του Γιάννη Μαύρου
1. Δεν πρόκειται περί “συμφωνίας” αλλά περί συνθηκολόγησης
κατ’ απαίτηση των δυνάμεων κατοχής της Ελλάδας (ΗΠΑ και ΕΕ/Γερμανία).
2. Το περιεχόμενο, οι όροι της συνθηκολόγησης, δεν είναι γνωστοί
στο σύνολό τους, όχι μόνο από τους ‘απλούς πολίτες’ αλλά ακόμη και από τους
βουλευτές που κλήθηκαν να την “κυρώσουν” δια της ψήφου των. Συγκεκριμένα, το
προοίμιο του νέου συντάγματος της γείτονος παραμένει άγνωστο ενώ υπάρχουν
ερωτήματα ως προς το κατά πόσο τα αναθεωρημένα άρθρα πληρούν τις προϋποθέσεις
της “συμφωνίας” που υπογράφηκε στις Πρέσπες.
3. Όσα όμως ήδη γνωρίζουμε είναι αρκετά ώστε να οδηγήσουν
τους εγκυρότερους νομομαθείς της Χώρας στο συμπέρασμα ότι οι όροι της συμφωνίας
είναι επιεικώς απαράδεκτοι έως προδοτικοί και ότι τόσο αυτοί όσο και η
διαδικασία που ακολουθήθηκε στην Ελλάδα για την “κύρωση” της “συμφωνίας”
συνιστούν κραυγαλέα λόγους ακυρότητάς της από νομικής απόψεως, τόσο με γνώμονα
το Σύνταγμα της Χώρας όσο και το Διεθνές Δίκαιο. Επιπλέον η διαδικασία πάσχει
πολλαπλώς νομικά και από την πλευρά της γείτονος και γι’ αυτό το λόγο ο
Πρόεδρος της Χώρας αυτής, σε αντίθεση με τον “δικό μας”, αρνείται να την υπογράψει.
4. Είναι κατ’ αρχήν γεγονός ότι ερίζεται νομικά κατά
πόσον η Κυβέρνηση είχε και έχει το δικαίωμα να διαπραγματευθεί
κυριαρχικά δικαιώματα και μάλιστα ταυτοτικά, όπως ασφαλώς είναι το όνομα
Μακεδονία, γιατί έτσι θίγει τα θεμελιώδη δικαιώματα και την προσωπικότητα των
πολιτών της Χώρας. Επιπλέον, το Άρθρο 28, Παρ 2 του Συντάγματος, επιζητώντας
ευρύτερες συναινέσεις, προκειμένου “να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον
και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη”, προνοεί ότι “μπορεί να
αναγνωρισθούν, με συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες
που προβλέπονται από το Σύνταγμα” αλλά ότι “για την ψήφιση νόμου που κυρώνει
αυτή τη συνθήκη ή συμφωνία απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού
των βουλευτών.” Είναι αλήθεια ότι το γράμμα του Συντάγματος, στο Άρθρο
28 Παρ.3, προνοεί ότι «η Eλλάδα προβαίνει
ελεύθερα, με νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου
αριθμού των βουλευτών, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής
κυριαρχίας της”, προσθέτει όμως αμέσως
μετά “εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγει τα δικαιώματα
του ανθρώπου και τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και γίνεται με βάση
τις αρχές της ισότητας και με τον όρο της αμοιβαιότητας”. Η
διαδικασία κύρωσης που ακολουθήθηκε στη Βουλή θέτει συνεπώς το ερώτημα κατά
πόσον πληρούνται οι αιρέσεις αυτές στην προκειμένη περίπτωση και αυτό είναι
ένα ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν, έστω και τώρα, τόσο η Επιστημονική
Επιτροπή της Βουλής όσο και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Υπό τις συνθήκες
αυτές και δεδομένου ότι η διαδικασία κύρωσης της Συμφωνίας στην FYROM απαίτησε πολλούς μήνες και με δεδομένη επίσης την αδιαφάνεια
ως προς το περιεχόμενο της Συμφωνίας, όπως αυτό διαμορφώθηκε και με τις
τροποποιήσεις του Συντάγματος και τις ρηματικές διακοινώσεις της γείτονος, ήταν
εύλογη η απαίτηση της γνωμάτευσης των παραπάνω οργάνων προκειμένου οι βουλευτές
που κλήθηκαν να κυρώσουν την Συμφωνία να είχαν επαρκή πληροφόρηση και να αποφάσιζαν
αβίαστα και «ελεύθερα», καθώς απαιτεί το
Σύνταγμα και αποτελεί σκάνδαλο και στίγμα που θα συνοδεύει στο διηνεκές τόσο
την Κυβέρνηση όσο και την Αντιπολίτευση ότι τα όργανα αυτά δεν κλήθηκαν να
γνωμοδοτήσουν επί του θέματος.
5. Πέρα όμως από τη νομική διάσταση του ζητήματος, την
οποία δεν πρέπει να υποτιμούμε ή να αντιπαρερχόμαστε, εφόσον μας προσφέρει
ισχυρότατα όπλα αμφισβήτησης και αναίρεσης των ‘τετελεσμένων’, το καίριο και
κρίσιμο είναι η πολιτική του διάσταση. Είναι πρώτα και κύρια το γεγονός
ότι, τόσο το περιεχόμενο της Συμφωνίας όσο και η διαδικασία “κύρωσής” της, προσβάλουν
βαθύτατα τον Ελληνικό Λαό, ο οποίος στην μεγάλη του πλειοψηφία την απορρίπτει.
Γι’ αυτό δεν τόλμησε η Κυβέρνηση να τη θέσει στην κρίση του με δημοψήφισμα,
αναλαμβάνοντας έτσι ιστορικές ευθύνες και υποθάλποντας έναν νέο διχασμό, όχι
μόνο στη βάση του κορυφαίου αυτού εθνικού θέματος αλλά και στην βάση της
υπεράσπισης της δημοκρατικής νομιμότητας. Οι ευθύνες όμως δεν περιορίζονται
στην Κυβέρνηση αλλά αφορούν όλους τους βουλευτές που ενέκριναν με την ψήφο τους
όχι μόνο το περιεχόμενο της Συμφωνίας αλλά και την απαράδεκτη διαδικασία
“κύρωσής” της. Ακόμη και ΟΙ βουλευτές της Αντιπολίτευσης που καταψήφισαν τη Συμφωνία δεν τόλμησαν να
αμφισβητήσουν την διαδικασία, κρυπτόμενοι υποκριτικά πίσω από το γεγονός ότι η
ένσταση αντισυνταγματικότητας κατατέθηκε από την Χρυσή Αυγή. Αν ήσαν πραγματικά
και όχι προσχηματικά αντίθετοι, αν μη τι άλλο θα κατέθεταν παράλληλα ξεχωριστή
ένσταση αντισυνταγματικότητας, αξιώνοντας μάλιστα την γνωμοδότηση τόσο της
Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής όσο και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Αυτό που δεν έκανε η Κυβέρνηση και η Βουλή θα μπορούσε και θα έπρεπε να κάνει ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας είτε προληπτικά, καλώντας τους αρχηγούς, τόσο με τη
θεσμική όσο και με την ακαδημαϊκή του ιδιότητα ως Καθηγητού Συνταγματικού
Δικαίου, ή ακόμη και εκ των υστέρων, αναπέμποντας τον κυρωτικό νόμο στη Βουλή.
6. Τα παραπάνω οδηγούν αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι
ολόκληρο το πολιτικό σύστημα παραβιάζει τη δημοκρατική νομιμότητα και προδίδει
τη Χώρα και τον Λαό, οπότε τίθεται σε όλους μας το δίλλημμα αν θα αποδεχτούμε
αυτό το καθεστώς ή αν θα αγωνιστούμε, όπως προβλέπει και επιτάσσει το
ακροτελεύτιο άρθρο 120 του Συντάγματος, με κάθε μέσο για την υπεράσπισή του. Η
Συμφωνία των Πρεσπών και το “Μακεδονικό” αποκάλυψαν το μέγεθος, την έκταση και
το βάθος της επιβουλής κατά της Χώρας μας, το μέγεθος, την έκταση και το βάθος
της πολιτικής και οικονομικής κατοχής υπό την οποία τελεί και την ανάγκη
συγκρότησης ενός κινήματος και ενός μετώπου Εθνικής Αντίστασης και
Απελευθέρωσης για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας αλλά και της εθνικής
κυριαρχίας και ακεραιότητας της Χώρας μας.
Αθήνα, 1/2/2019
Ι.Γ.Μ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου