ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Η «ΛΑΤΡΕΙΑ» ΤΟΥ F – 35 ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ

 ΤΟΥ ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΡΙΒΑ*
Αποσπάσματα :
........Διά της προσπάθειας επιβολής της αντίληψης ότι τα τουρκικά F – 35 θα είναι ανίκητα από την Ελλάδα, ότι και αν κάνει για να τα αντιμετωπίσει (εκτός φυσικά αν αγοράσει και αυτή F – 35…) ενισχύεται μια πολυδιάστατη αίσθηση μοιρολατρικής ηττοπάθειας, η οποία επιχειρείται να επιβληθεί στην ελληνική κοινωνία εδώ και καιρό........η άποψη για τα «ανίκητα» τουρκικά F – 35 «πατάει» πάνω σε μια ευρύτερη άποψη περί αναντίρρητης υπεροχής της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας λόγω αριθμών (αλλά και ποιότητας) οπλικών συστημάτων και στρατιωτών, που καθιστά κάθε προσπάθεια ελληνικής αντίστασης περιττή................ο «λατρευτικός αντιαμερικανισμός» μαζί με τον «λατρευτικό αντιτουρκισμό» τείνουν να ενοποιηθούν σε ένα κοινό μέγεθος με καταλύτη μια αντίστοιχη πίστη στην απόλυτη ισχύ του Ισραήλ.............δια των μηδενιστικών αυτών απόψεων περνάει και το μήνυμα ότι κάθε είδους σκέψη για εθνικά ανεξάρτητη πολιτική είναι εκτός πραγματικότητας και μόνο οι λεόντειες συμμαχίες με τις «σωστές» δυνάμεις μπορούν να εξασφαλίσουν την ειρήνη. Και μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί αν αυτές οι απόψεις και οι μηχανισμοί που τις επιβάλλουν είναι κάτι το ενδογενές στην ελληνική κοινωνία ή υποβοηθούνται συνειδητά και από έξω...........
ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΡΙΒΑ


 

 Ο γράφων έχει κατά καιρούς αναφερθεί σε ένα ιδιόρρυθμο γεωπολιτικό μέγεθος που στοιχειώνει την ελληνική κοινωνία και ρυθμίζει εν πολλοίς την ελληνική εξωτερική πολιτική: τον «λατρευτικό αντιαμερικανισμό». Την εκδήλωση, δηλαδή, ακραίων αντιαμερικανικών απόψεων και θέσεων, που κάποιες φορές αγγίζουν τα όρια της καρικατούρας, εν παραλλήλω με την αναντίρρητη και απόλυτη πίστη στην αμερικανική παντοδυναμία. Ιδιαίτερα δε τη στρατιωτική. Τον τελευταίο καιρό είχαμε, μάλιστα, την ευκαιρία να δούμε αυτό το φαινόμενο να εκδηλώνεται δια της παροξυσμικής φετιχοποίησης του μαχητικού αεροσκάφους F – 35 Lightning II της Lockheed Martin. Έτσι, διαβάσαμε και ακούσαμε διάφορα ευτράπελα αναφορικά με την απειλή που αυτό συνεπάγεται όταν (και εάν…) εισέλθει στο τουρκικό οπλοστάσιο, όπως και σχετικά με τις δυνατότητες που θα προσέφερε στην ελληνική Άμυνα τυχόν απόκτησή του. Κάθε προσπάθεια δε αμφισβήτησης των υπερικανοτήτων αυτού του …τεχνολογικού θαύματος, αντιμετωπίζεται – στην καλύτερη περίπτωση – με έντονη καχυποψία. Έτσι, λοιπόν, και το άρθρο του γράφοντος περί «εθνικής anti – stealth στρατηγικής», που δημοσιεύτηκε στο 369ο τεύχος των «Επικαίρων», προκάλεσε την ιερή οργή των πιστών του F – 35. 
Στο συγκεκριμένο άρθρο εκφραζόταν η άποψη ότι, αν και το μικροσκοπικό ίχνος στα ραντάρ του F – 35 και οι γενικότερες ικανότητές του όντως διαμορφώνουν μια μακρόπνοη απειλή για την ελληνική Άμυνα, εντούτοις η απάντηση σε αυτό δεν θα πρέπει να είναι η αντίστοιχη αγορά F – 35 (δεδομένου ότι ένα «αόρατο» αεροσκάφος δεν αντιμετωπίζεται με ένα επίσης «αόρατο»), αλλά η ανάπτυξη ενός πλέγματος συστημάτων anti – stealth, οι τεχνολογίες των οποίων θα πρέπει, ει δυνατόν, να αναπτυχθούν σε όσο το μεγαλύτερο ποσοστό γίνεται από την εγχώρια βιομηχανία, πιθανώς και στο πλαίσιο συνεργασιών με άλλες χώρες και όχι να αγοραστούν «ετοιματζίδικες» από το εξωτερικό.
Μεταξύ των άλλων, στο «πακέτο» των συστημάτων anti stealth αναφέρονταν και ηλεκτροοπτικά συστήματα, όπως αυτό της Selex Galileo που μπορεί να χρησιμοποιεί το σουηδικό μαχητικό αεροσκάφος JAS – 39 Gripen NG. Το σύστημα αυτό έχει σχεδιαστεί για να εντοπίζει το θερμικό ίχνος των αεροσκαφών που προκαλείται από την τριβή τους στην ατμόσφαιρα (aerodynamic heating), το οποίο στα αεροσκάφη με επικάλυψη υλικών που απορροφούν την ακτινοβολία ραντάρ (RAM) ενδέχεται να είναι απ’ ό,τι στα «κανονικά» αεροσκάφη με αποτέλεσμα να γίνονται και πιο εύκολα αντιληπτά.
Η σχετική πληροφορία είχε αντληθεί από τον διάσημο οίκο αμυντικής αξιολόγησης IHS Jane’s και είχε αναφερθεί από τον γράφοντα, μαζί με άλλες πληροφορίες από ανοικτές πηγές για τεχνολογίες counter stealth, σε εισήγησή του στο 3ο Συνέδριο Αεροπορικής Ισχύος, που είχε οργανώσει η Πολεμική Αεροπορία στο Τατόι τον Φεβρουάριο του 2015.
Παρεμπιπτόντως, όπως μας πληροφορεί στο τελευταίο τεύχος του το έγκυρο και αρχαιότερο ελληνικό περιοδικό Αεροδιαστημικής και Άμυνας, Πτήση και Διάστημα, η πρόταση της Boeing για το βελτιωμένο μαχητικό F/A – 18E/F Block 3 (που αναφέρεται και ως F/A – 18XT) για το Ναυτικό των ΗΠΑ, προβλέπει επίσης την τοποθέτηση ηλεκτροοπτικού συστήματος για να εντοπίζει αεροσκάφη stealth σε μεγάλες αποστάσεις. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον, μάλιστα, είναι ότι το σύστημα αυτό δεν θα είναι ενσωματωμένο στη δομή του αεροσκάφους, όπως συμβαίνει στο Gripen NG και σε άλλα μαχητικά, αλλά θα μεταφέρεται σε μορφή ατρακτιδίου. Και εδώ τίθεται το ερώτημα κατά πόσον θα ήταν εφικτή η αγορά παρόμοιων ατρακτιδίων για την Ελληνική Αεροπορία από την αμερικανική ή την ευρωπαϊκή αγορά, τα οποία θα προσέφεραν σημαντική βοήθεια στην αντιμετώπιση των τουρκικών F – 35 με σχετικά χαμηλό κόστος, σε συνδυασμό, φυσικά, και με άλλα μέσα και με την υιοθέτηση κατάλληλων τακτικών. Επίσης, μπαίνουμε στον πειρασμό να αναρωτηθούμε εάν η κατασκευή παρόμοιων συστημάτων βρίσκεται εντός των δυνατοτήτων της ελληνικής βιομηχανίας. Κατά την άποψη του γράφοντος, η πιθανότητα αυτή δεν θα πρέπει να αποκλειστεί. Ελληνικές εταιρείες έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν τεχνολογία αιχμής στα ηλεκτροοπτικά συστήματα, γεγονός που αποδεικνύει η εξαγωγή προϊόντων τους σε άκρως ανταγωνιστικές αγορές. Άρα η δυνατότητα αυτή θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να εξεταστεί.
Ειρήσθω εν παρόδω, πάλι σύμφωνα με το τελευταίο τεύχος της Πτήσης και οι Ρώσοι επενδύουν σε ηλεκτροοπτικά συστήματα για τα μαχητικά τους, έχοντας τοποθετήσει στο βελτιωμένο MiG – 35 ένα προηγμένο πολυφασματικό (multi spectral) σύστημα που λειτουργεί σε διαφορετικά μήκη κύματος για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.
Επίσης, αξίζει να επισημανθεί ότι το άρθρο της Πτήσης για τη νέα έκδοση του F/A – 18E/F αναφέρει πως το F – 35 έχει περιορισμένες ικανότητες δικτυοκεντρικών επιχειρήσεων, δεδομένου ότι αν χρησιμοποιήσει το Link 16 για μετάδοση δεδομένων υποβαθμίζει τα χαρακτηριστικά του stealth, μια και η εκπομπή μπορεί να γίνει αντιληπτή από ηλεκτρονικά συστήματα του αντιπάλου. Τα F – 35 μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω της ραδιοζεύξης MADL (Multifunction Advanced Data Link), η οποία ναι μεν επιτρέπει εκπομπή χωρίς υποβάθμιση των χαρακτηριστικών stealth, αλλά δεν είναι προσβάσιμη από άλλα αεροσκάφη. Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να αξιολογηθεί σοβαρά όσον αφορά τόσο στην απειλή που συνεπάγονται για την ελληνική άμυνα τα τουρκικά F – 35 όσο και για τις δυνατότητες που θα της προσφέρει τυχόν αγορά τους, δεδομένου ότι οι δικτυοκεντρικές ικανότητες αποτελούν σημαντικότατο πολλαπλασιαστή ισχύς των σύγχρονων αεροπορικών δυνάμεων.
Ο ΜΥΘΟΣ ΥΠΟΝΟΜΕΥΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Όμως, όλα τα παραπάνω ουδόλως σημαίνουν κάτι για ποικιλώνυμη στρατιά «ειδικών» του Διαδικτύου και των social media, για τους οποίους η μόνη αποδεκτή αλήθεια είναι αυτή της απόλυτης παντοδυναμίας του F – 35 και γενικότερα της αμερικανικής ισχύος, ενώ όλα τα υπόλοιπα αποτελούν εξοργιστικές εκδηλώσεις ασχετοσύνης. Από μόνο του το γεγονός αυτό δεν θα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικό και δεν θα αντικατόπτριζε παρά παθογένειες που ενδημούν διαχρονικά στην ελληνική κοινωνία, όπως είναι ο ξερολισμός, η αβυσσαλέα αμάθεια με κάποια ψήγματα γνώσεων, η οποία (αυτό)προβάλλεται ως «επαγγελματική γνώση» και η έλλειψη ανοχής για την αντίθετη άποψη.
Τα πράγματα, ωστόσο, ενδέχεται να είναι πιο επικίνδυνα. Και αυτό γιατί δεν μιλάμε για τη λατρεία μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Διά της προσπάθειας επιβολής της αντίληψης ότι τα τουρκικά F – 35 θα είναι ανίκητα από την Ελλάδα, ότι και αν κάνει για να τα αντιμετωπίσει (εκτός φυσικά αν αγοράσει και αυτή F – 35…) ενισχύεται μια πολυδιάστατη αίσθηση μοιρολατρικής ηττοπάθειας, η οποία επιχειρείται να επιβληθεί στην ελληνική κοινωνία εδώ και καιρό.
Αναλυτικότερα, η άποψη για τα «ανίκητα» τουρκικά F – 35 «πατάει» πάνω σε μια ευρύτερη άποψη περί αναντίρρητης υπεροχής της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας λόγω αριθμών (αλλά και ποιότητας) οπλικών συστημάτων και στρατιωτών, που καθιστά κάθε προσπάθεια ελληνικής αντίστασης περιττή. Η άποψη αυτή συμπληρώνεται από μια φαταλιστική αντίληψη περί των ικανοτήτων των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίες εμφανίζονται ως περίπου ανύπαρκτες, τόσο λόγω της «διάλυσης» που τους έχει προκαλέσει η οικονομική κρίση όσο και εξαιτίας των γενικότερων δυσλειτουργιών τους, τις οποίες «γνωρίζουν όσοι έχουν πάει στρατιώτες». Για να γίνουν μάλιστα πιο πιστευτές οι απόψεις αυτές συνήθως ενδύονται τον μανδύα ενός «καταγγελτικού εθνικισμού». Έτσι, από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν προχωρά στην υλοποίηση κολοσσιαίων εξοπλιστικών προγραμμάτων και δεν μετατρέπεται σε μια σύγχρονη εκδοχή της αρχαίας Σπάρτης, εμφανίζεται ως καταδικασμένη απέναντι στην «πανίσχυρη» Τουρκία, άρα δεν υπάρχει καμία ελπίδα επιτυχίας σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής, άρα και κανένας λόγος αντίστασης στον τουρκικό αναθεωρητισμό.
Το γεγονός ότι οι αιτιάσεις περί τουρκικών μεγεθών θα είχαν (ίσως) κάποιο νόημα μόνον σε περίπτωση κάποιου παρατεταμένου ολοκληρωτικού πολέμου, σαν αυτόν που έγινε μεταξύ Ιράκ και Ιράν στη δεκαετία του 80, ουδόλως εντυπωσιάζει τους «εθνικιστές τουρκόφρονες». Ούτε φυσικά το ότι η ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ισοσκελίζεται (και με το παραπάνω) από την ύπαρξη πολύ μεγαλύτερων προβλημάτων στις τουρκικές. Ούτε το ότι οι – πράγματι σοβαρές – παθογένειες του ελληνικού στρατεύματος αποτελούν εν πολλοίς μόνιμες ασθένειες στους στρατούς όλου του κόσμου σε όλες τις εποχές. Και βέβαια ούτε λόγος να γίνεται για τη δυνατότητα ενίσχυσης των μαχητικών ικανοτήτων του ελληνικού στρατεύματος χωρίς τεράστιες εξοπλιστικές δαπάνες και χωρίς αγορές «μαγικών» τεχνουργημάτων, όπως είναι το F – 35.
ΥΒΡΙΣ Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΝΩΝ
Και για να γίνουν ακόμη ενδιαφέροντα τα πράγματα, ο «λατρευτικός αντιαμερικανισμός» μαζί με τον «λατρευτικό αντιτουρκισμό» τείνουν να ενοποιηθούν σε ένα κοινό μέγεθος με καταλύτη μια αντίστοιχη πίστη στην απόλυτη ισχύ του Ισραήλ. Το στοιχείο αυτό έχει εντοπίσει ο γράφων στον δημόσιο διάλογο κάθε φορά που έχει προσπαθήσει να τεκμηριώσει την άποψη ότι δεν είναι πάντα τα εξελιγμένα οπλικά συστήματα και οι αριθμοί που νικάνε, φέρνοντας ως παράδειγμα την ταπείνωση του Ισραήλ από τη Χεζμπολάχ το καλοκαίρι του 2006 στον Δεύτερο Πόλεμο του Λιβάνου. Κατά κανόνα, κάθε φορά που εκφράζεται αυτή η άποψη προκύπτουν χλευαστικές αντιδράσεις του τύπου, «πως τολμάς να υποστηρίζεις κάτι τόσο αδιανόητο», και αυτό τη στιγμή που η αποτυχία του Ισραήλ το 2006 αποτελεί τόσο αναντίρρητο κοινό τόπο στη διεθνή στρατηγική ανάλυση όσο η αποτυχία των Αμερικανών στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Με άλλα λόγια, όπως ακριβώς και για τις ΗΠΑ, μπορείς να κατηγορείς όσο θες το Ισραήλ, αλλά, προς Θεού, μην θίξεις την παντοδυναμία του. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, μάλιστα, το γεγονός ότι ακραία «αντισιωνιστικές» αντιλήψεις, οι οποίες πολλές φορές φθάνουν στα όρια του μισαλλόδοξου αντισημιτισμού, συνδυάζονται με μια τυφλή πίστη στη στρατιωτική αλλά και γενικότερη ισχύ του Ισραήλ. Είναι οι ίδιες αντιλήψεις που την επαύριον του επεισοδίου του Μαβί Μαρμαρά τον Μάιο 2010 φωνασκούσαν για «Ιερά Συμμαχία» Αθηνών – Τελ Αβίβ και οίκτιραν οποιονδήποτε τολμούσε να εκφράσει αντίθετη άποψη. Για να συμπληρωθεί, ωστόσο, το παζλ, οι φαταλιστικές αυτές αντιλήψεις συνήθως συνδυάζονται με τη «ρεαλιστική» άποψη ότι μόνον το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε. μπορούν να προστατεύσουν την Ελλάδα από την Τουρκία και επ’ ουδενί μπορεί να το πράξει μόνη της.
Εν κατακλείδι, η τρίδυμη πίστη στην απόλυτη παντοδυναμία των ΗΠΑ, της Τουρκίας και του Ισραήλ, καμουφλαρισμένη κάτω από έναν «καταγγελτικό» λόγο, άλλοτε «ακροδεξιό – εθνικιστικό», άλλοτε «αριστερό – αντιιμπεριαλιστικό» και άλλοτε «ρεαλιστικό – τεχνοκρατικό», αποτελεί ένα είδος Δούρειου Ίππου που έχει παρεισφρήσει στην ελληνική κοινωνία και επιχειρεί να επιβάλλει την άποψη ότι δεν μπορεί να ασκηθεί σοβαρή αντίσταση κατά του τουρκικού αναθεωρητισμού, άρα δεν μπορούν να εφαρμοστούν τα δόγματα της Αποτροπής, άρα θα πρέπει να οδηγηθούμε σε πολιτική κατευνασμού έναντι της Άγκυρας και να αποδεχθούμε την «ήπια» αλλαγή υπέρ της Τουρκίας του καθεστώτος κυριαρχίας στο Αιγαίο, για να μην εμπλακούμε σε έναν εκ των προτέρων χαμένο πόλεμο. Με άλλα λόγια να κάνουμε αυτό ακριβώς που επιδιώκει η τουρκική στρατηγική, για την οποία, λόγω των τεράστιων εσωτερικών αντιφάσεων και των πολλών μετώπων που έχει ανοίξει στο εξωτερικό, μια πολιτική πυγμής έναντι της Ελλάδας θα ήταν πολύτιμη, με την προϋπόθεση όμως να είναι εκ του ασφαλούς, χωρίς να κινδυνεύει να οδηγήσει σε πολεμική αντιπαράθεση, ακόμη και μικρής κλίμακας, η οποία θα μπορούσε να έχει σοβαρότατες συνέπειες για τη γείτονα, έστω και αν κατέληγε «νικηφόρα» για αυτήν.
Φυσικά, δια των μηδενιστικών αυτών απόψεων περνάει και το μήνυμα ότι κάθε είδους σκέψη για εθνικά ανεξάρτητη πολιτική είναι εκτός πραγματικότητας και μόνο οι λεόντειες συμμαχίες με τις «σωστές» δυνάμεις μπορούν να εξασφαλίσουν την ειρήνη. Και μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί αν αυτές οι απόψεις και οι μηχανισμοί που τις επιβάλλουν είναι κάτι το ενδογενές στην ελληνική κοινωνία ή υποβοηθούνται συνειδητά και από έξω. Με κίνδυνο να γίνουμε υπερβολικοί, στην εποχή των υβριδικών πολέμων θα πρέπει να είμαστε πολύ πονηρεμένοι αναφορικά με τις απόψεις που διακινούνται για τα εθνικά θέματα και τα ζητήματα Άμυνας, με όποιο ένδυμα και αν παρουσιάζονται…      
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
 Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό  «ΕΠΙΚΑΙΡΑ» στις 31-3-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου