του Βασίλη Ασημακόπουλου[1]
«Όταν δε έστω και άνευ προθέσεως διαπράξη η κυβέρνησις καμμίαν παρανομίαν
και έλθη το συμβούλιον της επικρατείας να της πη ότι της ακυρώνει την πράξιν
της ταύτην, σας βεβαιώ ότι θα έλθω προσωπικώς να συγχαρώ και να σφίξω το χέρι
του προέδρου και των μελών του συμβουλίου της επικρατείας, διότι υπενθύμισαν
εις την κυβέρνησιν ότι δεν έχει το δικαίωμα να παρανομή.... Δυστυχώς, κύριοι, ο
ελληνικός λαός ζήσας τόσους αιώνας υπό ξένην δουλείαν εσυνήθισε να θεωρή το
κράτος εχθρικόν, όπως πράγματι ήτο, ο δε αιών της ελευθερίας δεν κατώρθωσε να
του μεταβάλη εντελώς την ψυχολογίαν αυτήν. Εάν κατορθώσωμεν και είμαι βέβαιος ότι
θα το κατορθώσωμεν δια του συμβουλίου της επικρατείας να εμπνεύσωμεν και εις
τον τελευταίον πολίτην που κατοικεί εις τα απώτατα του κράτους ότι «υπάρχουν
δικασταί εις τας Αθήνας» που προστατεύουν κάθε πολίτην αδικούμενον από
οιονδήποτε διοικητικόν όργανον και από την κυβέρνησιν αυτήν χωρίς να έχη
ανάγκην ο πολίτης να προσφεύγη εις πλάγια μέσα και εις την υποστήριξιν των
ισχυρών της ημέρας δια να εύρη το δίκαιόν του, βεβαιωθήτε ότι εγκαινιάζομεν ένα
σταθμόν ιστορικόν, τον ιστορικώτερον ίσως σταθμόν της ζωής μας από αιώνος».
Ελευθέριος Βενιζέλος[2]
Για τους ευρωπαϊκούς κοινωνικούς
σχηματισμούς η διάκριση των εξουσιών είναι θεμελιώδης δικαιοπολιτική αρχή των
αστικών-φιλελεύθερων πολιτευμάτων, κατοχυρωμένη σε συνταγματικά κείμενα ήδη από
την περίοδο κυριαρχίας του ανταγωνιστικού σταδίου του καπιταλισμού. Από το 1848
και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες μετά το τέλος του β΄ παγκοσμίου πολέμου οι
λαϊκές τάξεις, το εργατικό κίνημα ειδικότερα με τους αγώνες του πέτυχε σταδιακά
την καθιέρωση του δημοκρατικού χαρακτήρα των αστικών-φιλελεύθερων πολιτευμάτων
με την κατοχύρωση του καθολικού εκλογικού δικαιώματος - αναγκαία προϋπόθεση της
αρχής της λαϊκής κυριαρχίας - τη συγκρότηση μαζικών
σοσιαλιστικών/σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και τη θεμελίωση διαφόρων εκδοχών
κοινωνικού κράτους με τη συγκεκριμένη μορφή του αναδιανεμητικού ρόλου του
κράτους στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ο πολιτικός αγώνας ως
ειδική μορφή διαμεσολάβησης του ταξικού αγώνα, με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη
μορφή του κομματικού ανταγωνισμού, έκρινε την οργάνωση της παραγωγής, της διανομής,
των θεσμών. Η εξέλιξη ήταν ανοιχτή στον κοινωνικο-πολιτικό συσχετισμό και –αυτό
είναι το σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση- αποτυπωνόταν και στο συνταγματικό
επίπεδο. Είχαμε δηλαδή μια διεύρυνση του πλαισίου της αστικής νομιμότητας, που
περιελάμβανε στοιχεία κοινωνικής
δημοκρατίας.
Η καπιταλιστική κρίση της δεκαετίας
του ’70 και η απάντηση που έδωσαν οι ανερχόμενες νεοφιλελεύθερες δυνάμεις[3], όπως
συμπυκνώνεται στην έννοια της υπερφόρτισης των θεσμών, της υπερβολικής
πολιτικής παρέμβασης και συμμετοχής του λαϊκού παράγοντα σε συνδυασμό με την
κυρίαρχη τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του μονοπωλιακού κεφαλαίου,
όπως ειδικότερα αποτυπώθηκε στο σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος[4],
έθεσε σε κρίση το συνολικό πλέγμα της δυναμικής ισορροπίας των στοιχείων
αστικής-κοινωνικής δημοκρατίας του μεταπολέμου, ανατρέποντας μεταξύ άλλων και τον
ουσιαστικό χαρακτήρα της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Η κίνηση αυτή των κυρίαρχων τάξεων εγγράφεται
στη νεοφιλελεύθερη εξέλιξη της ΕΟΚ/Ε.Ε. από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1985)
και μετά και εδραιώνεται στην Ευρωσυνθήκη (2007), όπου ορίζεται ως
αποκλειστικός τρόπος οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας η άκρως
ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς.
Στα χρόνια της νέας καπιταλιστικής κρίσης το
μνημονιακό κράτος εσωτερικεύει τη στρατηγική του διεθνούς χρηματιστικού
μονοπωλιακού κεφαλαίου και των εγχώριων κοινωνικών συμμάχων του αντανακλώντας
τη συγκεκριμένη θέση της ελληνικής αστικής τάξης στην κίνηση της ομοσπονδιακής
Ευρώπης υπό την ηγεμονία του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Το μνημονιακό κράτος
έκτακτης ανάγκης έχει τα χαρακτηριστικά του νεοαποικιακού προτεκτοράτου. Εκπροσωπεί
τα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου, όπως αποτυπώνεται με τις επιμέρους
πολιτικές ενάντια σε μερίδες της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης, σε ευρύτατα
στρώματα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης με την ανάσχεση της κοινωνικής
αναπαραγωγής της αυτοαπασχόλησης (λεγόμενη απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων)
και τη σταδιακή απαλλοτρίωση της μικροϊδιοκτησίας (επικείμενη άρση της
αναστολής πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας), με επίθεση στο σύνολο της μισθωτής
εργασίας (εργατική τάξη και νέα μικροαστική τάξη) με την κατάργηση του ατομικού
και συλλογικού εργατικού δικαίου. Η μνημονιακή στρατηγική υλοποιεί ουσιαστικά
το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα της καπιταλιστικής ορθολογικότητας[5]. Το μνημονιακό κράτος υπό την ηγεμονία του
μονοπωλιακού κεφάλαιου όχι μόνον καταργεί στην πράξη τη διάκριση των εξουσιών,
αλλά μεταφέρει το κέντρο λήψης αποφάσεων εκτός πεδίου ακόμα και του υπουργικού
συμβουλίου, στις κορυφές της κρατικής γραφειοκρατίας που οργανικά συνδέονται με
την Τρόικα και τους μονοπωλιακούς ομίλους. Βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία το
μνημονιακό παρασύνταγμα[6].
Η περίπτωση της ΕΡΤ είναι χαρακτηριστική[7]. Η
ουσία της μνημονιακής επίθεσης στην ΕΡΤ δεν βρίσκεται στο όποιο δημοσιονομικό
όφελος, αφού το κλείσιμο της ΕΡΤ αυξάνει το δημόσιο έλλειμμα. Η επίθεση
αποσκοπεί στο να περάσει στην κοινωνία ένα μήνυμα υποταγής και τρομοκρατίας,
παράλληλα να υπηρετήσει το μονοπωλιακό κεφάλαιο στον κλάδο των Μ.Μ.Ε.
συγκεκριμένα ενόψει του διαγωνισμού ανάδειξης αναδόχου του ψηφιακού σήματος,
καθώς πάροχος τώρα μπορεί να είναι μόνον ιδιωτική τηλεόραση[8].
Η νομοθετική εξουσία, το κοινοβούλιο, παρακάμπτεται,
με την έκδοση μιας ακόμα Π.Ν.Π. από την εκτελεστική εξουσία. Η δικαστική
εξουσία, το Συμβούλιο Επικρατείας σε απόλυτη χρονική σύμπτωση και με τις δύο
συνεδριάσεις των τριών αρχηγών της
τρικομματικής, αρχικά με την από 17/6 προσωρινή διαταγή και ακολούθως με την υπ’
αριθ. 236/20-6-2013 απόφαση της Επιτροπής
Αναστολών, ορίζει το πλαίσιο ενδοκυβερνητικού συμβιβασμού υπό την κυριαρχία της
σαμαρικής κλίκας. Είναι ακριβώς η γραμμή Σαμαρά όπως αποτυπώθηκε στην ομιλία
του στο ΕΒΕΑ (12/6). Οι όποιες ασάφειες είχε η προσωρινή διαταγή αναφορικά με
την ταυτότητα του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα που θα συνεχίσει τις
μεταδόσεις ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών μέχρι τη σύσταση του νέου φορέα, το χρόνο
έναρξης λειτουργίας του και τον αριθμό
των εργαζομένων σ’ αυτόν, επιλύθηκαν με την απόφαση της αναστολής σύμφωνα με
τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες. Συγκεκριμένα ορίζεται ότι με απόφαση των
συναρμόδιων υπουργών (οικονομικών και υφυπουργού στον πρωθυπουργό) και του
ειδικού διαχειριστή, προσλαμβάνεται το
αναγκαίο προσωπικό, για την εκ μέρους μεταβατικού δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού
φορέα μετάδοση, στο συντομότερο χρόνο, του αναγκαίου προγραμμάτος
ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών[9]. Το
Συμβούλιο Επικρατείας παρέμεινε πιστό στην παράδοση της τριετούς μνημονιακής
περιόδου. Δεν ήταν η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Συνταγματικό το μνημόνιο, συνταγματικές οι
επιστρατεύσεις απεργών, συνταγματικό και το PSI . Το δημόσιο συμφέρον ταυτίζεται με
το συμφέρον των διεθνών πιστωτών.
Ήταν συνεπώς κατά την άποψή μας λανθασμένη η ανάγνωση
της προσωρινής διαταγής ως μιας κατ’ αρχήν νίκης των εργαζομένων. Και από
νομική και από πολιτική άποψη. Δείχνει ελλειπή κατανόηση της δομής του
μνημονιακού μπλοκ, στέλνει λάθος μηνύματα, επιφέρει σύγχυση, συντηρεί αυταπάτες
για το ρόλο και την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Απεναντίας στα πλαίσια
μιας παραδειγματικής αντιμονοπωλιακής γραμμής θα έπρεπε να ενισχυθεί ακόμα
περισσότερα ο αγώνας στην ΕΡΤ και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ να μην εμφανίζονται
στις τηλεοπτικές εκπομπές των ιδιωτικών καναλιών. Να μην τα νομιμοποιούν με την
παρουσία τους. Το μονοπώλιο της κεφαλαιοκρατίας στο χώρο των Μ.Μ.Ε. είναι
εχθρός της δημοκρατίας, του λαϊκού αντιμνημονιακού μπλοκ και ως τέτοιος πρέπει
να αντιμετωπίζεται από το κόμμα μας σήμερα, από μια κυβέρνηση της αριστεράς
αύριο.
Το μνημονιακό μπλοκ, πέραν της ήδη διασφαλισμένης
θέσης των διεθνών πιστωτών μέσω των ληστρικών όρων των δανειακών συμβάσεων, του
ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας και της υποθήκευσης του εθνικού πλούτου, θα επιδιώξει στη συγκυρία αυτή και στο
συνταγματικό επίπεδο να κατοχυρώσει την προνομιακή θέση του μονοπωλιακού
κεφαλαίου, όπως προκύπτει μέσα από τις διαφαινόμενες προτάσεις περί αναθεώρησης
του Συντάγματος 75/86 - που αντανακλούσε σε επίπεδου καταστατικού χάρτη μια
προηγούμενη φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης - προκειμένου να στεγανοποιήσει το
μνημονιακό καθεστώς από τις αντιμνημονιακές δημοκρατικές δυνάμεις σήμερα από
μια κυβέρνηση της αριστεράς αύριο. Ειδικότερα προτάσεις όπως η συνταγματοποίηση
της λιτότητας, η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου σε αντικατάσταση του ισχύοντος
σήμερα συστήματος διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας[10], η
ενίσχυση αρμοδιοτήτων και εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, συνιστούν
συγκεντροποίηση της εξουσίας αντανακλώντας την κυρίαρχη μονοπωλιακή τάση του
καπιταλισμού.
Προκειμένου ο
ελληνικός λαός να μας στηρίξει ανεπιφύλακτα στη σύγκρουση της κυβέρνησης της
αριστεράς με τους διεθνείς πιστωτές, όπως δηλώνεται με βεβαιότητα στον 3ο
προγραμματικό στόχο των θέσεων της Κ.Ε. για το 1ο συνέδριο του
ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, είναι απαραίτητη η οργάνωση του λαϊκού αντιμνημονιακού μπλοκ μέσα
από την επικαιροποίηση μιας μαζικής αντιιμπεριαλιστικής-αντιμονοπωλιακής
γραμμής που θα αντανακλά την ενότητα του εθνικού με τον κοινωνικό αγώνα, έχοντας στον πυρήνα του τις δυνάμεις
της μισθωτής εργασίας με ορίζοντα τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό[11]. Στο
επίκεντρο της
αντιιμπεριαλιστικής-αντιμονοπωλιακής πάλης θα είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση
για την απεξάρτηση της χώρας από τις δανειακές συμβάσεις και εξαρτήσεις, καθώς
και η δημοκρατική επαναθεμελίωση του κράτους, με σαρωτικές αλλαγές και στο επίπεδο του Συντάγματος στο πολιτικό
σύστημα, στα κοινωνικά δικαιώματα, στο χώρο των Μ.Μ.Ε. Θα επανέλθουμε.
[1] Μέλος Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και Σ.Ε. Νέου
Αγωνιστή-Δίκτυο Αριστερών Σοσιαλιστών. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
Δρόμος της Αριστεράς, 6/7/2013.
[2] Απόσπασμα από την ομιλία
του Ελ. Βενιζέλου κατά την 1η ιδρυτική συνεδρίαση του Συμβουλίου
Επικρατείας 17-5-1929, όπως περιλαμβάνεται στην ιστοσελίδα του ΣτΕ, www.ste.gr
[3] Huntington S.P.- Grozier M.- Watanuki J., The
Crisis of Democracy : Report on the Governability of Democracies to the
Trilateral Commission, New
York University
Press, Νέα Υόρκη, 1975, Brittan S., The Economic Contradictions of Democracy,
British Journal of Political Science, τχ 5, Απρίλιος 1975. Για μια περιεκτική παρουσίαση
νεοφιλελεύθερων και συντηρητικών κριτικών στο κοινωνικό κράτος, βλ. Βούλγαρης
Γ., Φιλελευθερισμός, συντηρητισμός,
κοινωνικό κράτος, εκδ. Θεμέλιο, 2003
[4] Agnoli J., Ο μετασχηματισμός της δημοκρατίας, εκδ.
Επίκουρος 1972, Πουλαντζάς Ν., Το κράτος,
η εξουσία, ο σοσιαλισμός, εκδ. Θεμέλιο 2001, Φεραγιόλι Λ., Αυταρχική δημοκρατία και κρίση της πολιτικής,
εκδ. Στοχαστής, 1985
[5] Ειδικά για το ζήτημα του
εκσυγχρονιστικού προτάγματος βλ. Σακελλαρόπουλος Σ.- Σωτήρης Π., Αναδιάρθρωση & Εκσυγχρονισμός, εκδ.
Παπαζήση, 2004, σελ. 61 επ.
[7] Για την άποψή μας στο
ζήτημα της πάλης για την ΕΡΤ, βλ. το κείμενό μας Μερικά συμπεράσματα από τη
σύγκρουση για την ΕΡΤ και μια πρόταση, εφημ. Αυγή, 22/6/2013, www.neosagonistis.org
[8] Συνέντευξη Γ. Πλειού στους
Π. Κλαυδιανό και Χ. Πατσού, Κυβερνητική
τηλεόραση ήταν πάντα η ιδιωτική, εφημ. Εποχή, 23-6-2013.
[9] Παραμένουν βεβαίως
ζητήματα ανοιχτά για δικαστική διερεύνυση όπως η ίδια η νομιμότητα της
κυβερνητικής απόφασης για κλείσιμο της ΕΡΤ που συζητείται ενώπιον του
Συμβουλίου Επικρατείας στις 27-9-2013, το θέμα των «απολύσεων» που είναι
σίγουρο ότι θα απασχολήσει τα πολιτικά δικαστήρια και τέλος τυχόν ευθύνες για
την απώλεια των δικαιωμάτων της ΕΡΤ Α.Ε. από την εσπευσμένη κατάργησή της, τα
οποία θα μπορούσε να ασκήσει μέχρι την ίδρυση του νέου φορέα, όπως αναφέρει
χαρακτηριστικά η μειοψηφούσα άποψη στην απόφαση επί της αναστολής.
[10] Αντανάκλαση στο θεσμικό
επίπεδο της διάσπαρτης μικροϊδιοκτητικής δομής, που έδωσε τη δυνατότητα λ.χ.
στο Ειρηνοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθ. 559/2012 απόφασή του να κρίνει
αντισυνταγματικές τις μισθολογικές περικοπές του ν. 3833/2010.
[11] Μπάσσο Λ., Συνεισφορά στη θεωρία του πολιτικού αγώνα. Ο
μονοπωλιακός καπιταλισμός και η στρατηγική του εργατικού κινήματος, περ.
Νέοι Στόχοι, τχ. 8ο/1972