του Στέφανου Σταμέλλου*
Σήμερα οι δυνάμεις της εξουσίας - κυβέρνηση, κόμματα
εξουσίας και συν-αρμόδιοι κεντρικοί φορείς - τοποθετούν τα οικολογικά θέματα σε
δεύτερη και τρίτη μοίρα∙ και για να δικαιολογήσουν τις επιλογές τους, έμμεσα επικαλούνται
την κρίση και τα έντονα υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα. Αναπτύσσεται έτσι μια
οικονομική προσέγγιση της έννοιας του περιβάλλοντος μετατρέποντάς το σε
εμπόρευμα και αγαθό στην αγορά. Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι τα περιβαλλοντικά
ζητήματα θα τα αντιμετωπίσει η αγορά και ο ανταγωνισμός. Ένα ηχηρό παράδειγμα
είναι τα δικαιώματα των ρύπων - το λεγόμενο και χρηματιστήριο των ρύπων - και
οι τιμές του διοξειδίου του άνθρακα (CO2).
Θεωρώ αυτονόητο ότι η πολιτική οικολογία είναι
απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό και την άκρατη αυτή εμπορευματοποίηση. Διότι,
όσο η «αγορά» θα καλείται να ισορροπήσει τις οικολογικές απαιτήσεις και ανάγκες
και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, τόσο θα φυτρώνουν καινούργιες απαιτήσεις
και καινούργιες ανάγκες, ως μια λερναία ύδρα. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική και το
σύστημα από τη μια επιδιώκει - και τα καταφέρνει θαυμάσια - να μειώσει την αντίσταση της οικολογικής κριτικής και από την
άλλη να περάσει τη θέση ότι η προστασία του περιβάλλοντος θα μπορούσε να γίνει
η ατμομηχανή για ένα εκσυγχρονισμό της οικονομίας- και εδώ έχει επίσης πλούσια
αποτελέσματα και αρκετούς υπερασπιστές.
Είναι αναμφισβήτητο ότι τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα ποτέ δεν θα δεχθούν την ήπια βιώσιμη αποκεντρωμένη ευημερία, εξέλιξη και λειτουργία, ποτέ δεν θα δεχθούν την αλλαγή του τρόπου παραγωγής και του τρόπου κατανάλωσης. Αντίθετα προσπαθούν να επιβάλλουν την εφαρμογή νέων κερδοφόρων τεχνικών παραγωγής, προωθούν τον άκρατο καταναλωτισμό δημιουργώντας νέες πλασματικές ανάγκες, χωρίς βέβαια να αξιολογούν τις άμεσες και μακροπρόθεσμες οικολογικές συνέπειες.
Είναι αναμφισβήτητο ότι τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα ποτέ δεν θα δεχθούν την ήπια βιώσιμη αποκεντρωμένη ευημερία, εξέλιξη και λειτουργία, ποτέ δεν θα δεχθούν την αλλαγή του τρόπου παραγωγής και του τρόπου κατανάλωσης. Αντίθετα προσπαθούν να επιβάλλουν την εφαρμογή νέων κερδοφόρων τεχνικών παραγωγής, προωθούν τον άκρατο καταναλωτισμό δημιουργώντας νέες πλασματικές ανάγκες, χωρίς βέβαια να αξιολογούν τις άμεσες και μακροπρόθεσμες οικολογικές συνέπειες.
Από την άλλη η οικολογία, ως έννοια, στις
μέρες μας επηρεάζει όλες τις μορφές της πολιτικής, της οικονομίας, της
επιστήμης, της λειτουργίας του δομημένου και του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι επίσης
αναμφισβήτητο - για κάποιους, όχι όλους δυστυχώς - ότι οι προσπάθειες, για μια
βιώσιμη προοπτική της κοινωνίας και για ένα πιο οικολογικό κόσμο, οφείλουν
να έχουν στο επίκεντρό τους την κοινωνική αδικία και την δίκαιη κατανομή του
πλούτου.
Σ’ αυτό το πλαίσιο η αυτόνομη ισχυρή παρουσία
της πολιτικής οικολογίας, με τον κινηματικό ριζοσπαστικό της ρόλο, θα μπορούσε
να ισορροπήσει την κατάσταση στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας μας, κάτι ανάλογο
που γίνεται σήμερα, σε ένα βαθμό, στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ανατροπές δεν
περιμένει κανείς, αλλά μια διακριτή αντίσταση και στροφή είναι εφικτή. Η συμμετοχή
των Οικολόγων Πράσινων στην κυβέρνηση ως «ο φτωχός συγγενής» και η επιλογή τους
να ακολουθήσουν την πρακτική της «οικολογικής συνιστώσας» του ΣΥΡΙΖΑ, αναμφισβήτητα
συνέβαλε τα μέγιστα στην απώλεια της ταυτότητας της πολιτικής οικολογίας.
Τι θα
μπορούσε να γίνει σήμερα; Ένα νέο ξεκίνημα με νέα πρόσωπα άφθαρτα, αξιόπιστα, με άπλωμα
σε όλες τις υγιείς δυνάμεις που νοιάζονται για μια καλύτερη κοινωνία και ένα
βιώσιμο μέλλον, με επικαιροποίηση των θέσεων και των αρχών. Αυτό δεν μπορούν να
το κάνουν τα ίδια πρόσωπα, που φορτώνονται με τις ευθύνες - καλώς ή κακώς δεν
έχει ιδιαίτερη σημασία - της κατάστασης της οικολογίας σήμερα στη χώρα μας. Αυτό
επίσης δεν μπορεί να γίνει με αφορμή τις εκλογές και στον ελάχιστο χρόνο της
προεκλογικής περιόδου, και μάλιστα, επαναλαμβάνω, με τα ίδια πρόσωπα.
Λαμία, 20.6.2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου