Πρόλογος
Οι εντελώς πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην γείτονα Βόρεια Μακεδονία, οι οποίες προέκυψαν λόγω των αποτελεσμάτων των εκεί αυτοδιοικητικών εκλογών, θέτουν, από τώρα, σημαντικά ζητήματα για το μέλλον του πλήρους σεβασμού και της εξίσου πλήρους εφαρμογής, κατά το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεών της, τηςΣυμφωνίας των Πρεσπών, μεταξύ Ελλάδας και της τότε Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, της 17ης Ιουνίου 2018.
Α. Συγκεκριμένα, κατά τις εκλογές αυτές ηττήθηκε το κυβερνόν Κόμμα και αναδείχθηκε νικητής το «VMRO–DPMNE», ήτοι το «Δημοκρατικό Κόμμα για την Μακεδονική Εθνική Ενότητα». Η άμεση υποβολή παραίτησης του πρωθυπουργού της Βόρειας Μακεδονίας και επικεφαλής του κυβερνώντος Κόμματος, ΖόρανΖάεφ, έχει ήδη δημιουργήσει «τριγμούς» στην, ούτως ή άλλως, ισχνή και εύθραυστη κυβερνητική πλειοψηφία. «Τριγμούς», οι οποίοι δεν αποκλείεται να οδηγήσουν είτε σε νέα κυβερνητική πλειοψηφία είτε –όπερ και το πιθανότερο- σε πρόωρες εκλογές στην Βόρεια Μακεδονία. Σε αυτή την περίπτωση οι τρέχουσες εκτιμήσεις στην γείτονα χώρα αναδεικνύουν ισχυρότατο το ενδεχόμενο της επικράτησης, σε μια τέτοια νέα πλειοψηφία ή σε μια τέτοια εκλογική αναμέτρηση, του ως άνω «Δημοκρατικού Κόμματος για την Μακεδονική Εθνική Ενότητα». Όμως, όπως είναι κοινώς γνωστό, το Κόμμα αυτό όχι μόνον αντιτάχθηκε σθεναρώς στην σύναψη της Συμφωνίας των Πρεσπών, αμφισβητώντας την ίδια την νομική της υπόσταση και πολλές από τις καίριας σημασίας ρυθμίσεις της. Αλλά έχει καταστήσει σαφές, «urbi et orbi», ότι ως κυβερνόν Κόμμα δεν πρόκειται να την εφαρμόσει.
Β. Υπό τα δεδομένα αυτά η Ελλάδα οφείλει από τώρα να εξετάσει κάθε προοπτική άμυνάς της αναφορικά με μια μελλοντική ευθεία αμφισβήτηση της Συνθήκης των Πρεσπών από την αντισυμβαλλόμενη πλευρά. Στο πεδίο της άμυνας αυτής εμπίπτει, φυσικά, και η προοπτική η Ελλάδα να προχωρήσει αφενός στην καταγγελία ή αποχώρηση από την Συμφωνία των Πρεσπών και, αφετέρου, στην λήξη της ισχύος της ή αναστολή της εφαρμογής της. Επιπλέον, θα τεθεί και ζήτημα ως προς τις επιπτώσεις για την προσχώρηση της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, λόγω του ότι η προσχώρηση αυτή είχε, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας, ως προϋπόθεση την σύναψη και πλήρη εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Το ζήτημα όμως αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο της σύντομης αυτής μελέτης, η οποία είναι επικεντρωμένη μόνο στο, κατά τ’ ανωτέρω, πρόβλημα που μπορεί να προκύψει λόγω ευθείας αμφισβήτησης και μη εφαρμογής, ιδίως ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της –τα «essentialianegotii»– της Συμφωνίας των Πρεσπών εκ μέρους της Βόρειας Μακεδονίας, ύστερα από μελλοντική κυβερνητική αλλαγή. Πρέπει όμως να διευκρινισθεί εν προκειμένω, έστω και συνοπτικώς, ότι η Ελλάδα, ως Κράτος-Μέλος του ΝΑΤΟ, οφείλει ν’ αντιταχθεί, με όλα τα νόμιμα μέσα, μπροστά την προοπτική να μείνει «ανενόχλητη» η Βόρεια Μακεδονία ως μέλος του ΝΑΤΟ, έχοντας ουσιαστικά θέσει στο περιθώριο την Συμφωνία των Πρεσπών. Στο δε «ύποπτο» επιχείρημα ότι η αποβολή της Βόρειας Μακεδονίας από το ΝΑΤΟ θα μείωνε την ισχύ και το κύρος της Συμμαχίας, η Ελλάδα οφείλει ν’ απαντήσει ότι ουδέποτε αποδέχθηκε ή θ’ αποδεχθεί την, κατά ορισμένες πλευρές και απόψεις βεβαίως, δήθεν ενίσχυση του ΝΑΤΟ εις βάρος των Εθνικών της Θεμάτων και των Εθνικών της Δικαίων, σε τελική δε ανάλυση και εις βάρος του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.