του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΟΥ
Πολύς λόγος γίνεται
τελευταία για το αν και κατά πόσο είναι έτοιμος ο
ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει τη Χώρα. Το
ερώτημα δεν είναι πλέον θεωρητικό, δεδομένης
της κατάρρευσης της «τρόϊκας
εσωτερικού», του πολιτικού συστήματος συνολικά και
της δημοσκοπικής υπεροχής του ΣΥΡΙΖΑ
έναντι των άλλων κομμάτων.
Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης είπε το
αυτονόητο όταν δήλωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος να κυβερνήσει, όπως εξ’ άλλου δεν ήταν έτοιμες και
οι προηγούμενες κυβερνήσεις - αν και
δήλωναν το αντίθετο εξαπατώντας τον Ελληνικό Λαό.
Είναι πολύ απλό: όσο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει Plan B οικονομικής πολιτικής, όσο δεν έχει
επεξεργασμένο σχέδιο εκτάκτου ανάγκης για την -πολύ πιθανή- περίπτωση που
εξαναγκαστεί ως κυβέρνηση να βγάλει τη Χώρα από την Ευρωζώνη, δεν είναι έτοιμος
να κυβερνήσει. Όσο δεν τολμά να διακηρύξει ευθαρσώς ότι η παραμονή μας
στο Ευρώ δεν είναι μονόδρομος και δεν μπορεί να συνεχίζεται πάση θυσία, με
τίμημα την καταστροφή της οικονομίας και της κοινωνίας και δίχως καμία προοπτική
ανάκαμψης και βιωσιμότητας, θα είναι καταδικασμένος να απολογείται στην
κατηγορία ότι τυχόν εκλογή του θα οδηγήσει στην έξοδο της Χώρας από το Ευρώ. Είναι
μεν σωστή η θέση του ότι είναι η ασκούμενη μνημονιακή πολιτική που οδηγεί τη
Χώρα εκτός Ευρώ και μόνο μια ριζικά διαφορετική πολιτική μπορεί να αποτρέψει
αυτό το ενδεχόμενο, αλλά αυτό το επιχείρημα δεν γίνεται κατανοητό από πολλούς
και δεν επαρκεί από μόνο του για να διασκεδάσει τους φόβους μεγάλου μέρους του
λαού που έντεχνα καλλιεργούν οι κρατούντες. Εκτός του ότι δεν απαντά στο εύλογο
ερώτημα τι θα γίνει αν τελικά, παρ’ όλες τις επιδιώξεις παραμονής στο Ευρώ,
υποχρεωθούμε τελικά να βγούμε, δεν θέτει καν το πρωταρχικό ερώτημα κατά πόσο η
παραμονή μας στο Ευρώ είναι θεμιτή υπό τις επικρατούσες συνθήκες.
Τυχόν συντεταγμένη
έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ με δική της πρωτοβουλία, με ισχυρή κυβέρνηση και
διεθνή ερείσματα, μπορεί να αποτελέσει τη χαριστική βολή για το ολέθριο γερμανικό
Ευρώ και τον καταλύτη για ιστορικές αλλαγές στην Ευρώπη γενικότερα. Δεν
μιλάμε όμως για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» που θα εγκαινίαζε έναν νέο
διχασμό αλλά για μια Ελληνική Κυβέρνηση με όλη τη σημασία της λέξης, μια
Κυβέρνηση που δεν θα ακύρωνε μόνο τα μνημόνια και θα επαναδιαπραγματευόταν δανειακές
συμβάσεις και δημόσιο χρέος αλλά θα διαπραγματευόταν σθεναρά την παραμονή ή την
έξοδό μας από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα διεκδικούσε άμεσα,
περήφανα και επιτακτικά τις γερμανικές πολεμικές οφειλές προς τη Χώρα μας: την
επιστροφή των κλεμμένων αρχαιοτήτων και του κατοχικού δανείου καθώς και την
καταβολή των επανορθώσεων προς το Κράτος και των αποζημιώσεων προς τις
οικογένειες των θυμάτων των τόσων ολοκαυτωμάτων.