Οι βαθιές ρίζες στην πατρώα γη
Του Λουκά
Αξελού
Τον φέρνω στο μυαλό μου όταν συχνά – πυκνά ανατρέχοντας στις σελίδες της ανεπανάληπτης Εθνικής του Αντίστασης, αναλογίζομαι τις παθιασμένες συ[1]ζητήσεις μας, με κορυφαίες αυτές που κάναμε, χρόνια και χρόνια, στα Καλάνια, στα 1.250 μ. υψόμετρο, στο κέντρο του Παρνασσού φιλοξενούμενοι (μαζί με τον, εξίσου φανατικό ισχυρογνώμονα, αγαπημένο μας φίλο και σύντροφο Παναγιώτη Κατερίνη), από τον Δαμιανό Βασιλειάδη, άλλον έναν φίλο και σύντροφο, ανεξάντλητο κυνηγό των υψηλών κορυφών. Ζώντας τον από κοντά και βλέποντας την ένταση στην μέχρι τέλους υπεράσπιση του Μεγάλου Γεγονότος, ήταν φυσικό να αναλογιστείς ότι αυτό που κατέγραψε σαν συλλογικό έπος δεν ήταν απλή ιστορική καταγραφή, αλλά βίωση που προέ[1]κυπτε και ζευγάρωνε με την δική του αμετανόητη δια βίου προσωπική αντίσταση. Αυτήν που, με μιαν ορισμένη έννοια, αποτύπωνε την αρετή ενός ταλαιπωρημένου, άνισου, αντιφατικού, αλλά και βαθιά φιλελεύθερου και αντιστασιακού λαού, του οποίου ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ως ένα αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο. Ως μαθητής, φίλος, σύντροφος και εκδότης του, θέλω και από το κείμενο αυτό, δύο χρόνια, σχεδόν, μετά το στερνό του ταξίδι, να επισημάνω αυτά που ο ίδιος εισέπραξα ως πυρηνικά και διαχρονικά στοιχεία της όλης προσωπικότητάς του.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, ξεκινώντας από αυτό που, νομίζω, ότι είναι το αδιαμφισβήτητο. Το ότι δηλαδή ο Μανώλης Γλέζος υπήρξε, πάνω απ’ όλα ένας μαχόμενος Έλληνας. Ένα πρώτο λοιπόν, αφετηριακό αλλά και καθοριστικό στοιχείο που σφραγίζει τον Μανώλη Γλέζο είναι η έντονη ιθαγένεια. Ο Μανώλης Γλέζος υπήρξε ένας παθιασμένος πατριώτης. Οι βαθιές ρίζες που έχει απλωμένες το δέντρο Γλέζου στην πατρώα γη και που ως ζωντανός οργανισμός απλώνεται στο Αρχιπέλαγος, συναντιέται ιστορικά με την υπόλοιπη Ελλάδα και Κύπρο, τον καθόλου Ελληνισμό ως διακριτή πρόταση-κοσμοσύστημα, αίσθηση ζωής και πράξης Δημοκρατικού Πατριωτισμού μέσα στον χρόνο.
Αυτή η παθιασμένη αγάπη γι’ αυτόν τον τόπο και για ό,τι τον αποτελεί, συμπυκνώνεται και μορφοποιείται στον διαχρονικό του έρωτα με την γενέθλια γη, το χωριό του, τ’Απεράθου. «Το χωριό σου, τ’Απεράθου Λιγώνει και πεταρίζει η ψυχή σου στ’αντίκρυσμά του. Οι αισθήσεις έτοιμες μόνον γι’ αυτό. Για το χωριό που γεννήθηκες. Το ριζοβόλι σου. Απ’ αυτού ξεπεταχτήκαμε. Φως, γη, νερό, αγέρας. Δικά του όλα, σάρκα από τις σάρκες του. Τα ζύμωσε, τα μάλαξε, τα’κανε θροφή να μας αναστήσει. Ιστορία, παραδόσεις, ήθη, έθιμα, πολιτισμός, ρυθμός, ήχοι, τραγούδια, γλώσσα. Όλα δικά του, αίμα από το αίμα των παιδιών του. Μ’ αυτά μας νανούρισε, μας κιούδεψεν η απεραθίτισσα κιουρά». Σε αυτήν την στέρεα βάση οικοδομείται ο βαθύς πατριωτισμός του Μανώλη Γλέζου για να βαθύνει στην συνέχεια. Η θέση και στάση του Γλέζου δεν διαχέεται, αλλά οροθετεί τα πράγματα συγκεκριμένα και αυστηρά.
Η ζωή και το έργο του μαρτυρούν ότι η οπτική του συγκλίνει στην πεποίθηση ότι η παραδοχή της ελευθερίας ως αναντικατάστατης φυσικής αξίας, αποτελεί απαραίτητο προαπαιτούμενο της αυθεντικής αγάπης προς την πατρίδα, του αυθεντικού πατριωτισμού. Αυτή η εδραία πεποίθηση έχει τις ρίζες της στην κλασική μας αρχαιότητα, στον υπερήφανο όχι για τις τραγωδίες του, αλλά για την συμμετοχή του στην μάχη του Μαραθώνα Αισχύλο, στον πατέρα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας Ρήγα Βελεστινλή και τους πρωταγωνιστές του 1821, στις χιλιάδες αγωνιστών της Εθνικής μας Αντίστασης, ένας από τους οποίους ήταν και ο ίδιος και τέλος στις πιο ριζοσπαστικές παραδόσεις του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, με κορυφαίο τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ, οι απόψεις του οποίου σε μεγάλο βαθμό διαπερνούν και δια[1]ποτίζουν το έργο του Γλέζου. Η βαθιά του αγάπη προς την πατρίδα, όπως έχει ήδη γίνει αντιληπτό δεν έχει αφηρημένο χαρακτήρα. Βυθίζεται στην ιστορία του τόπου αυτού από τα προομηρικά χρόνια, όχι ως φολκλορική -φυσιολατρική περιδιάβαση, αλλά ως παθιασμένη αγάπη για αυτούς που τον ζουν και τον κατοικούν. Και η αγάπη του, δίκην αρχαίας τραγωδίας, τους περικλείει όλους, νικητές και ηττημένους, «δεξιούς» και «αριστερούς», κι αυτό ανεξάρτητα από το αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι σταθερά, ακλόνητα, αμετακίνητα, παρέμεινε στο πλευρό των υποτελών τάξεων. Ως ένα ενδεικτικό και μόνο παράδειγμα, θα αναφέρω την στηριζόμενη στην κατ’ αρχήν σε μένα δική του αφήγηση για τις θερμές συντροφικές σχέσεις που ανέπτυξε ως κρατούμενος στις φυλακές Αβέρωφ, με τους, επίσης, φυλακισμένους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, γεγονός που συστηματικά επιβεβαίωσα την ακρίβειά του, στις επαφές μου με αγωνιστές της ΕΟΚΑ, κατά την περίοδο παραμονής μου στο νησί. Φαντάζει περίεργο και όμως είναι αληθινό πώς αγωνιστές του «αριστερού ΕΑΜ» και της «δεξιάς ΕΟΚΑ», αντιμετωπίζονταν και αντιμετωπίζονται από τους διαχρονικούς φορείς της ξενοκρατίας και υποτέλειας σε Ελλάδα και Κύπρο. Έτσι, η όλη υπόθεση αποκτά ένα σχήμα βαθύτερο και συγκεκριμένο, γιαυτό, δεσταθερά περιστρέφεται γύρω από τους άξονες «Μέτρον πάντων χρημάτων άνθρωπος» και «Άνδρες γαρ πόλις».
Εδώ είναι που υπεισέρχεται η δεύτερη καθοριστική εξίσου παράμετρος συγκρότησης του αξιακού και ιδεολογικού του κόσμου. Με κέντρο πάντα τον άνθρωπο, τον άνθρωπο τον συμφιλιωμένο με την φύση και όχι τον βιαστή - κατακτητή, ο Γλέζος προσπαθεί να συγκροτήσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο η πόλις, οι άνδρες, οι πολίτες τελικά θα διαβιώσουν. Και είναι στο σημείο αυτό που ο από τα παιδικά του χρόνια γαλουχημένος με την κοινοτική παράδοση του τόπου, παράδοση που ατόφια βγαίνει από την Εκκλησία του Δήμου στην αρχαιότητα και τις Κοινότητες των Ελλήνων στην Τουρκοκρατία, φοιτητής, πλέον, στην ΑΣΟΕΕ ο Μανώλης Γλέζος, συναντάται στα χρόνια της Κατοχής με τον δεύτερο μεγάλο έρωτα της ζωής του, τον κομμουνισμό. Έναν έρωτα που έρχεται να στοιχηθεί και συμπληρώσει και όχι να υποκαταστήσει - εξοβελίσει το αφετηριακό και με στέρεο ιστορικό υπόστρωμα αμεσοδημοκρατικό του όραμα. Είναι, κατά την γνώμη μου, απαραίτητο να επιμείνουμε στο σημείο αυτό. Γιατί αυτό που σφραγίζει τον όποιο κόσμο του Μανώλη Γλέζου, είναι το βαθύτατο αντιμεταπρατικό και α-δέσποτο πνεύμα του. Δεν έφτασε χωρίς παράπλευρες απώλειες στην κατάσταση αυτή. Προπαντός, δεν έφτασε χωρίς λάθη. Ενίοτε κρίσιμα έως αποφασιστικά, που αποτελούν, πράγματι, μια σημαντική παράμετρο της πορείας του, αλλά υπερβαίνουν τις προθέσεις του παρόντος κειμένου.
Γεγονός όμως παραμένει ότι την αυτονομία του την κατέκτησε με το σπαθί του. Αυτό κάνει το εγχείρημα πιο τολμηρό και ουσιαστικό, αν σκεφτούμε ότι ο Μανώλης Γλέζος ανδρώθηκε σε ένα ηρωικό, αλλά βαθύτατα σταλινικό κόμμα. Τι άραγε τον γλύτωσε από το να μετατραπεί σε έναν επιφανή γραφειοκράτη; Ίσως η απεραθίτικη κουζουλάδα του, ίσως η βαθιά του πεποίθηση ότι η ιδεολογία δεν είναι αυτοσκοπός. Σχετικά με το πρώτο, δεν είμαι σε θέση να αποφανθώ, αν και υποψιάζομαι. σχετικά με το δεύτερο θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι η συστηματική περιδιάβαση στο έργο του καθιστά σαφές ότι όντως για τον Γλέζο η ιδεολογία δεν είναι αυτο[1]σκοπός, αλλά εργαλείο που βοηθάει τους ανθρώπους να καταλάβουν καλύτερα τον εαυτό τους και τους γύρω τους, διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο λειτουργίας, που η ελευθερία του ενός να μην καταργεί την ελευθερία του άλλου. Με αυτήν την έννοια, ο όποιος κομμουνισμός του είναι αφετηριακά ελευθεριακός και γι’ αυτό ως τέτοιον πιστά τον υπηρέτησε παραμένοντας όρθιος 16 χρόνια στις φυλακές και τις εξορίες. Ο χρόνος των εξοριών και των φυλακών, φαίνεται να έχει εξαντληθεί με τα 46 χρόνια εγκλεισμού του μεγάλου επαναστάτη Λουί Μπλανκί. Ωστόσο και ο Μανώλης Γλέζος δεν φαίνεται ως σύνολη πορεία να υπολείπεται κατά πολύ. Γιατί μόνο κατά το διάστημα 1948 έως το 1971 ο Μανώλης Γλέζος καταδικάστηκε συνολικά 28 φορές για την πατριωτική και αριστερή πολιτική και αντιστασιακή του δράση, από τις οποίες 3 φορές σε θάνατο. Ο συνολικός χρόνος παραμονής του στις φυλακές θα είναι 11 έτη και 5 μήνες, ενώ στην εξορία θα μείνει 4 έτη και 6 μήνες. Ο Γλέζος, λοιπόν, είναι και κομμουνιστής, αλλά –πάντα– υπέρ των υποτελών τάξεων μαχόμενος.
Ο κομμουνισμός του, όμως ριζικά διαφοροποιείται από τις
τρέχουσες καρικατούρες,
παραμένοντας βαθύτατα πατριωτικός, ελευθεριακός, αμεσοδημοκρατικός,
ισονομικός, οικολογικός και αντιεξουσιαστικός. Και ιδιαίτερα αντιεξουσιαστικός.
Γιατί, αν και 2.500 χρόνια πριν, ο Ηρόδοτος μας έδωσε τον πιο έξοχο ορισμό της
αυθεντικής αναρχίας: «Ούτε γαρ άρχειν, ούδ’ άρχεσθαι βούλομαι», ο Μανώλης
Γλέζος το αποτύπωσε με όλα τα λάθη και τις αντιφάσεις του, παραμένοντας ένα
πρότυπο α-δέσποτου πολίτη. Εν κατακλείδι, συνοψίζοντας, θα μπορούσα σχηματικά
να πω ότι η σύζευξη των δύο αυτών στοιχείων, σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα
στα οποία επικεντρώνεται
η οπτική Γλέζου, συγκροτεί ένα πρότυπο σύστημα ιδεών με σαφή φιλόπατρη,
δημοκρατικό, ελευθεριακό, ισονομικό, οικολογικό και βαθύτατα κοινωνικό
χαρακτήρα, ένα σύστημα που οι αφετηρίες του ανάγονται στον πατέρα του σύγχρονου
Δημοκρατικού Πατριωτισμού, τον Ρήγα Βελεστινλή
Η τοπική
αυτοδιοίκηση ως σταθερός έρωτας ζωής
Αυτοί οι άξονες, αυτές οι γενικές συντεταγμένες που συγκροτούν επί της ουσίας το πλαίσιο αρχών και αντιλήψεων του σύγχρονου Δημοκρατικού Πατριωτισμού, αποτέλεσαν και τον οδηγό στην μετ’ εμποδίων προσπάθεια εφαρμογής τους στην πράξη από τον ίδιο, τόσο στην σφαίρα της καθ’ όλου πολιτικής, όσο και στην κυρίως ουσιαστική - πυρηνική αυτοδιοικητική σφαίρα. Σε αυτήν την τελευταία, η άποψη του Γλέζου, και με τον κίνδυνο να αδικηθεί λόγω συμπυκνώσεως, θα μπορούσε να συνοψιστεί στα παρακάτω: Η έννοια της αυτοδιοίκησης χάνεται στο λυκαυγές της ιστορίας μας. Από την προομηρική περίοδο, τους κλασικούς χρόνους, το Βυζάντιο, την Τουρκοκρατία, το ’21, την Γερμανική Κατοχή, μέχρι τα πειράματα του Απεράθου, της Κύθνου, κ.λπ., ο Ελληνισμός έχει μια μακρόχρονη εμπειρία διοίκησης των κοινών με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και με δεσπόζουσα σε κάθε περίπτωση την λο[1]γική «Άνδρες γαρ πόλις». Ο ελληνικός είναι, ίσως, ο μόνος λαός που δεν δημιούργησε, ούτε ανέχτηκε, φαραωνικές καταστάσεις, αλλά λειτούργησε, κατά κανόνα με βάση, φυσικά, τα δεδομένα της εποχής του, στην μέγιστη δυνατή κλίμακα κοινωνικοποίησης και κριτικής στάσης απέναντι στην εξουσία. Αυτή η θεμελιακή κατάκτηση, που ξεκινάει από την πόλη-κράτος και που στηρίζεται στον μικροϊδιοκτητικό τρόπο παραγωγής και κυριαρχείται από την ανθρωποκεντρική λογική του μέτρου και της αρμονίας, αποτελεί τον σκληρό πυρήνα της φιλοσοφίας Γλέζου. Φιλοσοφίας που τον φέρνει σε μετωπική σύγκρουση με τον κάθε ολισμό, ολοκληρωτισμό, την παγκοσμιοκρατία στις μέρες μας, φιλοσοφία που έρχεται από πολύ μακριά και θα πάει, όσο οι πολίτες θα εξακολουθούν να αντιστέκονται, πολύ μακριά.
Όπως ο ίδιος σημειώνει, η σπουδαία αυτή παρακαταθήκη χτυπήθηκε βάναυσα, αρχής γενομένης επί Βαυαροκρατίας, εκτρέποντας το τρένο της Εκκλησίας του Δήμου σε δρόμους άξενους, δυτικότροπους και σκολιούς. Όμως, ανεξάρτητα από τις συνεχείς επιθέσεις των αμεσοδημοκρατικός αυτός θεσμός εξακολούθησε να αντιστέκεται. Με ιστορική ακρίβεια ο Γλέζος αναλύει στην Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης πώς τον Δεκέμβρη του 1942 μια πλειάδα χωριών στην Ευρυτανία εφάρμοσε τον «Κώδικα Ποσειδώνα», που αποτέλεσε τον προάγγελο του «Κώδικα αυτοδιοίκησης και Λαϊκής Δικαιοσύνης», που οδήγησε στις μοναδικές ελεύθερες εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης που έγιναν σε κατεχόμενη χώρα της Ευρώπης. Είναι, πια, μέρος της Ευρωπαϊκής Ιστορίας το γεγονός ότι στα χρόνια της πιο μαύρης Κατοχής, εδώ στην Ελλάδα, γεννήθηκαν και λειτούργησαν ως αυθεντικό προϊόν λαϊκής αυτοοργάνωσης, οι αυτογέννητοι κατά Γλέζον θεσμοί της πρωτοβάθμιας εξουσίας του λαού. Αυτή η κορυφαία στιγμή στην ιστορία του μαχόμενου έθνους, αποτελεί το σύντομο μεν καλοκαίρι της άμεσης δημοκρατίας στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, αλλά και μια διαχρονική παρακαταθήκη που θα στοιχειώνει το μέλλον μας στον 21ο αιώνα. Γιατί αποτελεί την μόνη, ίσως, περίπτωση που όχι μόνο ρητά διατύπωσε, αλλά και εφάρμοσε την επιταγή σύμφωνα με την οποία «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και ασκούνται από τον ίδιο» και όχι «υπέρ αυτού», όπως όλα τα υπόλοιπα συνταγματικά κείμενα διατυπώνουν.
Ο Γλέζος, όμως, δεν ήταν απλά ένας
ρομαντικός ονειροπόλος. Ήταν –ταυτόχρονα–
και ένας άνθρωπος της καθημερινής δράσης, που είχε επίγνωση επικυρίαρχων,
αλλά και των ιδεολογικά ευνουχισμένων μικροευρωπαίων επαρχιωτών υποτελών τους, πραγματικότητα στην οποία αρνείτο όμως να υποταχθεί. Αυτό αποτελούσε
στρατηγικά την δύναμή του και τακτικά την αχίλλειο πτέρνα του. Επί της ουσίας,
πάντως, χωρίς να παραιτηθεί από το ουσιαστικό περιεχόμενο της αυτοδιοίκησης,
συγκεκριμενοποίησε το περιεχόμενο αυτό με μια σειρά επιμέρους πρακτικές προτάσεις
που αναδείκνυαν την διοικητική αυτοτέλεια και την οικονομική αυτονομία –
αυτοδιαχείριση σε πυρηνικό στοιχείο της καθ’ όλου λειτουργίας μιας χρηστής
δημοκρατικής διακυβέρνησης. Αυτές τις μορφοποιημένες σε πρακτικές προτάσεις
αξίες και αρχές πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις, είτε ως Κοινοτάρχης στ’
Απεράθου, είτε ως Νομαρχιακός Σύμβουλος στο Λεκανοπέδιο, απαιτώντας την πλήρη
εφαρμογή του άρθρου 102 του Συντάγματος, που συστηματικά παραβιάζεται από το
ίδιο το κράτος, τόσο στην σφαίρα της διοικητικής αυτοτέλειας, πρωτοβουλίας και
ελεύθερης δράσης, όσο και στην σφαίρα διασφάλισης των αναγκαίων πόρων και
ενίσχυσης αυτοτελών οικονομικών δραστηριοτήτων. Είναι αλήθεια ότι ο γιγαντισμός
και η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών
υπονομεύουν εξ αντικειμένου τις αμεσοδημοκρα-τικές εκδοχές, δημιουργώντας
ένα υπαρκτό σύνολο δυσκολιών και εμποδίων. Αυτήν την πραγματικότητα, που
λαθεμένα, κατά την γνώμη μου, ο Μανώ[1]λης
Γλέζος την εντάσσει στην κατηγορία των τεχνικών αδυναμιών, είναι προφανές
ότι ούτε να την υποτιμήσουμε, ούτε να την υπερπηδήσουμε μπορούμε. Ασφαλώς ο
σχηματοποιημένος τρόπος συγκρότησης των σημερινών καπιταλιστικών κοινωνιών έχει
δημιουργήσει ένα σύνολο προβλημάτων, κεντρικό των οποίων είναι, φρονώ, η
αποδυνάμωση έως εξαφάνιση των δυνατοτήτων αυτονομίας – αυτοδιαχείρισης και
αυτοδιάθεσης των πολιτών που έχουν πάψει πλέον να λειτουργούν ως υποκείμενα της
ιστορίας, περιοριζόμενοι στον παθητικό ρόλο του ψηφοφόρου - καταναλωτή. Αν η
διαπίστωση αυτή ευσταθεί, το πρόβλημα της αυτοδιοίκησης επανέρχεταιδριμύτερο
από ποτέ. Και εδώ η απάντηση που ο
Γλέζος δίνει μέσα από τα γραπτά του κείμενα, που ευγενικά μου παραχώρησε, είναι
σαφής και ουσιαστική. «Η αυτοδιοίκηση δεν είναι δοτή εξουσία, αλλά αυτοδύναμη
έκφραση της λαϊκής
κυριαρχίας που αντλεί τη δύναμή της από το λαό και λογοδοτεί στο λαό. Συνεπώς,
πρέπει να αποκλείεται ο οποιοσδήποτε κυβερνητικός παρεμβατι[1]σμός
και απαιτείται να διακηρυχθεί, να κατοχυρωθεί, να θεσμοθετηθεί και να
υλοποιηθεί η πολιτική, νομική και διοικητική αυτοτέλειά της». Ποιος άραγε θα το
πραγματοποιήσει αυτό; Και εδώ η απάντηση του Γλέζου είναι σαφής. «Η μόνη ελπίδα
του Έθνους είναι ο Έλληνας Πολίτης. Όχι τα κόμματα. Τα κόμ[1]ματα
έχουν χρέος να προβούν στα μέτρα εκείνα που θα ενεργοποιήσουν τον πολίτη και θα
του προσφέρουν την δυνατότητα συμμετοχής στα κέντρα των αποφάσεων». Μια ζωή και
ένα έργο, κομμάτι, πλέον, οργανικό της σύγχρονης ιστορίας μας Δεν αποτελεί
πρόφαση ή δικαιολογία, αλλά βαθιά μου πεποίθηση ότι τα όσα παρέθεσα στο κείμενο
αυτό για τον Μανώλη Γλέζο, δεν αποτελούν παρά ένα προσχέδιο – τι λέω – ένα προσχέδιο
ενός προσχεδίου, όπως θα έλεγε και ο αγαπημένος μου Χέρμαν Μέλβιλλ.
Και αυτή είναι η αλήθεια αν θέλεις να περιγράψεις τον βίο και την πολιτεία ενός
πληθωρικού, ενίοτε αντιφατικού ανθρώπου, που από τα δύσκολα χρόνια της
δικτατορίας του Μεταξά το 1939, μπήκε στον αγώνα, όταν μαθητής ων ακόμα,
συγκρότησε μια πατριωτική – αντιφασιστική ομάδα για την απελευθέρωση και την
Ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα, για να παραμείνει πάντα στην πρώτη γραμμή,
είτε μέσα, είτε έξω από τις φυλακές, σε όλα τα θυελλώδη χρόνια της Κατοχής, της
Εθνικής Αντίστασης, του Εμφυλίου και των σκοτεινών χρόνων της Αμερικανοκρατίας
ως και την επτάχρονη δικτατορία. Για τους περισσότερους από εμάς μισός αιώνας
αγώνων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί
υπεραρκετός, για τον Μανώλη Γλέζο όμως όχι. Σταθερά σε όλα τα χρόνια της
Μεταπολίτευσης έως και τον θάνατό του παρέμεινε στην πρώτη γραμμή
πυρός, είτε πρωτοστατώντας στην υπόθεση ενός έμπρακτου ακηδεμόνευτου
διεθνισμού, όπως απεδείχθη στις υποθέσεις Πόλε-Λευκών Κελιών, Οτσαλάν,
καταγγελίας των βομβαρδισμών στην Γιουγκοσλαβία, σταθερής
υπεράσπισης των δικαίων των Παλαιστινίων, είτε παλεύοντας και υπερασπιζόμενος
μέχρι τέλους την αξιοπρέπεια και των πατριωτισμό των Ελλήνων τόσο στον αγώνα
για τις γερμανικές αποζημιώσεις, όσο και στμνημονίων και την ενδοτική γραμμή
του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε αυτά και τέλος στην υπεράσπιση της ελληνικότητας της
Μακεδονίας απέναντι στο αποεθνικοποιημένο
κακέκτυπο της Συμφωνίας των Πρεσπών που πρόταξαν οι θλιβεροί αριστεροδέξιοι
μικροευρωπαίοι επαρχιώτες. Αυτό, λοιπόν, που θέλω κατεξοχήν να τονίσω, είναι
ότι όλη του η ζωή, σκέψη
και δράση, στόχευε πάντα και αταλάντευτα στην υπηρεσία του πάσχοντος ανθρώπου.
Του ανθρώπου, που σε όλο τον βίο σταθερά υπηρέτησε βοηθώντας τον στο να γίνει
ενεργός πολίτης. Γιατί ο Μανώλης Γλέζος δεν κατέβασε την σβάστικα μόνο όταν
ήταν νέος. Σε όλη του την ζωή κατέβαζε τις σβάστικες της καταπίεσής μας και
αυτό είναι η μεγαλύτερή του δόξα. Θέλοντας επιγραμματικά να συνοψίσω τα όσα ήδη
ανέφερα, σκέφτομαι, όπως – άλλωστε –και με διάφορους τρόπους έχει λεχθεί, ότι ο
Μανώλης Γλέζος ίσως είναι ένας από τους πολύ λίγους που υπερέβησαν κυριολεκτικά
την σοφή εναλλακτική πρόταση του Βενιαμίν Φραγκλίνου, ή να γράψουν κάτι που να
αξίζει να διαβαστεί ή να κάνουν κάτι που να αξίζει να γραφτεί. Ε, λοιπόν, ο
πεισματάρης αυτός Απεραθίτης τα κατάφερε και τα δύο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου