρησης ή/και συναλλαγών, καθένα εκ των οποίων διέπεται από μία ιδιαίτερη «επικοινωνιακή λογική», κάτι που δεν μπορεί παρά να έχει επιρροή σε «συγκρουσιακά ερωτήματα», όπως λ.χ. «ποια είναι τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης έναντι της απαίτησης για σεβασμό της προσωπικότητας των άλλων;» Παραδείγματος χάριν, το επικοινωνιακό περιβάλλον των λεγόμενων «κοινωνικών μέσων» διαφέρει σημαντικά από το περιβάλλον των blogs, και το επικοινωνιακό περιβάλλον των δύο αυτών μέσων είναι πολύ διαφορετικό από τις «πύλες ενημέρωσης» των μεγάλων ΜΜΕ.[11] Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι δικαιο-πολιτικές αξίες που υπηρετεί η δημόσια πολιτική στο χώρο αυτό πρέπει να διαφοροποιούνται ανάλογα με το επικοινωνιακό περιβάλλον ή και ανάλογα με τις προτιμήσεις και τα γούστα των χρηστών. Ωστόσο, το ίδιο αξιακό και νομικό ζήτημα τίθεται με τρόπο διαφορετικό σε κάθε μέσο του διαδικτύου. Το γεγονός λ.χ. ότι οι ευχέρειες απάντησης και επανόρθωσης σε ένα blog είναι ευρύτερες και πιο αποτελεσματικές σε σχέση με τις ανάλογες ευχέρειες που παρέχονται από τις ενημερωτικές ιστοσελίδες των κλασικών ΜΜΕ επιβάλλει την αναζήτηση διαφορετικών standards ως προς το επίπεδο προστασίας της προσωπικότητας ή το επίπεδο ανεκτών περιορισμών της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιδεών και των απόψεων.

Εξ άλλου, οι εν λόγω διαφορές δεν μπορεί παρά να επικαθορίζουν και τις δυνατότητες νομικής εξειδίκευσης και αποτελεσματικής επιβολής των (όποιων) ρυθμίσεων σε καθένα από τα παραπάνω «μέσα». Και πάλι στο παράδειγμα των blogs και της ηλεκτρονικής μορφής των παραδοσιακών ΜΜΕ: Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει με την ίδια ευκολία νομική ευθύνη του συντάκτη ενός ιστολογίου και μίας εφημερίδας αντίστοιχα, για τα σχόλια που αναρτώνται από τρίτους στο ιστολόγιο και για τα άρθρα που φιλοξενούνται στην ηλεκτρονική εφημερίδα αντίστοιχα; Και είναι ίδιες οι συνέπειες καταλογισμού της ευθύνης για αποζημίωση στις δύο παραπάνω κατηγορίες προσώπων; Δεν θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη ότι στην περίπτωση των blogs τέτοιες ρυθμίσεις θα είχαν ως αποτέλεσμα να «παγώσει» η ελευθερία του λόγου (το λεγόμενο “chilling effect” των Αμερικανών μελετητών της ελευθερίας έκφρασης), κάτι που δεν είναι το ίδιο βέβαιο ως προς τις ηλεκτρονικές εφημερίδες;

Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα, εάν αναλογιστεί κανείς ότι υπάρχουν πολλά δικαιοπολιτικά και ταυτόχρονα νομικά ζητήματα που τίθενται «εγκάρσια», αν και με διαφορετική ένταση, στα διάφορα «μέσα» του διαδικτύου. Τέτοιο ζήτημα είναι λ.χ. η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και σε αυτή την κατηγορία ανήκουν βέβαια όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με τις υποχρεώσεις και τον ανταγωνισμό μεταξύ των παρόχων δικτύου (εκείνων που παρέχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, σε αντιδιαστολή προς εκείνους που παρέχουν διαδικτυακό «περιεχόμενο», ή τη δυνατότητα ανάρτησης τέτοιου περιεχομένου από τους ίδιους τους χρήστες, όπως είναι λ.χ. το youtube ή το facebook).

Η παραπάνω παρατήρηση σχετίζεται με τις μεγάλες δυσκολίες που έχει (και θα έχει) η νομοτεχνική κατάστρωση της ρυθμιστικής πολιτικής στο χώρο του διαδικτύου. Σχετίζεται επίσης με τις απρόβλεπτες ως ένα βαθμό συνέπειες κάθε επιμέρους νομικής διάταξης και την αδυναμία των χρηστών και των «παικτών» του χώρου να γνωρίζουν τις προϋποθέσεις και τα όρια της ευθύνης και των αντίστοιχων δικαιωμάτων τους.

Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί εδώ η ρύθμιση του άρθρου 12 παρ. 1 του Προεδρικού Διατάγματος 131/2003, το οποίο τιτλοφορείται ως εξής: «Προσαρμογή στην Οδηγία 2000/31 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά. (Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο)». Παρότι οι ρυθμίσεις του παραπάνω Διατάγματος φαίνεται αρχικά να αφορούν αποκλειστικά το «ηλεκτρονικό εμπόριο», η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 καθορίζει (με ιδιαίτερα τεχνικό και πολύπλοκο τρόπο, ακόμη και για έμπειρους νομικούς) τα όρια της ευθύνης των «φορέων παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας» για επικοινωνιακά περιεχόμενα που μπορεί να διακινούνται ακόμη και σε ένα τελείως μη εμπορικό blog[12]. Είναι ασφαλώς βέβαιο ότι οι περισσότεροι χρήστες των blogs αγνοούν την παραπάνω διάταξη (για να μην μιλήσει κανείς για την ορθή και κατανοητή ερμηνεία της).

Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν «τεχνικά» απλώς προβλήματα χάραξης και άσκησης δημόσιας πολιτικής στο χώρο του διαδικτύου. Εάν υποθέσουμε ότι οποιαδήποτε απόπειρα ρυθμιστικής παρέμβασης, πόσω μάλλον σε έναν τόσο ευαίσθητο χώρο, δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας χωρίς τη στήριξη και τη συμμετοχή των πολιτών (που εδώ εκ των πραγμάτων καθίστανται όχι μόνον αποδέκτες αλλά και εν δυνάμει συμμέτοχοι της ρύθμισης[13]), τα παραπάνω προβλήματα μεταβάλλονται σε ζητήματα αρχών και τελικά σε ένα άκαμπτο δίλημμα: Περισσότερη ρύθμιση, με ορατό το ενδεχόμενο καταχρήσεων και καταπίεσης, ή εναπόθεση της εμπιστοσύνης μας στις κλασικές ρυθμίσεις, έστω κι αν αφήνονται σχετικώς «ακάλυπτες» σημαντικές αξίες του φιλελεύθερου-δημοκρατικού πολιτισμού, όπως η προστασία της προσωπικότητας;

Βέβαια, το παραπάνω δίλημμα δεν απασχολεί καθόλου τους κυβερνώντες και τους δημοσιολογούντες στη χώρα μας, οι οποίοι φαίνεται να έχουν άλλα κατά νου (κατά βάση, τη στιγμιαία επικοινωνιακά προβολή και τον εύκολο εντυπωσιασμό), όταν κάνουν την τιμή στο διαδίκτυο να ασχοληθούν μαζί του. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί μία παρέμβαση του Θεόδωρου Πάγκαλου τον Απρίλιο του 2011, με άρθρο του στην εφημερίδα Καθημερινή[14]. Με μία απροκατάληπτη και ψύχραιμη όπως πάντα παρέμβαση, και με την ιδιότητα του Αντιπροέδρου της τότε Κυβέρνησης της «συμμετοχικής δημοκρατίας» και του «open gov», ο κ. Πάγκαλος ασχολήθηκε με τα blogs, αποδίδοντας λίγο πολύ σε όλους όσοι αρθρογραφούν ανώνυμα σε αυτά τις ιδιότητες του «κουκουλοφόρου», του «ρουφιάνου», του «συνωμοσιολόγου» και του «εκβιαστή». Το άρθρο εκείνο δεν περιελάμβανε κάποια εισήγηση για ρυθμιστική παρέμβαση της Πολιτείας. Αλλά η αγωνιώδης έκκληση του εν λόγω συμπολίτη μας για τέτοια παρέμβαση ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής.

Πάντως, εάν παραλείψει κανείς τις γνώριμες λαϊκιστικές υπεραπλουστεύσεις του κ. Πάγκαλου, μπορεί να κρατήσει από το άρθρο του ένα ενδιαφέρον χωρίο, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για μία νηφάλια αυτή τη φορά απόπειρα συζήτησης επί του θέματος. Σε ορισμένο σημείο ο κ. Πάγκαλος παρατηρεί τα εξής ενδιαφέροντα: «Ο Δούρειος Ίππος που οδηγεί στην καταστροφή εφημερίδων είναι η εσχάτως αποκτηθείσα συνήθεια, ειδικά νεαρών δημοσιογράφων, οι οποίοι αντιμέτωποι με τον τρόμο της λευκής σελίδας (ή, μάλλον, της λευκής οθόνης του υπολογιστή), καταφεύγουν στην άκριτη συρραφή “ειδήσεων” από τα blogs για να γράψουν το “άρθρο” τους. Δυστυχώς, τον εξευτελισμό αυτό, εσχάτως, έχουν υποστεί και ιστορικές εφημερίδες […] Έτσι, όμως, οι εφημερίδες δίνουν εκ των υστέρων στα ανώνυμα blogs αυτό ακριβώς που τους λείπει για να κυριαρχήσουν και να επιβάλλουν τις αντιλήψεις τους. Εγκυρότητα και αξιοπιστία. Αυτοεξευτελιζόμενος ο Τύπος με τέτοιο τρόπο, αυτοκτονεί …» Και συνεχίζει λίγο παρακάτω: «Η πλήρης ανομία στον χώρο της ενημέρωσης, συμβατικής και ηλεκτρονικής, έχει μετατρέψει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε ένα “πλυντήριο” για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος που μόνο με το ποδόσφαιρο μπορεί να συγκριθεί» (η υπογράμμιση είναι δική μας).

Ακριβώς αυτή η τελευταία φράση του Θεόδωρου Πάγκαλου αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου θα επιθυμούσαμε να εκθέσουμε κι εμείς με τη σειρά μας κάποιες σκέψεις για το «πρόβλημα» της ανώνυμης αρθρογραφίας στα blogs, πριν κλείσουμε το άρθρο μας.

Η δημόσια πολιτική δεν μπορεί να ασκείται εν κενώ. Θα πρέπει αντίθετα να λαμβάνει υπ’ όψη τις ιδιαίτερες ιστορικές, πολιτισμικές, κοινωνικές, οικονομικές κ.ο.κ. συνθήκες υπό τις οποίες πρόκειται να χαραχθεί και να ασκηθεί. Αυτό ισχύει και για το θέμα μας. Με δεδομένη, λοιπόν, τη χαμηλή ποιότητα της δημόσιας σφαίρας στη χώρα μας (όχι μόνον αυτής που σχετίζεται με τα περιθωριακά έντυπα ή κανάλια, αλλά και αυτής των λεγόμενων «σοβαρών» Μέσων, τα οποία καταγράφουν όπως πάντα «εντυπωσιακές» επιδόσεις στον τομέα της περίτεχνης προπαγάνδας και της μονοφωνίας), με δεδομένο επίσης το περιβάλλον της ανομίας και της ασυδοσίας στο χώρο (φαινόμενο για το οποίο ο κ. Πάγκαλος και οι λοιποί συγκυβερνώντες του χθες και του σήμερα έχουν «όλοι μαζί» την αποκλειστική ευθύνη), με δεδομένο τέλος ότι, υπό τις σημερινές ασφυκτικές συνθήκες (οικονομικές αλλά και πολιτικές), το διαδίκτυο αποτελεί τη μόνη επικοινωνιακή διέξοδο για όσους δεν συμμερίζονται το μνημονιακό μονόδρομο και τους πολιτικούς καθωσπρεπισμούς του, έχει πραγματικά κανένα νόημα να επιχειρήσει κανείς να «ρυθμίσει» το ζήτημα της ανωνυμίας στα blogs; Ή μήπως αρκούν προς το παρόν οι «κλασικές» νομικές ρυθμίσεις για την προστασία της προσωπικότητας, σε συνδυασμό με τις αξιοσημείωτες «επιδόσεις» της υπηρεσίας Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, αλλά και σε συνδυασμό με το εγγυητικό θεσμικό πλαίσιο του Ν. 2225/1995 για το απόρρητο των επικοινωνιών (το οποίο δυστυχώς ορισμένοι εισαγγελείς επιχείρησαν στο πρόσφατο παρελθόν να κατεδαφίσουν); Έχοντας κατά νου τα σοβαρά διλήμματα και τους κινδύνους που ενέχει κάθε προσπάθεια ρύθμισης του διαδικτύου, κλίνουμε προς τη δεύτερη κατεύθυνση.

Η ρύθμιση του διαδικτύου αποτελεί ένα πολύ σοβαρό θέμα για να αφεθεί σε μία τόσο επικίνδυνη συγκυρία, όσο αυτή στη χώρα μας σήμερα. Αυτό δεν αποκλείει πάντως τη δημόσια συζήτηση επί των διαφόρων θεμάτων που τίθενται σχετικά, ούτε την προετοιμασία για χάραξη και άσκηση σοβαρής ρυθμιστικής πολιτικής, όταν η δημοκρατία και η πραγματική κοινωνία των πολιτών αναλάβουν κάποτε τα ηνία στη χώρα μας.







[1] Μη κυβερνητικός οργανισμός, ο οποίος έχει θέσει ως στόχο την υπεράσπιση της ελεύθερης έκφρασης και των δικαιωμάτων των πολιτών στο περιβάλλον των νέων τεχνολογιών. Βλ. https://www.eff.org/ και σχετικά http://en.wikipedia.org/wiki/Electronic_Frontier_Foundation.

[2] A Declaration of the Independence of Cyberspace, Davos, Switzerland, 8 February, 1996 (μπορεί να αντληθεί από: https://projects.eff.org/~barlow/Declaration-Final.html). Η Διακήρυξη έλαβε πολύ γρήγορα μεγάλη δημοσιότητα (μέσα σε εννιά μήνες είχε αναδημοσιευθεί σε 40.000 δικτυακούς τόπους, αριθμός πολύ μεγάλος για τα δεδομένα εκείνης της εποχής) και αποτελεί μέχρι σήμερα παγκοσμίως σημείο αναφοράς για την υποστήριξη ή για την αντίκρουση του «κυβερνο-ελευθεριακού» επιχειρήματος. Αφορμή για την έκδοση της Διακήρυξης υπήρξαν οι ρυθμίσεις του Νόμου για τις Τηλεπικοινωνίες του 1996 (Telecommunications Act 1996), οι οποίες, μεταξύ άλλων, έθεταν φραγμούς στην κυκλοφορία άσεμνου περιεχομένου στο διαδίκτυο. Ελληνική μετάφραση της Διακήρυξης: https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=629024.

[3] Βλ. λ.χ. David R. Johnson & David Post, «Law and Borders—The Rise of Law in Cyberspace», Stanford Law Review, τομ. 48, 1996, σ. 1367 κ.ε. Οι δύο αυτοί καθηγητές υποστήριξαν ότι το διαδίκτυο μπορεί να αποκτήσει τους δικούς του ιδιαίτερους νομικούς θεσμούς.

[4] Βλ. λ.χ. Jack L. Goldsmith, «The Internet and the Abiding Significance of Territorial Sovereignty», Indiana Journal of Global Legal Studies, τόμ. 5, 1998, σ. 475 κ.ε., του ιδίου, «Against Cyberanarchy», University of Chicago Law Review, τόμ. 65, 1998, σ. 1199 κ.ε.

[5] Βλ. σχετικά το πολύ ωραίο κείμενο του Philippe Breton, La culte de l’Internet: Une menace pour le lien social? La Découverte/Poche, Paris, 2000.

[6] Βλ. από αυτή τη σκοπιά Netanel Neil Weinstock, «Cyberspace Self-Governance: A Skeptical View from Liberal Democratic Theory», California Law Review, τόμ. 88, 2000, σ. 398 κ.ε., και (ας μου επιτραπεί) Κώστας Στρατηλάτης, «Η αυτορρύθμιση στον πολιτισμό της διαδικτυακής επικοινωνίας: νεοφιλελεύθερη κυβερνο-αναρχία ή δημοκρατική κυβερνο-αυτονομία;», στον τόμο: Θ Παπαχρίστου κ.α., Αυτορρύθμιση, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 99 κ.ε.

[7] Βλ. σχετικά Renee Keen, «Untangling the Web: Exploring Internet Regulation Schemes in Western Democracies», San Diego International Law Journal, τόμ. 13, 2011, σ. 351 κ.ε., μέρος ΙΙΙ (με πλούσιες αναφορές σε ανάλογα ρυθμιστικά «σχήματα» σε άλλα δυτικά κράτη).

[8] Αυτό είχε παρατηρήσει ήδη από το 1999 ένας από τους πιο σημαντικούς μελετητές του χώρου, ο Lawrence Lessig, Code and Other Laws of Cyberspace, Basic Books, NY, 1999.

[9] Για μία αναλυτική εξιστόρηση των εξελίξεων στον τομέα της λογοκρισίας στο διαδίκτυο, βλ. John Palfrey, «Four Phases of Internet Regulation», Social Research τόμ. 77, 2010, σ. 981 κ.ε.


[11] Αυτό έχει γίνει αντιληπτό ακόμη και από τη δύσκαμπτη συνήθως νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων. Βλ. π.χ. την απόφαση του Εφετείου Θράκης 91/2012 και τις αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης 25552/2010 και 22228/2011. Βέβαια, οι αποφάσεις αυτές θέτουν σειρά άλλων νομικών ζητημάτων, τα οποία δεν μπορούν να συζητηθούν εδώ.

[12] Βλ. σχετικά Σ. Τάσσης, «Διαδίκτυο και ελευθερία έκφρασης – Το πρόβλημα των Blogs», ΔiΜΕΕ 2006, σ. 518 κ.ε.

[13] Βλ. ενδεικτικά «The Principles for User Generated Content Services: A Middle-Ground Approach to Cyber-Governance», Harvard Law Review τόμ. 121, 2008, σ. 1387 κ.ε. (ελεύθερα προσβάσιμο στο: http://hlr.rubystudio.com/media/pdf/principles_for_user_generated_content.pdf).

[14] Θ. Πάγκαλος, «Η ενημέρωση και οι εφημερίδες στην εποχή των blogs», Καθημερινή, 23.04.2011, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_23/04/2011_439985.