του Άντη Ροδίτη
Η
τελευταία προσπάθεια της Ελλάδας να διασφαλίσει ένα ελληνικό μέλλον για την
Κύπρο δια της Ενώσεως έγινε το 1964 με την αποστολή της ελληνικής μεραρχίας
στην Κύπρο και την πρόταση άμεσης Ένωσης που έγινε από τον πρωθυπουργό της
Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου προς τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας
Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Ο Μακάριος απέρριψε την πρόταση. Τότε ήταν που
τέθηκαν τα θεμέλια του διαβόητου δόγματος «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς
συμπαρίσταται». Το δόγμα εδραιώθηκε μετά την απονενοημένη απόπειρα της
Δικτατορίας το 1974 να το ανατρέψει. Τα όσα ακολούθησαν «δικαίωσαν» το δόγμα
τελεσίδικα. Η Ελλάς σώπασε πλέον και ελλείψει σοβαρών μελετητών,
επιστημόνων και δημοσιογράφων, την πολιτική εκτροπή ακολούθησε και ο
καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας.
Οι
απεγνωσμένες προσπάθειες εκ μέρους ελάχιστων Κυπρίων, ποιητών κυρίως, ν’
αποκαταστήσουν την ιστορική διαστρέβλωση συνάντησαν την ντόπια αντίδραση της
πνευματικής μετριότητας, που βασιζόταν στην εύνοια της εκάστοτε εξουσίας
ώστε να κυριαρχεί σε βάρος κάθε αναλαμπής γνήσιας σκέψης και συναισθήματος.
Στην ντόπια πνευματική μετριότητα προσέτρεξε αρωγός (συμπαραστάθηκε) και η
ελλαδική πνευματική μετριότητα – εκεί άλλωστε, στην Ελλάδα, ήταν η μόνη που
υπήρχε.
Κι ήταν η μόνη που υπήρχε ή η μόνη που απέμεινε από τη στιγμή που δεν
κατόρθωσε να αποτινάξει το φίμωτρο που επέβαλε η κυπριακή μπαγαποντιά, η οποία
αναδείχθηκε σε… προμαχώνα δημοκρατικών αγώνων!!
Ο
ερευνητής που θα βάλει στη θέση τους τα πράγματα ίσως δεν θα γεννηθεί ποτέ. Θα
απομείνει μόνη κι εγκαταλειμμένη η λογοτεχνία ως μάρτυρας.
Κι
ενώ η πολιτική «συμπαράσταση» προς την Κύπρο συνοδευόταν πάντα από μια θλίψη
για την κατάσταση, η καλλιτεχνική παραχωρήθηκε με ενθουσιασμό! Έφτασε στο
σημείο να συμπράττει στην απόπειρα στραγγαλισμού της ιστορικής αλήθειας όπως
την εκθέτει η κυπριακή λογοτεχνία.
Την
κόψη την τρομερή της λογοκρισίας είδαν οι μέγιστοι των ποιητών μας Παντελής
Μηχανικός και Κώστας Μόντης.
Μελέτη
για τον Μόντη, η οποία συνέδεε άμεσα το σπουδαιότερο ποιητικό του δημιούργημα,
το Δεύτερο Γράμμα στη Μητέρα, με τα πραγματικά γεγονότα της
πρόσφατης πολιτικής ιστορίας της Κύπρου καταδικάστηκε στη μεγίστη των ποινών,
την περιθωριοποίηση, προκειμένου να συνεχίσουν οι μύθοι του «ηρωισμού» και της
«αντίστασης» να καλύπτουν την προδοσία. Το γεγονός ότι το βιβλίο προχωρούσε
πρωτοποριακά και σε τομείς όπως εκείνον της τεχνικής και καλλιτεχνικής σχέσης
του Κώστα Μόντη με τον Τόμας Έλιοτ, πράγμα που κανένας ακαδημαϊκός «μελετητής»
του Μόντη δεν είχε ανιχνεύσει ως τότε -γι’ αυτό άλλωστε κράτησαν μετά και σιωπή
ιχθύος- δεν πτόησε την ελλαδο-κυπριακή Επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας να
επιβάλει, χωρίς δεύτερη σκέψη, την ποινή της περιθωριοποίησης. Πάνω απ’ όλα
έπρεπε να διαφυλαχθούν οι ντόπιοι μύθοι, χωρίς τους οποίους καμιά κυπριακή
εξουσία δεν μπορεί να σταθεί. Αυτή τη φορά, όπως και σε άλλες προηγουμένως, η
ελλαδική συμπαράσταση στην κυπριακή μπαγαποντιά, αποδείχτηκε βασιλικότερη του
βασιλέως: ήταν με δική της πρωτοβουλία και επιχειρηματολογία που αποφασίστηκε
να ριχτεί το βιβλίο στο περιθώριο. Τα κυπριακά μέλη της Επιτροπής «πείσθηκαν»
ευχαρίστως προκειμένου να διαφυλάξουν τη δική τους μετριότητα παρά ν’
αντισταθούν στην ελλαδική (λόγω βλακείας)… πατριωτική πρωτοβουλία!
Μεγάλη
Παρασκευή σήμερα.
Η
Κύπρος σώζεται από την πανδημία έχοντας ανατρέψει στον τομέα της υγείας το
δόγμα. Αυτή τη φορά η Ελλάς αποφάσισε και η Κύπρος ακολούθησε, και ήδη
βρίσκεται γι’ αυτό στον δρόμο της σωτηρίας.
Από
το βιβλίο που καταδίκασε η ελλαδο-κυπριακή μετριότητα, η προθυμία της
πνευματικής δουλοφροσύνης να εξυπηρετήσει τους κατεστημένους μύθους, επιλέγω
μια ποιητική σύνθεση τού Τόμας Έλιοτ, τον οποίο ο Μόντης, εν αγνοία των ντόπιων
«μελετητών» του, αναγνωρίζει ως τον ποιητή που τον επηρέασε περισσότερο:
(Πρόκειται
για το Μέρος IV του δεύτερου Κουαρτέτου που
έχει τίτλο East Coker [1940].
Προσέξτε τις ομοιότητες με τη σημερινή κρίσιμη πραγματικότητα).
Ο
πληγωμένος χειρουργός βυθίζει το νυστέρι
να φτάσει στο σημείο που ασθενεί·
κάτω απ’ τα ματωμένα χέρια του θεραπευτή
το κοφτερό, της τέχνης πάθος ξέρει,
το
αίνιγμα του πυρετού να λύνει
στο
διάγραμμα του ασθενή.
Η υγεία μας είναι στην αρρώστια
αν υπακούμε στη νοσοκόμα που ψυχορραγεί,
που η έγνοια της δεν είναι καλά να περνάμε
μα συνέχεια να μας θυμίζει
την
κατάρα του Αδάμ, που για να λήξει,
θα
πρέπει η ασθένεια να επιδεινωθεί.
Ο
πλουσιότερος άρχοντας, που πτώχευσε,
μας
άφησε δωρεά νοσοκομείο όλη τη γη,
να
πάμε καλά σ’ αυτή, μ’ εμπόδιο τον ίδιο
κι
όλη του την πατρική φροντίδα
πάντα
κοντά μας,
εδώ
ν’ αφήσουμε την τελευταία μας πνοή.
Παγωνιά
απ’ τα πόδια στα γόνατα ανεβαίνει,
πυρετός
τραγουδά στα σύρματα του νου.
Αν είναι να βρω τη ζεστασιά, θα πρέπει να παγώσω,
να
τρεμουλιάσω σε κρύα καθαρτική πυρά
σε
φλόγες τριαντάφυλλες, καπνού ακανθωτού.
Το αίμα που στάζει το μόνο μας ποτό,
η ματωμένη σάρκα η μόνη μας τροφή:
Κι
όμως, γι’ αυτό πιστεύουμε είμαστε καλά –
Μ’
αίμα και σάρκα, τη Μεγάλη Παρασκευή.
ΑΡ
Επειδή η ιστορία πρέπει να διδάσκει, το παιχνίδι χάθηκε πολύ παλαιότερα το 1915, όταν η Αγγλική κυβέρνηση πρότεινε στον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο, την ενσωμάτωση Ελλάδας και Κύπρου, δελεάζοντας τον να μπει στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ. Η άρνησή του προδίκασε την εξέλιξη του Κυπριακού μακροπρόθεσμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚε Ροδίτη, δεν αμφισβητώ τις πλείστες των διαπιστώσεων σας. Ωστόσο κάποιες από αυτές απαξιώνουν συγκεκριμένες προσωπικότητες. Μιλάτε για την πνευματική μετριότητα Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων πνευματικών ανθρώπων και λογοτεχνών, η οποία σιώπησε μπροστά στις όποιες προκλήσεις του Κυπριακού ζητήματος της εποχής της και αίφνης θυμήθηκα το ημερολόγιο του καταξιωμένου Έλληνα εκπαιδευτικού λογοτέχνη Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, που αναφέρεται στις εντυπώσεις του από μία επίσκεψη στην Μεγαλόνησο προ του 1967. Καταθορυβημένος από τις πρακτικές αυτοαπομόνωσης και περιχαράκωσης των Τουρκοκυπρίων μέχρι νεωτέρας δηλ. της εισβολής, δήλωνε στον Αρχιεπίσκοπο: Μακαριώτατε είμαι τρομοκρατημένος, για να εισπράξει τις μειλίχιες διαβεβαιώσεις του ότι δεν υπάρχει πρόβλημα! Αλλά και ο μέγας ποιητής νομπελίστας διπλωμάτης Σεφέρης, εκίνησε κάθε λίθο για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, για να εισπράξει από την Δικτατορία τις κατηγορίες ότι πούλησε την Κύπρο για να λάβει το Νόμπελ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμπληρωματικά ανασύρω από την μνήμη μου και την προτροπή του Νίκου Καζαντζάκη, στον πρόλογό του καπετάν Μιχάλη βιβλίο που εκδόθηκε μεσούντος του Κυπριακού αγώνα, προς την Κυπριακή νεολαία "κι είχαν δίκιο τα παιδικά μας μάτια να ταυτίζουν τα πάθη του Χριστού με τα πάθη της Κρήτης, όπως, είμαι βέβαιος, σήμερα τα μικρά Κυπριωτόπουλα ταυτίζουν τα πάθη του Χριστού με τα πάθη της Κύπρου∙ και περιμένουν με ακλόνητη πίστη κι αυτά, όπως κι εμείς τότε, την Ανάσταση. Μα ωσότου να ’ρθει η ανάσταση, η ράτσα μας θα μένει σταυρωμένη και θα φωνάζει."
ΑπάντησηΔιαγραφήΑντί Άντη Ροδίτη :Δεν πιστεύω ότι "προδίκασε" τίποτε το 1915. Μόνο ως ένας κακός οιωνός -εκ των υστέρων- μπορεί να λογιστεί. Το 1964 ήταν μια εντελώς άλλη περίπτωση και υπεύθυνη ήταν αποκλειστικά η Κύπρος, δηλαδή ο τότε παράνομος στην ουσία αρχηγός της Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταθορυβημένοι από τη συμπεριφορά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ήταν πολλοί, όπως για παράδειγμα και ο Αναστάσης Πεπονής (δείτε το βιβλίο του «Τα γεγονότα και τα πρόσωπα», Λιβάνης 2002). Όμως τελικά όλοι σιωπούσαν και μένους σιωπηλοί μέχρι σήμερα, λογοτέχνες και πολιτικοί και ιστορικοί επιστήμονες. Ειδικά για το 1964 ο Μακάριος είχε το πάνω χέρι σε όλα και δεν υπήρχε ελευθερία λόγου, μέχρι που τα κατάφερε ν' αναδειχθεί και ήρωας της Δημοκρατίας επειδή τα έβαζε, τάχα, με τη χούντα, για την άνοδο της οποίας είχε μεγάλη ευθύνη ο ίδιος με την αντι-νατοϊκή συμπεριφορά του. Είναι πολλές οι λεπτομέρειες. Σας συστήνω να διαβάσετε είτε ολόκληρο το βιβλίο "Κουράγιο Πηνελόπη" (182 έγγραφα και σχόλια) ή το κεφάλαιο 'Πώς δεν έγινε η Ένωσις το 1964’ στο βιβλίο "Εγκώμια στην παρακμή των Ελλήνων του πνεύματος", Αρμός 2013 και 2018 αντιστοίχως.
Για την αγάπη του Καζαντζάκη και Σεφέρη για την Κύπρο και την Ελλάδα δεν υπάρχει αμφιβολία. Το θέμα είναι ότι η ιστορική επιστήμη δεν είχε ενδιαφερθεί, ακόμα κι όταν μετά το 2000 άρχισαν να «αποχαρακτηρίζονται» τα πιο σημαντικά έγγραφα για το τι ακριβώς έγινε στις συνομιλίες της Γενεύης το 1964.
Σήμερα το θέμα δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον, αφού όλοι τρέχουν ξοπίσω την «επικαιρότητα», την πολλή κουβέντα με τη λίγη ουσία χωρίς ν’ αφήνεται χώρος γι’ αυτό που λέμε «ιστορική συνείδηση», που συντηρεί ταυτότητα. «Άστε με ήσυχο», λέει, το… προχωρημένο τραγούδι, «δεν θέλω να έχω ταυτότητα πια».
ΑΡ