Ο
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΣΤΕΛΛΑΣ, φιλόλογος, «άνθρωπος της Ελλάδος» όπως ήταν στη δική μου
συνείδηση, σπουδαίος δάσκαλος, τον οποίο δεν ξεχνούν οι μαθητές του αλλά και
όσοι τον γνώρισαν, ποιητής, κριτικός της λογοτεχνίας και δοκιμιογράφος, εξέδωσε
στα 1970 την ποιητική συλλογή Χώρος διασποράς (Κρατικό βραβείο ποίησης
2009), στην οποία περιλαμβάνεται και το σπουδαίο ποίημα για το 55-59 Άδεια
θρανία:
«Διάβασα
το κατάλογο και σεις λείπατε,
γράφατε
την ορθογραφία σας στους τοίχους.
Διάβασα
τον κατάλογο
Και
σεις βρισκόσαστε στα οδοφράγματα
Διάβασα
τον κατάλογο
και
σεις γράφατε στις φυλακές
στα
μικρά σας γόνατα
την
Ιστορία του ανθρώπου.
Κι’
έγραψα στον κατάλογο : όλοι παρόντες!
Και
πλάι το βαθμό του καθενός σας : Άριστα».
Το
έγραψα ξανά, με τους άνδρες ποιητές να δυσαρεστούνται. Αυτά τα χρόνια στην
Κύπρο την πρωτοπορία στην ποίηση αναλαμβάνουν οι γυναίκες, μα με την ίδια
αχίλλειο πτέρνα πάντα, την τόσο δύσκολο να μην στερούνται οι άνδρες ή οι
γυναίκες καλλιτέχνες: εκείνη τού τι παλεύουν να κάμουν οι καλλιτέχνες στα
"προχωρημένα" κέντρα της Δύσης. Λίγοι και λίγες καταλαβαίνουν πως αν
δεν ξεκινάς από τον διπλανό, συμπατριώτη σου χάνεσαι, στρέφοντας την προσοχή
σου πρώτα τον ξένο. Ο ξένος θ' αναγνωρίσει τον εαυτό του σε σένα, αν ξεκινήσεις
από τον δικό σου άνθρωπο, εκείνον του τόπου σου.
Χαίρομαι
αφάνταστα που η Αγγελίνα Παστελλά, άξια κόρη τού άξιου πατέρα της,
στερείται της αχίλλειας πτέρνας, χώρια το γεγονός ότι σε πλείστα ποιήματά της
(συλλογή ΕΠΕΠΡΩΤΟ, Λεμεσός 2021) χαμογελά μακριά, στο βάθος ο Καβάφης.
Τα ποιήματα της Αγγελίνας, τουλάχιστο τα περισσότερα, είναι απαλλαγμένα από κάθε είδους φιλοδοξία. Δεν παριστάνουν τίποτε, δεν θέλουν να μοιάσουν με τίποτε, είναι ο βαθύτερος εαυτός της, ο ανυπόκριτος, να μονολογεί.
Κι
ακόμα, εξίσου σημαντικό, πράγμα που την κατατάσσει μες στους πρώτους της δικής
μου προτίμησης, είναι το γεγονός ότι στο κέντρο των αληθινά ποιητικών μονολόγων
της, κυριαρχεί ο άνθρωπος του τόπου της, δηλαδή η πατρίδα της.
Πριν
χρόνια ακούσαμε τον πατέρα του πεσόντος Ελδυκάριου Νικόλαου Τσουκαλά, να μιλά
για τον δικό του πατέρα, ναυτικό, που έφτασε με καράβι του Ελληνικού Πολεμικού
Ναυτικού στη Λεμεσό, γύρω στα μέσα της δεκαετίας 1910. Στον παππού Τσουκαλά
έκαμε τρομερή εντύπωση η αγάπη των Κυπρίων για την Ελλάδα. Ανέβαιναν, λέει, οι
βρακάδες για "επίσκεψη" στο πλοίο κι έσκυβαν να φιλήσουν το
κατάστρωμα, αγκάλιαζαν τις λαμαρίνες, έτριβαν την γαλανόλευκη στο μέτωπο,
έκλαιγαν.
Τιμώντας
εκείνους τους ανθρώπους η Αγγελίνα έχει γράψει ένα θαυμάσιο ποίημα, Το
καράβι. Πώς μπορεί εκείνος που δεν θυμάται τι αγάπησαν οι γονιοί του, τι
ονειρεύτηκαν οι παππούδες του, να λογαριάζεται ανάμεσα στους ανθρώπους;
Κι
όμως, όλ’ αυτά, τη δική μας πατρίδα, θέλησε να διαβάλει, να συκοφαντήσει και να
διασύρει με ψιθύρους και πράξεις ήδη πριν επιστρέψει από την εξορία το 1959 ο
άνθρωπος που διορίσαμε αρχηγό με σκοπό να μας οδηγήσει πίσω σε αυτήν, ένας
Αρχιεπίσκοπος... ο Μακάριος Γ', που δεν μπορεί παρά να περάσει στην Ιστορία με
το προσωνύμιο "ο Επίορκος".
Κανείς
πλέον δεν μπορεί να αμφισβητήσει την καταστροφή που μας επιφύλαξε η πολιτική
δράση του, ούτε μπορεί να προβάλλεται εκείνος ως πρότυπο αντίστασης και ως
"ήρωας" επειδή μια δικτατορία, που ο ίδιος προκάλεσε τη γέννησής,
έγινε η αφορμή να εισβάλει η βαρβαρότητα και να εγκατασταθεί μόνιμα στον τόπο
μας απαιτώντας τα πάντα.
Γνώσεσθε
τήν ἀλήθειαν, καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς.
Αυτό
ξέρουν οι ποιητές, τα θεμέλια της ελευθερίας και του πολιτισμού των ανθρώπων
και δεν υπάρχει περίπτωση να σιωπήσουν. Αλλιώς θα επιστρέψουμε στις ζούγκλες ως
ζώα προς κατανάλωση το ένα από το άλλο.
Το
ποίημα της Αγγελίνας Μακάριοι οι ματανοούντες συνοψίζει ευθέως και
ανυπόκριτα, με την αρμόζουσα τόλμη και λιτότητα το «έργο» του ανδρός, την
καταστροφή που επέφερε στον τόπο και στον εαυτό του παραπέμποντας το ζήτημα
στον Κριτή όλων μας.
ΜΑΚΑΡΙΟΙ
ΟΙ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΕΣ
Καθώς
η λειτουργία είχε τελειώσει
κι
ο Γέροντας στεκόταν μόνος μες στην εκκλησιά
εμπρός
απ' το ιερό, δεόμενος ακόμη
είδε
έξαφνα ένα όραμα.
Είδε
ότι εμπρός του ολόρθος εμφανίστηκες
ντυμένος
τ' άμφια τα λαμπρά
μ'
όλη την αίγλη ακέρια
σ'
ένα φως ολόλευκο όλος περιβεβλημένος,
του
είπες τ' όνομά σου.
Κι
άγγελος Κυρίου απάντησε,
στην
απορία του Γέροντα αποκρίθηκε
και
είπε ότι Εσώθης.
Αλήθεια,
από πού νά ’ρθε εκείνη η συμφορά
ποια
λαίλαπα να σ' ηύρε
ποια
πλάνη, ποιοι κλυδωνισμοί
να
σε κατέβαλαν
και
χάθηκες μέσα στις δαιδαλώδεις σάλες
των
σκοτεινών αυτοκρατοριών
μες
στη βουή τού πλήθους και τις ζητωκραυγές.
Πώς
από Σαμουήλ και Παπαφλέσσας τού λαού σου,
αυτός
που ορκίζει το νέο Σούλι,
επίορκος
ονομάστηκες και καταπατητής ονείρων;
Τα
χρόνια που ήρθαν ήταν δίσεκτα.
Στα
έντεκά μου έστειλες τους σπιούνους σου
να
ψάξουν τα συρτάρια μου
στα
δώδεκα μου ήδη σε μισούσα.
Γιατί
εγκατελειψες;
Δοσίλογοι
και καιροσκόποι σ' ακολούθησαν
κι
άλλοι που λοιδορούσαν ό,τι αγάπησα.
Πώς
είπαν όμως ότι εσώθης;
Ίσως
την ύστατη την ώρα καθώς ένιωσες
"Μνήσθητί
μου Κύριε" με συντριβή να ψέλλισες
και
άφεση να ζήτησες
για
μας, που ναυαγούς μάς άφησες
σε
κρύα κι αφιλόξενη κι απέλπιδα ακτή.
Άντης
Ροδίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου