ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Η ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ


ΜΙΑ ΝΕΑ «ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ».......

Από την εισαγωγή του Κώστα Μανωλίδη στο συλλογικό έργο "Η διεκδίκηση της υπαίθρου - φύση και κοινωνικές πρακτικές στη σύγχρονη Ελλάδα"

Εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ

Είναι γνωστό σε όλους το παλιό ποίημα που ξεκινούσε με το ερώτημα «Τι είναι η πατρίδα μας;». Η άμεση απάντηση που ακολουθούσε έκανε λόγο για κάμπους, ψηλά βουνά και ακρογιάλια πριν καταλήξει στο αναμενόμενο “όλα πατρίδα μας”. Αυτά τα, αυτονόητα κάποτε, συστατικά ενός συλλογικού αυτοπροσδιορισμού, ο εξωαστικός κόσμος που κωδικοποιούμε στις λέξεις “ύπαιθρος”, “εξοχή” ή απλώς “φύση” είναι για τον σημερινό κάτοικο της πόλης μια χαμένη πατρίδα. Και ίσως να μην είναι υπερβολή να πούμε ότι και σε αυτήν την περίπτωση την απώλεια ακολούθησε μια “Μεγάλη Ιδέα” ανακατάληψης του χαμένου εδάφους.

Μια τέτοια βούληση εκφράστηκε στην αρχή με ποικίλους και πάντως ήπιους τρόπους. Στο ψυχικό πεδίο ως νοσταλγία μιας εξιδανικευμένης πρόσδεσης στη μητέρα-γη. Στις κοινωνικές πρακτικές, με ένα φυσιολατρικό ρεύμα, με εκδρομικούς συλλόγους ή με το ανερχόμενο φαινόμενο του παραθερισμού. Αργότερα, στον οικιακό χώρο, με την σκηνοθεσία της γραφικότητας σε ιδιωτικούς κήπους, αστικές αυλές και μπαλκόνια. Στον ποιητικό λόγο, με μια λυρική αναψηλάφηση των παραδείσιων δυνατοτήτων της υπαίθρου.

Κατά τις τελευταίες όμως δεκαετίες, θα κυριαρχήσουν πολύ πιο έμπρακτες αξιώσεις με συνέπειες απτές και μη αναστρέψιμες. Όσο νηφάλια και να εξετάσει κανείς τις κοινωνικές, δημογραφικές και οικονομικές μεταβολές αυτής της περιόδου δεν μπορεί να εξηγήσει πλήρως την ανοικονόμητη κατακτητική ορμή που εκλύθηκε στην περιφέρεια των πόλεων, στην ενδοχώρα, σε νησιά και σε βουνά. Η οικιστική έκρηξη αυτών των δεκαετιών από μόνη της προκάλεσε την άνευ προηγουμένου αλλοίωση τοπίων, την αποσταθεροποίηση οικοσυστημάτων και την εξάλειψη ιστορικών ιχνών. Ό,τι μέχρι πρόσφατα συνιστούσε μια ευδιάκριτη γεωφυσική και μνημονική ιδιαιτερότητα μεγάλων τμημάτων του ελλαδικού χώρου υπεξαιρέθηκε μεθοδικά ως τουριστικό και κτηματομεσιτικό προϊόν. Η φαντασιακή “πατρίδα” της υπαίθρου, αυτή η απολεσθείσα εστία δυσανάγνωστων αλλά ζωτικών νοημάτων, ξανακερδήθηκε ως τρόπαιο, τσαλακωμένη όμως και άψυχη.

Κατά κάποιο τρόπο, η εξιχνίαση του χαρακτήρα αυτής της “Μεγάλης Ιδέας” είναι το θέμα αυτού του βιβλίου.

* * *

Το 1939, σε ένα ποίημά του ο Γιώργος Σαραντάρης διατύπωνε τη λαχτάρα της επανάκαμψης στην επικράτεια της φύσης στην πιο ακραιφνή μορφή της:

Η ελπίδα να βγούμε στα βουνά

Κάποτε

Με καρδιές γεμάτες σαν τουφέκια

Να σηκωθούμε πάνω από τα δάση

Να χαιρετήσουμε την αυγή

Με μαντήλια και κρίνους

Να πέσουμε πάνω στους αγρούς

Σαν να είμαστε κορυδαλλοί

Σαν να είμαστε πάνω από τη χλόη

Οι μεγιστάνες τ’ ουρανού

Οι αγγελιοφόροι της χαράς

Του σιταριού οι αφέντες[1]

Είναι φανερό βέβαια ότι εδώ δεν περιγράφεται απλώς το όραμα ενός φυσιολατρικού πρωτογονισμού. Η ορμητική εικονοποιία του ποιήματος διακηρύσσει το ιδεώδες μιας εορταστικής εξέγερσης που θα ανακτήσει τον κόσμο ως τόπο πληρότητας και απόλαυσης. Σαν μεταφορά αυτού του ανεκπλήρωτου πόθου λειτουργεί η προσχώρηση και μαζί επικράτηση στο φυσικό σύμπαν. Μια μεταφορά καθόλου τυχαία· η ύπαιθρος αντιπροσωπεύει έναν απεγκλωβισμό.

Αυτή η απελευθερωτική αίσθηση δεν αφορά μόνο το άνοιγμα του βλέμματος ή την ελευθερία των κινήσεων. Είναι ίσως η βαθύτερη και ασυνείδητη αντίδραση στο είδος της αιχμαλωσίας που επιφέρει το σύνολο των δεσμεύσεων που αποτελούν ιδρυτική προϋπόθεση της πόλης. Η φυγή προς το μεγάλο “έξω” της υπαίθρου δεν αντιδιαστέλλεται απλώς στο “μέσα” της πόλης αλλά ταυτίζεται με μια προοπτική λύτρωσης από τους καταναγκασμούς και τις ματαιώσεις της πατρικής εξουσίας του Νόμου. Γι αυτό η “ελπίδα να βγούμε στα βουνά” διαθέτει μια αύρα ανταρσίας, που δεν οφείλεται μόνο σε ιστορικές συνδηλώσεις ορεσίβιας ανυποταξίας.

Όμως αυτή η φυγόκεντρη ροπή που διεγείρει η ύπαιθρος δεν αναστέλλει μια ταυτόχρονη τάση σύμπτυξης προς ένα κέντρο. Η διάθεση απόσυρσης στην καθησυχαστική μήτρα της φύσης εμφανίζεται σταθερά στο συλλογικό φαντασιακό ως το αντίδοτο στις εντάσεις της σύγχρονης ζωής. Στην αδιαμεσολάβητη επαφή με την πρωτογενή ύλη της φύσης αποδίδεται μια εξαγνιστήρια λειτουργία ικανή να ανακαινίζει τη επαφή του ανθρώπου με το νόημα των πραγμάτων. Αυτό το αμήχανο ηθικό πλεονέκτημα αν βρίσκει κάπου ερείσματα δεν είναι σε μια μεταφυσική αγνότητα του φυσικού αλλά στην ανάκαμψη ενός απωθημένου υπεδάφους της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Jean-Didier Urbain αναλύοντας το σωματικό βίωμα της αμμουδιάς επισημαίνει ότι σε αυτό ενεργοποιείται «μια προφανής επιθυμία υποχώρησης, επιστροφής σε προηγούμενες φάσεις της ύπαρξης: μια επιστροφή σε ένα παρελθόν όχι ιστορικό αλλά αισθησιακό».[2] Μια τέτοια επιθυμία υποχώρησης αναφέρεται όχι στο συλλογικό καταγωγικό παρελθόν αλλά σε μια βιολογική προϊστορία, σε ένα είδος “ζωικής” συνείδησης του κόσμου. Όχι τυχαία, ο Σαραντάρης ονειρεύτηκε την απόδραση στη φύση σαν την ανέμελη οικειότητα με την χλωρίδα που προσφέρει το πέταγμα ενός πουλιού.

Η αναδίπλωση λοιπόν σε ένα αχρονικό εδεμικό καθεστώς και η διακαής απεμπλοκή από τις πειθαρχίες της πόλης, η επιστροφή και η διαφυγή, συνιστούν δύο κεντρικές συνιστώσες των βλέψεων προς τη φύση. Μέσα από τις παραπληρωματικές νοηματοδοτήσεις που αναπτύσσονται σε αυτούς τους άξονες, η ύπαιθρος εγγράφεται στον ψυχικό ορίζοντα του σύγχρονου ανθρώπου ως μια ήπειρος υπό αέναη διεκδίκηση.

Θα φανταζόταν κανείς ότι αυτός ο πυρήνας επιθυμιών και σημασιών δεν θα τροφοδοτούσε κάτι παραπάνω από μια διαιωνιζόμενη μυθολογική εξύψωση της φύσης ή από τη γενίκευση της τάσης για ευκαιριακές απόπειρες αναζωογόνησης. Όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γύρω από το αρχικό ψυχικό ρήγμα έχει συντελεστεί μια σειρά επιμολύνσεων. Υπό την επίδρασή τους η πρόθεση της ευεργετικής συνάντησης με τις δωρεές της υπαίθρου εκτροχιάστηκε σε μανιακό οίστρο κατανάλωσης.

Οι αναδιατάξεις και στρεβλώσεις της μεταπολεμικής εποχής προετοίμασαν ένα εξαρθρωμένο κοινωνικό πεδίο. Η θρησκεία της “Ανάπτυξης” μας προσηλύτισε στα βραχυπρόθεσμα κέρδη της εντατικής αξιοποίησης. Πιο πρόσφατα, “η ευφορία της εφήμερης ανταμοιβής, το εγκώμιο της κίνησης για την κίνηση, ο ναρκισσισμός του επιτεύγματος και της ευημερούσας απογείωσης”[3] ανατίμησαν την αλαζονική προσήλωση στο παρόν.

Αυτές οι εξελίξεις προσέδωσαν στην υπόσχεση της υπαίθρου, ήδη φορτισμένης από εξιδανικεύσεις και ιδεοληψίες, την επιπλέον επαγγελία άμεσων υλικών και συμβολικών απολαβών. Σε αυτόν τον παράταιρο συνδυασμό προσδοκιών θεμελιώνεται η ευρωστία της σύγχρονης παραθεριστικής ουτοπίας, η παροξυσμική έξοδος από τις πόλεις σε τριήμερα αργιών και η ακαταμάχητη έλξη του “εξοχικού”.



[1] Ποίημα με ημερομηνία 3.11.1939. Βλ. Γιώργος Γ. Μαρινάκης (επιμ.) Γιώργος Σαραντάρης, Ποιήματα, Τόμος Ε, Gutenberg, Αθήνα 1987 σ.211.

[2] Ζαν Ντιντιέ Ουρμπαίν, Στην Ακροθαλασσιά, Η μεταμόρφωση του ταξιδιώτη σε παραθεριστή, Ποταμός, Αθήνα 2000, σ.370.

[3] Νικόλας Σεβαστάκης, Κοινότοπη Χώρα. Όψεις του δημόσιου χώρου και αντινομίες αξιών στη σημερινή Ελλάδα, Σαββάλας, Αθήνα 2004, σ.172.

ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ

Υπάρχουν κακές και αδέξιες μιμήσεις της φύσης, αγγλικής και γαλλικής κηπουρικής ΖΑΧΟΣ Ε. ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΟΥ

Μοντέλο επιβολής επί του φυσικού παραμένει η πόλη ΝΙΚΟΣ ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ

Η νεοελληνική "παράδοση" επιθυμίας της υπαίθρου από τον αστικό βίο δεν αρκείται στο όραμα της κηπούπολης, αλλά έχει και πολύ πιο δραστικές εκδηλώσεις , καθαρής "επιστροφής" στη φύση ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ανατρέχω στα παλιά αναγνωστικά του δημοτικού σχολείου σε αναζήτηση ξεχασμένων εικόνων ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΧΙΖΑΣ

Η διεκδίκηση της υπαίθρου μπορεί να εγγραφεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διεκδίκησς της πραγματικότητας ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΤΟΥΠΗΣ

Το τοπίο ξεπλυμένο και απογυμνωμένο από μύθους και συμβολισμούς εκπίπτει σε παθητικό υποδοχέα βασικών ενστίκτων επιβίωσης ΓΙΩΡΓΟΣ Η. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ

Να περιφρουρήσουμε με οιοδήποτε μέσο τις απομένουσες ζωές φυσικής αγριότητας απέναντι στην ανελέητη αρπακτικότητα των ιδιοτελών συμφερόντων ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Πόσο το φυσικό διαφέρει από το τεχνητό; ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ

Το μόνο που δεν θα διασώσει την αρχιτεκτονική είναι να εισέλθει ως λαθρεπιβάτης σε οχήματα άλλων λόγων ΛΟΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Η βλάστηση, το φυσικό στοιχείο, αντιμετωπίζονται ως ανοίκειοι μηχανισμοί, ως παράσιτα , στην ασφαλτική ομοιογένεια των ελληνικών πόλεων ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ

Από την "απολιτιστη φύση" στην "ανασκευασμένη φύση" ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΖΑΒΡΑΚΑ

Περνάμε από την νεωτερική εποχή της μεταφοράς του αρχιτεχνήματος ως "δοχείου ζωής" στην τρέχουσα εποχή, όπου το "δοχείο" δεν διαχωρίζει έναν εσωτερικό από έναν εξωτερικό χώρο ΖΗΣΗΣ ΚΟΤΙΩΝΗΣ

Το βράδυ, το τζάκι παίρνει τη θέση της τηλεόρασης ως φωτεινό ορθογώνιο ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΚΑΡΑΛΕΤΣΟΥ ΠΑΣΙΑ

Οι ελεύθεροι κατασκηνωτές πραγματικά κινούνται στα "κενά" του χώρου, του χρόνου και του νόμου ΚΩΣΤΗΣ ΜΑΣΟΥΡΑΣ -ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΣΑΜΑΡΙΝΗΣ

Ο αστο-χωρικός χαρακτήρας της παραγωγής στην Ελλάδα είναι μέρος της ευρύτερης αλληλοδιείσδυσης της πόλης και της υπαίθρου ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου