της Δώρας Κότσακα-Καλαϊτζιδάκη
Τον τελευταίο χρόνο, ένα εντυπωσιακό κίνημα συγκροτήθηκε στην Ευρώπη, τόσο από πλευράς μαζικότητας όσο και ποικιλομορφίας, ενάντια στην προοπτική υπογραφής της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου ΗΠΑ-ΕΕ (TTIP). Η δραστηριότητά του έφερε ως αποτέλεσμα την ενημέρωση των λαών της Ευρώπης σχετικά με το εταιρικό πραξικόπημα που συνιστά η ΤΤΙΡ και διαρκώς διογκούμενες αντιδράσεις σε πολλά και διαφορετικά μέτωπα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ενδιαφερόμενοι για την υπογραφή της συνθήκης, και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου οι διαπραγματεύσεις να διεξαχθούν υπό καθεστώς πρωτοφανούς αδιαφάνειας, καθώς ήταν φανερό ότι αν το «κοινό» ενημερωθεί, θα αντιδράσει.
Στις αρχές Φεβρουαρίου ολοκληρώθηκαν στις Βρυξέλλες οι εργασίες της τρίτης συνάντησης αντιπροσώπων της ευρωπαϊκής κοινωνίας πολιτών, κινημάτων, πολιτικών κομμάτων, ΜΚΟ, συνδικάτων, φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πανεπιστημίων και πλήθος άλλων, με σκοπό τον από κοινού προσδιορισμό της στρατηγικής και του περιεχομένου της σχετικής ευρωπαϊκής καμπάνιας ενάντια στην ΤΤΙΡ. Είναι ενδεικτικό ότι στη συνάντηση συμμετείχαν για πρώτη φορά αντιπροσωπείες και από τα 28 κράτη-μέλη, καθώς και το ότι ο αριθμός των οργανώσεων και συλλογικοτήτων που συμμετείχαν έχει πλέον τριπλασιαστεί. Στο πλαίσιο των δύο προηγούμενων συναντήσεων σχεδιάστηκαν και συντονίστηκαν οι περισσότερες από τις δράσεις που άλλαξαν τους πολιτικούς συσχετισμούς σχετικά με την ΤΤΙΡ, καθιστώντας τη όλο και χλωμότερη. Ενδιαφέρουσες πολιτικές διαπιστώσεις προέκυψαν και αυτή τη φορά, όπως και τις προηγούμενες, από τη συνύπαρξη και από κοινού εργασία των συμμετεχόντων.
Σε πρώτο επίπεδο, είναι προφανές ότι η στρατηγική και η καμπάνια σχετικά με την ΤΤΙΡ δεν μπορεί να είναι κοινή στον ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο. Η φράση ενός Φιλανδού, σε ένα από τα workshops της συνάντησης, ήταν χαρακτηριστική: «Είναι δύσκολο να κατορθώσω να τραβήξω την προσοχή των ανθρώπων γύρω μου στο συγκεκριμένο θέμα, όταν κανείς από όσους γνωρίζω δεν βγάζει λιγότερα από 2.000 ευρώ το μήνα». Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου φαίνονται έτοιμες να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της ΤΤΙΡ πολιτικά και συνολικά, ως μια ακραία νεοφιλελεύθερη επίθεση με θεμελιώδη στόχο (κάτι που συνιστά και προϋπόθεση εφαρμογής της) την επαναθέσμιση του κοινωνικού χώρου προς όφελος του κεφαλαίου. Αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τεθούν τα ίδια τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και η λειτουργία τους υπό αυστηρή κριτική, χωρίς να γίνει σοβαρή συζήτηση για τη δημοκρατία εντός της Ε.Ε. και τη νομιμοποίηση των ευρωπαϊκών θεσμών.
Αντίθετα, κατέστη σαφές ότι στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά μια στρατηγική τέτοιου τύπου ότι δεν θα έφερνε μαζικά αποτελέσματα. Είναι τα επιμέρους ζητήματα --όπως το ISDS (Investor State Dispute Settlement), η νομοθετική εναρμόνιση (regulatory cooperation), τα μεταλλαγμένα, το fracking ή οι χημικές ουσίες στα καλλυντικά-- εκείνα που φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη επίδραση στο ευρύ κοινό αυτών των χωρών. Οι σχετικές ομάδες πίεσης συγκροτούνται με βάση τα επιμέρους αιτήματα· έτσι, αν ικανοποιηθούν αυτά, οι αντιδράσεις δεν συνεχίζονται, καθώς η συμφωνία δεν τίθεται συνολικά σε αμφισβήτηση. Η σχετική στρατηγική παίρνει τη μορφή πολιτικής πίεσης προς τη σοσιαλδημοκρατία, όπου αναζητούνται οι διαλεκτικές σχέσεις βουλευτών ή ευρωβουλευτών με τμήματα της κοινωνίας πολιτών που αποτελούν και μέρος του κινήματος. Στο πλαίσιο της ευρύτερης «υπαρξιακής» κρίσης την οποία διάγει η σοσιαλδημοκρατία τελευταία, τα παραπάνω συνιστούν μια επιπλέον πίεση για την πολιτική της μετατόπιση. Μία κίνηση που ήδη από πολλούς Κεντροευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες --όπως οι Αυστριακοί και οι Βαλλόνοι του Βελγίου-- έχει συνειδητοποιηθεί ως προϋπόθεση της πολιτικής τους επιβίωσης, η οποία συνδέεται άμεσα με το βαθμό διακριτότητάς τους από τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά.
Έπειτα από ένα έτος κινηματικών και θεσμικών πρωτοβουλιών δεν είναι λίγοι αυτοί που δηλώνουν αισιόδοξοι ότι η ΤΤΙΡ έχει ακόμα πολύ δρόμο μέχρι να αποτυπωθεί σε κείμενο και η υπογραφή της φαντάζει όλο και περισσότερο αμφίβολη. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα διαρκές μπρα-ντε-φερ μεταξύ των δύο πλευρών. Σήμερα οι διαπραγματευτές του μέλλοντός μας αισθάνονται την ανάσα μας στον κρόταφό τους -- και αυτό είναι που τους κάνει αναποτελεσματικά νευρικούς. Επιθυμία τους ήταν η ταχύτερη δυνατή υπογραφή της συνθήκης, αν ήταν δυνατόν από πέρσι, αλλά κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό. Η διαρκής πίεση της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και οι πανταχού παρούσες αντιφάσεις του καπιταλισμού, απομακρύνουν διαρκώς το πέρας των διαπραγματεύσεων. Μια σειρά θεσμικών εργαλείων προστίθεται σήμερα στη δική μας φαρέτρα με μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ευρώπη διόλου διαθέσιμη να υποκύψει στην παντοδυναμία των συμφερόντων των λόμπι. Για παράδειγμα, η δυνατότητα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να γνωμοδοτήσει σχετικά με το ISDS ή με τον χαρακτηρισμό της ΤΤΙΡ ως mixed agreement (κάτι που συνεπάγεται την ανάγκη επικύρωσής της και από τα εθνικά κοινοβούλια) είναι ένα εργαλείο που τα κράτη-μέλη μπορούν να χρησιμοποιήσουν. Μέχρι σήμερα, επαφιόμασταν στην καλή θέληση των αρμόδιων επιτρόπων για μια τέτοια στοιχειώδη κίνηση, με απογοητευτικά αποτελέσματα. Ας τονίσουμε, εδώ, ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο γνωμοδοτεί μεν, αλλά η απόφασή του είναι δεσμευτική για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Επιπροσθέτως, μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων το κείμενο της συνθήκης θα πρέπει να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κάτι που στην περίπτωση της ΤΤΙΡ εμπίπτει στις περιπτώσεις που απαιτείται ομοφωνία (π.χ. για τις άμεσες ξένες επενδύσεις). Και μόνο η πιθανότητα ενός ελληνικού «Όχι» στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα επέτεινε τη νευρικότητα και αναποτελεσματικότητα όσων θέλουν να υπογραφεί το ταχύτερο η συμφωνία.
Προτού αναθαρρήσουμε όμως, είναι σκόπιμο να βάλουμε στην εικόνα και την περίπτωση της CETA (Comprehensive Economic and Trade Agreement), της εμπορικής συμφωνίας --ίδιου τύπου και χαρακτήρα-- μεταξύ Ε.Ε. και Καναδά. Όπως υποστηρίζουν πολλοί, αν υπογραφεί η CETA οι περισσότερες αμερικάνικες εταιρείες καλύπτονται, καθώς έχουν έδρα και στον Καναδά, να προχωρήσουν ακριβώς στα ίδια σχέδια που προβλέπονται από την TTIP. Οι διαπραγματεύσεις έχουν ολοκληρωθεί και πλέον βρισκόμαστε στο στάδιο πριν τις υπογραφές. Δεν είναι λίγοι όσοι επιχειρηματολογούν ότι πρέπει επειγόντως να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας στη CETA, οι διαπραγματεύσεις για την οποία είχαν ξεκινήσει νωρίτερα, φυσικά διεξήχθησαν εν κρυπτώ, και πρόλαβαν να ολοκληρωθούν προτού ενημερωθούν οι λαοί των οποίων τη ζωή αφορά. Η χρήση θεσμικών εργαλείων, όπως η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και για τη CETA, θα ωφελούσε τα μέγιστα στην παρούσα φάση.
Ωστόσο, η ιστορία των τελευταίων δεκαετιών δείχνει ότι πρόκειται για μια ασταμάτητη προσπάθεια που επανέρχεται μέσω εμπορικών συμφωνιών. Σκοπός, η θεσμική κατοχύρωση της εταιρικής ασυδοσίας, η άρση των όρων κοινωνικής προστασίας (ιδίως όταν αυτές συνεπάγονται καθυστέρηση των εργασιών ή μείωση των κερδών), καθώς και η παραχώρηση όλων των δικαιωμάτων στον επενδυτή χωρίς όρους, κοινωνική ή περιβαλλοντική μέριμνα. Ακόμα και αν κατορθώσουμε να τους σταματήσουμε στην περίπτωση της CETA και της TTIP, ξέρουμε ότι μετά από λίγο θα επανέλθουν με ένα νέο σχέδιο. Και ναι, θα μας βρουν πάλι στους δρόμους να τους χαλάμε τα σχέδια, υπερασπιζόμενοι τις κοινωνίες μας και τις αξίες που τις κρατάνε σε συνοχή, απέναντι στην αρπακτική απληστία που χωρίς προσχήματα επιδεικνύει σε αυτή την ιστορική συγκυρία ο νεοφιλελευθερισμός.
Παρ' όλα αυτά, μια συνολικότερη προσέγγιση η οποία θα θέσει στο στόχαστρο θεσμούς παγκόσμιας εμβέλειας, μπορεί να καταδείξει το ότι ο καπιταλισμός εξυπηρετεί τις λειτουργίες του μέσω ενός θεσμικού πλέγματος που του είναι απαραίτητο, το οποίο τελευταία έχει επικίνδυνα εξοκείλει στον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό. Αν επιθυμούμε να δούμε το σύνολο της εικόνας και οι μάχες μας να μην είναι σισύφειες, θα ωφελούσε να δυναμώσουμε τη φωνή του ευρωπαϊκού Νότου μέσω κινηματικών, αλλά και θεσμικών πλέον πρωτοβουλιών, με πρώτο στόχο να κατακτήσουμε κοινό λόγο και πλαίσιο κατανόησης με τους ανθρώπους με τους οποίους βρισκόμαστε μαζί στους δρόμους.
*Η Δώρα Κοτσακά-Καλαϊτζιδάκη είναι δρ πολιτικής κοινωνιολογίας, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς