Ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος έφυγε το 2022, σε μια εποχή που και η δημοσιογραφία μοιάζει και αυτή να «απέρχεται» τρόπον τινά.
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
29 Δεκεμβρίου 2022
Τελευταία φορά που τον είδα του μιλούσα για την ανάδυση ενός «νεοεθνικόφρονος» γκρουπ στην Ελλάδα που προωθεί την ιδέα ενός «προληπτικού πολέμου» κατά της Τουρκίας και διάφορες άλλες έξυπνες ιδέες. Ιδέες που, αν πραγματοποιούνταν, θα οδηγούσαν σε καταστροφική σύγκρουση – το πιθανότερο προς όφελος των διεθνών κέντρων που θα επιθυμούσαν, για δικούς τους λόγους, και όχι ασφαλώς γιατί μας συμπάθησαν, μια κρίση ή και μια σύγκρουση Ελλάδας και Τουρκίας, στην προσπάθειά τους να «στριμώξουν» τον Ερντογάν και να ψαλιδίσουν τις «ανεξαρτησιακές» του τάσεις ή και εξυπηρετώντας γενικότερους στρατηγικούς σχεδιασμούς.
Με άκουγε, αλλά δεν μίλαγε. Σε σημείο που σκέφτηκα ότι δεν θα πρέπει να συμφωνεί καθόλου με όσα έλεγα. Κάποια στιγμή κι αφού με άκουσε προσεκτικά, μου είπε: «Ένα όνειρο έχει η Τουρκία. Να χτυπήσουν πρώτοι οι Έλληνες!». Μου άρεσε και το έκανα τίτλο ενός άρθρου μου.
Μια συζήτηση μαζί του ήταν πάντα πολύ ενδιαφέρουσα. Και γιατί η ίδια η ματιά του ήταν ενδιαφέρουσα – παρέμενε σκεπτόμενος άνθρωπος, ιδιότητα μάλλον σπάνια στην εποχή μας, και γενικώς και ειδικώς για τους ανθρώπους των Μέσων – αλλά και γιατί ήταν πάντα πολύ καλά πληροφορημένος. Την τελευταία φορά που τον είδα, ήξερε πολλά πράγματα και για το Κατάρ, που – μερικά – θα τα μαθαίναμε πολύ αργότερα.
Ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος έφυγε το 2022, σε μια εποχή που και η δημοσιογραφία μοιάζει και αυτή να «απέρχεται» τρόπον τινά – και πως θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά στα πλαίσια μιας κοινωνίας, μιας δημοκρατίας, μιας χώρας και ενός πολιτισμού που μοιάζουν και αυτοί να «απέρχονται» δυστυχώς, αν δεν σταματήσει την πορεία τους ένα από αυτά τα «θαύματα», που κατά καιρούς έχουν συμβεί στην ελληνική ιστορία.
Ο Αγγελόπουλος έπαιξε κεντρικό ρόλο στα δημοσιογραφικά πράγματα της μεταπολίτευσης. Υπήρξε μέλος της ιδρυτικής ομάδας του Ποντικιού, μιας εφημερίδας που, στα πρότυπα του γαλλικού Canard enchaîné, έσπασε στη δεκαετία του 1970 και του 1980 το μονοπώλιο των μεγάλων συγκροτημάτων με τις αποκαλύψεις του, αλλά και μιας εφημερίδας που υπήρξε ένας από τους πιο μαχητικούς φορείς της πιο ριζοσπαστικής ιδεολογίας και εκδοχής της μεταπολίτευσης. Κατέλαβε επίσης πολλές άλλες θέσεις στην καριέρα του, όπως πολιτικός συντάκτης στην Ελευθεροτυπία και τον Κόσμο του Επενδυτή και διευθυντής της Καθημερινής.
Γνώρισε έτσι από κοντά και πολύ καλά τα παρασκήνια και όλους τους πρωταγωνιστές της ελληνικής πολιτικής, ενώ παρακολούθησε πολύ συστηματικά τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, των ελληνοτουρκικών και του κυπριακού. Αλλά και τα επηρέασε, όπως για παράδειγμα με την αρθρογραφία του κατά του Νταβός του Ανδρέα με τον τότε Τούρκο Πρόεδρο Οζάλ ή με την αντίθεσή του στην προσπάθεια επαναφοράς του – απορριφθέντος στο δημοψήφισμα από τους Κυπρίους – σχεδίου Ανάν από μια πτέρυγα της ΝΔ (η ίδια που κυβερνά σήμερα), μέσω της εκλογικής ανατροπής του Τάσου Παπαδόπουλου στην Κύπρο, ένα σχέδιο που πέτυχε τελικά, μόνο όμως κατά το ήμισυ. Ο Παπαδόπουλος μεν ανετράπη, οι Αμερικανοί όμως και οι άπειροι εγχώριοι φίλοι τους, της αριστεράς και της δεξιάς, δεν κατάφεραν να το επαναφέρουν και να το επιβάλουν, παρά τις άοκνες προσπάθειές τους μέχρι και σήμερα. Λίγο αργότερα από αυτό το επεισόδιο ο Αγγελόπουλος έφυγε από τη διεύθυνση της Καθημερινής.
Γραμμένο το 2008, μετά την παραίτησή του, το βιβλίο του Αγγελόπουλου «Οι άρχοντες της παρακμής» (Εξάντας), είναι μια ανελέητη συμπύκνωση της πείρας του, μια πικρή ομολογία της αποτυχίας της δημοκρατίας μας και μια εξίσου ανελέητη περιγραφή του ελληνικού πολιτικού συστήματος, αν και χωρίς «ονόματα και διευθύνσεις». Διαβάζοντας κάποιος σήμερα αυτή την περιγραφή καταλαβαίνει και γιατί η φοβερή κρίση που ακολούθησε ένα χρόνο μετά ήταν αναπόφευκτη και γιατί το διεφθαρμένο και ασυνάρτητο ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν μπορούσε παρά να αποδεχθεί τα εξωφρενικά νεοαποικιακά Μνημόνια και τις Δανειακές.
Η κρίση που σιγόβραζε, για να εκδηλωθεί με όλο τον εκρηκτικό χαρακτήρα της από το 2009-10 και ο τρόπος που δεν την αντιμετώπισε το ελληνικό πολιτικό σύστημα, φαίνεται εντελώς εύλογη στο φως του προηγηθέντος μακρού εκφυλισμού της όποιας δημοκρατίας (δεν) κατορθώσαμε να θεμελιώσουμε μετά το 1974, μιας κρίσης που συνεχίζει ακόμα το όλο και πιο βαθύ καταστροφικό της έργο, χωρίς να βρίσκει την απαραίτητη Κάθαρση. Απλώς σταματήσαμε να την κουβεντιάζουμε!
Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ο Αγγελόπουλος χρησιμοποιεί την έκφραση «υπόκοσμος» για να περιγράψει ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής πολιτικής τάξης. Ήδη από το 2008! Κι αν υπήρχε κάποιος που το ήξερε καλά και σφαιρικά ήταν αυτός. Τον μόνο που έμοιαζε να εκτιμά από τους Έλληνες πολιτικούς ήταν ο Κώστας Καραμανλής, αν και χωρίς αυταπάτες για τη δυνατότητά του να μεταρρυθμίσει τη ΝΔ.
Η εξωτερική πολιτική και το κυπριακό ήταν πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του και τα παρακολούθησε από πολύ κοντά ως πολιτικός συντάκτης και ως συνομιλητής όλων των Πρωθυπουργών και Υπουργών Εξωτερικών των δεκαετιών μετά το 1974. Γι’ αυτό και επειδή η μαρτυρία του έχει αυτονόητο και μεγάλο ενδιαφέρον, θα επανέλθουμε σε επόμενο άρθρο σε μερικά από όσα έχει πει και έχει γράψει για τον τρόπο που οι Έλληνες πολιτικοί αντιμετωπίζουν το κυπριακό και κάνουν εξωτερική πολιτική.
Είναι τετριμμένο να λέει κανείς για ένα φίλο που φεύγει ότι το κενό που αφήνει είναι δυσαναπλήρωτο. Αλλά στην περίπτωση του Κωνσταντίνου, αλλά και των όλο και πιο λιγοστών υπολοίπων της γενιάς του – όσων τέλος πάντων διατήρησαν κάποια ηθικά και δημοκρατικά αντανακλαστικά – είναι εντελώς και δραματικά ακριβές. Η μακρά κρίση που έχει μεσολαβήσει από τότε που ανδρώθηκε αυτή η γενιά, το μακρόχρονο πνευματικό κενό δεκαετιών που καταθλίβει τη χώρα, η μαζική τηλεοπτική αποβλάκωση μετά την εισαγωγή της δήθεν «ελεύθερης», δηλαδή ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης το 1988, χωρίς κανένα όρο και προϋποθέσεις, ο ασφυκτικός έλεγχος των Μέσων από την εγχώρια ολιγαρχία (και τους ξένους πίσω της), η διαφθορά, η όλο και εντονότερη παθητικότητα των λαϊκών μαζών, εξοβέλισε τη μεγάλη πλειοψηφία των φορέων κριτικής συνείδησης και κατέστρεψε τη «γέφυρα», τη δυνατότητα μεταφοράς της πείρας και της γνώσης όσων ανθρώπων την διαμόρφωσαν σε άλλες, πολύ πιο κριτικές και αγωνιστικές εποχές. Είναι σαν να έχει σπάσει η γέφυρα με το παρελθόν και με την ιστορική μνήμη. Σε πολλές περιπτώσεις οι νέες γενιές θα χρειαστεί να ανακαλύψουν τα πάντα από την αρχή.
Πρόκειται για γενικότερο φαινόμενο σε όλο τον δυτικό – τουλάχιστο – κόσμο, που βρίσκεται σε βαθύτατη, αποσυνθετική κρίση. Γι’ αυτό και βλέπουμε συχνά, τη νεολαία που ασφυκτιά να στρέφεται συχνά και να πιάνεται από ηλικιωμένους ανθρώπους, όπως ο Κόρμπιν στη Βρετανία ή ο Σάντερς στις ΗΠΑ, επιχειρώντας μέσω αυτών να ξαναβρεί τη μνήμη της και να ανακαλύψει σε περασμένες γενιές και αξίες τη δυνατότητα να δράσει κατά μιας ανυπόφορης πραγματικότητας, ιδέες, αξίες και ανθρώπους που επιχειρήθηκε να εξοβελιστούν πλήρως στον μισό αιώνα θριάμβου του νεοφιλελευθερισμού και ενός αντιανθρώπινου «πολιτισμού» του Χρήματος και λατρείας του Εγώ, που βασίλεψε σχεδόν ανεμπόδιστος επί μισό ολόκληρο αιώνα και ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, επιβάλλοντας μια δική του «Αστυνομία της Μνήμης» και απειλώντας με κατάρρευση – ηθική, πνευματική και υλική – τον όλο ανθρώπινο πολιτισμό.
Πηγή: kosmodromio.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου