Η επιβλητική αρχιτεκτονική .. φυσιογνωμία(του Μουσείου), ο «ασυμβίβαστος» όγκος του κτίσματος με τη γύρω κλίμακα πόλης και ο ρόλος του σαν πολιτιστικό σημείο αναφοράς, επέβαλλαν την ανάγκη να σταθεί μοναχικά σε «κενό» αστικού ιστού και με επαρκή «ανοικτό χώρο buffer», που θα το αναδεικνύει, αλλά και θα το διαχωρίζει διακριτά από την παλαιοαστικό «πολυκατοικιακό» χαρακτήρα της περιοχής. Σε αυτήν τη λογική της «επιβεβλημένης» κυριαρχίας του νέου Μουσείου στο πολεοτοπίο (townscape) μιας πυκνοδομημένης Αθήνας, ο ελεύθερος χώρος «περίβολος» απαιτεί τη δική του λιτή και συμβολική φύτευση προς διατήρηση του απαιτούμενου διαχωριστικού κενού ασφαλείας (buffer) από τον παλιό περίγυρο πόλης, χωρίς υπερβολές τυχαίου πρασινισμού και κηποτεχνικών «κιτς».
Αντί λοιπόν για «τόσο πολύ γκαζόν», κάποιες ομοιογενείς γραμμικές λωρίδες χαμηλής φυτοκάλυψης με ενδημικά φυτά της Αττικής χλωρίδας, που θα πρόσφεραν εποχικές μεταλλαγές απαλών χρωματισμών, αρώματος και υφής και θα διέτρεχαν τον ακάλυπτο χώρο σε ευθείες γραμμές, εναρμονισμένες με τις ατέρμονες κόχες του κτιρίου, φαίνεται να μην κέρδισαν τη σκέψη κανενός και νίκησε ξανά το «βολικό γκαζόν βρετανικού τύπου….» σύμβολο νεοελληνικού γούστου, βιασύνης προ-εγκαινίων και υδροσπατάλης. Ισως μερικοί φυσικοί ογκόλιθοι από τους λόφους της περιοχής θα μπορούσαν να ξεκουράζονται στον περίβολο, σε μια προσπάθεια νοητής «γεωλογικής» ενοποίησης του κήπου με το κοντινό τοπίο του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης. Η πλούσια αρχιτεκτονική του έργου δυστυχώς δεν φαίνεται να συνοδεύτηκε αισθητικά και από ισοδύναμες προσεγγίσεις που προσφέρονται από την αρχιτεκτονική τού τοπίου.
Ο ελληνικός νεοπλουτισμός θέλει το γκαζόν παντού και «υπεράνω όλων»(Umber alles) – δηλαδή υπεράνω ξηρών, ερημικών, ιστορικών και άλλων δαπεδοτοπίων. Όμως το γκαζόν σε αυτά τα σκηνικά δεν έχει άλλο προσόν από το ότι δεν είναι «τελεσίδικο», όσο ένας κτιριακός όγκος ! Επομένως, κάτι μπορεί να γίνει στο μέλλον...