Γράφει ο Κώστας Λάμπος
Αναγκαία διευκρίνηση
Η θρησκευτική πίστη του καθενός, όποια, με
όποιον τρόπο και για όποιο λόγο αυτός την επέλεξε ως ατομική του αντίληψη και
αυστηρά προσωπική του υπόθεση πρέπει να είναι απόλυτα σεβαστή. Εκείνο που δεν
μπορεί και δεν πρέπει να είναι σεβαστό και αποδεκτό από κανέναν μας είναι η
υποκριτική κατήχηση, το εμπόριο και το παραεμπόριο πίστης και η δόλια και
συμφεροντολογική διαμεσολάβηση εξουσιαστών, αγυρτών και ιερατείων που
εκμεταλλεύονται πνευματικά, οικονομικά, και πολιτικά τους πιστούς ως άτομα,
‘ποίμνια’, κοινωνίες και ως ανθρωπότητα.
Από την αθώα μεταφυσική αναζήτηση στην θρησκευτική πανούκλα
Οι μεταφυσικές αγωνίες και ανησυχίες που πηγάζουν από την
άγνοια και τον φόβο, αποτελούν μια απόλυτα φυσική κατάσταση για τα έλλογα όντα
και αποτελούν επίσης την άσβεστη δύναμη αναζήτησης, έρευνας και εύρεσης
απαντήσεων στα τόσα ζωτικά, υπαρξιακά και εξελικτικά προβλήματα του ανθρώπινου
είδους και με αυτήν την έννοια αποτέλεσαν την αφετηρία της φιλοσοφίας και των
επιστημών και το σπέρμα του ανθρώπινου πολιτισμού. Στο ξεκίνημα της απόσπασης
του ανθρώπινου είδους από τα άλλα ζώα η άγνοια και ο φόβος όξυναν την φαντασία
αναφορικά με το ρόλο διαφόρων πραγμάτων και καταστάσεων με αποτέλεσμα την
αποστασιοποίησή τους. Όσο, όμως, μεγαλώνει ο όγκος και η ποιότητα των γνώσεων
και της επίγνωσης του ανθρώπινου είδους τόσο μικραίνει η άγνοια και ο φόβος
απέναντι σε πράγματα και καταστάσεις.
Η βίαιη και ιδιοτελής απόσπαση μέρους της
κοινής περιουσίας από κάποια μέλη της κοινότητας με την μορφή της ατομικής
ιδιοκτησίας η οποία εξελίχθηκε σε εξουσία των λίγων ιδιοκτητών πάνω στους
πολλούς, έφερε αυτά τα μέλη σε αντίθεση με την κοινότητα. Αυτήν την αντίθεση,
ως πραγματικότητα κοινωνικής ανισότητας, καταπίεσης, εκμετάλλευσης, καταστροφής
και βαρβαρότητας, που συνεχίζεται από τις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας με
διάφορες μορφές και στιγματίζει τον ανθρώπινο πολιτισμό, οι εκάστοτε και
απανταχού εξουσιαστές προσπαθούν να την γεφυρώσουν μεταφυσικοποιώντας την,
τοποθετώντας μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων μεταφυσικά σύμβολα και
εξουσιαστικά φετίχ οργανωμένα σε σκοταδιστικές θρησκείες με τα απαραίτητα
συμπληρώματα όπως, Εκκλησίες, αγύρτες και πανούργα ιερατεία επιφορτισμένα με το
‘ιερό καθήκον’ να πείσουν το ‘εκκλησίασμα’, το ποίμνιό τους ότι «κάθε
άνθρωπος, ας υποτάσσεται εις τας ανωτέρας εξουσίας της πολιτείας, τους άρχοντας
δηλαδή, που είναι φορείς αυτής της εξουσίας, (εφ’ όσον αι εντολαί των δεν
αντίκεινται στο θέλημα του Θεού) διότι δεν υπάρχει εξουσία μέσα εις την κοινωνίαν,
που να μην απορρέη από τον Θεόν, οι άρχοντες, που ασκούν σήμερον τας εξουσίας,
έχουν ταχθή από τον Θεόν (έστω και κατ’ ανοχήν). Ώστε εκείνος που αντιτάσσεται
εις την εξουσίαν, αντιτίθεται εις την διαταγήν του Θεού δι’ αυτό δε και όσοι
αντιτάσσονται θα επισύρουν επάνω τους την τιμωρίαν, που τους πρέπει. […] Δι’
αυτό είναι ανάγκη να υποτάσσεσθε, όχι μόνον διά τον φόβον της τιμωρίας, αλλά
και από σεβασμόν προς την συνείδησίν σας, η οποία επιβάλλει, όπως και ο Θεός
διατάσσει, αυτήν την υποταγήν[1].
Μεγαλύτερη απόδειξη του εξουσιαστικού, συστημικού χαρακτήρα και του
αντικοινωνικού, εργαλειακού, ιδεολογικού ρόλου των θρησκειών[2]
δεν θα μπορούσε να φανταστεί ούτε ο μεγαλύτερος πολέμιός τους.
Οι εξουσίες δημιουργούν θεούς/φετίχ σαν τα μούτρα τους
Το συμπέρασμα είναι ότι οι εξουσίες, μετερχόμενες δόλο,
φετιχοποίησαν τον εαυτό τους, έδωσαν υπόσταση στις μεταφυσικές αντιλήψεις,
σκάρωσαν ‘θεούς’, δογματοποίησαν, δηλαδή ακινητοποίησαν την αναζήτηση και
έκλεισαν μέσα σε φοβικά και τιμωρητικά συστήματα την ελευθερία της σκέψης και
με όλα αυτά έχτισαν τον κόσμο τους πάνω στα ψέματα και στους φόβους των
σκοταδιστικών θρησκειών, στη βία, στην ανισότητα και στις σκοπιμότητες των
εξουσιαστικών ιδεολογιών με αποτέλεσμα την εκτροπή του ανθρώπινου πολιτισμού
από την ισοκατανομή, την συνεργασία και την αμεσοδημοκρατική συνύπαρξη, στον
ανταγωνισμό, στην σύγκρουση και στον πόλεμο για να φτάσουν μέχρι την θεοποίηση
των ‘αγορών’, την θεοποίηση του κεφαλαίου, δηλαδή την σημερινή καπιταλιστική
βαρβαρότητα. Όλα αυτά μπορούν και πρέπει να αλλάξουν και θα αλλάξουν με την
κατάργηση της πρωταρχικής αιτίας που προκάλεσε όλα τα δεινά της ανθρωπότητας,
με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής και με την
κατάκτηση της κοινωνικής αυτοχειραφέτησης. Κι αυτό δεν μπορεί να είναι έργο του
απάνθρωπου και καταστροφικού κεφαλαίου, ούτε κάποιας εξουσίας που τρέφεται από
το ψέμα, την ανισότητα, την αδικία και την βία σε βάρος της
κοινωνίας/ανθρωπότητας, προφανώς ούτε και κάποιας από τις τόσες εξουσιαστικές
θρησκείες του μίσους για τον άνθρωπο και τις ανταγωνίστριές τους, του ‘ιερού
πολέμου’ και του αίματος. Το διαχρονικό ζητούμενο όλων των κατά τόπους και
καιρούς κοινωνιών[3] μπορεί σήμερα,
στον 21ο αιώνα, να το πραγματοποιήσουν οι δυνάμεις της Εργασίας, της
Επιστήμης και του Πολιτισμού (δΕρΕΠο), πραγματοποιώντας ταυτόχρονα την
πνευματική, την κοινωνική, την πολιτική, την πολιτιστική και την πολιτισμική,
κατά συνέπεια και την οικονομική τους ανεξαρτησία από τα σκοταδιστικά και
εξουσιαστικά ιερατεία.
Η έννοια του φετιχισμού αναφέρεται γενικά ως ψευδαίσθηση
κάποιου ατομικού ή συλλογικού υποκειμένου που αποδίδει υπερφυσικές ή
μεταφυσικές ιδιότητες σε κάποιο δημιούργημά του, στο φετίχ, που όχι μόνο δεν
μπορεί να τις ελέγξει, αλλά στις οποίες πρέπει μέσω της αυτοαποπλάνησής του και
να υποταχθεί. Κατά περίπτωση η έννοια διαφοροποιείται ελαφρά, χωρίς ωστόσο να
διαφοροποιείται επί της ουσίας ως σχέση υποκειμένου προς δημιουργημένο αντικείμενο,
ή ακόμα και ως προς κάποια ιδέα του. Έτσι, για φετιχισμό μιλάνε οι
ανθρωπολόγοι-εθνολόγοι, με την έννοια της θρησκευτικότητας, οι
ψυχαναλυτές-σεξολόγοι με την έννοια της ‘ανωμαλίας’. Ως φετιχισμός στην
οικονομία ορίζεται η εμπορευματοποίηση, δηλαδή το φαινόμενο κατά το
οποίο τα προϊόντα της εργασίας, τα αγαθά, ή οι αξίες χρήσης, τα οποία
εμφανίζονται στην αγορά ως εμπορεύματα ή ως ανταλλακτικές αξίες, σαν μια
αντικειμενική πραγματικότητα ξένη και απέναντι από τους ανθρώπους που τα
δημιούργησαν, επειδή αυτοί δεν ορίζουν τα μέσα παραγωγής και βρίσκονται σε
σχέσεις εξαρτημένης εργασίας, στο πλαίσιο μιας κοινωνικής σχέσης κατά την οποία
η παραγωγική δραστηριότητα οργανώνεται από τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής
με σκοπό τον ιδιωτικό πλουτισμό τους, ανεξάρτητα και ενάντια στις ανάγκες των
παραγωγών και της κοινωνίας. Ο Καρλ Μαρξ[4],
με τη γνωστή θεωρία του για τον ‘φετιχισμό του εμπορεύματος’[5], ορίζει τον φετιχισμό ως διαδικασία απόκρυψης
της πραγματικής φύσης συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ
ανθρώπων, αλλά και εμπράγματων σχέσεων, δηλαδή μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων
και προειδοποιεί ότι ο φετιχισμός του εμπορεύματος που με την πρώτη ματιά
φαίνεται σαν ένα κανονικό, αυτονόητο και συνηθισμένο πράγμα, στην
πραγματικότητα και μετά από μια σε βάθος ανάλυσή του δείχνει ότι «είναι ένα
πολύ στρυφνό πράγμα, γεμάτο από μεταφυσική σοφιστεία και θεολογικές παραξενιές»[6].
Σ’ αυτήν εδώ την ανάλυση θα προσεγγίσουμε τον φετιχισμό με
την ανθρωπολογική του έννοια, σύμφωνα με την οποία ο πρωτόγονος άνθρωπος, της
εποχής της αγριότητας, η οποία αναφέρεται στην περίοδο του
τρωγλοδύτη-τροφοσυλλέκτη-κυνηγού, αντιμετωπίζει την άγνοιά του για τα φυσικά
φαινόμενα, καθώς επίσης και τους όποιους απροσδιόριστους φόβους του απέναντι σε
άγνωστες δυνάμεις τις συνέπειες των οποίων υφίσταται, με την αυθαίρετη επιλογή
του να βάλει στη θέση αυτών των άγνωστων δυνάμεων κάποια σύμβολα που ο ίδιος
δημιούργησε αποδίδοντάς τους υπερφυσικές ιδιότητες.
Προς το τέλος της επόμενης εποχής, της εποχής της
βαρβαρότητας, οι άνθρωποι έμαθαν να παράγουν το μεγαλύτερο μέρος της αναγκαίας
τροφής τους με την καλλιέργεια της γης και την εξημέρωση των ζώων και να
δημιουργούν καταυλισμούς μόνιμης εγκατάστασης, όπου σταδιακά εμφανίζεται η
πατριαρχική οικογένεια. Με τους αιώνες οι καταυλισμοί εξελίσσονται σε
κοινότητες και σε δίκτυα κοινοτήτων, όπου, τόσο για τη διαχείριση της
καθημερινότητας όσο και για την αντιμετώπιση μεγάλων και κοινών προβλημάτων και
για λόγους κοινής ασφάλειας, διαμορφώνεται ένα σύστημα κοινοκτημοσύνης,
αυτοδιαχείρισης και ισοκατανομής, στο πλαίσιο του οποίου η συμμετοχή του
καθενός στο κοινό έργο είναι ανάλογη των δυνατοτήτων του και στα αγαθά ανάλογη
των αναγκών του. Η κοινωνική ζωή ορίζεται συλλογικά και ισότιμα από όλα τα
μέλη, χωρίς διακρίσεις, αντιπαλότητες, φυσικές και μεταφυσικές εξουσίες και
φετίχ.
Κλείνοντας ο κύκλος της προϊστορίας, χοντρικά γύρω στα
τρεις με τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα, και με την εμφάνιση της
πατριαρχικής οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας, του κράτους και της
θρησκείας, εμφανίστηκε ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, ο δυισμός,
δηλαδή η διάσπαση της κοινωνίας σε αφεντικά και δούλους. Τα νέα φετίχ απόκτησαν
πιο αφηρημένη μορφή, ως αόρατα πνεύματα και θεότητες, με αποτέλεσμα να
επιστρέφουν στη μνήμη-συνείδηση του δημιουργού τους ως θεοί δημιουργοί και
τιμωροί του. Το φετίχ, τώρα ως σύμβολο της κοσμικής εξουσίας επιστρέφει ως
θεός, ως νόμος προστάτης και ως κράτος φύλακας του προστάτη νόμου και τελικά,
μέσω της διαμεσολάβησης των μάγων και των ιερατείων, ως υποταγή της ατομικής
και συλλογικής βούλησης στα πνεύματα, δηλαδή στην εκάστοτε βούληση και στα κατά
περίπτωση συμφέροντα των ιερατείων, δηλαδή της εξουσίας των λίγων πάνω στους
πολλούς.
Η αρχαία ελληνική μυθολογία με τον μύθο του Προμηθέα μάς
αποκαλύπτει ότι αυτήν την περίοδο και σε αυτόν τον χώρο οι θρησκευτικοί μύθοι,
οι εξουσίες και οι θεοί-φετίχ τους δεν διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο, γιατί ο
λαός, ως Προμηθέας, αρνήθηκε την εντολή του Δία, να μη δώσει τη φωτιά στους
ανθρώπους και, παραβιάζοντας τον ‘θεϊκό νόμο’, αντί της υποταγής επέλεξε το
καλό της ανθρωπότητας. Αυτή η αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το καλό των
ανθρώπων και της κοινωνίας προέχει των νόμων, της βούλησης και των συμφερόντων
της εξουσίας έγινε παράδοση στους επόμενους αιώνες με αποκορύφωση την Αθηναϊκή
Δημοκρατία, κατά την περίοδο της οποίας η ‘Αθηναίων Πολιτεία’ δεν κυβερνήθηκε
με θεοποιημένους νόμους, αλλά με τις κατά περίπτωση άμεσες αποφάσεις της
Εκκλησίας του Δήμου και με κριτήριο το συμφέρον της κοινωνικής ολότητας.
Αυτήν την παράδοση ο Πλάτωνας, αντί να τη διατηρήσει και να
την ενισχύσει την απαρνήθηκε και, είτε ως δημιουργός είτε ως γραμματέας του
φιλόσοφου Σωκράτη, την πολέμησε υπέρ της εξουσίας της ολιγαρχικής,
δουλοκτητικής αριστοκρατίας. Μάλιστα ο Σωκράτης φέρεται να θυσιάζει ακόμα και
τη ζωή του, προκειμένου να μείνει πιστός στους νόμους, στα φετίχ της εξουσίας,
ανεξάρτητα από το αν αυτοί είναι πράγματι δίκαιοι νόμοι για το καλό της κοινωνίας
ή νόμοι τυραννικοί σε βάρος της κοινωνίας. Με την έννοια ότι οι νόμοι εκφράζουν
τη βούληση του νομοθέτη καθ’ υπαγόρευση του προστάτη ‘θεού’, αποτελούν
ουσιαστικά τα φετίχ της εκάστοτε εξουσίας, γιατί στην πραγματικότητα αυτή, και
όχι ο θεός ή ο νομοθέτης, νομοθετεί. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω εδάφιο
στο οποίο ο Σωκράτης του Πλάτωνα θεοποιεί τους νόμους-φετίχ της εξουσίας και
τους θέτει υπεράνω της κοινωνίας: «Σκέψου λοιπόν, Σωκράτη», θα έλεγαν
ίσως οι νόμοι ως φετίχ, «αν είναι αλήθεια αυτό που λέμε, ότι δηλαδή δεν
είναι δίκαια αυτά που επιχειρείς τώρα εναντίων μας. Εμείς σε γεννήσαμε, σε
αναθρέψαμε, σε εκπαιδεύσαμε και μεταδώσαμε σε σένα και σε όλους τους άλλους
πολίτες όσα καλά πράγματα μπορέσαμε. Όμως κάναμε σαφές ότι έχουμε δώσει την
εξουσία σε όποιο Αθηναίο θέλει, αφού περάσει τη δοκιμασία και δει όσα γίνονται
στην πόλη και εμάς τους νόμους, αν δεν του αρέσουμε, να πάρει τα πράγματά
του και να πάει όπου θέλει [...]. Όποιος όμως από τους πολίτες
παραμείνει, ενώ βλέπει με ποιο τρόπο διεξάγουμε τις δίκες και γενικά κυβερνάμε
την πόλη, εμείς προϋποθέτουμε ότι έχει συμφωνήσει μαζί μας έμπρακτα να
εκτελεί αυτά που διατάζουμε, και εμείς υποστηρίζουμε ότι όποιος δεν
υπακούει αδικεί τριπλά: δείχνει ανυπακοή σε μας που τον γεννήσαμε και τον
αναθρέψαμε και, ενώ συμφώνησε να μας υπακούει, ούτε αυτό κάνει ούτε μας πείθει
ότι δεν κάνουμε κάτι σωστά...». Αυτή η φράση των ‘νόμων’, δηλαδή της
εξουσίας που τους δημιούργησε, «αν δεν του αρέσουμε, να πάρει τα πράγματά
του και να πάει όπου θέλει»[7],
είναι ο τέλειος ορισμός του φετίχ, ο απόλυτος παραλογισμός της εκάστοτε
εξουσίας που απευθύνεται στις κοινωνίες και τις καλεί να εγκαταλείψουν τον τόπο
τους, τις πατρίδες τους, τις εστίες των προγόνων τους για να μη θιγούν τα
συμφέροντα της εκάστοτε συμμορίας που κυβερνά με απάνθρωπους και τυραννικούς
νόμους και θεούς φετίχ. Όλα τα άλλα πλατωνικά γλυκανάλατα περί αρετής, δικαίου,
ελευθερίας, καλοσύνης και ‘ιδανικής Πολιτείας’ ακυρώνονται ως φτηνές
υποκρισίες, γιατί η κοινωνία-ανθρωπότητα που γνωρίζει πως τους νόμους τούς
φτιάχνουν άνθρωποι και όταν οι νόμοι είναι από γεννησιμιού τους ή γίνονται στην
πορεία άδικοι, τότε πρέπει ν’ αλλάζουν, αφού οι νόμοι φτιάχνονται για τις
κοινωνίες και όχι οι κοινωνίες για τους νόμους και τις εξουσίες.
Αυτός ο φετιχισμός, ως απόκρυψη και διαστροφή της
πραγματικής σχέσης δημιουργού και δημιουργήματος, γίνεται μετά την εμφάνιση της
ατομικής ιδιοκτησίας για πρώτη φορά ένα αντικειμενικά πολύπλοκο σύστημα
εξουσίας, οι διαχειριστές του οποίου το απομακρύνουν όλο και περισσότερο από
τον πραγματικό άνθρωπο και την πραγματική κοινωνία, με τη βοήθεια των
θρησκευόμενων ιερατείων και των φιλοσοφούντων απολογητών της
ολιγαρχικής-αριστοκρατικής εξουσίας. Σ’ αυτές τις καινούργιες συνθήκες ολοκληρώνεται
και η αντίληψη για τον δυισμό του ανθρώπου, με αποτέλεσμα η δύσκολη, η
εκτεθειμένη στη στέρηση, στην καταπίεση και στη φθορά ζωή του δούλου ή και του
τυπικά ‘ελεύθερου’ μισθωτού-δούλου, να προβάλλεται ως οιονεί εξωγενής
πραγματική κατασκευή με τη μορφή της ‘αθάνατης ψυχής’ και όχι ως συνέπεια της
εξουσίας. Έτσι, ο φετιχισμός της ιδιωτικής και της κρατικής εξουσίας
εμφανίζεται ως φετιχισμός του απαράβατου νόμου της κατοχύρωσης της ατομικής και
της κρατικής ιδιοκτησίας, για να καταλήξει και πάλι ως ‘αθάνατη ψυχή’, ‘θεός’,
μετά θάνατον ζωή, κόλαση και παράδεισος. Όλα αυτά μετασχηματίστηκαν σε κυρίαρχη
αντίληψη για την κοινωνία συνολικά, με το υλικό της ιδεαλιστικής πλατωνικής
φιλοσοφίας, της θρησκείας, της ταξικής ιδεολογίας[8] και πήραν τη μορφή της σκληρής ιδιωτικής
και κρατικής εξουσίας, με μοναδικό σκοπό την απόκρυψη των εκμεταλλευτικών
σχέσεων και τη δικαιολόγηση της κοινωνικής ανισότητας. Χαρακτηριστική περίπτωση
παραισθησιακής καθολικής φετιχοποίησης της κοσμικής εξουσίας ενάντια στην
κοινωνία-ανθρωπότητα που αντιστέκεται, αποτελεί η λεγόμενη ‘Αποκάλυψη του
Ιωάννη’[9],
την οποία υποτίθεται ότι την υπαγόρευσε ο θεός, στον Χριστό, ο Χριστός στον
άγγελό του, ο άγγελος στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και ο εκστασιαζόμενος Ιωάννης
στον προφανώς συνεκστασιαζόμενο μαθητή του τον Πρόχορο, με την οποία το
χριστιανικό ιερατείο προσπαθεί να κατατρομοκρατήσει πιστούς και απίστους,
κάνοντας λόγο για καταστροφές και Αρμαγεδώνες μεταξύ του «εσφαγμένου αρνίου
με επτά κέρατα και επτά οφθαλμούς και του θηρίου με επτά κεφάλια και δέκα
κέρατα»[10].
Προφανής είναι ο απώτερος στόχος του ιερατείου να καλλιεργήσει, μέσω της
‘Αποκάλυψης του Ιωάννη’, μια νοσηρή θεοκρατία και μοιρολατρία στους ανθρώπους,
για να τους καταστήσει έρμαια των σκοταδιστικών και εξουσιαστικών ιερατείων,
περιφρονώντας τον άνθρωπο, τη λογική του, τη συνείδησή του και την κοινωνία
του.
Ακολούθησε η περίοδος της φεουδαρχίας και στη συνέχεια του
καπιταλισμού, του πρώιμου, του ύστερου και του παγκοσμιοποιημένου, όπου η νέα
θεότητα, ‘οι αγορές’, και το νέο εξουσιαστικό φετίχ, το κεφάλαιο, έρχεται να
αποκρύψει την πραγματική κοινωνική σχέση των μισθωτών δούλων με τους
καπιταλιστές, για να την παρουσιάσει ως σχέση των μισθωτών δούλων με τα
δημιουργήματά τους, τα μέσα παραγωγής και τα προϊόντα τους, που, απαλλοτριωμένα
από τους κεφαλαιοκράτες και αποξενωμένα από τους δημιουργούς τους,
φετιχοποιούνται, δηλαδή από αγαθά, από χρήσιμες αξίες μεταβάλλονται, ως
εμπορεύματα σε αφηρημένες και συχνά σε εντελώς άχρηστες ανταλλακτικές αξίες, οι
οποίες πραγματοποιούμενες μέσω των αγοραπωλησιών θα προσθέσουν κεφάλαιο στο
κεφάλαιο του κεφαλαιοκράτη, εμφανίζοντας το κεφάλαιο ως πράγμα. Το κεφάλαιο,
όμως, δεν είναι πράγμα, χρήμα, οικόπεδα, μηχανήματα, πρώτες ύλες, εμπορεύματα
και άυλες αξίες, γιατί, πριν το κεφάλαιο γίνει πράγμα και για να γίνει πράγμα,
υπήρξε ως βίαιη κοινωνική σχέση εξουσίας των καπιταλιστών, δηλαδή των
ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής πάνω στους εργαζόμενους και συνολικά πάνω στην
κοινωνία[11],
ως έννομη τάξη. Είναι αυτή η έννομη καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, η οποία με
κάποιο μυστικιστικό τρόπο, που καθαγιάζει την ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας
πάνω στα μέσα παραγωγής, καταλήγει μέσω της απαλλοτρίωσης του προϊόντος της
Εργασίας σε κέρδος και συνεπώς σε ‘κεφάλαιο-πράγμα-φετίχ’ και τελικά σ’ ένα
είδος λατρείας ενός θρησκευτικού ειδώλου, η οποία τελικά παίρνει τη μορφή ενός
διαρκούς ‘ιερού πολέμου’, μέσα από τις στάχτες του οποίου ξαναγεννιέται ως
κέρδος.
Με όσα προηγήθηκαν γίνεται φανερό πως, χωρίς το εφεύρημα
της αθάνατης ψυχής και της μεταθανάτιας ζωής, που τάχα ακυρώνει τον θάνατο και
εξασφαλίζει αιώνια ζωή, καμιά έννοια θεού δεν θα μπορούσε να σταθεί, ούτε
θρησκείες θα υπήρχαν και συνεπώς οι εξουσίες, χωρίς τον φόβο του θεού θα ήταν,
ως κοσμική υπόθεση, ανίσχυρες να επιβληθούν στις κοινωνίες, πράγμα που θα
επέτρεπε στις κοινωνίες να αυτοδιευθύνονται και να εξελίσσονται ειρηνικά και
πολιτισμένα. Το ερώτημα, όμως, που γεννιέται είναι, τι κρύβεται πίσω από αυτές
τις φετιχοποιημένες ψευδαισθήσεις που τις μεταβάλλει σε πραγματική εξουσία; Ο
Πωλ Λαφάργκ, που ανέλυσε σε βάθος τη σχέση μεταξύ ‘ψυχής’ και ιδιοκτησίας, μας
δίνει την παρακάτω εντυπωσιακή εικόνα: «Η σύσταση της πατριαρχικής οικογένειας
και το κομμάτιασμα της κοινής ιδιοκτησίας σε ιδιαίτερες ιδιοκτησίες των
οικογενειών προκάλεσε ένα ιδεολογικό παράδοξο. Όλα τα μέλη της οικογένειας,
εκτός από τον πατριάρχη, ‘χάσανε την ψυχή τους’. Αυτός μόνος είχε το προνόμιο
να διατηρεί την ψυχή του, γιατί μόνο αυτός είχε ιδιοκτησία. Κάθε άνθρωπος χωρίς
ιδιοκτησία χάνει την ψυχή του»[12].
Κάπως έτσι κούμπωσε το μυστικό που έκρυβε η ‘νομική παγίδα του Σόλωνα’ η οποία
νομιμοποίησε το καθεστώς της πατριαρχίας-δουλοκτησίας-γαιοκτησίας με αυτό της
ιδεαλιστικής φιλοσοφίας του Πλάτωνα, που εισήγαγε τη θεοκρατία με αποτέλεσμα τη
φετιχοποίηση της ατομικής ιδιοκτησίας ως συμβολική ταύτισή της με την αθάνατη
ψυχή, για να μην ενοχλείται η ιδιοκτησία και η ταυτόσημη μ’ αυτήν εξουσία από
τα θύματά της, που, ενώ έχασαν τη ζωτική σχέση τους με τη γη και την κοινότητά
τους, τρέχουν τώρα κυνηγημένοι από τον νόμο και από τον θεό στο πουθενά για να
‘σώσουν την αθάνατη ψυχή τους’ με τη δουλεία, τη δυστυχία και τον θάνατό τους.
Μετά και απ’ αυτήν την εικόνα είναι λογικό να υποθέσουμε
ότι το πέρασμα από την κοινοκτημοσύνη, που έδινε στο κάθε μέλος της κοινότητας
την αίσθηση του αναπόσπαστου μέρους της Ολότητας, της Εαυτότητας εντός του
Εμείς, στην πατριαρχική ατομική ιδιοκτησία, αφαίρεσε από τα άλλα μέλη της
πατριαρχικής οικογένειας αυτήν την αίσθηση επειδή τα υποβάθμισε σε
κτήμα-εξάρτημα της εξουσίας του πατέρα, προνόμιο που αντλούσε από το
αποκλειστικό δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας. Μ’ αυτήν την έννοια η ατομική
ιδιοκτησία ταυτίζεται με την έννοια της ατομικής ψυχής, και η έννοια της
ατομικής αθάνατης ψυχής δεν είναι παρά η φετιχοποίηση της ατομικής ιδιοκτησίας
η οποία επιδιώκει να είναι ιερή και απαραβίαστη και συνεπώς αθάνατη, δηλαδή
αιώνια. Για να συμβεί, όμως, αυτό και για να γίνει αποδεκτό από εκείνους που
δεν έχουν ατομική ιδιοκτησία, έπρεπε στη θέση της χαμένης κοινοκτημοσύνης,
δηλαδή της κοινής αναφοράς και της κοινοβιακής ζωής στη βάση της
αμεσοδημοκρατικής ισοκατανομής, να μπει κάποια άλλη έννοια υποκατάστατο της
κοινής αναφοράς και έτσι δημιουργήθηκε η έννοια του θεού-πατέρα. Στον θεό
‘εκχωρήθηκε’ από τους εξουσιαστές δημιουργούς και ταυτόχρονα εκπροσώπους του ο
κόσμος ολόκληρος, ο οποίος υποτίθεται ότι ανήκει σε όλους μας μέσω του θεού,
του υποτιθέμενου κοινού πατέρας μας, του φετίχ της εξουσίας, με τον οποίο
συνδέθηκαν ως μέρος του, ως τέκνα ή μάλλον ως ποίμνιο, όλες οι στερημένες
πλουτοπαραγωγού ιδιοκτησίας ανθρώπινες υπάρξεις, οι λεγόμενες ατομικές ψυχές.
Οι απάνθρωπες και αποκρουστικές εξουσίες αφού κατασκεύασαν τον θεό-κεφάλαιο[13] αυτοαγιοποιήθηκαν μέσω της επινόησης της
έννοιας του θεού-φετίχ του κεφαλαίου, που βραβεύει και τιμωρεί, μετακινώντας
την ιερότητα από τη ζωή, την κοινωνική ισότητα και την ελευθερία της σκέψης
προς την ‘αθάνατη ψυχή’ το σύμβολο-φετίχ της ατομικής ιδιοκτησίας, της
ανισότητας και της πνευματικής υποδούλωσης. Έτσι δημιουργήθηκε η έννοια της
απόλυτης απάτης, του θεϊκού σκοταδισμού και εξασφαλίστηκε σε μεγάλο βαθμό η
αποδοχή της ατομικής-ταξικής-κρατικής εξουσίας, ως έκφραση της υποτιθέμενης
ιερότητας της ατομικής-ταξικής-κρατικής ιδιοκτησίας και ολοκληρώθηκε ως φαύλος
κύκλος του καπιταλισμού, που μπορεί να σπάσει μόνο με την αλλαγή της έννοιας
και του ρόλου του υλικού και πνευματικού πλούτου[14], πράγμα που μπορεί να συμβεί μόνο με την
κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής και την εγκαθίδρυση
σχέσεων κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης με τη μορφή της Άμεσης Αταξικής Δημοκρατίας.
Ο Νοτιοαφρικανός Επίσκοπος, Ντέσμοντ Τούτου, που τιμήθηκε
με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1984 για τον αγώνα του κατά του apartheid και
της αποικιοκρατίας, περιγράφει με τον παραστατικότερο τρόπο τη φετιχοποίηση
ολόκληρης της Αφρικής μέσω των ιεραποστόλων του ‘υπαρκτού ευρωπαϊκού
χριστιανισμού’, τη μάσκα δηλαδή του ήδη ‘υπαρκτού ευρωπαϊκού καπιταλισμού’[15]. «Όταν οι ιεραπόστολοι ήρθαν στην
Αφρική, αυτοί κρατούσαν τη Βίβλο κι εμείς τη γη μας. Μας είπαν να
προσευχηθούμε. Κλείσαμε τα μάτια και προσευχηθήκαμε. Όταν όμως ανοίξαμε τα
μάτια μας, είδαμε ότι εμείς κρατούσαμε τη Βίβλο τους και αυτοί τη γη μας».
Ο Antonio Gramsi (Γκράμσι) κάνει ένα βήμα παραπέρα,
αποδίδοντας ιδιότητες φετίχ ακόμα και σε νομικούς οργανισμούς, υποστηρίζοντας
ότι, όταν τα άτομα που συγκροτούν έναν ‘συλλογικό οργανισμό’ τον αντιμετωπίζουν
ως κάτι εξωτερικό προς αυτά, που λειτουργεί χωρίς τη συμμετοχή τους, τότε ο
οργανισμός παύει να υπάρχει ουσιαστικά, ‘γίνεται ένα φάντασμα του μυαλού,
ένα φετίχ’. Το παράδοξο είναι ότι αυτή η φετιχιστική σχέση των ατόμων με
τις οργανώσεις δεν διαπιστώνεται μόνο σε καταναγκαστικούς οργανισμούς
παραδοσιακού τύπου, όπως λ.χ. το κράτος, η αστυνομία ή η Εκκλησία, αλλά και σε
οργανώσεις μη δημόσιες και εθελοντικές, όπως τα κόμματα και τα συνδικάτα.
Δημιουργείται έτσι μια ντετερμινιστική-μηχανιστική αντίληψη, που εμφανίζει τους
οργανισμούς ως υπερφυσική ‘φαντασμαγορική οντότητα’[16], με εξουσιαστικές ιδιότητες πάνω στους
δημιουργούς τους, οι οποίες οδηγούν συχνά στον φόβο και στην υποταγή μπροστά
στην εξουσία λ.χ. του κόμματος που παραλύει κάθε κριτική διάθεση και φιμώνει
κάθε φωνή διαμαρτυρίας. Ακόμα και η έννοια της αυθεντίας αποτελεί ένα είδος
φετίχ που οδηγεί στην προσωπολατρία λ.χ. του εκάστοτε κορυφαίο εκφραστή του
όποιου θεσμού, η οποία υποβαθμίζει τα μέλη λ.χ. του κόμματος σε θρησκευτική
ακολουθία, σε ‘ποίμνιο’ του εκάστοτε Αρχηγού, πρώτου Γραμματέα ή Προέδρου.
Καταλήγοντας, διαπιστώνουμε ότι ο οικονομικός φετιχισμός σε
συνθήκες οικονομισμού, δηλαδή σε συνθήκες απόλυτης κυριαρχίας της
καπιταλιστικής οικονομίας πάνω στην κοινωνία, δεν είναι μια εσωτερική διεργασία
στα μυαλά των εργαζόμενων, όπως ήταν στην περίπτωση των πρωτόγονων ανθρώπων ή
όπως κάποιοι θέλουν να τον παρουσιάσουν σήμερα, αλλά εξωτερικό εμφύτευμα. Είναι
ένα είδος πνευματικού ευνουχισμού, με εργαλείο τη θεοποιημένη κυρίαρχη
ιδεολογία, η οποία αποκρύπτει, κάτω από την αχλή της αστικής δημοκρατίας, τις
ταξικές σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, εμφανίζοντάς τες, με τη βοήθεια
της ‘ψυχοχειρουργικής’ λοβοτομής και του ‘πειραγμένου’ συστήματος εκπαίδευσης
και δικαιοσύνης, ως σχέσεις ελευθερίας, αποτελεσματικότητας, ισοπολιτείας και
κοινωνικής προόδου.
Σε τελική ανάλυση η φετιχοποίηση του παγκοσμιοποιημένου
κεφαλαίου και του σκληρού πυρήνα του, που λειτουργεί σήμερα ως παγκόσμια
υπερκυβέρνηση με τη αόριστη και αόρατη μορφή των ‘αγορών’, είναι το αποτέλεσμα
της διαρκούς, άμεσης και έμμεσης ιδεολογικής χειραγώγησης του κοινωνικού
συνόλου, μέσω των θεσμών και των μηχανισμών των κατασκευαστών των φετίχ, με
σκοπό την απόκρυψη του αλλοτριωτικού χαρακτήρα των οικονομικών δομών, των
παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Συνέπεια όλης αυτής της συνωμοσίας είναι να δημιουργείται μια μαζική
ψευδαίσθηση που οδηγεί τα άτομα σε οπαδοποίηση και σε αγελαίες συμπεριφορές,
στη θρησκοληψία, στη φετιχολατρία, στη μοιρολατρία, σε χαμηλή αυτοεκτίμηση,
στην υποταγή, και τις κοινωνίες σε μειωμένη αυτοπεποίθηση και παραίτηση από τον
ιστορικό τους ρόλο ως υποκείμενα της ιστορίας. Αυτός είναι ο ενδιάμεσος στόχος
τους, και για να φτάσουν στον τελικό σκοπό τους, που προφανώς είναι η πλήρης
ρομποτοποίηση του ανθρώπινου είδους, συσκοτίζουν τα πάντα και για να
αντικαταστήσουν την αντικειμενική με μια εικονική-φετιχοποιημένη πραγματικότητα
με ακαταλαβίστικα σύμβολα και θανατηφόρες θρησκοληψίες, οι εξουσίες
φετιχοποιούν:
1.
Τη ζωή στη μορφή του θανάτου, ως πέρασμα στην
υποτιθέμενη μεταθανάτια ζωή, για να αποκτήσει αιωνιότητα και αθανασία το φετίχ
της, η δήθεν αθάνατη ψυχή και αυτό που πραγματικά αντιπροσωπεύει, η ατομική
ιδιοκτησία.
2.
Τη λογική και τον ορθολογισμό, ως παραλογισμό με τη μορφή του ταξικού
νόμου που εκφράζει τα συμφέροντα της εξουσίας και της πλουτοκρατίας με τις
ευλογίες της εξουσιαστικής θρησκείας και της ταξικής ιδεολογίας.
3.
Την κοινωνία και την κοινωνική ζωή, ως ποίμνιο και εκκλησίασμα του
υποτιθέμενου Χριστού-θεού και αντικείμενο εξουσιασμού για να μην αποκτήσει την
αναγκαία αυτοπεποίθηση για αυτοπροσδιορισμό και αυτοδιεύθυνση.
4.
Τις σχέσεις παραγωγής, ως σχέση αφέντη και δούλου, ως σχέσεις ‘θεού’ και
πιστού, ποιμένα και προβάτου.
5.
Την κοινωνική ανισότητα, ως μεταθανάτια παραδείσια ισότητα.
6.
Τη γόνιμη-δημιουργική διαφορετικότητα-προσωπικότητα, ως άμορφο ποίμνιο
απρόσωπων σκιών και ‘λευκών αγγέλων’.
7.
Την κοινωνική ισότητα-δικαιοσύνη, ως δυισμό που οδηγεί στον ακραίο
ανταγωνισμό και στην ακραία ανισότητα για να αποδώσει κέρδος η ατομική
ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής.
8.
Τη συντροφικότητα και τη συνεργασία, ως επαγγελματική ‘συναδελφικότητα’,
ως ‘εταιρική συνείδηση’ σε συνθήκες εξαρτημένης εργασίας που οδηγεί στην
υποκρισία, στον ατομισμό του αρρωστημένου Εγώ, στην αλληλοϋπονόμευση και στο
διαγκωνισμό σε ατομικό επίπεδο, στο σωβινισμό και τον στείρο τοπικισμό, στις
αλληλοσπαρασσόμενες εχθρικές συντεχνίες που κονιορτοποιούν τον κοινωνικό ιστό,
στην υποβάθμιση του συλλογικού Εμείς ως το σύνολο των εντός κοινωνίας Εγώ,
καθιστώντας την κοινωνία ανήμπορη να αντιμετωπίσει την ιδιωτική και κρατική
εργοδοσία και συνολικά την καπιταλιστική βαρβαρότητα.
9.
Τη στέρηση και την πείνα, ως αποχή, νηστεία και εισιτήριο για τον υποτιθέμενο
παράδεισο.
10.
Την αγάπη για τη ζωή και τη δημιουργία, ως εγκράτεια, καλογερισμό και
αφοσίωση στον θεό, στην Εκκλησία και στην εξουσία.
11.
Την ελευθερία, ως θρησκευτικότητα, θεοπιστία και λατρεία στη φετιχοποιημένη
εξουσία του θεού με κορώνα τον καπιταλισμό, εθνικοσοσιαλισμό, αμερικανισμό,
γερμανισμό, σταλινισμό, κινεζισμό, σιωνισμό , ισλαμισμό, ηγεμονισμό, για να
χάσει το νόημά της η ανεξαρτησία και ο αυτοπροσδιορισμός.
12.
Την ειρήνη, ως ‘ισορροπία του τρόμου’ με κατάληξη τον ανταγωνισμό των
εξοπλισμών και τον πόλεμο για να ξεπερνάει τις κρίσεις του και για να
ξαναγεννιέται κάθε φορά από τις στάχτες του ο καπιταλισμός.
13.
Τη Φύση, ως ατομική τους ιδιοκτησία και ως καταναλωτικό αγαθό,
διαπράττοντας ύβριν, με αποτέλεσμα η δικαιοσύνη της Φύσης να επιστρέφει ως
κλιματική αλλαγή, ως ‘τρύπα του όζοντος’, ως θανατηφόρες πανδημίες, ως
οικολογική καταστροφή και γενικά ως απειλή ενάντια στην ίδια τη ζωή, και με όλα
αυτά φετιχοποιούν σε τελική ανάλυση,
14.
Την βίαιη υπόσταση, λειτουργία και εξουσία του κεφαλαίου πάνω στην
κοινωνία-ανθρωπότητα ως πανάγαθο αλλά και τιμωρό πατέρα-θεό, ως ταξική
δικαιοσύνη της ανισότητας, ως κράτος φύλακα του κεφαλαίου και ως
αντιπροσωπευτική αστική δημοκρατία, η λειτουργία της οποίας αποπροσανατολίζει
με όλα τα φολκλορικά τελετουργικά της τον άνθρωπο και την κοινωνία του από την
απάνθρωπη και καταστροφική φύση του κεφαλαίου, του πραγματικού δημιουργού της
καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Το φωτεινό μονοπάτι του αταξικού οικουμενικού Ουμανισμού
Από τότε που ο Σόλωνας για να σώσει την τάξη των λεγόμενων
ευγενών, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, νομιμοποίησε για πρώτη φορά στην ιστορία
της ανθρωπότητας, στο όνομα της ‘δίκαιης ανισότητας’, την βίαιη κλοπή δημόσιας
περιουσίας και καθιέρωσε de jure την ατομική ιδιοκτησία[17]
πάνω στην γη, που σε συνθήκες ισοκατανομής έτρεφε με τα αγαθά της την αθηναϊκή
κοινωνία, από τότε οι εκάστοτε δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του
Πολιτισμού (δΕρΕΠο) αγωνίζονται να αποκαταστήσουν την έννοια και την ενότητα
της δημόσιας περιουσίας, της δημόσιας δικαιοσύνης, του δημόσιου συμφέροντος,
της κοινωνικής ισότητας, της άμεσης δημοκρατίας και της μόνιμης πανανθρώπινης
ειρήνευσης στα πλαίσια ενός οικουμενικού ουμανιστικού πολιτισμού. Όμως οι
διάφορες κατά καιρούς και κατά τόπους κραταιές εξουσίες, αυτοκρατορίες,
συνασπισμοί και ηγεμονίες κατάφερναν μέχρι τώρα να ανακόπτουν προσωρινά αυτήν την
προσπάθεια των δΕρΕΠο, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να την ματαιώσουν, κι αυτό
γιατί το ανθρώπινο είδος αποτελεί δύναμη ισχυρότερη από τις εφήμερες
ψευδαισθήσεις εξουσίας που έρχονται και παρέρχονται. Αυτό βέβαια μένει να
αποδειχθεί και στην σύγχρονη φάση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, κατά την
οποία η αντίθεση μεταξύ των προχωρημένων παραγωγικών δυνάμεων και των
καθυστερημένων καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων απειλεί, αν δεν λυθεί Εδώ και
Τώρα και Παντού
υπέρ του Ανθρώπου και κατά του κεφαλαίου, την
ανθρωπότητα, την βιόσφαιρα και το μέλλον του ανθρώπινου είδους.
Έτσι, γίνεται προφανές πως: «Το τι θα συμβεί στον
πλανήτη Γη εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις ικανότητες του ανθρώπου ως
δραματουργού και ως δημιουργικού καλλιτέχνη, κι αυτό με τη σειρά του εξαρτάται,
σε όχι μικρό βαθμό, από το πώς αξιολογεί τον εαυτό του. Αυτό που προτίθεται να
κάνει στη Γη, χρησιμοποιώντας το χώμα της, τους ορυκτούς πόρους της, το νερό
της, τις ενεργειακές ροές της, εξαρτάται πολύ από τη γνώση της ιστορικής του
φύσης που έχει και από το σχέδιό του για τους περαιτέρω αυτό-μετασχηματισμούς
του. Ως κυρίαρχο βιολογικό είδος ο άνθρωπος τώρα έχει μια ιδιαίτερη ευθύνη προς
τα συν-πλάσματά του και προς τον εαυτό του. Θα στρέψει τις συμπαντικές
ενέργειες που έχει τώρα στη διάθεσή του σε ανώτερες επιδιώξεις ή πεισματικά και
απρόσεκτα θα εξολοθρεύσει τη ζωή και θα θέσει πρόωρα τέρμα και στη δική του
ύπαρξη; Αν σκεφτεί πως είναι ένα ασήμαντο σακί με χημικές ουσίες, ενδέχεται
ανεύθυνα να περιστείλει όλες τις μορφές και δομές σε σκέτη σκόνη και χαλάσματα»[18].
Η λογική των αιώνων, των λαών και των αγώνων καταλήγουν
στην αισιοδοξία της ιστορίας που δεν έχει τέλος, επειδή έχει πάντα μέλλον, το
οποίο όμως δεν υπάρχει μέχρι να γραφτεί από τις πράξεις και τις παραλείψεις του
καθενός μας ξεχωριστά και όλων μαζί και σ’ αυτό το κομβικό σημείο υπεισέρχεται
το ‘μέτρον άριστον’. Δηλαδή ‘το μέτρο όλων των πραγμάτων’, ο Άνθρωπος, όχι
βέβαια ο απερχόμενος homo economicus, αλλά o ερχόμενος homo humanisticus universalis.
______________________________
[1] Παύλος, Προς
Ρωμαίους Επιστολή, 13.1-7.
[2] Για μια διεξοδική ανάλυση βλέπε, Λάμπος Κώστας, Θεός
και Κεφάλαιο. Δοκίμιο για τη σχέση μεταξύ θρησκείας και εξουσίας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ,
Αθήνα 2006, 2η έκδοση.
[3] Βλέπε Λάμπος Κώστας, Άμεση Δημοκρατία και αταξική
κοινωνία. Η μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον
ουμανισμό, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2012.
[4] Σχετικά με τη θεωρία για τον φετιχισμό του
εμπορεύματος και του κεφαλαίου, βλ. Marx Karl, Das Kapital, στο Marx Engels
Werke, Dietz Verlag, Berlin 1972, Band 23, S. 49-98 und Band 25, Berlin 1973,
S. 404-412.
[5] Γύρω από τη μαρξική θεωρία για τον ‘φετιχισμό του
εμπορεύματος’ έχει αναπτυχθεί ένας διάλογος μεταξύ οπαδών, επικριτών και
αντιπάλων της μαρξικής θεωρητικής διατύπωσης με αποτέλεσμα να γίνει το θέμα
ακόμα πιο δυσνόητο. Βλ. ενδεικτικά: Δημούλης Δημήτρης και Μηλιός Γιάννης,
Θεωρία της αξίας, ιδεολογία και ‘φετιχισμός, στο περιοδικό Θέσεις, τεύχ.
66/2999 και Αλτουσέρ Λουί, Το πρόβλημα του ‘φετιχισμού’ στον Μαρξ, στο
περιοδικό Θέσεις, τεύχ. 66/1999.
[6] Marx Kαρλ, Το Κεφάλαιο, τόμοι 3, Αθήνα 1996, εδώ τόμ.
1, σ. 84.
[7] Πλάτων,
Κρίτων, http://old.phs.uoa.gr/~ahatzis/plato_crito_tr.pdf
(υπογράμμιση Κ.Λ.).
[8] Η ιδεολογία είναι: «Πρώτον, μια ψευδής, πλανημένη
αντίληψη ή ψευδαίσθηση που καλλιεργείται από κατόχους εξουσίας/ γνώσης για να
συγκαλυφθούν πραγματικές διαδικασίες εκμετάλλευσης και εξουσίασης. Το πρότυπο
είναι η θρησκευτική ιδεολογία (πρέπει να σέβεσαι την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων
γιατί το επιτάσσει ο Θεός που όχι μόνον είναι παντογνώστης αλλά και
παντοδύναμος, άρα θα σε τιμωρήσει αν παρακούσεις τις εντολές του). Αυτό μπορεί
να λάβει πιο ‘μοντέρνες’ μορφές, π.χ. με την αντικατάσταση της βαθμίδας ‘Θείο’
με τη βαθμίδα ‘Δημοκρατική νομιμοποίηση με εκλογές’, του θεσμού ‘κόλαση’ με τον
θεσμό ‘φυλακή - κοινωνικός στιγματισμός’ κ.λπ. Η διάδοση και επιβολή τέτοιων
αντιλήψεων είναι για τους κυρίαρχους πολύ επωφελέστερη από την εμφάνιση της
κοινωνικής τάξης ως προϊόντος της βίας που ασκούν οι ισχυρότεροι. Δεύτερον, η
ιδεολογία μπορεί να ορισθεί πιο περιεκτικά και διαλεκτικά ως πλάνη (και) των
ίδιων των παραγωγών ιδεολογίας. Είναι πιο εύλογο να θεωρήσουμε ότι οι
εκπρόσωποι του Θείου ή της Δημοκρατίας πιστεύουν και οι ίδιοι στα όσα διαδίδουν
και δεν στηρίζουν τη δράση τους σε ένα κυνικό ψεύδος. Αυτή η αντίληψη ερμηνεύει
την οργανικότητα της ιδεολογίας σε αντίθεση με την πρώτη που υποθέτει ένα είδος
συνωμοσίας των κυρίαρχων, οι οποίοι αποφάσισαν να επεξεργασθούν και να
διαδώσουν ένα ψέμα στην τεράστια μάζα αφελών, που είναι έτοιμη να το πιστέψει
σε βάρος των συμφερόντων της. Τρίτον, η ιδεολογία μπορεί να ορισθεί με οργανικό
χαρακτήρα, αποσυνδεόμενη από την ψευδή συνείδηση, δηλαδή από την αντίθεση
ψεύδους/ αλήθειας, ορθού/ λάθους, ελευθερίας/ ανελευθερίας. Αν η ιδεολογία
εξέφραζε μόνο μια βία συγκαλυμμένη με ψεύδη, ή κάποιες ιδέες ανταποκρινόμενες
σε μερικά συμφέροντα δεν θα είχε ούτε πειστικότητα ούτε σταθερότητα. Ο μόνος
τρόπος να γίνει αντιληπτή η ευμένειά της είναι να αντιμετωπισθεί ως αλήθεια, ως
αλήθεια αναγκαία και αυτονόητη σε ορισμένη κοινωνία. Αφετηρία αποτελεί η
θεώρηση της ιδεολογίας ως συνόλου πρακτικών (συμπεριφορών), οι οποίες
παράγονται, διδάσκονται και πραγματώνονται σε ιδεολογικούς θεσμούς εμφανώς ή
αφανώς συνδεόμενους με το κράτος και λειτουργούντες ως βαθμίδα αναπαραγωγής
γενικών όρων των κοινωνικών σχέσεων. Το κύριο στοιχείο δεν είναι το ότι η
ιδεολογία έχει υλικές έδρες, ούτε το ότι συνδέεται με διάφορες μορφές έμμεσου
καταναγκασμού, αλλά το ότι οι ‘ιδέες’, στις οποίες κωδικοποιείται, είναι
οργανικές, δηλαδή συμβάλλουν στην αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής. Ως τέτοιες
όχι μόνο γίνονται αποδεκτές από όλα τα μέλη της κοινωνίας, αλλά και βιώνονται
από αυτά ως εκφράσεις της ‘αλήθειας’ για την κοινωνική ζωή. Με αυτή την έννοια
θεμελιώνουν μια αναγκαία σχέση των υποκειμένων με τις συνθήκες ζωής τους».
Δημούλης Δημήτρης και Μηλιός Γιάννης, Θεωρία της αξίας, ιδεολογία…, ό.π.
[9] «Ένα ξεκάθαρα πολιτικό κείμενο που ονειρεύεται την
καταστροφή των εχθρών του Ισραήλ και τον θρίαμβο της ιουδαϊκής θεοκρατίας με
χριστιανική απόχρωση, χρησιμοποιώντας άφθονους ευφάνταστους συμβολισμούς και
τρέχοντες όρους των παραμυθιών της Ανατολής και της προφητικής κειμενογραφίας».
Βερέττας Μάριος, Η Βίβλος και οι Έλληνες. Οι διαδρομές του βιβλικού
μισελληνισμού, εκδ. Βερέττας, Αθήνα 2001, τόμ. 1, σ. 236-237.
[10] «Είδα το σφαγμένο αρνίο με επτά κέρατα και επτά
οφθαλμούς» (Αποκάλυψη 5.6), που συμβολίζει τον Ιησού, αλλά «και το θηρίο το
κόκκινο με τα βλάσφημα ονόματα που έχει εφτά κεφάλια και δέκα κέρατα»
(Αποκάλυψη 17.3), που συμβολίζει το επίγειο πολιτικό σύστημα, το οποίο «οδηγεί
γυναίκα ντυμένη με πορφύρα και κόκκινο, στολισμένη με χρυσάφι, με πολύτιμους
λίθους και μαργαριτάρια έχοντας χρυσό ποτήρι στο χέρι της γεμάτο με βδελύγματα
και με τις ακαθαρσίες της πορνείας της γης» (Αποκάλυψη 17.4), «που συμβολίζει
όλες τις ψεύτικες θρησκείες (προφανώς όλες πλην ιουδαιοχριστιανισμού) που
παράγουν σάπιους καρπούς» [...] «Τα δέκα κέρατα που είδες είναι δέκα
βασιλιάδες, οι οποίοι δεν έλαβαν βασιλεία ακόμη, αλλά λαβαίνουν εξουσία σαν
βασιλιάδες για μια ώρα μαζί με το θηρίο» (Αποκάλυψη 17.12). «Αυτοί έχουν μία
γνώμη, και τη δύναμη και την εξουσία τους τη δίνουν στο θηρίο» (Αποκάλυψη
17.13). «Αυτοί θα πολεμήσουν με το Αρνίο, και το Αρνίο θα τους νικήσει, γιατί
είναι Κύριος κυρίων και Βασιλέας βασιλέων, και όσοι είναι μαζί του είναι
καλεσμένοι του, και εκλεκτοί, και πιστοί» (Αποκάλυψη 17.14).
[11] «Το κεφάλαιο δεν είναι πράγμα, αλλά μια συγκεκριμένη
κοινωνική σχέση παραγωγής, που ανήκει σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό κοινωνικό
σχηματισμό...». Marx Karl, Das Kapital, ό.π., τόμ. 23, σ. 794 και τόμ. 25, σ. 822.
[12] Lafargue Paul, Die Seele: Entstehung und Entwicklung
eines Begriffs, Bernd Mueller Verlag, Zittau 2010, Seite 33 και Λαφάργκ Πωλ, Η
καταγωγή της ιδέας της ψυχής, Γκοβόστης, Αθήνα χ.χ., σ. 31-32.
[13] Λαφάργκ Πωλ, Η θρησκεία του κεφαλαίου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
ΤΥΠΟΣ, Αθήνα 2011, σελ. 46 κ.επ.
[14] «Η πίστη της αστικής τάξης στον θεό και στην αθανασία
της ψυχής είναι ένα από τα ιδεολογικά φαινόμενα του κοινωνικού της
περιβάλλοντος από την οποία θα απαλλαγεί μόνον όταν της αφαιρεθεί ο πλούτος της
(τον οποίον έκλεψαν από τους μισθωτούς εργάτες) και μετατραπεί από παρασιτική
σε παραγωγική τάξη», Λαφάργκ Πωλ, Η θεϊκή οφθαλμαπάτη, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 2014,
σελ. 43.
[15] «Η συμβολή των θρησκευτικών αποστολών στην
αποικιοκρατία είναι γνωστή. Σχεδόν πάντα ακολούθησαν τους εμπόρους και
προηγήθηκαν των στρατιωτικών, ώστε σε πολλά κράτη αυτή η σειρά των τριών ‘m’,
mercanti (έμποροι), missionary (ιεραπόστολοι) και militari (στρατιωτικοί),
θεωρήθηκε σαν μια ενιαία μέθοδος υποδούλωσης». Basso Lelio, Εισαγωγή στον
συλλογικό τόμο: Πολιτιστικός Ιμπεριαλισμός, Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα
1984, σ. 28.
[16] Παρατίθεται στο: Δημούλης Δημήτρης και Μηλιός
Γιάννης, Θεωρία της αξίας, ιδεολογία…, ό.π.
[17] Βλέπε, Λάμπος Κώστας, Η γέννηση και ο θάνατος της
ατομικής ιδιοκτησίας. Η ατομική ιδιοκτησία ως μήτρα βίας, εξουσίας, ανισότητας,
εγκληματικότητας, σκοταδισμού και ανηθικότητας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2017.
[18] Μάμφορντ, Λιούις, Η ουτοπία, οι δαίμονες της ψυχής…,
ό.π., σ. 96-97.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου