ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

H Μακεδονία είναι παραπάνω από Ελληνική

του Γιάννη Παρασκευόπουλου
"το έθνος πρέπει να  μάθει  να θεωρεί εθνικόν  ό,τι είναι αληθές"
ΔιονύσιοςΣολωμός
Όλοι στην Ελλάδα ξέρουμε ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν Έλληνες. Αγνοούμε όμως ότι στην αρχαία Μακεδονία δεν κατοικούσαν μόνο οι Μακεδόνες: στη Φλώρινα ζούσαν οι Λυγκηστές, στην Καστοριά οι Ορέστες, στα Γρεβενά και στην Κοζάνη οι Ελιμιώτες, στα σύνορα με τη σημερινή FYROM οι Πελαγόνες, στην Ανατολική Μακεδονία Θράκες (1).

 Από τους λαούς αυτούς, που σταδιακά έγιναν υποτελείς στους Μακεδόνες, μόνο οι Ορέστες θεωρούνται Έλληνες (2). Έλληνες άποικοι από τη Νότια Ελλάδα και τη Μικρά Ασία ζούσαν ήδη στη Χαλκιδική και σε αρκετά ακόμη παράλια, όπως την Αμφίπολη ή την Πύδνα. Οι ίδιοι οι Μακεδόνες φαίνεται ότι, ξεκινώντας από τη ΒΔ Πίνδο, εγκαταστάθηκαν στον κάμπο της Κεντρικής Μακεδονίας στα μέσα της αρχαϊκής εποχής (3) και πρωτοεπεκτάθηκαν  ανατολικά του Στρυμώνα μόλις την εποχή του Φιλίππου Β΄. Τότε η αρχαία Μακεδονία βρήκε τα ιστορικά της όρια, ενσωματώνοντας πρώτα τους Παίονες στα βόρεια (4), μετά τα εδάφη μεταξύ Στρυμόνα και Νέστου, καθώς και τη Χαλκιδική. Τα ιστορικά αυτά όρια της Μακεδονίας καλύπτουν το 100% της ελληνικής Μακεδονίας και το 80-85% της FYROM.

Στους αιώνες που ακολούθησαν οι υποτελείς λαοί, αλλά και οι νοτιοελλαδικές αποικίες,  σταδιακά αφομοιώθηκαν με τους  Μακεδόνες. Στα τέλη των ελληνιστικών χρόνων η Μακεδονία είχε τη μεγαλύτερη ομοιογένεια από όλα τα ελληνιστικά βασίλεια. Από την άλλη  πολλές χιλιάδες Μακεδόνες είχαν φύγει στην Ανατολή, αρχικά με τον Μ. Αλέξανδρο, στη συνέχεια για να στελεχώσουν τα ελληνιστικά βασίλεια των διαδόχων του.


Στην αιμορραγία αυτή ήρθαν αργότερα να προστεθούν οι βαριές πολεμικές απώλειες από τους Ρωμαίους (5), ενώ στη Μακεδονία εγκαταστάθηκαν χιλιάδες Ρωμαίων απομάχων και εμπόρων: οι Φίλιπποι, το Δίον, η Πέλλα, η Κασσάνδρεια και οι Στόβοι έγιναν επισήμως ρωμαϊκές αποικίες (6). Στα τέλη της αρχαιότητας είχαν πια αφομοιωθεί γλωσσικά και οι περισσότεροι Ρωμαίοι της Μακεδονίας, ενώ στο εσωτερικό της Βαλκανικής οι τοπικοί πληθυσμοί είχαν εκλατινιστεί. Ελληνόφωνοι και λατινόφωνοι αυτοπροσδιορίζονταν πάντως πια ως «Ρωμαίοι» (πολίτες της Αυτοκρατορίας), αφήνοντας τον όρο «Έλληνες» μόνο για τους πιστούς της αρχαίας θρησκείας.   

Στα ρωμαϊκά και τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, τα όρια της Μακεδονίας καθορίζονταν από αυτά της ομώνυμης ρωμαϊκής επαρχίας:  αρχικά από την Αδριατική ώς τον Σπερχειό (7), στη συνέχεια στα ιστορικά όρια της Μακεδονίας του Φιλίππου Β’, για να καταλήξουν τελικά σε δύο Μακεδονίες τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες: τη Μακεδονία Πρώτη με έδρα τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία Δευτέρα (ή Μακεδονία Σαλουτάρια) με έδρα τους Στόβους, στο κέντρο περίπου της σημερινής FYROM (8).

Τον καιρό του Βυζαντίου

Η εγκατάσταση των Σλάβων και των Βουλγάρων αλλάζει πολλά πράγματα στη Βαλκανική, αλλά όχι τα πάντα. Στη νέα οργάνωση του βυζαντινού κράτους, το Θέμα Μακεδονίας (από όπου και η Μακεδονική Δυναστεία) εκτείνεται πια στη Θράκη,  με πρωτεύουσα την Αδριανούπολη (9): η ιστορική Μακεδονία  καλύπτεται από τα Θέματα Στρυμώνος και Θεσσαλονίκης. Βυζαντινές πηγές αναφέρουν και τις «σκλαβηνίες» (υποταγμένους σλαβικούς θύλακες) των Στρυμωνιτών κοντά στις Σέρρες, των Σαγουδατών κοντά στη Θεσσαλονίκη, των Δραγουβιτών στα ανατολικά της Βέροιας (10).  

Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου, ο Σαμουήλ αυτοανακηρύσσεται «Τσάρος Βουλγάρων και Ρωμαίων»: η εξέγερσή του κατά του Βυζαντίου ξεκινάει από την Πρέσπα (11) και η πρωτεύουσά του βρίσκεται στην Αχρίδα, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακρυά από τα μέχρι τότε κέντρα της βουλγαρικής δύναμης στη Βόρεια Βαλκανική. Λίγο αργότερα θα μεταφέρει στην περιοχή της Πρέσπας ολόκληρο σχεδόν τον βυζαντινό πληθυσμό της λεηλατημένης Λάρισας (12), κάτι αδιανόητο αν δεν υπολόγιζε σε σταθερή υποστήριξη εκτεταμένων πληθυσμών εκεί.  Αντίστοιχα το 1001, μετά την ειρηνική ανάκτηση της Έδεσσας από τους Βυζαντινούς, ο Βουλγαροκτόνος μεταφέρει στη Θράκη ολόκληρο τον πληθυσμό της πόλης (12). Στα 30 χρόνια αυτού του πολέμου, κοινότητες και ομάδες «αλλάζουν στρατόπεδο με μεγάλη ευκολία», ενώ και οι δύο πλευρές βασίζονται στην «υποστήριξη μέρους του αστικού πληθυσμού» (13). Μετά τη νίκη του, ο Βουλγαροκτόνος ιδρύει την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (με έδρα την πρώην πρωτεύουσα του Σαμουήλ) ως εκκλησιαστική έδρα των Βουλγάρων, καθώς και το Θέμα Βουλγαρίας με έδρα τα Σκόπια (14). Η ευρύτερη βυζαντινή Μακεδονία του 1000 μ.Χ. φαίνεται να έχει σαφέστατη εθνολογική ποικιλομορφία.  

Τρεις αιώνες αργότερα, ο Στέφανος Δουσάν δημιουργεί μια εφήμερη σερβική αυτοκρατορία από το Δούναβη μέχρι τον Κορινθιακό (15). Το κράτος του περιλαμβάνει και όλη τη Μακεδονία, με εξαίρεση μόνο τη Θεσσαλονίκη και τα περίχωρά της.  Πρωτεύουσά του είναι τα Σκόπια, όπου θα στεφθεί «κράλης Σέρβων και Ρωμαίων» (16). 

Λίγο αργότερα κατακτούν τα Βαλκάνια οι Οθωμανοί. Στους αιώνες της κυριαρχίας τους, θα αποτελέσουν κι αυτοί σημαντικό μέρος του πληθυσμού, με εξισλαμισμούς αλλά και εποικισμούς. Στις μεγάλες πόλεις θα προστεθούν λίγο πριν το 1500 και οι Εβραίοι, μετά τη μαζική εκδίωξή τους από την Ισπανία.

Η Μακεδονία του Μακεδονικού Αγώνα

Στις αρχές του 20ου αιώνα, η οθωμανική κυριαρχία ζει πια τα τελευταία της χρόνια. Οι Ευρωπαίοι γίνονται αποδέκτες διεκδικήσεων και ενημερωτικών εκστρατειών από Ελλάδα, Βουλγαρία και Σερβία, που παράλληλα μάχονται άγρια για την υποστήριξη των τοπικών πληθυσμών. Για την τότε ευρωπαϊκή κοινή γνώμη (αλλά και για τη σημερινή ιστορική της μνήμη), η Μακεδονία γίνεται συνώνυμο της πολυεθνικότητας και σε αρκετές γλώσσες η φρουτοσαλάτα ονομάζεται μέχρι σήμερα “Macedonia”.  Όρια της Μακεδονίας του 1900 είναι αυτά των 3 οθωμανικών βιλαετιών της: Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου (με τη σημερινή ελληνική Δυτική Μακεδονία, καθώς και την Κορυτσά), και Σκοπίων-Κοσόβου.

Τα εθνολογικά δεδομένα ήταν σύνθετα: στους ίδιους πληθυσμούς συχνά άλλη ήταν η προφορική γλώσσα, άλλη η γραπτή (της σχολικής εκπαίδευσης), άλλη η εθνοθρησκευτική ένταξη (για την οθωμανική αυτοκρατορία, τα έθνη βασίζονταν στους θρησκευτικούς διαχωρισμούς, όχι στη γλώσσα ή την καταγωγή), άλλος ο ατομικός ή συλλογικός εθνικός αυτοπροσδιορισμός.  Αρκετοί μάλιστα δεν αισθάνονταν καν να ανήκουν σε κάποιον λαό.

  • Για την ελληνική πλευρά η νομιμοφροσύνη στο Πατριαρχείο και η ελληνική σχολική εκπαίδευση ερμηνευόταν ως επιλογή ελληνικής ταυτότητας, η προσχώρηση στην Εξαρχία και η φοίτηση στα βουλγαρικά σχολεία ως το αντίθετο: στα επίμαχα βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, στατιστικές (17) έδιναν 60.000 μαθητές στα ελληνικά σχολεία και 18.000 στα βουλγαρικά.  Στον ελληνισμό της εποχής συνυπάρχουν άλλωστε ήδη αρκετές προφορικές γλώσσες όπως αρβανίτικα, βλάχικα ή τουρκικά της Καππαδοκίας, ενώ οι (καθαρά ελληνόφωνοι) Τουρκοκρητικοί θεωρούνται αλλοεθνείς και άσπονδοι εχθροί.  
  • Αντίθετα, η Βουλγαρία και οι κομιτατζήδες θεωρούσαν αποκλειστικό κριτήριο  την προφορική γλώσσα των χωριών (εξαιρώντας τις πόλεις και τις γύρω περιοχές), όπου βόρεια της γραμμής Καστοριά-Θεσσαλονίκη-Νιγρίτα μιλιόταν μια σλαβική προφορική γλώσσα που έμοιαζε αρκετά με τα βουλγαρικά: ομιλητές της που επέλεγαν την ελληνική πλευρά, δεν τους θεωρούσαν Έλληνες αλλά «Γραικομάνους». Η ίδια γραμμή καταγραφόταν ως  το νοτιοδυτικό σύνορο της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (18), αλλά και ως το κατά προσέγγιση νοτιότερο όριο στους μεταγενέστερους χάρτες των εθνολογικών διεκδικήσεων της γιουγκοσλαβικής πλευράς, τη δεκαετία του 1940 (19).

Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι οι σκληρότερες συγκρούσεις του Μακεδονικού Αγώνα είχαν επίκεντρο μια ζώνη πλάτους 60 χλμ βόρεια από τη γλωσσική αυτή γραμμή, περίπου μέχρι τη γραμμή Μοναστήρι-Στρώμνιτσα: νοτιότερα η υπεροχή των ελληνικών πληθυσμών ήταν αυταπόδεικτη (τόσο που η βουγαρική πλευρά θεωρούσε ότι η Κοζάνη ή η Πιερία δεν ήταν Μακεδονία), βορειότερα από τη ζώνη αυτή οι Έλληνες ελάχιστα ερείσματα είχαν. Στην αμφισβητούμενη ζώνη το κέντρο βάρους της ελληνικής παρουσίας ήταν περισσότερο στις πόλεις και τα κεφαλοχώρια, των αντιπάλων της κυρίως στα χωριά. Και οι δύο πλευρές φαίνεται ότι είχαν  σταθερά ερείσματα στους τοπικούς πληθυσμούς, διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να συντηρηθεί ο 4χρονος (1904-8) άγριος ανταρτοπόλεμος.

Αυτό που συνήθως μένει στη σκιά, όμως, είναι ότι ο Μακεδονικός Αγώνας δεν ήταν μόνο μια σύγκρουση Ελλάδας και Βουλγαρίας. Στην πλευρά των κομιτατζήδων μαινόταν διαρκώς ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους υποστηρικτές του βουλγαρικού κράτους (βερχοβιστές) και την «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση», γνωστή ως ΕΜΕΟ ή VMRO (20). Η τελευταία μονοπώλησε τη σύγκρουση  με τους Μακεδονομάχους στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, ενώ η ηγεσία της συνδεόταν με τις τότε σοσιαλιστικές ιδέες, βρισκόταν σε πλήρη αντιπαλότητα με το βουλγαρικό κράτος και πρόβαλλε ως κεντρικό σύνθημα «η Μακεδονία για τους Μακεδόνες». Από την άλλη επέβαλλε και αυτή τα βουλγαρικά σχολεία, αξίωνε  θρησκευτική ένταξη στη (βουλγαρική) Εξαρχία και καταδίωκε μέχρι θανάτου τους δασκάλους και τους ιερείς της ελληνικής πλευράς: για τους Έλληνες λοιπόν της εποχής, η ΕΜΕΟ δε μπορούσε παρά να είναι Βούλγαροι. Ακόμη και το σύνθημα για αυτόνομη Μακεδονία, φαινόταν απλά ως πρώτο βήμα για προσάρτηση στη Βουλγαρία όπως είχε ήδη γίνει το 1885 με τη βραχύβια πολυεθνική ηγεμονία της Ανατολικής Ρωμυλίας.

Η Γιουγκοσλαβία, ο «Μακεδονισμός» και η εθνογένεση

Από τις τρεις μακεδονικές περιφέρειες μετά το 1913, ρευστότερη ήταν η κατάσταση στη σερβική όπου το Βελιγράδι απέτυχε να κερδίσει τα αισθήματα του τοπικού πληθυσμού. Το 1929, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της γιουγκοσλαβικής εθνικής συνοχής, καταργούνται όλα τα ιστορικά ονόματα και τη θέση τους παίρνουν παντού επαρχίες με ονόματα ποταμών: η ίδια η Σερβία χωρίζεται σε «Δουναβία» και «Μοραβία», η σερβική Μακεδονία γίνεται «Βαρδαρία». Τη συγκυρία εκεινη αποτυπώνει και ο πολυσυζητημένος χάρτης-γραμματόσημο του 1937 με την ένδειξη Vardarska στα νότια της χώρας. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού  θα εξακολουθήσει να νιώθει εγγύτερα στη Βουλγαρία,  κάτι που θα φανεί και στην αρχική ευνοϊκή υποδοχή της βουλγαρικής κατοχής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (21).

Παράλληλα όμως κερδίζει έδαφος και το ρεύμα του «Μακεδονισμού», που απορρίπτει τόσο τη σερβική όσο και τη βουλγαρική ταυτότητα προς όφελος μιας ξεχωριστής (σλαβο)μακεδονικής εθνότητας. Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, αρκετοί μετανάστες στις ΗΠΑ δηλώνουν σε επίσημα έγγραφα απλώς Μακεδόνες, ενώ και η κομμουνιστική Διεθνής αναφέρεται σε μακεδονική εθνότητα. Τα παλιά στελέχη της Ε.Μ.Ε.Ο. υποστηρίζουν την ιδέα, ενώ το Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας αναφέρεται ήδη στους πληθυσμούς της νότιας Γιουγκοσλαβίας ως Makedonci  αρκετά πριν το 1939 (22), όταν δεν είχε ακόμη την παραμικρή προοπτική εξουσίας και προβολής εδαφικών διεκδικήσεων.  

Η τελική χειραφέτηση των πληθυσμών της Νότιας Γιουγκοσλαβίας από την όποια  βουλγαρική επιρροή θα έρθει με την εμπειρία της βουλγαρικής κατοχής, το 1941-1944, όπου η βαναυσότητα του επίσημου βουλγαρικού κράτους θα αποξενώσει το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού. Την ίδια στιγμή, ο Τίτο επενδύει στον προπολεμικό «μακεδονισμό» του Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας για να τους εντάξει στη νέα ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία ως ξεχωριστή νοτιοσλαβική εθνότητα και όχι πια ως εκτεταμένη βουλγαρική μειονότητα. Στο εγχείρημα αυτό θα στηριχθεί ιδιαίτερα στα παλιά στελέχη της Ε.Μ.Ε.Ο., με τις σοσιαλιστικές τους καταβολές και τη σοβαρή επιρροή τους στους πληθυσμούς από τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα.  Ολοκληρώνεται έτσι μια εθνογένεση όπου, συμπαγείς πληθυσμοί που η Βουλγαρία θεωρούσε μέχρι τότε «δικούς της», θα καταγραφούν  ως χωριστός λαός με αναφορά μόνο στη Μακεδονία.

Πέρα από τη στρατηγική ήττα του βουλγαρικού εθνικισμού, όμως, η εθνογένεση αυτή κληρονομεί και όλη την ιστορία της Ε.Μ.Ε.Ο., μαζί με τις παλιές διεκδικήσεις της και με το αφήγημα για όλη την (παραδοσιακά πολυεθνική) Μακεδονία ως πατρίδα ενός μόνο λαού. Ερμηνεύσιμο ίσως ως συμβολική ρεβάνς των ηττημένων του Μακεδονικού Αγώνα, το αφήγημα αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει δεκτό από την ελληνική πλευρά.

Σταδιακά, πάντως, μετά τον ελληνικό εμφύλιο και τη ρήξη της Γιουγκοσλαβίας με τον Στάλιν, οι εδαφικές διεκδικήσεις θα δώσουν τη θέση τους στην απαίτηση για αναγνώριση μακεδονικών μειονοτήτων σε  Ελλάδα και τη Βουλγαρία.  Η αναθεωρητική κληρονομιά θα μείνει ζωντανή κυρίως στους ομογενείς τους στην Αυστραλία και τη Βόρεια Αμερική, όπου πολλοί έχουν ρίζες από τη σημερινή ελληνική Μακεδονία και θεωρούν ως υπεύθυνο του ξεριζωμού τους το ελληνικό κράτος, που επέτρεψε τον επαναπατρισμό των προσφύγων του 1946-9 μόνο σε όσους δηλώνουν «ελληνική συνείδηση».  Την κατάσταση περιπλέκει και το ότι πολλές οικογένειες χωρίζονται στα δύο, με συγγενείς να αυτοεντάσσονται (συχνά μάλιστα με ιδιαίτερη θέρμη) άλλοι στη μία και άλλοι στην άλλη πλευρά και να φοβούνται ότι η παραμικρή αναγνώριση της «άλλης» ταυτότητας θα έθετε σε κίνδυνο τη δική τους.

Ο Ελ. Βενιζέλος, 25 χρόνια πριν τον Τίτο: μια απρόσμενη ελληνική συνηγορία

Ενδιαφέρον είναι πάντως ότι, στις αρχές του «μακεδονισμού», η ελληνική πλευρά φαίνεται κάποιες φορές να τον υιοθετεί:

  • Στον αγγλόφωνο εθνολογικό χάρτη που θα κυκλοφορήσει το 1918 η κυβέρνηση Βενιζέλου, ενόψει της λήξης του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και των ελληνικών διεκδικήσεων για την επόμενη μέρα του, αναφέρονται ως χωριστή εθνότητα και οι «Macedonian Slavs»: αποτυπώνονται με διαφορετικό χρώμα από ό,τι οι Βούλγαροι, και καλύπτουν το σύνολο της βουλγαρικής Μακεδονίας καθώς και κάποιες  παραμεθόριες περιοχές της ελληνικής (23).
  • Το 1925-6 το Abecedar, σχολικό αναγνωστικό της  κυβέρνησης Πάγκαλου για τις μη ελληνόφωνες περιοχές της ελληνικής Μακεδονίας, αποτυπώνει με λατινικό αλφάβητο την προφορική γλώσσα της περιοχής Φλώρινας-Μοναστηρίου, καταγράφοντάς την ως μακεδονική. Στην ελληνική Wikipedia διαβάζουμε ότι χρησιμοποιήθηκε  μόνο πιλοτικά και αποσύρθηκε γρήγορα, μετά από εντονότατες διαμαρτυρίες της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας.

Πέρα από πολιτικούς υπολογισμούς – αρκετοί στην Αθήνα θα προτιμούσαν τότε μια σλαβική μακεδονική οντότητα χωρίς μητέρα-πατρίδα, παρά μια σερβική ή βουλγαρική μειονότητα – φαίνεται ότι τα εθνολογικά δεδομένα ήταν τότε τουλάχιστον ρευστά.   

Μετά τη Γιουγκοσλαβία

Με τη διάλυσή της Γιουγκοσλαβίας, έρχεται στο προσκήνιο μια σπάνια ευκαιρία για την ελληνική πλευρά: να προσφέρει στο νέο κράτος την κρισιμη πολιτική και διπλωματική στήριξη που είχε τότε απόλυτη ανάγκη, αποσπώντας σε αντάλλαγμα μια διακριτική παρασκηνιακή συνεννόηση για εγγυήσεις αμοιβαίας εδαφικής ακεραιότητας και για έναν αυτοπροσδιορισμό που θα άφηνε σαφώς χώρο και για την ελληνική Μακεδονία.

Το τι τελικά έκανε η πολιτική της χώρας μας, είναι γνωστό. Λιγότερο γνωστές είναι όμως οι διεργασίες που ακολούθησαν στη γειτονική μας κοινωνία:

  • Η εκτεταμένη επαφή με την κοινωνία της ελληνικής Μακεδονίας, όπου καταβαίνουν κάθε καλοκαίρι κατά εκατοντάδες χιλιάδες, έχει πείσει τους πάντες ότι η ελληνική Μακεδονία είναι σήμερα συντριπτικά ελληνική, ανεξάρτητα από την όποια ιστορική τους αφήγηση για το 1900: σε μια υποθετική «επανένωση της (ιστορικής) Μακεδονίας», κυρίαρχη θα έβγαινε σήμερα μάλλον η ελληνική πλευρά.  
  • Τα εκλογικά αποτελέσματα του «Ουράνιου Τόξου» ως μειονοτικού κόμματος στην Ελλάδα,  λειτούργησαν για την κοινωνία της ΠΓΔΜ ως άτυπη μειονοτική καταγραφή με απογοητευτικά (για τους εκεί εθνικιστές) αποτελέσματα.
  • Ήδη από το 1995 (στα πλαίσια της τότε Ενδιάμεσης Συμφωνίας με την Ελλάδα)το Σύνταγμα της FYROM αναθεωρήθηκε  για να αποκλείσει κάθε εδαφική διεκδίκηση, αλλά και κάθε παρέμβαση στα εσωτερικά άλλων χωρών με πρόσχημα ομοεθνείς που ίσως ζουν εκεί (24).
  • Από το 2006, η ενίσχυση του εκεί εθνικισμού (κυρίως απέναντι στους Αλβανούς) και η επίσημη προσπάθεια ιστορικής σύνδεσης με τους αρχαίους  Μακεδόνες και τον Μ. Αλέξανδρο, θα διχάσει την κοινωνία και θα αποδυναμώσει το διεθνές κεφάλαιο της χώρας: αντίθετα με την παλιότερη γενική διεθνή συμπάθεια ως μόνης γιουγκοσλαβικής δημοκρατίας που απέκτησε ειρηνικά την ανεξαρτησία της, μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών χωρών θα ανησυχήσουν και θα  δείξουν τώρα «κατανόηση» για το διακομματικό ελληνικό βέτο του Βουκουρεστίου το 2008, όπου η τότε κυβέρνηση Καραμανλή απέκλεισε την εισδοχή της FYROM στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ μέχρι να συμφωνηθεί οριστική λύση για το όνομα.

Για να αποκτήσει πάντως στοιχειώδη πειστικότητα το βέτο του 2008, η ελληνική πλευρά είχε αναγκαστεί να δηλώσει ανοιχτή για όνομα που θα περιείχε τον όρο «Μακεδονία» με κάποιον γεωγραφικό προσδιορισμό. Η διακομματική αυτή ελληνική δέσμευση του 2008 επανήλθε στο προσκήνιο με την πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή στη FYROM, όταν στο  προσκήνιο βρέθηκαν δυνάμεις πρόθυμες να συζητήσουν με βάση το ελληνικό πλαίσιο και, παράλληλα, αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον της Δύσης για νέα μέλη στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ.

Και τώρα;

Η ταχύτητα των εξελίξεων φαίνεται ότι φέρνει σε αμηχανία σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, γαλουχημένης με τις πάνδημες εκστρατείες της δεκαετίας του 1990, εστιασμένης στην αρχαία μόνο ιστορία της Μακεδονίας και εκπαιδευμένης να ανησυχεί για  εξωτερικούς εχθρούς και συνωμοσίες. Σε ένα τέτοιο κλίμα, όμως, η αξίωση για ελληνικό μονοπώλιο στο όνομα της Μακεδονίας διαστρέφει την ιστορία σχεδόν όσο και η αξίωση των εθνικιστών της άλλης πλευράς να είναι οι αυθεντικοί κληρονόμοι του Μ. Αλέξανδρου.

Ακριβώς γι’ αυτό προσπάθησαν να συνοψίσω, από ελληνικές πηγές, τα δεδομένα που δείχνουν ότι η (ευρύτερη) Μακεδονία είναι «παραπάνω από ελληνική»:

  • Διαχρονικό σημείο συνάντησης του ελληνισμού, στα αρχαία χρόνια με τον θρακο-ϊλλυρικό κόσμο, στους επόμενους αιώνες με τον βουλγαρο-σλαβικό.
  • Καταγραμμένη στην παγκόσμια ιστορική μνήμη, όχι μόνο για τον Μ. Αλέξανδρο, αλλά και για την πολυεθνική Μακεδονία των αρχών του 20ου αιώνα. 
  • Χώρος όπου μπορούν να χωρέσουν και «δύο Μακεδονίες», όπως τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες, ή και ακόμη περισσότερες.
  • Πεδίο διαμόρφωσης και ενός νεότερου λαού, που αποκόπηκε από τον βουλγαρικό εθνικισμό: για τον ελληνισμό αυτό είναι μάλλον θετική εξέλιξη, παρά απειλή ή ήττα. Από την άλλη, όμως, πόσο πιθανό είναι να μην έχουν καθόλου σχέση με τη Μακεδονία οι απόγονοι των ηττημένων του Μακεδονικού Αγώνα;

Τόσες δεκαετίες, στον καθημερινό δημόσιο λόγο μας δεν έχουμε βρει άλλο τρόπο να αποκαλούμε τη γειτονική χώρα, από το όνομα της πρωτεύουσας της. Το ζήτημα τώρα είναι να βρούμε, με την άλλη πλευρά, τρόπους συνύπαρξης που δεν θα πυροδοτούν διαρκώς νέες ανασφάλειες και τριβές.

  • Να αξιοποιήσουμε την αμοιβαία εγγύηση των συνόρων με την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, επεκτείνοντάς την και στη συμβολική (στο πεδίο του ονόματος) συνύπαρξη με την ελληνική Μακεδονία. Για την εθνότητα και τη γλώσσα τους, υπάρχουν από χρόνια κατατεθειμένες ουσιαστικές προτάσεις από τον Ευ. Κωφό, κορυφαίο ίσως εμπειρογνώμονα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών (25)
  • Να επανεκτιμήσουμε ορθολογικά τις ανησυχίες μας: Ο αλυτρωτισμός έχει πάντα πολύ κοντά πόδια, όταν δεν έχει αρκετούς «πρόθυμους» αποδέκτες στην άλλη πλευρά των συνόρων, και οι γείτονες μας φαίνεται ότι το έχουν ήδη διαπιστώσει.
  • Να αποκλείσουμε τα όποια μειονοτικά θέματα από τις διμερείς σχέσεις: σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει σχετική Ευρωπαϊκή Συμφωνία-Πλαίσιο (26), που οι δύο χώρες μπορούν απλώς να συμφωνήσουν ότι θα κυρώσουν και θα εφαρμόσουν.
  • Να κάνουμε επίσημο μέρος της υπό διαπραγμάτευση συμφωνίας και την ίδια την Ε.Ε., ώστε η πιστή τήρηση των όρων να ελέγχεται τακτικά κατά την ενταξιακή διαπραγμάτευση και η τελική τους εκπλήρωση να είναι προϋπόθεση και για την  τελική ένταξη. Στο πλαίσιο αυτό, ενδεχόμενες συνταγματικές αλλαγές που θα κριθούν απαραίτητες (όπως η επισημοποίηση του νέου ονόματος) θα μπορούν να τεθούν στο ίδιο δημοψήφισμα που θα κρίνει και την ένταξη στην Ε.Ε.   

Ως ελληνική κοινωνία, είναι ίσως ώρα να θυμηθούμε τον Διονύσιο Σολωμό που έγραφε ότι «το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές» αλλά και να καταλάβουμε ότι κάθε εθνικισμός (και κάθε εθνική πλειοδοσία) κάνει πρώτα κακό στη δική του χώρα.

Θα μπορέσουμε;  



Παραπομπές

Ως αποκλειστική σχεδόν πηγή διάλεξα την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, καθώς συμβαδίζει με τις επίσημες ελληνικές απόψεις, γράφτηκε σε εποχές σχετικής νηφαλιότητας (δεκαετίες 1970-1980) και είναι σχετικά εύκολα προσιτή στους περισσότερους. Οι παραπομπές αφορούν τόμο και σελίδα στο συγκεκριμένο έργο.

(1) Τόμος Β σελ. 239.

(2) Τόμος Β σελ.  237.

(3) Τόμος Β σελ. 239.

(4) Τόμος Γ1 σελ. 450 & χάρτης στη σελ. 455.

(5) αθροιστικά 50.000 νεκροί (σχεδόν 50% των στρατιωτών), μόνο στην  Πύδνα (167 π.Χ.) και την τελευταία μάχη του Ανδρίσκου (146 π.Χ.),  Τόμος Ε σελ. 124 & 166.

(6) Τόμος ΣΤ σελ. 192.

(7) Τόμος ΣΤ, χάρτης στις σελ. 58-59.

(8) Τόμος Ζ σελ. 426 & χάρτες στις σελ. 94-95, 202-3 και 440-441.

(9) Τόμος Η χάρτης στη σελ. 172-173.

(10) Τόμος Η σελ. 334.

(11) Τόμος Η σελ. 118-120.

(12) Τόμος Η σελ. 336.

(13) Τόμος Η σελ. 120.

(14) Τόμος Η σελ. 125.

(15) Τόμος Θ  σελ. 169.

(16) Τόμος Θ  σελ. 180.

(17) Τόμος ΙΔ  σελ. 227 & 229.

(18) Τόμος ΙΓ  σελ. 355.

(19)  Τόμος ΙΣΤ σελ. 63.

(20)  Τόμος ΙΔ σελ.223.

(21) Τόμος ΙΣΤ σελ.160.

(22) Τόμος ΙΣΤ σελ.159.

(23) Τόμος ΙΕ’, σελ.91.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου