Τη νύχτα, μέσα στη κατάσταση του ημίφωτος, τότε που οι λεπτομέρειες αποδυναμώνονται μπροστά στην ολότητα και η ασάφεια αποβαίνει δημιουργική, ο μεγαλειώδης βράχος της Ακρόπολης διεγείρει τον ιστορικό στοχασμό για μια από τις μεγαλύτερες περιπέτειες που βιώθηκαν ποτέ - την περιπέτεια του κλασικού πνεύματος. Η Ακρόπολις είναι εδώ , σε ένα νέο πολεοδομικό περίγυρο αλλά θαυμαστή όσο και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο Σίγκμουντ Φρόϋντ , «κριτικός» επισκέπτης της Αθήνας (1904) και επιφυλακτικός απέναντι στην ελληνολατρεία του γερμανικού λόγου, σημείωνε στο ημερολόγιό του : «Ώστε όλα αυτά υπάρχουν πραγματικά , όπως τα μάθαμε στο σχολείο»...
Η Ακρόπολις ήταν εκεί, ως ερειπιώνας μέσα στο σκληρά δοκιμασμένο μετεπαναστατικό τοπίο του 19ου αιώνα, με τα ίχνη των μαχών και της φωτιάς έκδηλα για αρκετές δεκαετίες, ως την εποχή της φωτογραφίας. Με τις διακριτικές εγχαράξεις των μαρμάρων της από τους ξένους περιηγητές – τότε που δεν είχαν σπρέϋ ή μηχανικά μέσα – με το μικρό μουσουλμανικό τέμενος κατεδαφισμένο από τους εξεγερμένους, με την απειλή ενός ανακτορικού οικοδομήματος που σχεδίαζε δίχως ευτυχώς να πραγματοποιήσει ο Όθων , πρώτος βασιλιάς της χώρας. Σε αυτό το κακοφορμισμένο τοπίο, μια ήσυχη νύχτα του Δεκεμβρίου 1833 , ο καθηγητής Πανεπιστημίου και αρχαιολόγος Λουδοβίκος Ρος θα τοποθετήσει πυρσούς και θα φωτίσει τα ένδοξα ερείπια, σκορπίζοντας συγκίνηση στους λιγοστούς Αθηναίους. Και το 1867, όταν ο Αμερικανός λογοτέχνης Μαρκ Τουαίην έλθει στην ελληνική πρωτεύουσα και βρει την Ακρόπολη κλειστή λόγω εργασιών αναστήλωσης, θα φτάσει στο σημείο να δωροδοκήσει κάποιους φύλακες για να ανέβει στον Ιερό βράχο τη νύχτα, με οδηγό το φως του φεγγαριού. Και θα μιλήσει στη συνέχεια για τα Προπύλαια, τον μικρό ναό της Αθηνάς και τον Παρθενώνα, «ως τα ευγενέστερα ερείπια που είχε δει ποτέ....»
Αυτή η Ακρόπολη λεηλατήθηκε από τον Έλγιν, όπως τα έργα της αφρικανικής τέχνης λεηλατήθηκαν από τους Βέλγους, οι Αιγυπτιακοί σαρκοφάγοι και η «Νίκη της Σαμοθράκης» από τους Γάλλους, οι θησαυροί των ιρακινών μουσείων από τους πλιατσικολόγους της «Νέας Τάξης» το 2003. Σήμερα πλέον, έπειτα από μια μακρά ιστορία, έπειτα από την καταγγελία του Λόρδου Βύρωνα στην «Κατάρα της Αθηνάς», έπειτα από το πρώϊμο αίτημα επιστροφής των ελγινείων από το ελληνικό κράτος του 1833 και μέχρι τις ημέρες μας, το ζήτημα της αποικιοκρατικής καταλήστευσης και της επιστροφής των πολιτιστικών θησαυρών στις ανά τον κόσμο κοιτίδες τους, αποδεικνύεται ολοζώντανο.Στη προκειμένη περίπτωση της Ακρόπολης, η «Επιτροπή για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα» (www.marblesreunited.org.uk) συντονίζει τη δράση πολλών ατόμων και προσωπικοτήτων.
Η Ακρόπολη έχει το Μουσείο της Ακρόπολης για μια αποτελεσματική ανάδειξη και συντήρηση των αρχαιοτήτων, κι ακόμη έχει έναν ανεκτό πολεοδομικό περίγυρο, από τον οποίο όμως δεν λείπουν τα προβλήματα. Η συνοικία της Πλάκας υπόκειται στην αειφορική απειλή των επιχειρηματιών της αναψυχής, κάνοντας την εγρήγορση και αντίδραση της «Ελληνικής Εταιρίας» κάτι παραπάνω από απαραίτητη. Ο πεζόδρομος της οδού Διονυσίου του Αρεοπαγίτου διαπερνάται συχνά από μηχανοκίνητους αλήτες, όπερ αποδεικνύει ότι η συντήρηση μιας κοινωνικής υποδομής (στη προκειμένη περίπτωση του πεζόδρομου...) παράγει πολύ λιγότερη δόξα σε σχέση με τον εγκαινιασμό της, και σαν τέτοια δεν επισύρει τη προσοχή της δημοτικής ή κάθε άλλης εξουσίας...Τα κτίρια της οδού Διονυσίου του Αρεοπαγίτου που παρεμβάλλονται μεταξύ Ακρόπολης και Μουσείου απειλούνται με κατεδάφιση, παρά τις αντίθετες κινήσεις ατόμων και συλλογικοτήτων – λόγου χάρη του ηλεκτρονικού περιοδικού www.Greekarchitects.gr , που πρόσφατα διοργάνωσε έναν εξαιρετικά επιτυχημένο διαγωνισμό για την ανάπλαση των όψεων των συγκεκριμένων κτιρίων, με περισσότερες από 200 συμμετοχές...
Το 1966 ένα από τα αντεπιχειρήματα στην ανέγερση του «Πύργου των Αθηνών» στους Αμπελόκηπους, αναφερόταν στην ανταγωνιστική σχέση του συγκεκριμένου όγκου με τον όγκο της Ακρόπολης – παρά την μεταξύ τους απόσταση ! Στη δεκαετία του 1990 υπήρξε ομάδα αρχιτεκτόνων και ακτιβιστών(Γ.Χαϊνης, Ν.Σιαπκίδης, Ε.Πορτάλιου, Μ.Ευαγγελίδου κ.ά) που αντιτίθονταν στην χωροθέτηση του Μουσείου της Ακρόπολης και ζητούσαν τη χρησιμοποίηση του κτιρίου Φιξ επί της Συγγρού, με κύριο επιχείρημα την ασυμβατότητα του όγκου του Μουσείου στο χώρο Μακρυγιάννη με την Ακρόπολη. Τα πράγματα όμως ήλθαν όπως ήλθαν, οι επιλογές έγιναν όπως έγιναν, η Ακρόπολη κηρύχθηκε «Χριστιανικώς ορθή» έστω και κακοκαρδίζοντας τον Κώστα Γαβρά, την ελευθερία του λόγου και την ιστορική αλήθεια : Και δεν απέμειναν παρά οι υποσημειώσεις για την μεγάλη αφήγηση, όπως λόγου χάρη ο περίγυρος του περίγυρου, δηλαδή ο περίγυρος του Μουσείου της Ακρόπολης. Δηλαδή ο περιβάλλων, άκτιστος χώρος....
Για το χώρο αυτό επιλέχθηκε το γκαζόν, έτσι για να θυμόμαστε ότι είμαστε η χώρα που συχνά θέλει να είναι κάτι άλλο από ό,τι είναι . Που συχνά εγκαθιστά γήπεδα γκολφ ή εξοχικά σπίτια με ιτιές οι κλαίουσες, πάνω σε τεραίν απίθανων κατσάβραχων . Και ενώ ο Ηλίας Αποστολίδης παραπέμπει στον αείμνηστο Γιώργο Ντούρο , που είχε διαπιστώσει ότι οι Αμερικανοί αναστηλωτές της Αρχαίας Αγοράς είχαν φροντίσει να βρούν «γηγενή είδη» για τις εκεί φυτεύσεις , ο Σταμάτης Σεκλιζιώτης (Γεωπόνος ΑΠΘ. Δρ. Αρχιτέκτων Τοπίου) προβαίνει σε σφαγήν δια του βάμβακος στην «Καθημερινή»(24.7.09).
Γράφει ο Σεκλιζιώτης σε επιστολή του :
Η επιβλητική αρχιτεκτονική .. φυσιογνωμία(του Μουσείου), ο «ασυμβίβαστος» όγκος του κτίσματος με τη γύρω κλίμακα πόλης και ο ρόλος του σαν πολιτιστικό σημείο αναφοράς, επέβαλλαν την ανάγκη να σταθεί μοναχικά σε «κενό» αστικού ιστού και με επαρκή «ανοικτό χώρο buffer», που θα το αναδεικνύει, αλλά και θα το διαχωρίζει διακριτά από την παλαιοαστικό «πολυκατοικιακό» χαρακτήρα της περιοχής. Σε αυτήν τη λογική της «επιβεβλημένης» κυριαρχίας του νέου Μουσείου στο πολεοτοπίο (townscape) μιας πυκνοδομημένης Αθήνας, ο ελεύθερος χώρος «περίβολος» απαιτεί τη δική του λιτή και συμβολική φύτευση προς διατήρηση του απαιτούμενου διαχωριστικού κενού ασφαλείας (buffer) από τον παλιό περίγυρο πόλης, χωρίς υπερβολές τυχαίου πρασινισμού και κηποτεχνικών «κιτς».
Αντί λοιπόν για «τόσο πολύ γκαζόν», κάποιες ομοιογενείς γραμμικές λωρίδες χαμηλής φυτοκάλυψης με ενδημικά φυτά της Αττικής χλωρίδας, που θα πρόσφεραν εποχικές μεταλλαγές απαλών χρωματισμών, αρώματος και υφής και θα διέτρεχαν τον ακάλυπτο χώρο σε ευθείες γραμμές, εναρμονισμένες με τις ατέρμονες κόχες του κτιρίου, φαίνεται να μην κέρδισαν τη σκέψη κανενός και νίκησε ξανά το «βολικό γκαζόν βρετανικού τύπου….» σύμβολο νεοελληνικού γούστου, βιασύνης προ-εγκαινίων και υδροσπατάλης. Ισως μερικοί φυσικοί ογκόλιθοι από τους λόφους της περιοχής θα μπορούσαν να ξεκουράζονται στον περίβολο, σε μια προσπάθεια νοητής «γεωλογικής» ενοποίησης του κήπου με το κοντινό τοπίο του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης. Η πλούσια αρχιτεκτονική του έργου δυστυχώς δεν φαίνεται να συνοδεύτηκε αισθητικά και από ισοδύναμες προσεγγίσεις που προσφέρονται από την αρχιτεκτονική τού τοπίου.
Ο ελληνικός νεοπλουτισμός θέλει το γκαζόν παντού και «υπεράνω όλων»(Umber alles) – δηλαδή υπεράνω ξηρών, ερημικών, ιστορικών και άλλων δαπεδοτοπίων. Όμως το γκαζόν σε αυτά τα σκηνικά δεν έχει άλλο προσόν από το ότι δεν είναι «τελεσίδικο», όσο ένας κτιριακός όγκος ! Επομένως, κάτι μπορεί να γίνει στο μέλλον...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου