Εδώ
το φως εδώ ο γιαλός
χρυσές γαλάζιες γλώσσες,
στα βράχια ελάφια πελεκάν
τα σίδερα μασάνε.
χρυσές γαλάζιες γλώσσες,
στα βράχια ελάφια πελεκάν
τα σίδερα μασάνε.
ΓΙΑΝΝΗΣ
ΡΙΤΣΟΣ
Άραγε, αν πήγαιναν στην κατεχόμενη Σαλαμίνα
«ως οικοδεσπότες» (οι συντελεστές της παράστασης «Αντιγόνη») θα χρειαζόταν ολόκληρο
Εθνικό Θέατρο
να «πειράξει» την ατζέντα του, αλλάζοντας και μεταλλάσσοντας τους όρους «Αρχαίο Θέατρο Σαλαμίνας»
και «Θέατρο Αμμοχώστου»;
Και, ακόμα, αν ποιούσαν
ήθος, θα έμπλεκαν στα παιχνίδια της «Δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής για
τον Πολιτισμό», γνωστής για την προσφορά της στην εδραίωση της
τουρκικής κατοχής; Όχι.
Ούτως ή άλλως, κάθε εποχή
έχει τις Αντιγόνες
της, τους Πολυνείκες
της, τους Κρέοντές
της. Κατά το παράδειγμα όλων των αρχαίων τραγωδιών, η ιστορία επαναλαμβάνεται
είτε ως φάρσα είτε ως τραγωδία. Και η δική μας Αντιγόνη είναι ντυμένη στα μαύρα.
Γιατί; Γιατί πριν 42 χρόνια ο αδερφός της Πολυνείκης κατέστη αγνοούμενος, εκείνες
τις μέρες της εισβολής,
αν υπενθυμίζει κάτι η λέξη. Όπως πολλοί αγνοούμενοι, ο Πολυνείκης της δικής μας
τραγωδίας έχει θαφτεί
από «ευγενέστατους» Τούρκους φαντάρους, χωρίς
κηδεία και νεκρώσιμη ακολουθία, στην κατεχόμενη Σαλαμίνα δίπλα στο αιώνιο αρχαίο θέατρο.
Η Αντιγόνη ξέρει που είναι θαμμένος ο αδερφός της. Και κάθεται βραχνάς και μολύβι στο στήθος της
το ότι δεν μπόρεσε να τον μνημονέψει, όπως προστάζει «η τιμή των θεών και η
αγάπη». Ο σύγχρονος
Κρέοντας, το κατοχικό καθεστώς, δεν επιτρέπει στην Αντιγόνη να
κηδέψει ως είθισται τα λείψανα (ή ό,τι έμεινε) του αδερφού της, έστω και μακριά από το πατρικό τους σπίτι,
θαμμένο κι αυτό στην κλειστή Αμμόχωστο.
Διότι, ναι μεν «ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν»
(«δεν γεννήθηκα για να μισώ αλλά για να αγαπώ»), όπως επισημαίνει αρθρογράφος του «Πολίτη» αγνοώντας
παντελώς την ύπαρξη του μίσους
στην κατεχόμενη Σαλαμίνα, αλλά και «ού
γαρ έκπέλει φρονείν μέγ', όστις δουλός
έστι των πέλας» («δεν επιτρέπεται κάποιος να
θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο, όταν είναι δούλος των άλλων»). Άρα η Αντιγόνη (ή ο
Σοφοκλής) κατανόησε επαρκώς πού βρίσκεται το μίσος και πού η ματαιοδοξία. Και
αμφότερα, σήμερα, ικανοποιούνται με τη θεατρική
παράσταση στο κατεχόμενο αρχαίο θέατρο, που βρυχάται μη
αντέχοντας τα μαξιλαράκια
που επιμένουν να τοποθετούν στις
ράχες του, άνθρωποι που προτιμούν να μισούν ακολουθώντας τους
νόμους κατοχικών καθεστώτων, άνθρωποι που θεωρούν τον εαυτό τους σπουδαίο ενώ
είναι δούλοι της ίδιας της κατοχής. Κι ας επιμένουν πως εκπροσωπούν τον πολιτισμό.
Όπως διδάσκει, άλλωστε, ο Σοφοκλής, η αγάπη τίθεται πάνω
από τους νόμους των ανθρώπων. Και οι νόμοι των ανθρώπων, όσο ψεύτικοι και αν είναι,
ξεγελούν και οδηγούν
το πλήθος (λαός δεν ονομάζεται) στην κατεχόμενη Σαλαμίνα, όπου,
υπό το φως των
προβολέων του κατοχικού στρατού, «γεμίζει» με την υποτιθέμενη
«Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, του ΘΟΚ και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Γιατί; Είναι ο πολιτισμός προϊόν εκμετάλλευσης για την Ανδρούλα Βασιλείου
και τον Γιάννη Τουμαζή,
όπως ο Βάγκνερ
για τον Χίτλερ
ή μπορεί να εκπροσωπηθεί όταν καταπατείται από τις μπότες 40.000
παράνομων φαντάρων; Στέλνει
μηνύματα ηθικής, παιδείας και πολιτισμού όταν σκλαβώνεται σε ένα
κατεχόμενο αρχαίο θέατρο; Και ως εκεί; Κλείνουν τα μάτια οι «προσκυνητές»;
Αγνοούν την αλήθεια; Πρέπει να στείλει ξανά τις δέκα χιλιάδες μέλισσές του ο Ονήσιλος; Κι αν τις
στείλει ο Σοφοκλής θα ψοφήσουν κι αυτές «πάνω
στο παχύ μας δέρμα»; Πρέπει να θαφτεί βαθύτερα το
απομεινάρι του νέου Πολυνείκη στην Αμμόχωστο; Κάθονται ανέμελοι επάνω στα αγνοούμενα
οστά του. Τόσο παχιά
είναι τα μαξιλαράκια
που μπορούν να εμποδίσουν τους κραδασμούς
και τις φωνές όσων χάθηκαν εκεί. Αλυσοδένουν
ξανά τη Σαλαμίνα, άφαντος ο μαντατοφόρος, φέρνει το φοβερό μήνυμα η ίδια
η Αντιγόνη:
Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα
κακιά σκουριά δεν πιάνει...
Αλ.
Μιχ.
28 Σεπτεμβρίου 2016
ithageneis | Σεπτεμβρίου 28, 2016 στο 2:13 μμ | Κατηγορίες: Ιστορία, Κοινωνία, Πολιτισμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου