Η κυβέρνηση σπρώχνει τα προβλήματα κάτω από το χαλί, επιτίθεται στην αντιπολίτευση, με κάποιους να μιλάνε για φυλακές, αλλά στις θέσεις-κλειδιά για τη διαχείριση της εξουσίας εξακολουθεί να διαλέγει επίλεκτα στελέχη από το παλιό ΠΑΣΟΚ.
Οκτώ χρόνια και τρία μνημόνια μετά, η ελληνική οικονομία δεν λέει να συνέλθει, με τις τράπεζες ‒παρά τις διαρκείς διασώσεις που έχουν στοιχίσει πολλά δισεκατομμύρια στον Έλληνα φορολογούμενο‒ να παραμένουν σε άθλια κατάσταση και τα κόκκινα δάνεια μια βόμβα στα θεμέλιά τους.
Αυτή την εβδομάδα το χρηματιστήριο κατέρρευσε, με τους οικονομικούς αναλυτές να μιλούν για «πανωλεθρία των χαρτοφυλακίων», ενώ το δεκαετές ομόλογο εκτοξεύθηκε. Από την άλλη, και παρά την επιδοματική πολιτική που δεν φαίνεται να μπορεί να την αντιμετωπίσει, η φτώχεια στην Ελλάδα συνεχίζει να εξαπλώνεται. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα (του ιδρύματος ερευνών Transnational Institute), στην Ελλάδα οι μισθοί μειώνονται, οι τιμές αυξάνονται και περισσότερο από το 40% των παιδιών της χώρας αντιμετωπίζει υλικές στερήσεις.
Το Μαξίμου εξακολουθεί να περιορίζεται στην επικοινωνιακή διαχείριση, η οποία, σε συνδυασμό με μια πολιτική διορισμών, υποσχέσεων, προσεταιρισμού συντεχνιών και επιδομάτων, καταφέρνει να συσπειρώνει και να διατηρεί, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ένα αρκετά υψηλό ποσοστό που την κρατάει στο παιχνίδι, παρότι υπολείπεται σημαντικά της ΝΔ.
Η κυβέρνηση αδυνατεί να πραγματοποιήσει ουσιαστικές αλλαγές και να ανατρέψει την κατάσταση, οπότε αρκείται στα «μπαλώματα», προσπαθώντας να σπρώχνει χρονικά δύσκολες αποφάσεις σε θέματα όπως το ασφαλιστικό και oι τράπεζες, που, όπως φαίνεται, θα τα κληρονομήσει η επόμενη κυβέρνηση και ενδεχομένως να σκάσουν στα χέρια της. Στο θέμα των συντάξεων η κυβέρνηση πανηγυρίζει που οι δανειστές επέτρεψαν να μην εφαρμοστούν οι περικοπές στις παλιές συντάξεις τις οποίες η ίδια ψήφισε, ενώ παλιές και νέες είναι ήδη πιο χαμηλά από το επίπεδο που τις παρέλαβαν από την κυβέρνηση Σαμαρά και τις οποίες είχαν υποσχεθεί να αυξήσουν.
Το Μαξίμου εξακολουθεί να περιορίζεται στην επικοινωνιακή διαχείριση, η οποία, σε συνδυασμό με μια πολιτική διορισμών, υποσχέσεων, προσεταιρισμού συντεχνιών και επιδομάτων, καταφέρνει να συσπειρώνει και να διατηρεί, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ένα αρκετά υψηλό ποσοστό που την κρατάει στο παιχνίδι, παρότι υπολείπεται σημαντικά της ΝΔ.
Και τα δύο μεγάλα κόμματα, πάντως, δεν ασχολούνται σχεδόν με τίποτε άλλο εκτός από το πώς θα κερδίσουν τις επόμενες εκλογές.
Η βασική διαφορά από τις εκλογές του 2015 θα είναι ότι αυτήν τη φορά όλα τα κόμματα που θα διεκδικούν την εξουσία θα είναι «μνημονιακά». Ο παλιός διαχωρισμός δεν υπάρχει, οπότε άλλα πράγματα θα μετρήσουν.
Στο Μέγαρο Μαξίμου ανησυχούν μήπως κάποιοι από τους ψηφοφόρους τους επιστρέψουν στο ΠΑΣΟΚ, αφού δεν υπάρχει πια ουσιαστική διαφορά πολιτικών θέσεων. Τα κυβερνητικά στελέχη, ωστόσο, είναι αισιόδοξα ότι αυτό δεν θα συμβεί, καθώς η ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ. παραμένει αδύναμη και δεν πείθει, σε αντίθεση με τον Τσίπρα, που θεωρούν ότι είναι το δυνατό τους χαρτί.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και όταν τα πράγματα εκτιμά ότι πάνε καλά γι’ αυτήν, δεν τα αφήνει ποτέ να πάνε από μόνα τους. Νέους ψηφοφόρους από την αριστερά θεωρούν ότι δεν μπορούν να κερδίσουν, καθώς, όπως λένε, «είναι μικρή η αριστερή δεξαμενή». Γι’ αυτό, θα επιχειρήσουν να λεηλατήσουν περαιτέρω τον χώρο του ΚΙΝ.ΑΛ. και να προσελκύσουν όσους μπορούν από την ευρύτερη αριστερά.
Τον σκοπό αυτόν θα επιδιώξουν να πετύχουν κυρίως διά της «δικαστικής οδού», όπως αποκάλυψε και η διαρροή της ομιλίας του Παύλου Πολάκη προς τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή είναι και η γραμμή Παπαγγελόπουλου και του διδύμου Τσίπρα-Παππά. Η εικόνα εμβληματικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ να σύρονται στη Δικαιοσύνη προεκλογικά εκτιμούν ότι θα τους προσκομίσει μεγάλα πολιτικά και επικοινωνιακά οφέλη. Ακόμα και αν δεν στοιχειοθετηθούν οι κατηγορίες, η επικοινωνιακή ζημιά θα έχει γίνει και «ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει βάλει γκολ», υποστηρίζουν. Η κατηγορία που ανασύρθηκε για τον Κώστα Σημίτη αφορά τον προ 12ετίας ισχυρισμό ενός Γάλλου εμπόρου όπλων που δεν είχε καταφέρει να πουλήσει στην κυβέρνηση Σημίτη, ότι δεν το πέτυχε γιατί δεν δωροδόκησε τον ίδιο, αφήνοντας αιχμές ότι έτσι πήρε τη δουλειά ο ανταγωνιστής του.
Ακόμα και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, όπως ο Ν. Φίλης, έχουν εκφράσει τις ενστάσεις τους και είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι στην Κουμουνδούρου (όπως ομολογούν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις) δεν πιστεύουν ότι θα βρεθούν στοιχεία για τον Κώστα Σημίτη.
Ο πρώην πρωθυπουργός, ενοχλημένος μίλησε για «περιστασιακούς ενοίκους» της εξουσίας, για να του απαντήσουν από τον ΣΥΡΙΖΑ περί ιδιοκτησιακής αντίληψης της εξουσίας.
Ο πρώην πρωθυπουργός, ενοχλημένος μίλησε για «περιστασιακούς ενοίκους» της εξουσίας, για να του απαντήσουν από τον ΣΥΡΙΖΑ περί ιδιοκτησιακής αντίληψης της εξουσίας.
«Ο Κώστας Σημίτης ήταν μια στρατηγική επιλογή. Επελέγη ως σύμβολο της παλαιάς κατάστασης» παραδεχόταν κυβερνητικό στέλεχος την προηγούμενη εβδομάδα.
Το άλλο που κάνει ο Αλέξης Τσίπρας εδώ και αρκετό καιρό είναι η δημιουργία ενός προσωπικού στρατού απολύτως αφοσιωμένου στον ίδιο ‒ «κομματικών μουτζαχεντίν» που θα ορκίζονται στον αρχηγό. Ετοιμάζει, δηλαδή, το κόμμα της επόμενης μέρας, που πιθανόν θα βρεθεί στην αντιπολίτευση, με την προσδοκία ότι πολύ σύντομα θα ξαναδιεκδικήσει την εξουσία της χώρας. Είναι ένας στρατός κυρίως τριαντάρηδων, αλλά και κάποιων σαραντάρηδων, άγνωστων στην κοινωνία και σχετικά άπειρων, που «θα ψηθούν μετά», όπως λένε, και θα οφείλουν την πολιτική τους καριέρα αποκλειστικά στον Τσίπρα.
Αυτοί θα αποτελέσουν και τον βασικό κορμό των υποψηφίων στις επόμενες εκλογές και θα προσπαθήσουν να τους βγάλουν με προεδρική γραμμή.
Σύμφωνα με κυβερνητική πηγή: «Σε αυτό το γκρουπ σπρώχνει πολύς κόσμος να μπει». Η πρώτη φουρνιά από τα άγνωστα νέα στελέχη που «ψήθηκαν» στην κυβέρνηση ήταν οι Αλέξης Χαρίτσης, Έφη Αχτσιόγλου και ακολούθησαν οι Στάθης Γιαννακίδης, Λευτέρης Κρέτσος, Κατερίνα Νοτοπούλου, Μιχάλης Καλογήρου, Κωνσταντίνος Στρατής κ.ά.
Στις θέσεις-κλειδιά για τη διαχείριση της εξουσίας, πάντως, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να εμπιστεύεται το βαθύ ΠΑΣΟΚ, του οποίου τις παλαιές ηγεσίες μπορεί να θέλει να κλείσει στην φυλακή, όπως λένε οι υπουργοί του Αλέξη Τσίπρα, αλλά οι συνεργάτες τους έχουν γίνει ανάρπαστοι από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Τελευταίο απόκτημα ο Ιωάννης Δρόσος που επελέγη για διευθύνων σύμβουλος στην ΕΡΤ, ο οποίος υπήρξε για πολλά χρόνια ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Άκη Τσοχατζόπουλου.
Εκεί που του ξέφυγε κάπως η κατάσταση του Αλέξη Τσίπρα ήταν στο θέμα της Εκκλησίας, όπου εφάρμοσε και πάλι την αγαπημένη του τακτική, να τους φέρνει όλους προ τετελεσμένων γεγονότων. Ενώ είχε συνεννοηθεί πλήρως με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, που έχουν πολύ καλή σχέση και κρυφά απ’ όλους (Φανάρι, Ιερά Σύνοδο, κληρικούς, κόμματα αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ), κάτι δεν πήγε καλά.
Πρωθυπουργός και αρχιεπίσκοπος συμφώνησαν να πάρει η Εκκλησία το θέμα της αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας που εκκρεμούσε χρόνια και να παραχωρήσει στον Τσίπρα τη «δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα των κληρικών» ώστε να την πουλήσει πολιτικά ως διαχωρισμό Εκκλησίας-κράτους αλλά και ως υποσχέσεις διορισμών στο Δημόσιο.
Ο Ιερώνυμος ουσιαστικά θα έβγαινε κερδισμένος από το συγκεκριμένο ντιλ, αλλά θα έβαζε σε καθεστώς ανασφάλειας τους κληρικούς, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν μαζί με την Ιερά Σύνοδο. Ο λόγος είναι ότι πιστεύουν πως, αν μπουν σε ένα τέτοιο καθεστώς, δεν έχουν τις εγγυήσεις ότι κράτος θα θέλει και θα μπορεί να τους εξασφαλίζει πάντα και απρόσκοπτα την απαιτούμενη χρηματοδότηση. Και αυτή ήταν η πρώτη φορά που, παρά επιτυχή αιφνιδιασμό του Τσίπρα, η τακτική του «προ τετελεσμένων» δεν πέτυχε.
Στην υπόθεση αυτή, πάντως, η κυβέρνηση κατάφερε να εκθέσει και τη ΝΔ, η οποία, αρχικά αιφνιδιασμένη, επαίνεσε τη συμφωνία, αλλά στην πορεία, βλέποντας τις αντιδράσεις, το μάζεψε με «ναι μεν, αλλά».
*Πηγή: lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου