του Άντη Ροδίτη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν
ένας σε μια σπηλιά στην κορφή ενός λόφου. Ακρίδες και μέλι μεν, αλλά δεν ήταν
καθόλου πρόδρομος. Ούτε καν Ιωάννης.
Κάτω στην πεδιάδα ήταν οι
γραμμές του τρένου. Κάθε φορά που περνούσε σφυρίζοντας, ο «ούτε καν Ιωάννης»
έκανε χωνί με τα χέρια και φώναζε: «είναι σε γκρεμό που παν οι γραμμές»! Πού ν’
ακούσουν οι του τρένου. Κάποιοι επιβάτες που τον έβλεπαν έλεγαν, «σαν
καλόγερος, ερημίτης, μου φαίνεται» κι άλλοι έλεγαν, «μάλλον σαν καλλιτέχνης,
μου φαίνεται εμένα» κι έκαναν όλοι χάζι μαζί του που ανακατευόταν εκεί που δεν
τον έσπερναν. Ήταν, όμως, και μερικοί που καθόλου δεν έκαναν χάζι μαζί του,
καλλιτέχνης ή ό,τι και νά ’ταν. Από καιρού εις καιρόν, μάλιστα, όταν τον
έβλεπαν να στέκεται πολύ κοντά στις γραμμές και να φωνάζει, έλεγαν στον οδηγό
να κάνει σύντομη στάση, κατέβαιναν και του έδιναν κάμποσες ξυλιές με ό, τι
εύρισκαν μπροστά τους, έτσι για να ξέρει ο καθένας τη θέση του. Ανέβαιναν
μετά στο τρένο και συνέχιζαν προς το βάραθρο.
Το βάραθρο χωρούσε όλα τα τρένα. Ήταν το βάραθρο της Ιστορίας.
Αυτό είναι ένα παραμύθι που
δεν το λεν ποτέ οι μοντέρνες γιαγιάδες στα νυσταλέα εγγόνια τους.
Το άλλο είναι που έκατσα κι
εγώ στην τηλεόραση ν’ ακούσω την ιστορία με τη βιασθείσα Βρετανίδα, που την
εκβίασαν να παραδεχθεί ότι δεν εβιάσθη.
Λάθος μου, βέβαια, διότι αν
ήξερε η τηλεόραση ποιες είναι οι σοβαρές ιστορίες, κάτι θα ήξερε και για τις
Τέχνες. Δεν έχει ιδέα, όμως, όπως και πολλοί άλλοι της φάρας της, δηλαδή οι ΘΟΚ
και Σία, οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες και οι πολιτιστικές αρχές, τα πανεπιστήμια,
τα σχήματα, οι όμιλοι, οι πολιτιστικοί σύλλογοι, τα πνευματικά ιδρύματα, κ. ο.
κ.
Όλοι αυτοί νομίζουν ότι ο
Τέχνες είναι μια ιστορία της πλάκας, ένα πάρεργο του περιθωρίου, μια υπόθεση
της ελαφράς ψυχαγωγίας, μια ιστορία τού τράβα με κι ας κλαίω, μια ιστορία
τού «δεν βαριέσαι», μια ιστορία τού «τι καλά περνάμε εδώ στην εξοχή» κ. ο.
κ.
Εντελώς τυχαία έφτασαν κοντά
μου ουρανοκατέβατοι αυτές τις μέρες κάτι στίχοι ενός Άγγλου, T. S. Eliot με τ’ όνομα, που του μπήκε η ιδέα να… σώσει τον
κόσμο!
Μη έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνω κι εγώ (αργόσχολος γαρ) έκατσα,
μόλις χθες, να μεταγράψω ελληνιστί τους στίχους του για την πλάκα του
πράγματος, την ελαφρά ψυχαγωγία που λέγαμε, για το «τράβα με κι ας κλαίω» τέλος
πάντων, κι ό, τι βρέξει ας κατεβάσει!
Και τώρα, εκεί που έβλεπα
στις ειδήσεις της TV τη βιασθείσα που την εκβίασαν
να πει πως δεν εβιάσθη κι άκουγα κι έβλεπα δικαστές, ιατροδικαστές, δικηγόρους,
πρώην εισαγγελείς, δημοσιογράφους, τηλεπαρουσιαστές, πρωταθλητές των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, μέλη επιτροπών, μέλη συμβουλίων, να μιλούν με πάθος γι’ άρθρα
συμβάσεων, για νόμους κι ερμηνείες νόμων, περί παραθύρων των νόμων και
χαραμάδων των νόμων και τρέχα γύρευε νόμους και υπόγεια και κατακόμβες νόμων,
παρανόμων και υπονόμων, μού ’ρθαν στον νου οι στίχοι αυτού του περιθωριακού,
του παλκοσένικου τού Eliot (που σε
μια στιγμή τον πήδηξε κανονικά μαζί με τον Μόντη και το δικό μας Υπουργείο),
του Έλιοτ, τέλος πάντων, που ποιος μπορεί να το αποκλείσει ότι μπορεί να είναι
και πάππος μακρινός της βιασθείσης που εξεβιάσθη να δηλώσει πως δεν εβιάσθη
τελικά. Γράφει (ανάμεσα σ’ άλλα) αυτός ο θεατρίνος, ο Έλιοτ:
Ακούστε, πόλεις των
ιδιοτελών ανθρώπων, ακούστε εσείς οι γενιές των αξιολύπητα διαφωτισμένων, των
χαμένων στους λαβυρίνθους της επιτήδειας ευφυίας σας, εσείς οι ξεπουλημένοι
στους προσπορισμούς των εφευρημάτων σας: Σας έδωσα χέρια, μα τ’ αποστρέφετε από
τη λατρεία. Σας έδωσα μιλιά⸱ την εξαντλείτε σε κενά νοήματος κουβεντολόγια. Σας
έδωσα Νόμους, μα εσείς στήσατε επιτροπές να διαβουλεύεστε ατελείωτα. Σας έδωσα
χείλη να εκφράζετε φιλία, σας έδωσα καρδιά κι εσείς της αναθέσατε ν’
ανταποδίδει την απιστία… κ.λπ.
Σας έδωσα Νόμους, λέει, μα εσείς στήσατε επιτροπές να
διαβουλεύεστε ατελείωτα; Εξαντλήστε, λέει, σε κενά νοήματος
κουβεντολόγια! Κύριε ελέησον! Μα τι λέει αυτός ο παλκοσένικος, ο
περιθωριακός, ο θεατρίνος, ο Έλιοτ; Μας δόθηκαν, λέει, Νόμοι κι εμείς το
ρίξαμε σε ατέλειωτες διαβουλεύσεις περί των νόμων, μπήκαμε με τα μούτρα στο
χάος των ερμηνειών των νόμων, στο κουβεντολόι και στη σύγχυση ώστε να μην
ξέρει κανένας στο τέλος τι λέει, χώρια αυτοί που ακούν και δεν καταλαβαίνουν
γρι;
Ποιος τα έκαμε όλ’ αυτά;
Ποιος έκαμε το ξεκάθαρο φως
του Νόμου πηχτό κι αδιέξοδο σκοτάδι, και γιατί;
Και ποιος τέλος πάντων είν’
αυτός ο Έλιοτ, σιγά μην και Όμηρος, αλλά άντε και Όμηρος, μήπως αυτοί οι Όμηροι
και οι Έλιοτ ξέρουν καλύτερα από τους πρώην γενικούς εισαγγελείς μας, τους
ατσίδες δικηγόρους μας, τους ντυμένους στην τρίχα τηλεπαρουσιαστές μας, τους
ακαταμάχητους ακτιβιστές μας, τις οργισμένες φεμινίστριες μας, τους
ασυμβίβαστους αντιρατσιστές μας, τους πεφωτισμένους οικολόγους μας, τους
πράσινους, τους κόκκινους, τους κίτρινους, τους ορκισμένους ενάντια στην
ξενοφοβία, τους αδιαπραγμάτευτους πρωταθλητές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας,
τους μέχρι θανάτου αποφασισμένους προστάτες των φιλοξενουμένων μεταναστών μας,
τους σοφότατους συντάκτες της Σύμβασης της Κωνσταντινουπόλεως, τους νομομαθείς,
τους ειδικούς, τους προέδρους, τους γραμματείς, τους εκπροσώπους των τάδε και
των τάδε κινημάτων, οργανώσεων, επιτροπών, πρωτοβουλιών και βάλε και βάλε;
Ξέρουν καλύτερα;
Πού να ξέρουν; Ξεράδια
ξέρουν, χώρια το ξύλο που τους πάει που ανακατεύονται εκεί που δεν τους
σπέρνουν! Αυτοί που «ξέρουν», οι μόνοι που «ξέρουν» είναι όλοι αυτοί που
παντελώς αγνοούν τι είναι που «πολεμούν» κι από πού ξεκίνησε Αυτοί... ξέρουν!
Ξέρουν μια χαρά ν’ αναζωογονούν τον εχθρό τάχα «πολεμώντας» τον, αφού αγνοούν
τη μήτρα και το αίτιο που τον γέννησε. Μα πάνω απ’ όλα, χάρη στα ΜΜΕ και
στα ΡΙΚ TV και στ’ άλλα αδελφά ΜΜΕ, στα ΘΟΚ και στα αρμόδια
Υπουργεία και τις «πολιτιστικές» Υπηρεσίες, αγνοούν εκείνους που
προ-είδαν το κακό και το πρόβλεψαν και προειδοποίησαν.
Λέει, αλλού, ο ξορισμένος
ερημίτης, ο αλήτης, ο καλλιτέχνης τάχα (ξύλο που του πάει) ο Έλιοτ:
«…όλες οι εποχές είναι
διεφθαρμένες… Ο Κόσμος δοκιμάζει, στην εποχή μας, να δει κατά πόσο
μπορεί να παραμείνει πολιτισμένος χωρίς τον Χριστιανισμό. Το πείραμα αυτό θα
αποτύχει· εμείς, όμως, πρέπει να παραμείνουμε υπομονετικοί ως την κατάρρευσή
του και ν’ αξιοποιούμε τον χρόνο: πρέπει να διατηρούμε την Πίστη ζωντανή μέσα
στους σκοτεινούς αιώνες που έρχονται, να προσβλέπουμε στην ανανέωση και την
ανοικοδόμηση του πολιτισμού, και στη σωτηρία του από την αυτοκτονία».
«Σκοτεινοί αιώνες που
έρχονται»; Μπά! Ανοίξτε τις τηλεοράσεις σας τώρα, να τους δείτε τώρα, αυτή τη
στιγμή. Δεν… έρχονται, είν’ εδώ, παρόντες. Δεν τους ακούτε, δεν τους βλέπετε,
που όλοι μιλούν και κανείς δεν καταλαβαίνει τι λεν οι άλλοι, και δεν
καταλαβαίνουν ούτε αυτοί που μιλούν τι λεν οι ίδιοι;
Είναι από τη δεκαετία του ’30
κι ακόμα πιο πριν που ο Έλιοτ φώναζε και φωνάζει.
Όταν, όμως, αυτόν τον
Έλιοτ τον καταδικάζει το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου και για να μη μου πουν πως είμαι υπερβολικός πάλι, όταν
αυτόν τον Έλιοτ τον καταδικάζουν οι διορισμένοι… «κριτικοί της τέχνης» του
Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου, οι…. «κριτικοί της τέχνης», που δεν χάνουν
ευκαιρία να διακόψουν μια στιγμούλα την πορεία του τρένου για να δώσουν κι
εκείνοι ένα χεράκι στο ξυλοφόρτωμα του ερημίτη ή του καλλιτέχνη που άδικα
ξελαρυγγίζεται, τότε γιατί ΟΧΙ και η ίδια η Βρετανία, η αρχι-εγκληματίας του
δουλεμπορίου, της αποικιοκρατίας και της αθεΐας να μην κατηγορεί την Κύπρο για…
εγκληματία σε βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της;!
Επιτέλους,
ΜΠΟΡΟΥΝ για μια μόνο στιγμή
να κατέβουν όλοι από το καταραμένο τρένο, να σταματήσουν να μιλούν όλοι μαζί,
να μην ακούει κανένας κανέναν, και να βάλουν τον ΝΟΥΝ και τις ΚΑΡΔΙΕΣ τους να
δουλέψουν;
ΑΡ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου