Εισήγηση του ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΫΦΑΝΤΗ σε συνάντηση εργασίας για το κυπριακό στα γραφεία της ΚΟΕ, 5.6.13
Η εισήγηση που ακολουθεί στηρίζεται σ` ορισμένες παραδοχές,τις οποίες συνοπτικά παραθέτω, δίκην αξιωμάτων. Η τεκμηρίωσή τους θα ήταν αντικείμενο άλλης, μακράς εισήγησης.
--Στην Ελλάδα καί στην Κύπρο υφίσταται ένα καί το αυτό έθνος, με δύο χωριστές κρατικές συγκροτήσεις.
--Η εθνική διάσταση, ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία καί ολοκλήρωση είναι, σε Ελλάδα καί Κύπρο, ιστορικά συνυφασμένος με κοινωνικές ανατροπές. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα το αίτημα της κοινωνικής απελευθέρωσης σε Κύπρο καί Ελλάδα ζυμώθηκε καί εν πολλοίς εκφράσθηκε μέσα από πατριωτικούς αγώνες υπεράσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας ,της εδαφικής κυριαρχίας καί ακεραιότητας.
--Σε χώρες όπως η Κύπρος καί η Ελλάδα,ο διαχωρισμός του κοινωνικού/ταξικού αγώνα από τον αγώνα για εθνική ολοκλήρωση υπήρξε, διαχρονικά, αφ` ενός σεχταριστική στρατηγική ήττας τμήματος του αριστερού κινήματος, αφ` ετέρου στρατηγική του Ιμπεριαλισμού.
--Ο Ελληνισμός σε Κύπρο καί Ελλάδα έχει κοινή μοίρα: αντιμετωπίζει μέσα σ` ενα κοινό ,ενιαίο γεωπολιτικό πλαίσιο τους ίδιους αντιπάλους, απειλείται από τους ίδιους εχθρούς, ποδηγετείται καί προδίδεται από την ίδια μεταπρατική ολιγαρχία.Η νίκη ή η ήττα θα είναι κοινή, σε Κύπρο καί Ελλάδα.
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, αντικείμενο της παρούσας εισήγησης είναι η προσέγγιση/ο προβληματισμός περί των εξης ζητημάτων:
1)Ποιές οι γεωπολιτικές συνέπειες σε Κύπρο καί Ελλάδα από μια σύγκρουση με το Γερμανικό καθεστώς λειτουργίας της ΕΕ;
--Υδρογονάναθρακες και προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης σε Ελλάδα και Κύπρο.
--Επαπειλείται παρέμβαση της Τουρκίας, τι είδους καί πώς αποτρέπεται;
2) Ο ρόλος του Ισραήλ. Είναι η Κύπρος στρατηγική γεωπολιτική επιλογή για τους Ισραηλινούς ή αναλώσιμος εμπορικός συν-εταίρος; Ποιες οι τακτικές ευκαιρίες και οι στρατηγικές επιδιώξεις του Ισραήλ στην Κύπρο;
3) Αφορά η άμυνα της Κύπρου την Αθήνα; Τι είδους άμυνα; Διπλωματική και στρατιωτική θωράκιση.Ποιά τα καθήκοντα Λευκωσίας - Αθηνών;
Επιχειρείται κατωτέρω η σκιαγράφηση κάποιων πρώτων απαντήσεων:
Α1) Η σύγκρουση της Ελλάδας και της Κύπρου με την Γερμανία δεν προδιαγράφεται ως απλή οικονομική διένεξη. Θα έχει έντονες, ευρύτερες γεωπολιτικές διαστάσεις. Αυτό διότι η Γερμανία προωθεί μια συνολική Ευρωπαϊκή οικονομική και πολιτική (αναδιά)ταξη υπό το imperium του Βερολίνου. Συνεπώς, το τί θα συμβεί με τις ενεργειακές πηγές της Ανατολικής Μεσογείου είναι ζήτημα που το Βερολίνο δεν μπορεί να αγνοήσει και ν` αφήσει την επίλυσή του σε τρίτους.
Ο ανταγωνισμός Βερολίνου-Ουάσιγκτων αποτυπώνεται καί στον Ελλαδικό και Κυπριακό χώρο καθώς εμπλέκεται με σχεδιασμούς που αφορούν την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Είτε μιλάμε για κοιτάσματα, είτε για στρατιωτικές βάσεις, αμφότεροι οι ανταγωνιστές, Ουάσιγκτων και Βερολίνο, έχουν ισχυρούς λόγους να ελέγξουν ή να επηρεάσουν καθοριστικά τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στις δύο χώρες.
Η εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων αποτελεί ,τόσο γιά την Κύπρο όσο καί για την Ελλάδα,ζήτημα στρατηγικής σημασίας που αφορά την ίδια την προοπτική επιβίωσής τους. Στον βαθμό που η Αριστερά οραματίζεται για την Ελλάδα και την Κύπρο αυτοτελή, αυτοδύναμη ανάπτυξη (και όχι εξαρτημένη οικο-τουριστική «ανάπτυξη» τύπου Bahamas, με ό,τι αυτή συνεπάγεται και για το βιοτικό επίπεδο των ιθαγενών), η εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της Ελληνικής και Κυπριακής υφαλοκρηπίδας είναι μονόδρομος.Στην πραγματικότητα, το ζήτημα για την Αριστερά δεν είναι αν θα εκμεταλλευθούμε τους ενεργειακούς πόρους αλλά πώς, με ποιούς όρους.
Η αποτυχία του Κυπριακού μοντέλου οικονομίας, αποκλειστικά στηριγμένου στις υπηρεσίες, πρέπει μιλάει από μόνη της. Δεν ήσαν ενδογενείς,οικονομικοί οι λόγοι της κατάρρευσής του, αλλά πρωτίστως γεωπολιτικοί.Η Γερμανία δεν επέτρεψε στην Κύπρο να συνεχίσει, όταν έγινε καθαρό ότι υπήρχε προοπτική σύζευξης στη Λευκωσία των εσόδων του τραπεζικού τομέα με πρωτογενή έσοδα από την εκμετάλλευση της ενέργειας. Το Βερολίνο με μία κίνηση έσπευσε να ελέγξει και τα δύο.Το finale της παρτίδας είναι η «επανένωση» του νησιού, δηλ. η κατάλυση της διεθνώς αναγνωρισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας και η αντικατάστασή της από ένα νέο προσωρινό συνεταιριστικό κρατικό μόρφωμα που θα σπάσει σε λίγους μήνες σε δύο ανεξάρτητα κράτη.
Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν μπορούν να γίνουν Σιγκαπούρη, όπως οραματίζεται η εξαρτημένη Ελληνική ολιγαρχία, γιατί απλούστατα οι καιροί και οι γεωπολιτικές πραγματικότητες της περιοχής δεν το επιτρέπουν. ΄Οσοι ονειρεύονται ή δεν αντιπαλεύουν το όνειρο της Σιγκαπούρης δεν (θέλουν να) βλέπουν ότι θα ξυπνήσουν σε νέο Οθωμανικό Προτεκτοράτο.
Α2) Η Τουρκία, εμπλέκεται άμεσα στον ανταγωνισμό ΗΠΑ και Γερμανικής Ευρώπης. Διαπραγματεύεται, ως περιφερειακή δύναμη, και αποσπά εκατέρωθεν οφέλη. Αντίθετη με τα Τουρκικά συμφέροντα και σχεδόν ανυπόφορη γι’ αυτά είναι η προοπτική ανάδειξης της Ελλάδας και της Κύπρου ως αυτοτελών διαπραγματευτών/παικτών στο γεωπολιτικό παιχνίδι της Ανατολικής Μεσογείου. Η Τουρκία έχει οικονομική υπεροχή και στρατιωτική υπεροπλία στην Ανατολική Μεσόγειο. Η στιγμή υλοποίησης των επιδιώξεών της είναι τώρα! Το διακύβευμα για την νέο-οθωμανική Τουρκία του Ερντογάν (καθώς, άλλωστε, και για τους Κεμαλικούς) είναι τόσο μεγάλο, οι συσχετισμοί τόσο ευνοϊκοί, ώστε δεν ορρωδούν προ ουδενός. Με κάθε αναγκαίο μέσο, άρα και με χρήση στρατιωτικής βίας, επιδιώκουν να εκμεταλλευθούν την συγκυρία.
Β) Το Ισραήλ, έχοντας δομήσει την ύπαρξή του στην συνεχιζόμενη Παλαιστινιακή γενοκτονία (συνεχιζόμενη διότι, περιέργως πως ,τα θύματα δεν υποκύπτουν και επιμένουν να αντιστέκονται), βρίσκεται σε μόνιμη τροχιά σύγκρουσης με τις Αραβικές χώρες. Για τον ίδιο λόγο η πολιτική του Ισραήλ δεν ανέχεται την επιβεβαίωση είτε του Ιράν είτε της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης.
Οι Ισραηλινοί καμιά αντίρρηση δεν έχουν να χρησιμοποιήσουν την Τουρκία κατά του Ιράν, επιδιώκοντας να φθείρουν την επιρροή και την λαϊκή της απήχηση στον πρότερο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.Οι Ισραηλινοί θεωρούν ότι η προσέγγιση του Ερντογάν με την Χαμάς δεν είναι ευκαιριακός ελιγμός αλλά θεμελιώδης συνιστώσα της στρατηγικής επιδίωξης της Τουρκίας να αναλάβει την πρωτοκαθεδρία του Σουνιτικού Ισλάμ. Από την στιγμή που η Τουρκία χρησιμοποιεί τους Παλαιστινίους κατά του Ισραήλ, έχει οριστικά διαβεί το κατώφλι ανοχής των Ισραηλινών.
Συνεπώς, η Κύπρος για τους Ισραηλινούς αποκτά σημασία προνομιακού πεδίου αντιπαράθεσης με την Τουρκία. Το Ισραήλ δεν καλοβλέπει την επανένωση του νησιού υπό Τουρκική επιρροή. Ιδίως δεν επιθυμεί μια επανένωση που θα νομιμοποιούσε και διαιώνιζε την παραμονή των Τουρκικών στρατευμάτων στο νησί δίχως τον περιορισμό ενός διεθνούς συνόρου. Γιά τον λόγο αυτό, η λύση δύο ανεξάρτητων κρατών στην Κύπρο συνιστά την προτιμητέα για το Ισραήλ εναλλακτική λύση από το σημερινό status quo.
Πρόβλημα για τους Ισραηλινούς συνιστά η πλήρης άρνηση του Κυπριακού κατεστημένου, τόσο της δεξιάς εκδοχής του όσο και του ΑΚΕΛ, να αντιταχθεί στην Τουρκία αναλαμβάνοντας τα βάρη μιας στοιχειώδους αμυντικής θωράκισης της μη- κατεχόμενης Κύπρου. Αντιθέτως, υπό το βάρος της οικονομικής κατάρρευσης, η Κυπριακή élite επιδιώκει έναν οιονδήποτε συμβιβασμό θα διέσωζε τα κέρδη της ,ασχέτως εάν θα παρέδιδε την διοίκηση του νησιού σε κάποιον ισχυρό τρίτο: Αμερική, Γερμανία, και γιατί όχι Ισραήλ.
Γ) Η άμυνα της Κύπρου αποτελούσε διαχρονικά ένα αφόρητο μπελά για τις Ελληνικές κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων. Μπελά πολύ πιο επώδυνο από τον αναπόφευκτο μπελά της άμυνας του Ελλαδικού χώρου.
Οι ΄Ελληνες στρατιωτικοί που παραδοσιακά στελεχώνουν την Εθνοφρουρά, κινήθηκαν μετά τον Ιούλιο του 1974 σε ό,τι αφορά την συγκρότηση τον εξοπλισμό και την λειτουργία της στο πλαίσιο των διπλωματικών επιλογών της Αθήνας και της Λευκωσίας. Η ανομολόγητη διαχρονική διπλωματική επιλογή της Αθήνας ήταν η αναμονή μέχρι να βρεθεί κάποιος Κύπριος να υπογράψει ώστε να ξεμπερδεύουμε.
Στο πλαίσιο αυτό δεν είχε νόημα ο σχεδιασμός άμυνας στην Κύπρο, παρά μόνο για ψηφοθηρικούς λόγους εγχώριας,σε Κύπρο και Ελλάδα, κατανάλωσης.Αυτό αποκαλύφθηκε σ` όλο του το μεγαλείο από την περιπέτεια και την κατάληξη του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος που προώθησε σε κάποιες φάσεις η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα. Για την Κυπριακή πολιτική ηγεσία, η διάλυση της Κυπριακής Εθνοφρουράς ,στο πλαίσιο του ευσεβούς πόθου της αποστρατικοποίησης νησιού ήταν το προσφερόμενο σε κάθε περίπτωση και συνεδρία διπλωματικό αντάλλαγμα.
Η κυρίαρχη άποψη του Ελληνικού Υπουργείου Εθνικής Άμυνας όσο και του Υπουργείου Εξωτερικών, είναι ότι η Κύπρος δεν έχει πραγματική αμυντική δυνατότητα. Όπως άλλωστε οι Αμερικάνοι και Βρετανοί διπλωμάτες και στρατιωτικοί εξηγούν, ακόμη και αν η Αθήνα εννοούσε όσα έλεγε περί Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος, η πλήρης επικράτηση των Τούρκων στο νησί θα ήταν ζήτημα 6-12 ωρών.
Αυτή η εκτίμηση εξυπηρετεί πρωτίστως τα συμφέροντα όσων, Ελλήνων και ξένων, την προωθούν. Δεν έχει σχέση με μια ψυχρή αποτίμηση της στρατιωτικής πραγματικότητας στο νησί. Τόσο η Λευκωσία, όσο η Λεμεσός και η Λάρνακα, είναι εκτεταμένα οικιστικά κέντρα, τα οποία η Τουρκία δεν θα μπορούσε να καταβάλει ούτε σε 6 ούτε σε 12 μέρες,εκτός και αν τα εύρισκε ανυπεράσπιστα -όπως την Αμμόχωστο τον Αύγουστο του ΄74.Θα μπορούσαν οι πόλεις αυτές όπως η Βηρυτός το ΄83, να αποτελέσουν κέντρα παρατεταμένης άμυνας, αν κάποιοι αποφάσιζαν να μην φύγουν ή να παραδοθούν αλλά να πολεμήσουν.Επίσης, ο ορεινός όγκος του Ολύμπου επιτρέπει παρατεταμένη άμυνα.
Η ανωτέρω θεώρηση εγγενώς προϋποθέτει ότι οι Τούρκοι επιτίθενται όπου και όποτε θελήσουν καί οι Κυπριακές δυνάμεις αμύνονται γιατί δεν έχουν που να πάνε μέχρι τελικώς να τις σώσει μια κάποια ανακωχή που θα διαπραγματευθούν –αυτή την φορά μάλλον στο Μοντραί- με την Τουρκία οι Εταίροι και Σύμμαχοι.Ωστόσο, η γεωμορφία της Κύπρου επιτρέπει και άλλες στρατηγικές θεωρήσεις.
Για παράδειγμα, την επιθετική αντιμετώπιση του πυρήνα της Τουρκικής ισχύος, δηλ. των τεθωρακισμένων της μονάδων στην πεδιάδα της Μεσαορίας και την καταστροφή τους εκεί, παρά την αεροπορική υπεροχή της Τουρκίας. Ο πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ έδειξε ότι η Συρία και η Αίγυπτος, παρά την μειονεξία της αεροπορίας τους, κατέφεραν ισχυρά και παρ’ ολίγον μοιραία πλήγματα στις Ισραηλινές δυνάμεις. Αντίστοιχοι και πιο εξελιγμένοι τρόποι αεροπορικής ομπρέλας προστασίας μπορούν να εξουδετερώσουν την Τουρκική αεροπορική υπεροχή πάνω από την Κύπρο και να δημιουργήσουν προϋποθέσεις στρατιωτικής νίκης ή και ισοπαλίας μεταξύ των δυνάμεων που θα έχουν απομείνει στο νησί μετά την σύγκρουση. Δυό είναι οι βασικές προϋποθέσεις γι` αυτό:
-η δημιουργία ικανής δύναμης αρμάτων μάχης (ξεκινώντας αλλά μη σταματώντας στα 80 υπάρχοντα Τ-80) και σύγχρονων αντιαρματικών μέσων που θα έχουν στόχο και δυνατότητα να κινηθούν επιθετικά προς τα κατεχόμενα. Η αναγκαία νοοτροπία, εκπαίδευση και στελέχωση είναι εν προκειμένω τα πλέον δύσκολα ζητούμενα,τα υλικά μέσα βρίσκονται με διόλου αιματηρές οικονομικές θυσίες .
-τα (Ελληνικά) υποβρύχια να μην επιτρέψουν την ανανέωση του αρματικού δυναμικού της Τουρκίας στην Κύπρο.
Θα πρέπει να γίνει σαφές στην Αριστερά ότι καμιά Ελληνική Κυβέρνηση (πολύ περισσότερο η πρώτη Κυβέρνηση της Αριστεράς) δεν θα επιβιώσει στρατιωτικής ήττας στην Κύπρο. Οσο και αν κάποιοι «αριστεροί» διεθνιστές δεν θεωρούν τραγικό ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις στην Κύπρο πάντοτε γκρέμιζαν κυβερνήσεις στην Αθήνα, δίχως ποτέ να έχουν επιτρέψει στο «λαϊκό κίνημα» να εκμεταλλευθεί τα συνακόλουθα κενά εξουσίας. Οσο και να το ξορκίζουν ορισμένοι, η ξεροκέφαλη πραγματικότητα είναι πως ο Ελληνισμός σε Κύπρο και Ελλάδα έχει την ίδια αδιαίρετη γεωπολιτική μοίρα. Οι νίκες και οι ήττες είναι κοινές Αθήνα και Λευκωσία.