Του Πέτρου
Παπακωνσταντίνου
Ένα μήνα μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία,
αυτό που ξεκίνησε ως κεραυνοβόλος πόλεμος κινήσεων, εξελίσσεται σε πιο αργό,
ίσως και πιο φονικό πόλεμο θέσεων, με οχυρωμένα στρατόπεδα και μακρινά πλήγματα
πυροβολικού και αεροπορίας. Η γραμμή του μετώπου έχει παγιωθεί στο μεγαλύτερο
μέρος της· οι Ρώσοι έχουν αποκομίσει σημαντικά εδαφικά κέρδη, κυρίως
στο Νότο και στα Ανατολικά, αλλά δεν έχουν καταφέρει να καταλάβουν ούτε μία από
τις δέκα μεγαλύτερες πόλεις της Ουκρανίας· ο ουκρανικός στρατός έχει καθηλώσει
τις εχθρικές δυνάμεις στις πύλες των αστικών κέντρων που πολιορκούνται (με
εξαίρεση τη Μαριούπολη) και σε ορισμένες περιπτώσεις έχει αρχίσει να εκδηλώνει
επιτυχείς αντεπιθέσεις. Η ίδια, εκρηκτικά ασταθής ισορροπία επικρατεί στο
διπλωματικό επίπεδο, με τις διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός σε νεκρό
σημείο, αφού ούτε η Μόσχα είναι ικανοποιημένη με ό,τι έχει πετύχει μέχρι τώρα-
αντί τεράστιου πολιτικού, οικονομικού και ηθικού τιμήματος- ούτε το Κίεβο
αισθάνεται την ανάγκη να συνθηκολογήσει.
Σε αυτό το φόντο, ο αναπληρωτής αρχηγός ΓΕΕΘΑ της Ρωσίας,
Σεργκέι Ρουντσκόι, δήλωσε την Παρασκευή, 25 Μαρτίου, ότι η πρώτη φάση των
ρωσικών επιχειρήσεων είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική αποδυνάμωση του ουκρανικού
στρατού, κάτι που θα επιτρέψει στη δεύτερη φάση να επικεντρωθούν οι ρωσικές
δυνάμεις στον κεντρικό τους στόχο, δηλαδή την «απελευθέρωση» ολόκληρου του
Ντονμπάς[i].
Το Κίεβο και η Δύση ερμήνευσαν αυτή την τοποθέτηση ως ομολογία αποτυχίας,
υποστηρίζοντας ότι ο Πούτιν περίμενε έναν περίπατο λίγων ημερών μέχρι το Κίεβο,
αλλά απέτυχε οικτρά και αναγκάζεται τώρα να αναδιπλωθεί, την ανάγκην φιλοτιμίαν
ποιούμενη.
Ότι η ρωσική ηγεσία υποτίμησε την αντίσταση που θα συναντούσε
από τον ουκρανικό στρατό (αλλά και τις σαρωτικές κυρώσεις μιας επανενωμένης,
έστω προσωρινά, Δύσης) είναι μάλλον βέβαιο. Αλλά ότι το Κρεμλίνο περίμενε έναν
αστραπιαίο πόλεμο λίγων ημερών, ακούγεται ως φτηνή προπαγάνδα. Η αμερικανική
υπερδύναμη, στο απόγειο της μονοκρατορίας της, το 1991, χρειάστηκε 956.000
στρατιώτες και 42 μέρες πολέμου για να υπερισχύσει μιας αραβικής χώρας, του
Ιράκ, εξουθενωμένης από οκτώ χρόνια τρομερού πολέμου με το Ιράν- και μάλιστα,
χωρίςο αμερικανικός στρατός να μπει στη Βαγδάτη και χωρίς να ανατρέψει τον
Σαντάμ Χουσεϊν. Μόνο ένας παράφρων στο Κρεμλίνο θα μπορούσε να υπολογίζει ότι
120.000 Ρώσοι στρατιώτες θα κατάφερναν να καταλάβουν τη δεύτερη μεγαλύτερη, σε
έκταση, χώρα της Ευρώπης, που κληρονόμησε από τα χρόνια της ΕΣΣΔ ισχυρότατη
πολεμική βιομηχανία, ετοιμαζόταν γιαυτό τον πόλεμο οκτώ χρόνια και απολάμβανε
στρατιωτικού εξοπλισμού, πληροφοριών και εκπαίδευσης από Αμερικανούς και
Βρετανούς. Ο Πούτιν είναι πολλά πράγματα, αλλά παράφρων δεν είναι.
Μπορεί οι στρατιωτικοί σχεδιασμοί και οι πολιτικοί στόχοι του
Κρεμλίνου να περιβάλλονται από ομίχλη, αλλά οι επιδιώξεις των ΗΠΑ είναι
απολύτως διαυγείς. Όπως έγραψε ο Ντέιβιντ Σάνγκερ, επικεφαλής του γραφείου των NewYorkTimesστην Ουάσιγκτον, η κυβέρνηση Μπάιντεν
εννοεί να εγκλωβίσει τη Ρωσία σε έναν μακρύ πόλεμο τεράστιου κόστους, όπως
συνέβη, τηρουμένων των αναλογιών, με την καθήλωση της ΕΣΣΔ στο ναρκοπέδιο του
Αφγανιστάν (το γεγονός ότι οι Αμερικανοί έστειλαν στους Ουκρανούς
αντιαεροπορικούς πυραύλους Stinger, που είχαν ενισχύσει την τζιχάντ των μουτζαχεντίν
κατά των Σοβιετικών, έχει και τη συμβολική σημασία του). Ο γνωστός ιστορικός
ΝάιαλΦέργκιουσον έγραψε στο πρακτορείο Bloombergότι κορυφαίοι παράγοντες της
κυβέρνησης Μπάιντεν του είπαν απερίφραστα ότι το μόνο νοητό, γι αυτούς, τέλος
αυτού του πολέμου περιλαμβάνει την ανατροπή του Πούτιν και μια πιο πειθήνια
έναντι της Αμερικής Ρωσία- κάτι που θα αποτελούσε ταυτόχρονα ισχυρή
προειδοποίηση στην Κίνα[ii].
Ο ίδιος ο (κάθε άλλο παρά αντιιμπεριαλιστής) Φέργκιουσον θεωρεί αυτή τη θεώρηση
επικίνδυνη πλάνη του Μπάιντεν και το πιθανότερο είναι ότι έχει δίκιο.
Όσο μιλούν τα όπλα, επιβάλλεται κάποια σεμνότητα λόγων και
οικονομία προβλέψεων, επί ποινή γρήγορης διάψευσης. Σε κάθε περίπτωση, όσοι
είναι έτοιμοι να στοιχηματίσουν τα πάντα σε ένα Βατερλώ της Ρωσίας και στον
πολιτικό θάνατο του Πούτιναναλαμβάνουν ένα παιχνίδι υψηλότατου ρίσκου, για τους
ίδιους και για τον κόσμο όλο.