του Γιάννη Μαύρου
Πηγή : Εφημερίδα των Συντακτών
1. Υπό ομαλές συνθήκες, η επιδίωξη μιας «Κυβέρνησης της Αριστεράς», όπως ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν και εύλογη και θεμιτή, εφ’ όσον βέβαια συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις άσκησης πραγματικής εξουσίας, δηλαδή –πρώτα και κύρια- η στιβαρή παρουσία λαϊκού κινήματος ικανού όχι μόνο να δώσει την εντολή στις πολιτικές δυνάμεις που το εκπροσωπούν αλλά και να απαιτήσει στη συνέχεια -και στην ανάγκη να επιβάλλει- την εκτέλεσή της.
Δυστυχώς σήμερα δεν συντρέχουν τέτοιες προϋποθέσεις. Το λαϊκό κίνημα είναι τραυματισμένο από δεκαετίες κομματοκρατίας και διαφθοράς και η Αριστερά παραμένει κομματικά διασπασμένη και χωρίς άμεση προοπτική επανένωσης. Επί πλέον, οι επικρατούσες συνθήκες κάθε άλλο παρά «ομαλές» είναι. Η Χώρα βρίσκεται υπό κατοχή και διοικείται αντιδημοκρατικά από τον Μάϊο του 2010 ως αποικία χρέους από την τρόϊκα των δανειστών και τους ντόπιους συνεργάτες της, ενάντια στη θέληση του Ελληνικού Λαού, θυσία στο βωμό της διάσωσης του Ευρώ και των τραπεζών, έρμαιο στις διαθέσεις και τις στοχεύσεις των ιμπεριαλιστών, λόγω της σημαντικής γεωπολιτικής και γεωοικονομικής της θέσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, με την οικονομία καταρρέουσα, την κοινωνία υπό διάλυση, δίχως κράτος και δημοκρατία και με ορατό τον κίνδυνο ενεργοποίησης σεναρίων ανωμαλίας, προκειμένου να επιβληθούν αντιδραστικές λύσεις άνωθεν, είναι λάθος η επιδίωξη «Κυβέρνησης της Αριστεράς», δηλαδή κυβέρνησης μειοψηφίας, κυβέρνησης που θα εντείνει την πόλωση και τον διχασμό της κοινωνίας και τα φοβικά της ανακλαστικά. Αυτό που χρειάζεται η Χώρα και ο Λαός είναι Ελληνική Κυβέρνηση που να εκφράζει και να υπηρετεί τα συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ελληνικού Λαού, δηλαδή κυβέρνηση δημοκρατική, πατριωτική και ριζοσπαστική. Μια τέτοια κυβέρνηση θα αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να χαράξει και να ακολουθήσει «αριστερή» πολιτική, να έρθει δηλαδή σε σύγκρουση με το ολοκληρωτικό καθεστώς που κυριαρχεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπό την ηγεσία της Γερμανίας και να δώσει το έναυσμα για την ανατροπή του.
2. Λάθος είναι επίσης η έμμεση αποδοχή της καθεστωτικής θεωρίας του «συνταγματικού τόξου» με την προνομιακή αναγόρευση της Χρυσής Αυγής σε 3ο βασικό πολιτικό πόλο (μετά από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον κυβερνητικό συνασπισμό), την ίδια μάλιστα στιγμή που αναγνωρίζεται πως ο κυβερνητικός συνασπισμός διολισθαίνει ταχύτατα προς την ακροδεξιά. Εκτός του ότι δεν είναι ο ρόλος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να αντιπολιτεύεται κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης αλλά να διεκδικεί την Κυβέρνηση, εκτός του ότι με την πολιτική της αυτή πριμοδοτεί μάλλον παρά βλάπτει το ακροδεξιό κόμμα, σημαντικότερο είναι ότι παραβλέπει ουσιαστικά ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός βρίσκεται εκτός συνταγματικής νομιμότητας και μόνο τύποις διαφέρει από την Χρυσή Αυγή. H μεταξύ τους διάκριση ως διαφορετικών πόλων έμμεσα «νομιμοποιεί» και αναγορεύει τον κυβερνητικό συνασπισμό σε «κεντρώα» πολιτική δύναμη μεταξύ των «δύο άκρων», υιοθετώντας έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, βασική ιδεολογικοπολιτική θέση του αντιπάλου.
3. Στο ιδεολογικοπολιτικό ‘γήπεδο’ του αντιπάλου περιορίζεται αυτόματα ο ΣΥΡΙΖΑ και όταν δεν τολμά, υποκύπτοντας στο φοβικό σύνδρομο του ενδεχόμενου πολιτικού κόστους, να διατυπώσει ευθαρσώς «Plan B» εξόδου από την Ευρωζώνη, υπονομεύοντας έτσι την αξιοπιστία του, ιδίως απέναντι στις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς -τους φυσικούς του συμμάχους προς τους οποίους προνομιακά απευθύνεται- εφ’ όσον η διακηρυσσόμενη κατάργηση των μνημονίων και η επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων, με διαγραφή σημαντικού μέρους του δημοσίου χρέους, είναι αδιανόητες δίχως προηγούμενη στάση πληρωμών και ετοιμότητα επιστροφής σε εθνικό νόμισμα. Βεβαίως θα ήταν εξ’ ίσου λάθος να προβάλλεται η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα ως πανάκεια όσο και η συστηματική αποφυγή κάθε αναφοράς στο θέμα. Αν και λίγοι σοβαροί οικονομολόγοι θα υποστήριζαν ότι καλώς εντάχθηκε η Χώρα στην Ευρωζώνη, ενδεχόμενη έξοδος από αυτήν δεν είναι απλή υπόθεση και απαιτεί συνολικό σχέδιο διαχείρισης κρίσης και ανασυγκρότησης καθώς και λεπτούς διπλωματικούς και επικοινωνιακούς χειρισμούς τόσο απέναντι στα κέντρα εξουσίας όσο και απέναντι στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Πάντως έχει ωριμάσει πλέον στη συνείδηση των λαών της Ευρώπης, πρώτα και κύρια της περιφέρειας, η άποψη ότι η κρίση είναι συστημική, κρίση δομική της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά και ότι το Ευρώ είναι βασικό μέρος του προβλήματος, γεγονός που πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπ’ όψιν διότι καθιστά δυνατή την εκ μέρους της Ελλάδας προβολή των όρων μιας πραγματικής (εναλλακτικής) οικονομικής και πολιτικής ένωσης εθνικών κρατών, μιας δημοκρατικής Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα αποτελούσε λύση όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη. Για να μπορέσει όμως μια Ελληνική Κυβέρνηση να διεκδικήσει με αξιώσεις έναν τέτοιο στόχο πρέπει να είναι έτοιμη να επιστρέψει στην ανάγκη σε εθνικό νόμισμα με ότι αυτό συνεπάγεται.
Τα τρία αυτά στρατηγικά λάθη συνθέτουν την απάντηση στο ερώτημα που απασχολεί τους πάντες: είναι ο ΣΥΡΙΖΑ έτοιμος να κυβερνήσει; Η άμεση αντιμετώπισή τους θα αποτελούσε σαφή ένδειξη ότι τουλάχιστον θέλει να κυβερνήσει, γεγονός που θα εκτιμούσε και θα αξιολογούσε ανάλογα ο Ελληνικός Λαός.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΣ
Αθήνα 21/7/2013
Πηγή : Εφημερίδα των Συντακτών
1. Υπό ομαλές συνθήκες, η επιδίωξη μιας «Κυβέρνησης της Αριστεράς», όπως ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν και εύλογη και θεμιτή, εφ’ όσον βέβαια συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις άσκησης πραγματικής εξουσίας, δηλαδή –πρώτα και κύρια- η στιβαρή παρουσία λαϊκού κινήματος ικανού όχι μόνο να δώσει την εντολή στις πολιτικές δυνάμεις που το εκπροσωπούν αλλά και να απαιτήσει στη συνέχεια -και στην ανάγκη να επιβάλλει- την εκτέλεσή της.
Δυστυχώς σήμερα δεν συντρέχουν τέτοιες προϋποθέσεις. Το λαϊκό κίνημα είναι τραυματισμένο από δεκαετίες κομματοκρατίας και διαφθοράς και η Αριστερά παραμένει κομματικά διασπασμένη και χωρίς άμεση προοπτική επανένωσης. Επί πλέον, οι επικρατούσες συνθήκες κάθε άλλο παρά «ομαλές» είναι. Η Χώρα βρίσκεται υπό κατοχή και διοικείται αντιδημοκρατικά από τον Μάϊο του 2010 ως αποικία χρέους από την τρόϊκα των δανειστών και τους ντόπιους συνεργάτες της, ενάντια στη θέληση του Ελληνικού Λαού, θυσία στο βωμό της διάσωσης του Ευρώ και των τραπεζών, έρμαιο στις διαθέσεις και τις στοχεύσεις των ιμπεριαλιστών, λόγω της σημαντικής γεωπολιτικής και γεωοικονομικής της θέσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, με την οικονομία καταρρέουσα, την κοινωνία υπό διάλυση, δίχως κράτος και δημοκρατία και με ορατό τον κίνδυνο ενεργοποίησης σεναρίων ανωμαλίας, προκειμένου να επιβληθούν αντιδραστικές λύσεις άνωθεν, είναι λάθος η επιδίωξη «Κυβέρνησης της Αριστεράς», δηλαδή κυβέρνησης μειοψηφίας, κυβέρνησης που θα εντείνει την πόλωση και τον διχασμό της κοινωνίας και τα φοβικά της ανακλαστικά. Αυτό που χρειάζεται η Χώρα και ο Λαός είναι Ελληνική Κυβέρνηση που να εκφράζει και να υπηρετεί τα συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ελληνικού Λαού, δηλαδή κυβέρνηση δημοκρατική, πατριωτική και ριζοσπαστική. Μια τέτοια κυβέρνηση θα αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να χαράξει και να ακολουθήσει «αριστερή» πολιτική, να έρθει δηλαδή σε σύγκρουση με το ολοκληρωτικό καθεστώς που κυριαρχεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπό την ηγεσία της Γερμανίας και να δώσει το έναυσμα για την ανατροπή του.
2. Λάθος είναι επίσης η έμμεση αποδοχή της καθεστωτικής θεωρίας του «συνταγματικού τόξου» με την προνομιακή αναγόρευση της Χρυσής Αυγής σε 3ο βασικό πολιτικό πόλο (μετά από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον κυβερνητικό συνασπισμό), την ίδια μάλιστα στιγμή που αναγνωρίζεται πως ο κυβερνητικός συνασπισμός διολισθαίνει ταχύτατα προς την ακροδεξιά. Εκτός του ότι δεν είναι ο ρόλος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να αντιπολιτεύεται κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης αλλά να διεκδικεί την Κυβέρνηση, εκτός του ότι με την πολιτική της αυτή πριμοδοτεί μάλλον παρά βλάπτει το ακροδεξιό κόμμα, σημαντικότερο είναι ότι παραβλέπει ουσιαστικά ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός βρίσκεται εκτός συνταγματικής νομιμότητας και μόνο τύποις διαφέρει από την Χρυσή Αυγή. H μεταξύ τους διάκριση ως διαφορετικών πόλων έμμεσα «νομιμοποιεί» και αναγορεύει τον κυβερνητικό συνασπισμό σε «κεντρώα» πολιτική δύναμη μεταξύ των «δύο άκρων», υιοθετώντας έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, βασική ιδεολογικοπολιτική θέση του αντιπάλου.
3. Στο ιδεολογικοπολιτικό ‘γήπεδο’ του αντιπάλου περιορίζεται αυτόματα ο ΣΥΡΙΖΑ και όταν δεν τολμά, υποκύπτοντας στο φοβικό σύνδρομο του ενδεχόμενου πολιτικού κόστους, να διατυπώσει ευθαρσώς «Plan B» εξόδου από την Ευρωζώνη, υπονομεύοντας έτσι την αξιοπιστία του, ιδίως απέναντι στις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς -τους φυσικούς του συμμάχους προς τους οποίους προνομιακά απευθύνεται- εφ’ όσον η διακηρυσσόμενη κατάργηση των μνημονίων και η επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων, με διαγραφή σημαντικού μέρους του δημοσίου χρέους, είναι αδιανόητες δίχως προηγούμενη στάση πληρωμών και ετοιμότητα επιστροφής σε εθνικό νόμισμα. Βεβαίως θα ήταν εξ’ ίσου λάθος να προβάλλεται η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα ως πανάκεια όσο και η συστηματική αποφυγή κάθε αναφοράς στο θέμα. Αν και λίγοι σοβαροί οικονομολόγοι θα υποστήριζαν ότι καλώς εντάχθηκε η Χώρα στην Ευρωζώνη, ενδεχόμενη έξοδος από αυτήν δεν είναι απλή υπόθεση και απαιτεί συνολικό σχέδιο διαχείρισης κρίσης και ανασυγκρότησης καθώς και λεπτούς διπλωματικούς και επικοινωνιακούς χειρισμούς τόσο απέναντι στα κέντρα εξουσίας όσο και απέναντι στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Πάντως έχει ωριμάσει πλέον στη συνείδηση των λαών της Ευρώπης, πρώτα και κύρια της περιφέρειας, η άποψη ότι η κρίση είναι συστημική, κρίση δομική της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά και ότι το Ευρώ είναι βασικό μέρος του προβλήματος, γεγονός που πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπ’ όψιν διότι καθιστά δυνατή την εκ μέρους της Ελλάδας προβολή των όρων μιας πραγματικής (εναλλακτικής) οικονομικής και πολιτικής ένωσης εθνικών κρατών, μιας δημοκρατικής Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα αποτελούσε λύση όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη. Για να μπορέσει όμως μια Ελληνική Κυβέρνηση να διεκδικήσει με αξιώσεις έναν τέτοιο στόχο πρέπει να είναι έτοιμη να επιστρέψει στην ανάγκη σε εθνικό νόμισμα με ότι αυτό συνεπάγεται.
Τα τρία αυτά στρατηγικά λάθη συνθέτουν την απάντηση στο ερώτημα που απασχολεί τους πάντες: είναι ο ΣΥΡΙΖΑ έτοιμος να κυβερνήσει; Η άμεση αντιμετώπισή τους θα αποτελούσε σαφή ένδειξη ότι τουλάχιστον θέλει να κυβερνήσει, γεγονός που θα εκτιμούσε και θα αξιολογούσε ανάλογα ο Ελληνικός Λαός.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΣ
Αθήνα 21/7/2013