Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (δημοσιεύθηκε στη «δημοκρατία» στις16.09.2021 --
Ι. Η μαγική εικόνα μιας άλλης Ελλάδας
Ήταν αξιοθαύμαστα άνετος ο κ. Πρωθυπουργός, στη Συνέντευξη Τύπου της 12ης τρέχ.,και χωρίς καν να χρειάζεται να σκεφθεί ούτε δευτερόλεπτο το περιεχόμενο των απαντήσεών του. Μας μετέφερε, με μαγικό χαλί, σε μιαν άλλη Ελλάδα. Που ως εκ θαύματος, όλα τα ακανθώδη προβλήμάτά της είχαν εξαφανιστεί. Που δεν αντιμετώπιζε πια ούτε απειλές έξωθεν, μια και τα εθνικά μας συμφέροντα συμπίπτουν με τα αντίστοιχα τουρκικά, ούτε κινδύνους αλλοίωσης του πληθυσμού μας, μια και οι εισβάλοντες μετανάστες θα φιλοξενηθούν σε νέες νησιώτικες δομές. Και, επιπλέον, ο κ. Μητσοτάκης εξήγησε διεξοδικώς και χωρίς τον ελάχιστο δισταγμό, ότι πια ζούμε σε μια προνομιούχα χώρα, που δεν μαστίζεται από υψηλό χρέος και αδιέξοδα οικονομικά προβλήματα. Γι αυτό και ήρθε η ώρα, ως πρώτη μας προτεραιότητα, η πατρίδα μας να αγκαλιάσει τους νέους, δεδομένου ότι έχει την πολυτέλεια να δωρίζει στο σύνολο των φοιτητών, που σπουδάζουν εκτός του τόπου της μόνιμης διαμονής τους, και ανεξαρτήτως της οικονομικής τους κατάστασης, 1000Ε επί έξη μήνες. Γι αυτό, και η Ελλάδα έχει πια την ευχέρεια να προσφέρει, ως γέρας νίκης, 1200Ε επί έξη μήνες σε κάθε νέο κάτω των 29 ετών, που προσλαμβάνεται σε θέση εργασίας. Γι αυτό και η χώρα μας απαξιοί πια το προϊόν υψηλών φόρων, εισφορών, ΕΝΦΙΑ και συμπαρομαρτούντων, και σπεύδει να προβεί σε σημαντικές μειώσεις τους. Αυτή η θαυματουργική, εξάλλου, πατρίδα μας είναι πια σε θέση, σύμφωνα πάντα με το περιεχόμενο της πρωθυπουργικής συνέντευξης, να χρηματοδοτήσει σημαντικά έργα υποδομής από άκρη σε άκρη της γεωγραφικής μας έκτασης. Και αναφορικά με το κύμα των ανατιμήσεων, εξυπακούεται ότι η πλούσια Ελλάδα μας θα ήταν αδιανόητο να αφήσει αβοήθητους τους πολίτες της, αλλά αντιθέτως δεσμεύεται να τους εξασφαλίσει αντισταθμιστικές εισφορές, ώστε να μη συρρικνωθεί το εισόδημά τους.
ΙΙ.ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Οσο και αν είναι άχαρο να πέφτει κανείς από τα σύννεφα χωρίς αλεξίπτωτο, ας επανέλθουμε στην πραγματική μας χώρα. Αυτήν που αιμορραγεί, που απειλείται από εχθρούς αλλά και φίλους και που επιβάλλεται να αλλάξει ρότα για να επιβιώσει.
Και έρχομαι στη συνέντευξη:
Είναι, πράγματι, ανεξήγητο το πως και το γιατί, παρά τη μεγάλη διάρκεια της συνέντευξης, που θεωρητικά θα επέτρεπε εξάντληση των σημαντικών ερωτήσεων, απουσίαζε ωστόσο από αυτήν, σχεδόν ολοκληρωτικά, το σύνολο των ακανθωδών οικονομικών μας προβλημάτων και όχι μόνο.
Όντως, πολύ κρίμα, διότι ο προβληματισμός γύρω από την οικονομία θα ήταν πρωταρχικής σημασίας, οι θέσεις του κ. Πρωθυπουργού θα μπορούσαν να είναι διαφωτιστικές, και οπωσδήποτε θα ήταν δυνατόν να διευκρινιστεί πλήθος σκοτεινών σημείων, αναφορικά με τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες. Και συγκεκριμένα:*Δεν αναζητήθηκαν απαντήσεις για το πως θα χρηματοδοτηθούν όλες αυτές οι πολυάριθμες εξαγγελλόμενες παροχές, καθώς και η διενέργεια σημαντικών έργων υποδομής σε ολόκληρη τη χώρα. Ιδίως και που αυτές συμπίπτουν χρονικά με ελαφρύνσεις φόρων, ΕΝΦΙΑ κλπ. Ακόμη, δεν διευκρινίστηκε το κατά πόσον το προϊόν του επιταχυνόμενου ρυθμού ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, και ειδικότερα των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, θα συμμετάσχει στις δαπάνες αυτές.
*Χωρίς αντίρρηση, από τους δημοσιογράφους, έγινε δεκτή η διαβεβαίωση ότι, ως Έλληνες, οφείλουμε να πανηγυρίζουμε επειδή το ΑΕΠ μας αυξήθηκε κατά 16,2% το 2ο τρίμηνο του 2021. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται για αύξηση του ΑΕΠ, αλλά για απλή υποκατάσταση της ισάξιας μείωσης του ΑΕΠ μας, κατά το 2ο τρίμηνο του 2020. Να προσθέσω ακόμη ότι η πρωθυπουργική αναφορά, που εμφάνισε την ετεροχρονισμένη υποκατάσταση της ζήτησης ως αύξηση του ΑΕΠ, συνδέεται προφανώς και με την υπόθεση ότι οι αυξημένες καταθέσεις των νοικοκυριών, θεωρούνται και αυτές ως αύξηση εισοδήματος και πλούτου (20Ε δισεκατομμύρια). Δεν πρόκειται, ωστόσο, περί ένδειξης πλούτου, αλλά περί της αναγκαστικής μείωσης της κατανάλωσης, λόγω εγκλεισμού, όσο και λόγω αβεβαιότητας εξαιτίας του ιού. Δεν θα πρέπει, εξάλλου, να μας διαφεύγει, όταν υποκύπτουμε στον πειρασμό να θεωρούμε «πλούσιους τους εαυτούς μας», ότι το μέσο κατά κεφαλή εισόδημά μας, στα Βαλκάνια, είναι τώρα ελαφρώς ανώτερο μόνο του αντίστοιχου της Βουλγαρίας, ενώ πριν από τα εγκληματικά μνημόνια, ήταν στην κορυφή. Αλλά, και τέλος, εύλογα τίθεται το ερώτημα, από που θα μπορούσε να εξασφαλιστεί αυτή η υποτιθέμενη αύξηση του πλούτου, μέσα από οικονομία, που νεκρώθηκε για μήνες;
*Ο δικός μας πληθωρισμός, που είναι μόνον 1,9% και που υπολείπεται του αντίστοιχου μέσου κοινοτικού (πάνω από 3%), παρά τη σημαντική αύξηση ρευστότητας, λόγω ιού, δεν μπορεί να εκληφθεί ως ενθαρρυντικό στοιχείο, όπως φαίνεται να πιστεύεται. Και τούτο, διότι υποδηλώνει εγγενή αδυναμία της οικονομίας μας να αντιδράσει και να κινητοποιήσει τις αποφασιστικές, για την ανάπτυξη, ροπές, ακόμη και σε περιόδους τόσο υψηλής ρευστότητας. Υποδηλώνει, τελικώς, ανυπαρξία δυνητικής ανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά, όμως, αξίζει να σημειωθεί, σχετικά, ότι η άνοδος των τιμών σε βενζίνη, φυσικό αέριο, ρεύμα, βασικά είδη διατροφής κ.ά. δεν πρόκειται να περιοριστεί σε αυτά, αλλά αναγκαστικά, θα γενικευθεί. Ο πληθωρισμός αυτός είναι ταυτόχρονα προσφοράς, ζήτησης αλλά και κόστους, γι αυτό και αποκλείεται να εξελιχθεί σε παραγωγικό, που θα ήταν ευπρόσδεκτος. Έτσι, και δυστυχώς, τα πρωθυπουργικά μέτρα, που θα επιχειρήσουν να ελέγξουν την κατάσταση θα είναι αναποτελεσματικά, όπως πάγια συμβαίνει σε ελεύθερες οικονομίες.
*Σύμφωνα με την πρωθυπουργική αισιοδοξία μάς αναμένουν «παχιές αγελάδες» και όχι απλώς για ένα χρόνο από σήμερα, αλλά για συνεχιζόμενα. Οι θετικές αυτές προβλέψεις φαίνεται να δικαιολογούνται από τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, που για φέτος υπερβαίνει το 5%. Είθε να είναι έτσι! Αλλά είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε από πού θα προέλθει αυτή η πανάκεια. Υπάρχουν, ασφαλώς, πολλές πηγές τροφοδότησης της ανάπτυξης, αλλά όμως οφείλουν αυτές να προσδιοριστούν, και κυρίως οφείλουν να είναι σε θέση να μεγεθύνουν την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας. Συνεπώς, οι εξάρσεις της ροπής για κατανάλωση, που, αναμφίβολα, οφείλονται στην εξέλιξη του ιού, και που απλώς επαναφέρουν την οικονομία σε σχετική κανονικότητα, δεν αποτελούν ανάπτυξη, και δεν θα έχουν διάρκεια. Ήδη στις ΗΠΑ η ζήτηση υποχωρεί, καθώς η οικονομία οδεύει προς φυσιολογικά επίπεδα λειτουργίας της. Γι αυτό, η βεβαιότητα ότι ο φετινός υψηλός ρυθμός ανάπτυξης δεν αποτελεί φούσκα του ιού θα έπρεπε να στηριχθεί σε πηγές διαρκείας. Εκτός, λοιπόν, από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας μας, που ασφαλώς δεν μας καθιστά πλουσιότερους αλλά, φευ, καημένους και κακομοίρηδες, υπάρχει και το Τ.Α. στις παροχές του οποίου έχουν εναποτεθεί υψηλές κυβερνητικές αναμονές. Παρότι τα χρήματα που θα πάρουμε, εκτός βέβαια των δανείων που γιγαντώνουν το χρέος μας, δεν είναι αρκετά για την αντιμετώπιση των αναγκών μας, θα μπορούσαν ωστόσο να αποτελέσουν εισαγωγή στην έναρξη αναπτυξιακής προσπάθειας. Θα έπρεπε, όμως, να εξασφαλίζουν εντελώς διαφορετικές προδιαγραφές χρησιμοποίησής τους, και συγκεκριμένα:
-Να επιλέγαμε εμείς τις πρωταρχικές, για το στάδιο ανάπτυξης και τις ιδιομορφίες της οικονομίας μας, επενδύσεις που φυσικά δεν θα ήταν οι ανεμογεννήτριες και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
-Να εξασφαλίζαμε είδος επενδύσεων, των οποίων τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, τουλάχιστον σε αποφασιστικό ποσοστό τους, θα παρέμεναν στη χώρα μας, και δεν θα έκαναν πλουσιότερη την Ευρώπη του Βορρά.
-Να είχαμε επιμείνει στο δικαίωμά μας απόκτησης των αναγκαίων εισαγωγών, για τις επενδύσεις μας, από χώρες που θα μας τις προμήθευαν με χαμηλότερο κόστος από το αντίστοιχο του ευρωπαϊκού Βορρά. Ειδικά και επειδή τώρα η διακοπή της παραγωγικής αλυσίδας σε πολυάριθμα σημεία της δημιουργεί ελλείψεις, σημαντικές αυξήσεις τιμών και κόστους μεταφοράς.
-Συνοψίζοντας, θα έπρεπε να είχαμε απαρνηθεί την απύθμενη υποτέλεια, που σφραγίζει κάθε έκφανση της εθνικής μας υπόστασης, μέχρι του σημείου να μας δακτυλοδείχνει ο Economist (μέσω του Πρωθυπουργού μας) ως τον «καλύτερο μαθητή της ΕΕ». Και επειδή, δυστυχώς, στον ορίζοντα αδυνατώ να διακρίνω τέτοιας μορφής επιθυμητές μεταβολές, διατηρώ εντονότατες ανησυχίες για το μέλλον. Συγκεκριμένα, ότι θα εξακολουθήσουμε να συναινούμε στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των «εταίρων-συμμάχων- φίλων», σε βάρος των δικών μας.
*Είναι αλήθεια ότι υπήρξε ερώτηση, που αναφερόταν στο χρέος μας, το οποίο αναρριχάται ακάθεκτο. Όμως, ο όποιος σχετικός προβληματισμός περιορίστηκε στην εφησυχαστική υπόθεση ότι το κόστος χρήματος θα παραμείνει χαμηλό, και ότι η συμμόρφωσή μας με τους ασφυκτικούς όρους του Συμφώνου Σταθερότητας, θα εξακολουθήσει να είναι χαλαρή και σε περιβάλλον άνετης ρευστότητας. Δυστυχώς, δεν συμμερίζομαι αυτή την αισιοδοξία, και αντιθέτως φοβούμαι τα χειρότερα, με βάση «λογικές προβλέψεις».
*Τελειώνω, διατυπώνοντας την τεραστίων διαστάσεων έκπληξή μου, για το ότι οι προσκεκλημένοι δημοσιογράφοι στην πρωθυπουργική συνέντευξη, όχι μόνον αγνόησαν τα κρίσιμα προβλήματα της οικονομίας, καθώς αυτά παρέμειναν ορφανά από καίριες ερωτήσεις, αλλά και επιπλέον εφησύχασαν με την πρωθυπουργική διαβεβαίωση ότι, ουσιαστικά «τα βρήκαμε με τους Τούρκους». Είναι, όντως, αδιανόητο το γεγονός ότι οι προσκεκλημένοι δημοσιογράφοι στην πρωθυπουργική συνέντευξη δεν είχαν την περιέργεια να πληροφορηθούν από πότε, πώς και σε ποια σημεία των έντονων διαφωνιών μας υπήρξε συμφωνία, αλλά βέβαια και τι περιλαμβάνει αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου