Σε μετάφραση Μιχαήλ Στυλιανού.
Η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα αποχωρήσει από την Συνθήκη Φιλίας με το Ιράν του 1955, μετά την απόφαση που εξέδωσε την Τετάρτη το Διεθνές Δικαστήριο, η οποία καλεί τις ΗΠΑ να σεβασθούν ορισμένους όρους της συνθήκης.
Η ομόφωνη απόφαση εντέλλεται στις ΗΠΑ να ακυρώσουν «οποιαδήποτε εμπόδια» στην εξαγωγή ανθρωπιστικών αγαθών στο Ιράν όπως και προϊόντων πού σχετίζονται με την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας. Επιπλέον αποφαίνεται ότι οι ΗΠΑ δεν δικαιούνται να περιορίζουν οικονομικές συναλλαγές που αφορούν σε αυτά τα προϊόντα.
Η απόφαση δεν επεκτείνεται στο σύνολο των κυρώσεων που το Ιράν επιζήτησε να ακυρώσει, περιλαμβανομένων των πιο οδυνηρών, που στρέφονται κατά του πετρελαϊκού τομέα και οι οποίες θα αρχίσουν να εφαρμόζονται στις 5 Νοεμβρίου. Αλλά η δικαστική απόφαση έφερε στο προσκήνιο μια ξεχασμένη συνθήκη και αποτελεί μια πρόκληση στην επανεφαρμογή των κυρώσεων από την αμερικανική κυβέρνηση, μετά την μονομερή αποχώρησή της από την διεθνή συμφωνία με το Ιράν για τα πυρηνικά.
«Αυτή η απόφαση είναι δεσμευτική για τις ΗΠΑ και θα πρέπει να συμμορφωθούν με αυτήν» δήλωσε στους Τάιμς της Ασίας ο Ζεντιάν Ζυμπερί, του Νορβηγικού Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. «Είναι αξιοσημείωτο-πρόσθεσε- ότι η απόφαση του δικαστηρίου ήταν ομόφωνη. Συμφώνησε ακόμη και ο διορισμένος από τις ΗΠΑ ad hoc δικαστής».
Η κυβέρνηση Τραμπ αντέδρασε αποχωρώντας από την Συνθήκη Φιλίας, Οικονομικών Σχέσεων και Προξενικών Δικαιωμάτων του 1955, για τον τερματισμό της οποίας απαιτείται προειδοποίηση ενός έτους. Ο Αμερικανός Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζον Μπόλτον άδραξε την ευκαιρία για να κεραυνοβολήσει το σύστημα διεθνούς δικαιοσύνης στο σύνολό του:
«Το Διεθνές Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι στερείται της δικαιοδοσίας να εκδώσει εντολήν αναφερόμενη σε κυρώσεις που επιβάλλουν οι ΗΠΑ για την προστασία της ασφάλειάς τους», δήλωσε ο Μπόλτον στους δημοσιογράφους, ώρες μετά την έκδοση της απόφασης.
Ο φιλοπόλεμος σύμβουλος εθνικής ασφάλειας ανακοίνωσε ότι ο Πρόεδρος Τραμπ αποφάσισε όχι μόνο να αποσύρει τις ΗΠΑ από αυτή την Συνθήκη, αλλά επίσης και από ένα προαιρετικό πρωτόκολλο για διακανονισμό διαφορών, συνδεόμενο με την Σύμβαση της Γενεύης, η οποία διέπει τις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις.
«Αυτό σχετίζεται με μιαν υπόθεση που έφερε (ενώπιον του Δικαστηρίου) το λεγόμενο κράτος της Παλαιστίνης κατά των ΗΠΑ, για την μετακίνηση της πρεσβείας μας στην Ιερουσαλήμ», είπε ο Μπόλτον.
Αυτές οι αποχωρήσεις, εξήγησε ο Μπόλτον, αφορούν όχι μόνο τις συγκεκριμένες υποθέσεις, αλλά ευρύτερα την απόρριψη δεσμευτικών κρίσεων σε βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών. « Αυτό στην πραγματικότητα έχει να κάνει λιγότερο με το Ιράν και τους Παλαιστινίους παρά με την συνεχιζόμενη συνεπή πολιτική των ΗΠΑ να απορρίπτουν την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου».
«Προφανώς και σχετίζεται εν μέρει με τις απόψεις μας για το Διεθνές Δικαστήριο Ποινικών Εγκλημάτων και για την φύση των λεγομένων διεθνών δικαστηρίων σκοπού να μπορούν να δεσμεύουν τις ΗΠΑ», πρόσθεσε.
Ο Τραμπ, στην ομιλία του στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον περασμένο μήνα, κατακεραύνωσε το Διεθνές Δικαστήριο Ποινικών Εγκλημάτων αλλά δεν αναφέρθηκε στο Διεθνές Δικαστήριο (κρατικών διαφορών).
Ο Μπόλτον προειδοποίησε ότι η αμερικανική κυβέρνηση άμεσα «θα αρχίσει μιαν επανεξέταση όλων των διεθνών συμφωνιών που μπορεί ακόμη να εκθέτουν τις ΗΠΑ στην υποτιθέμενη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου».
*Πηγή: Alison Tahmizian Meuse, Asian Times, 5-10-2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου