
Στη
μικρή σε διάρκεια αλλά άκρως περιεκτική ζωή του, ο Τζωρτζ Γκόρντον-Λόρδος Βύρων
αντιπάλεψε την Ελγίνεια διαρπαγή των
ελληνικών αρχαιοτήτων, ορθώθηκε αντίθετα στη θανατική καταδίκη των εργατών που
κατέστρεφαν τα υπονομευτικά της απασχόλησής τους μηχανήματα , συνέδραμε το
ιταλικό κίνημα των Καρμπονάρων, κι ακόμη διέθεσε χρόνο και χρήμα για να περάσει
στο πολιορκημένο Μεσαλόγγι – όπου τον καραδοκούσε ο θάνατος.
Ήταν ποιητής με εξαιρετική απήχηση, με εκδοτικά «σουξέ» μοναδικά για την εποχή
του, με μαχητική διάθεση και διαύγεια νοημάτων, με έκδηλη τη φυσιολατρία και την εκμάγευση μέσω των φυσικών σκηνικών- ιδιαίτερα του ελληνικού τοπίου. «Μπροστά
μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου το ναό του Δία, μπροστά το
Στάδιο, αριστερά μου την πόλη. Έ, κύριε! Αυτό θα πει τοπίο, αυτό θα πει
γραφικότητα!» - θα δηλώσει το 1811,
από την οπτική γωνία της Μονής Καπουτσίνων, στην Αθήνα.
Αυτό το
προικισμένο άτομο- παρά την ελαφρά χωλότητα που δεν το εμπόδισε να διασχίσει κολυμπώντας
το Βόσπορο - με εντυπωσιακή ομορφιά αλλά ελάχιστη σύνεση,
θα διοχετεύσει μεγάλο μέρος της προσωπικής του ενέργειας στον ερωτισμό και θα
έρθει σε ρήξη με τη σεμνότυφη κοινωνία της εποχής του . Θα περιθωριοποιηθεί και
θα «προσφυγοποιηθεί» για ένα διάστημα, όμως θα επιστρέψει στην Αγγλία για να
έλθει σε επαφή με το Φιλελληνικό
Κομιτάτο. Με την παρότρυνση αυτού του τελευταίου ταξιδεύει το 1823 στην Ελλάδα όπου και αυτοχρηματοδοτεί ένα μικρό στρατιωτικό
απόσπασμα.
Ο
θάνατός του στο Μεσολόγγι θα προκαλέσει απέραντη θλίψη στο λαό. Οι πολιορκημένοι μαχητές θα εξωτερικεύσουν τα πικρά αισθήματά τους με 37 κανονιές – όσες ήταν
περίπου τα χρόνια του αγαπημένου τους Λόρδου…..
Σχετικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου