Μύθοι και πραγματικότητα
Του Νίκου Ιγγλέσηhttps://greekattack.wordpress.com
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, στη δημόσια συζήτηση, εμφανίστηκε μια άποψη που υποστηρίζει ότι η ουσιαστική χρεοκοπία της Ελλάδας το 2010 και η υπαγωγή της στις Δανειακές Συμβάσεις – Μνημόνια οφείλονται στις τεράστιες ζημίες (μαύρες τρύπες) των εγχώριων τραπεζών. Σύμφωνα με την άποψη αυτή τα χρέη των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, από το 2008, ανήλθαν σε περίπου 250 δις. ευρώ και καλύφθηκαν από το Δημόσιο. Έτσι, το ιδιωτικό χρέος των τραπεζών μετατράπηκε σε δημόσιο χρέος και φορτώθηκε στον ελληνικό λαό, ο οποίος πρέπει να το ξεπληρώσει.
Το τεράστιο αυτό τραπεζικό χρέος υποτίθεται ότι κατέστησε υποχρεωτική την υπογραφή, το2010, του πρώτου Μνημονίου, ύψους 110 δις. ευρώ και στη συνέχεια, το 2012, του δεύτερου Μνημονίου, ύψους 141 δις. Κατά την άποψη αυτή, η χώρα μας δανείστηκε συνολικά 251 δις. για να καλύψει τραπεζικά χρέη 250 δις. Η αλήθεια είναι ότι με τις δύο πρώτες Δανειακές Συμβάσεις – Μνημόνια η Ελλάδα δανείστηκε 215,8 και όχι 251 δις., γιατί δεν εκταμιεύτηκαν όλα τα ποσά που είχαν εγκριθεί αρχικά, ενώ στις αρχές του 2015 επιστράφηκαν 10,9 δις. από τα 50 δις. που είχαν προβλεφθεί, με τη δεύτερη Δανειακή Σύμβαση, για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και δεν είχαν χρησιμοποιηθεί.
Άμεσα τίθεται το ερώτημα: Από πού προκύπτει ότι οι ελληνικές τράπεζες, μεταξύ 2008 και 2012, είχαν καταγράψει χρέη 250 δις. και δεν μπορούσαν να τα εξυπηρετήσουν; Η απάντηση που δίνεται είναι ότι σ’ αυτό το ποσόν ανέρχονται συνολικά οι εγγυήσεις που χορήγησε το Δημόσιο προς τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα. Αλλά οι εγγυήσεις δεν είναι δάνεια-χρήμα, είναι απλά η υποχρέωση του εγγυητή να πληρώσει ο ίδιος τις υποχρεώσεις των τραπεζών μόνο στην περίπτωση που οι τελευταίες δεν αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου προς τις τράπεζες, προκειμένου αυτές να ενισχύσουν τη ρευστότητά τους μέσω δανεισμού, δεν προκάλεσαν την εκταμίευση κανενός ποσού και κανένα ποσό, από το λόγο αυτό, δεν προστέθηκε στο χρέος της χώρας. Οι εγγυήσεις θα επιβάρυναν το δημόσιο χρέος μόνο αν οι τράπεζες αδυνατούσαν να αποπληρώσουν τα δάνεια που έλαβαν. Αυτό όμως δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Καμιά τραπεζική εγγύηση δεν έχει καταπέσει.
Το ύψος των εγγυήσεων
Με το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008 στις ΗΠΑ και τη γρήγορη επέκτασή της στη συνέχεια στην Ευρώπη, το Δημόσιο προχώρησε στην παροχή εγγυήσεων (ν.3723/2008) προς τις τράπεζες. Το συνολικό ανώτατο ποσό αυτών των εγγυήσεων, όπως προσδιορίστηκε στη πορεία, δεν μπορούσε να υπερβεί τα 85 δις., ενώ για κάθε δάνειο ή ομόλογο η διάρκεια της εγγύησης ήταν από τρείς μήνες έως τρία χρόνια. Γι’ αυτό, είναι λάθος να αθροίζονται οι ανακυκλούμενες εγγυήσεις.
Μια τράπεζα μπορούσε να λάβει ένα δάνειο ή να εκδώσει ένα ομόλογο αξίας π.χ. 5 δις. με την εγγύηση του Δημοσίου για δύο χρόνια. Μετά τη λήξη αυτού του χρονικού διαστήματος το Δημόσιο μπορούσε να ανανεώσει την εγγύησή του για άλλο ένα χρόνο πάντα για το αρχικό ποσό των 5 δις. Αυτό δε σημαίνει ότι έχει χορηγηθεί εγγύηση 10 δις., όπως νομίζουν όσοι αθροίζουν τις κατά καιρούς εγγυήσεις για να εμφανίσουν ένα εντυπωσιακό ποσόν. Σήμερα από το νόμο του 2008 οι εγγυήσεις που εξακολουθούν να υφίστανται ανέρχονται σε μόνο 380 εκατ. (προσοχή όχι δις.) και αφορούν ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα.
Επίσης το 2010 (ν.3845/2010) το Δημόσιο προχώρησε στην παροχή εγγύησης προς την Τράπεζα της Ελλάδος – ουσιαστικά προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – για παροχή δανείων προς τις εμπορικές τράπεζες για αντιμετώπιση προσωρινών βραχυπρόθεσμων προβλημάτων ρευστότητας (μηχανισμός ELA). Το συνολικό ανώτατο ποσό αυτών των εγγυήσεων δεν μπορούσε να υπερβεί τα 60 δις. ευρώ. Σήμερα αυτές οι εγγυήσεις ανέρχονται σε 26 δις .Συμπέρασμα: καμιά από τις εγγυήσεις που δόθηκαν κατά καιρούς δεν επιβάρυνε το δημόσιο χρέος, γιατί καμιά εγγύηση δεν έχει, προσώρας, καταπέσει.
Πόσο μας κόστισαν οι τράπεζες;
Σε αντίθεση με τις εγγυήσεις, το δημόσιο χρέος επιβαρύνθηκε από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Το 2013, κατά την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση, δόθηκαν από το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας 24,4 δις., έναντι μετοχών, στις τέσσερις συστημικές τράπεζες και άλλα 17,6 δις. για την εξυγίανση – εκκαθάριση – των μη συστημικών τραπεζών. Σύνολο, δηλαδή, 42 δις., που προήλθαν από δανεισμό του Δημοσίου και προστέθηκαν στο χρέος της χώρας.
Η δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση (2014) έγινε αποκλειστικά με ιδιωτικά κεφάλαια (8,3 δις.). Το 2015 έγινε η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, πάλι με ιδιωτικά κεφάλαια, με την εξαίρεση δύο τραπεζών (Εθνική και Πειραιώς) που έλαβαν συνολικά περίπου 5,4 δις., γιατί δεν είχαν επιτύχει επαρκή προσφορά ιδιωτικών κεφαλαίων. Από το ποσόν αυτό μόνο το 25% δόθηκε έναντι μετοχών και το υπόλοιπο 75% έναντι μετατρέψιμων ομολογιών (CoCos). Ήδη το 2017 αποπληρώθηκαν περίπου 2 δις. από τις ομολογίες αυτές, γιατί, με επιτόκιο 8%, είναι ασύμφορες για τις τράπεζες. Με τις δύο τελευταίες ανακεφαλαιοποίησεις εκμηδενίστηκε η αξία των κρατικών μετοχών και τα 42 δις. επιβάρυναν το δημόσιο χρέος. Οι τράπεζες αφελληνίστηκαν και πέρασαν σε ξένα χέρια έναντι εξευτελιστικού τιμήματος.Τα 42 συν τα 5 δις. (3 δις. σήμερα) είναι η μοναδική πραγματική επιβάρυνση του δημόσιου χρέους από τις εγχώριες τράπεζες, γι’ αυτό είναι έωλο να υποστηρίζεται ότι η χρεοκοπία του 2010 οφείλεται στις ζημιές και τα ακάλυπτα δάνεια των τραπεζών.
Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα μπήκε σε κρίση για τρείς βασικά λόγους:
Πρώτον: Η υπογραφή του πρώτου Μνημονίου οδήγησε σε μεγάλη ύφεση την οικονομία που μείωσε τα εισοδήματα, με αποτέλεσμα την προοδευτική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (κόκκινα δάνεια). Οι ελληνικές τράπεζες, μέχρι το τέλος του 2009, διατηρούσαν μια ισορροπία μεταξύ των καταθέσεων (237,5 δις.) και των χορηγήσεων (240,3 δις.).
Δεύτερον: Η οικονομική και πολιτική ανασφάλεια οδήγησε σε φυγή προς το εξωτερικό κυρίως των μεγάλων καταθέσεων (πάνω από 100.000 ευρώ), γιατί κανείς δε θέλησε να επιβάλλει ελέγχους στην κίνηση των κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Αυτό έγινε πολύ αργότερα, το 2015, με τα capital controls. Έτσι οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά 28 δις. το 2010, κατά 35 δις. το 2011, κατά 13 δις. το 2012, ενώ το πρώτο πεντάμηνο του 2015 μειώθηκαν κατά 30 δις., για να φτάσουν σήμερα στα περίπου 123 δις. Οι τράπεζες, δηλαδή, την περίοδο των Μνημονίων έχασαν καταθέσεις 114 δις.
Τρίτον: Το «κούρεμα» των ομολόγων του Δημοσίου (PSI), το 2012, από το οποίο οι ελληνικές τράπεζες έχασαν περίπου 27 δις. ευρώ, λόγω μείωσης της αξίας των τίτλων που κατείχαν. Για αυτό μετά το PSI έγινε η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η χρεοκοπία της χώρας δεν προήλθε από το τραπεζικό σύστημα. Οι εγχώριες τράπεζες δεν είχαν «τοξικά» ομόλογα, αντίθετα με την Ιρλανδία που υπέγραψε Μνημόνιο λόγω της κατάρρευσης των τραπεζών της που κατείχαν μεγάλο αριθμό «τοξικών» ομολόγων. Η Κύπρος επίσης μπήκε σε Μνημόνιο λόγω του πιστωτικού συστήματός της, που κατέρρευσε το 2013 μετά το ελληνικό PSI. Οι τράπεζες της Κύπρου ήταν «φορτωμένες» με ελληνικά κρατικά ομόλογα που «κουρεύτηκαν». Στην Ελλάδα όμως, δεν ήταν το τραπεζικό σύστημα που οδήγησε στη χρεοκοπία και τα Μνημόνια, αλλά τα Μνημόνια που οδήγησαν στην τραπεζική κρίση. Όποιος υποστηρίζει το αντίθετο συσκοτίζει , ασυνείδητα ίσως, το ρόλο του ξένου νομίσματος, του ευρώ, στη χρεοκοπία της χώρας. Αν φταίει το τραπεζικό σύστημα, τότε αρκεί να το εξυγιάνουμε, να τοποθετήσουμε ικανές διοικήσεις και στην καλύτερη περίπτωση να ζητήσουμε την επιστροφή των κεφαλαίων που δόθηκαν σ’ αυτό. Έτσι μπορεί η χώρα ν’ απαλλαγεί από την αιτία που προκάλεσε την οικονομική καταστροφή της και να συνεχίσει την πορεία της μέσα στην Ευρωζώνη.
Που πήγαν τα λεφτά;
Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Αφού δεν πήγαν στις τράπεζες, που πήγαν τα λεφτά των τριών Δανειακών Συμβάσεων; Η Ελλάδα από τις δύο πρώτες Δανειακές Συμβάσεις – Μνημόνια έλαβε, όπως προαναφέραμε, συνολικά 215,8 δις., ενώ από την τρίτη Δανειακή Σύμβαση, μέχρι το τέλος του 2016, άλλα 38,8 δις. Συνολικά, δηλαδή, η χώρα μας έχει δανειστεί από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ 254,6 δις. ευρώ.
Το ίδιο χρονικό διάστημα η Ελλάδα πλήρωσε για χρεολύσια παλαιότερων δανείων (ανακύκλωση χρέους) 144,6 δις. και για τόκους 65,7 δις., σύνολο 210,3 δις. Τα υπόλοιπα χρήματα πήγαν στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την κάλυψη των πρωτογενών (πριν την πληρωμή των τόκων) ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Σ’ ολόκληρη την επταετία, 2010-2016, το πρωτογενές έλλειμμα ανήλθε συνολικά σε μόλις 14,7 δις. Από τα δάνεια (254,6 δις.) που λάβαμε μόνο το 5,8% (14,7 δις.) πήγε για πληρωμή μισθών, συντάξεων και άλλων δαπανών του κράτους, ενώ το 94,2% (239,9 δις.) για την εξυπηρέτηση του αέναου χρέους ώστε η χώρα μας να μην κάνει στάση πληρωμών και καταρρεύσει η Ευρωζώνη. Οι Ευρωπαίοι δεν έσωσαν την Ελλάδα, κατέστρεψαν την Ελλάδα για να σώσουν τους εαυτούς τους, τις τράπεζές τους, που ήταν (την περίοδο 2010 – 2011) «φορτωμένες» με ελληνικά κρατικά ομόλογα και το σαθρό οικοδόμημα του ευρώ.
Το πραγματικό χρέος
Η άποψη για την ευθύνη των τραπεζών στην ελληνική χρεοκοπία συνοδεύεται και από τον ισχυρισμό ότι το δημόσιο χρέος είναι πολύ υψηλότερο, πιθανώς και διπλάσιο, των 326 δις. (Σεπτέμβριος 2017) που έχει ανακοινωθεί. Υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα δανείστηκε 531 δις. το 2016 και 541 δις. το 2017. Στο ερώτημα ποιος μας δάνεισε αυτά τα κολοσσιαία ποσά και τι έκανε η χώρα μας αυτά τα χρήματα δε δίνεται καμιά απάντηση, απλώς παραπέμπουν σε δήθεν επίσημα στοιχεία.
Η αλήθεια είναι ότι το Δημόσιο πραγματοποιεί κάθε χρόνο, πέρα από το μακροπρόθεσμο και βραχυπρόθεσμο δανεισμό με έντοκα γραμμάτια (ΕΓΕΔ) διάρκειας τριών ή έξι μηνών και repos διάρκειας ολίγων ημερών. Η άθροιση όλων των κατά διαστήματα ανανεώσεων οδηγεί στα δυσθεώρητα νούμερα που αναφέραμε. Συγκεκριμένα, στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού (2018), σελίδα 124, διευκρινίζεται για το 2017: «Οι δαπάνες εξόφλησης εντόκων γραμματίων και repos αφορούν τις συνολικές ετήσιες εξοφλήσεις, οι οποίες αναχρηματοδοτούνται με νέες αντίστοιχες εκδόσεις, δεδομένου ότι τόσο το υφιστάμενο συνολικό ύψος των ΕΓΕΔ όσο και το υφιστάμενο υπόλοιπο των repos δεν ξεπερνούν, έκαστο, τα 15.000 εκατ. ευρώ». Συνολικά, δηλαδή, 30 δις. που περιλαμβάνονται στο δημόσιο χρέος των 326 δις. Ίσως κάποιοι δε διαβάζουν ή δεν καταλαβαίνουν τι διαβάζουν. Ο ελληνικός λαός αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα και το μόνο που δε χρειάζεται είναι επιπλέον σύγχυση και αποπροσανατολισμό.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ στις 29-12-17
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου