ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Αναπλάθοντας, δια της ανατροπής, το ελληνικό ιδιοκτησιακό καθεστώς




Του Νικόλα Μιτζάλη,  δρ.αρχιτεκτονικής ΕΜΠ


“Σήμερα, η υπερφορολόγηση της κατοικίας καθιστά την ιδιοκατοίκηση αφόρητη. Ο νόμος 4223/2013[1] ή αλλιώς ΕΝ.Φ.Ι.Α (Ενιαίος Φόρος ιδιοκτησίας Ακινήτων) όπως η Θεανώ Φωτίου κατήγγειλε από τα έδρανα της βουλής στις 21/12/2013, αποτελεί όχι μονάχα έναν επώδυνο τρόπο ανεύρεσης εσόδων από το κράτος που φορολογεί διπλά πλέον το κάθε ακίνητο εξαντλώντας και την τελευταία εναπομείνασα αποταμίευση των πολιτών, αλλά μάλλον ένα άλλοθι για την διεύρυνση της κερδοφορίας του ξένου κεφαλαίου και την αναδιανομή της ιδιοκτησίας.
Ο Συντελεστής Αξιοποίησης Οικοπέδου (ΦΕΚ, φ.287, 31/12/2013, σ.5289) κυριαρχεί επί των πραγματικών συντελεστών δόμησης με αποτέλεσμα να επιχειρείται η επιβάρυνση εκείνων που δεν έχουν εξαντλήσει τους συντελεστές δόμησης των οικοπέδων τους. Με άλλα λόγια «τιμωρεί» εκείνους που έχουν ανεκμετάλλευτο συντελεστή δόμησης, είτε γιατί θεωρεί ότι το έχουν ήδη πράξει παρανόμως, είτε γιατί εκλαμβάνει τον εναπομείναντα ΣΔ του εκάστοτε οικοπέδου ως εν δυνάμει εκμεταλλεύσιμο και άρα κερδοφόρο στοιχείο.
Η φορολόγηση αυτή που έπεται, όπως πολλοί ήδη διέγνωσαν, μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην συνολική αξία του οικοδομικού αποθέματος της χώρας μειώνοντας περαιτέρω την εμπορική του αξία και συγχρόνως να δώσει την ευκαιρία σε μεγαλοκεφαλαιούχους να συγκεντρώσουν ακίνητα με ευτελές αντίτιμο αλλάζοντας έτσι την φυσιογνωμία του ελληνικού ιδιοκτησιακού καθεστώτος[2].
OΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΜΙΤΖΑΛΗ


Η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης (84,6% το 2006). Αυτό το γεγονός δεν προέκυψε αυτόματα αλλά αποτέλεσε μια συνειδητή πολιτική επιλογή της κυριαρχίας η οποία από την μία κάλυψε την στεγαστική ανάγκη των μεταπολεμικών πολυπληθών στρωμάτων που μετανάστευαν στις πόλεις, -στα πλαίσια μιας αναγκαστικής αστικοποίησης-, αποφεύγοντας τις κοινωνικές εκρήξεις που αναγκαστικά θα επέφερε η έλλειψη κοινωνικής πολιτικής και από την άλλη 'επένδυσε' σε μια εσωστρεφή ανάπτυξη χωρίς να επενδύσει (παρά μονάχα νομοθετικά).
Μετά τον πόλεμο λοιπόν, την ίδια στιγμή που οι κρατικές οικιστικές επενδύσεις κρίνονται ως αντιπαραγωγικές λόγω της μικρής τους εισοδηματικής τους απόδοσης, οι αντίστοιχες ιδιωτικές προκρίνονται καθώς δημιουργούν ένα φθηνό αυτοτροφοδοτούμενο σύστημα ανάπτυξης/εκμετάλλευσης της κατοικίας βασιζόμενο στην αντιπαροχή και την προπώληση των διαμερισμάτων.
Το πιστωτικό σύστημα λοιπόν δεν συμμετέχει, ενώ στην χώρα συγκεντρώνονται κεφάλαια του εξωτερικού (μεταναστευτικό συνάλλαγμα) που μαζί με εγχώρια, ιδιωτικά μικροκεφάλαια επενδύονται μαζικά στην κατοικία αναθερμαίνοντας την διαλυμένη από τον πόλεμο οικονομία η οποία δεν θέλει να επενδύσει στον πρωτογενή τομέα και ίσως ούτε μπορεί (οι προτάσεις της «ηττημένης» Αριστεράς για έμφαση στην βιομηχανική παραγωγή, κ.α., εννοείται ότι δεν λαμβάνονται υπόψη). 
Ο όποιος οικοπεδούχος αποκτά έτσι έτοιμες κατοικίες χωρίς να διαθέτει κεφάλαια, εκμεταλλευόμενος το οικόπεδό του, ο εργολάβος χωρίς να διαθέτει κεφάλαια για την αγορά οικοπέδου αποκτά κι αυτός σημαντικό αριθμό διαμερισμάτων και τα λαϊκότερα στρώματα βρίσκουν θέσεις εργασίας και την ευκαιρία να επιβιώσουν στις πόλεις.
Το σπίτι γίνεται το βασικό περιουσιακό στοιχείο της κάθε οικογένειας, το προικώο τής κάθε κόρης, η σιγουριά που είχε ο μικροαστός και η οποία μπορούσε άμεσα να ρευστοποιηθεί σε περίπτωση ανάγκης. Σε αυτό συνέχιζε ο έλληνας να βασίζεται και τις επόμενες δεκαετίες επενδύοντας τις οικονομίες του.
Ο αστικός χώρος και ειδικότερα η οριζόντια ιδιοκτησία μετατράπηκε έτσι, δια της εμπορευματοποίησης, στο κύριο πεδίο πραγμάτωσης των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης διαμορφώνοντας μια ανθεκτική οικονομία και παράλληλα μια εφιαλτική αισθητικά πραγματικότητα (πύκνωση του αστικού ιστού και του όγκου του Ο.Τ., έλλειψη δημόσιων χώρων, κλπ).
Σήμερα, η υπερφορολόγηση της κατοικίας καθιστά την ιδιοκατοίκηση αφόρητη. Ο νόμος 4223/2013[1] ή αλλιώς ΕΝ.Φ.Ι.Α (Ενιαίος Φόρος ιδιοκτησίας Ακινήτων) όπως η Θεανώ Φωτίου κατήγγειλε από τα έδρανα της βουλής στις 21/12/2013, αποτελεί όχι μονάχα έναν επώδυνο τρόπο ανεύρεσης εσόδων από το κράτος που φορολογεί διπλά πλέον το κάθε ακίνητο εξαντλώντας και την τελευταία εναπομείνασα αποταμίευση των πολιτών, αλλά μάλλον ένα άλλοθι για την διεύρυνση της κερδοφορίας του ξένου κεφαλαίου και την αναδιανομή της ιδιοκτησίας.
Ο Συντελεστής Αξιοποίησης Οικοπέδου (ΦΕΚ, φ.287, 31/12/2013, σ.5289) κυριαρχεί επί των πραγματικών συντελεστών δόμησης με αποτέλεσμα να επιχειρείται η επιβάρυνση εκείνων που δεν έχουν εξαντλήσει τους συντελεστές δόμησης των οικοπέδων τους. Με άλλα λόγια «τιμωρεί» εκείνους που έχουν ανεκμετάλλευτο συντελεστή δόμησης, είτε γιατί θεωρεί ότι το έχουν ήδη πράξει παρανόμως, είτε γιατί εκλαμβάνει τον εναπομείναντα ΣΔ του εκάστοτε οικοπέδου ως εν δυνάμει εκμεταλλεύσιμο και άρα κερδοφόρο στοιχείο.
Η φορολόγηση αυτή που έπεται, όπως πολλοί ήδη διέγνωσαν, μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην συνολική αξία του οικοδομικού αποθέματος της χώρας μειώνοντας περαιτέρω την εμπορική του αξία και συγχρόνως να δώσει την ευκαιρία σε μεγαλοκεφαλαιούχους να συγκεντρώσουν ακίνητα με ευτελές αντίτιμο αλλάζοντας έτσι την φυσιογνωμία του ελληνικού ιδιοκτησιακού καθεστώτος[2].
Η ανατροπή αυτή που επιχειρείται προμηνύει την απαρχή μιας γενικευμένης εξαθλίωσης των μικρομεσαίων και μικρών εισοδηματικά τάξεων που σε συνδυασμό με την καλπάζουσα ανεργία, την αδυναμία καταβολής εισφορών (η οποία και ποινικοποιείται) και την γενικευμένη αισχροκέρδεια διαμορφώνουν έναν εφιαλτικό ορίζοντα.
Το νέο έτος ας αποτελέσει την απαρχή της αναστροφής αυτού του εφιάλτη. Η ευθύνη, όλων μας.