Του Γιάννη Ραχιώτη
Το αίσθημα της ήττας είναι διάχυτο. Σ’ αυτή την κρίσιμη συγκυρία δεν ανταποκριθήκαμε. Δεν αναδείξαμε πολιτικά υποκείμενα ικανά να δώσουν άλλη κατεύθυνση στα πράγματα. Στην κοινωνία είναι πια εδραιωμένη η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στη νεοφιλελεύθερη αποδόμηση. Σαν συνέχεια έρχεται η μελαγχολία και η αναζήτηση ατομικής διεξόδου.
Η ήττα έγκειται στη σύμπτωση ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων και ολόκληρου του κοινοβουλευτικού φάσματος σε αυτό που εύστοχα, από αυτή τη στήλη, ο Φώτης Τερζάκης περιέγραψε σαν «ευρωπαϊσμό». Πρόκειται για τη σύγχρονη εκδοχή του «ανήκομεν εις την Δύσιν».
Η μεγάλη υπηρεσία που πρόσφερε στο κατεστημένο η Αριστερά είναι ότι μέσω της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και της χαοτικής αντιπολίτευσης των υπολοίπων, έγινε δυνατό να αποδεχθεί η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού τη μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο και με τη νομική έννοια του όρου: Με το τελευταίο μνημόνιο παραιτηθήκαμε από το κυριαρχικό δικαίωμα να νομοθετούμε χωρίς έγκριση της τετραμερούς αρμοστείας. Δεν επιτρέπεται ούτε καν δημοσίευση σχεδίων νόμου. Το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας δεν βλέπει πλέον νόημα στον αγώνα ενάντια στην καταστροφή της οικονομίας και τη δημογραφική κατάρρευση. Ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο γίνεται αποδεκτή η κάθετη πτώση του βιοτικού επιπέδου.

Οι αιτίες είναι πολλές, όμως κάποιες πρέπει να υπογραμμιστούν: Πρώτα απ’ όλα, η διεθνής συγκυρία ήταν πράγματι δυσμενής. Οι ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, μέσω της Ε.Ε., έχουν πετύχει τον ασφυκτικό έλεγχο των υπολοίπων. Σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν προβάλλεται με αξιώσεις αριστερή εναλλακτική πρόταση. Ο άλλος πόλος του δυτικού συστήματος, οι ΗΠΑ, βρίσκεται στην κορύφωση της ισχύος του και επιδεικνύει στη διεθνή αρένα μια επιθετικότητα πρωτοφανούς αγριότητας. Οι ανερχόμενοι- ανταγωνιστικοί πόλοι κάνουν μόλις τα πρώτα ασταθή βήματά τους. Είμαστε ακόμη πολύ μακριά από ένα πολυπολικό παγκόσμιο σύστημα. Σε τέτοιες συνθήκες μόνο πολύ οργανωμένα εναλλακτικά σχέδια με ευρεία λαϊκή στήριξη θα μπορούσαν να επικρατήσουν και να επιβιώσουν.
Δεύτερο, σε όλη τη διαδρομή αυτής της κρίσιμης πενταετίας του ολοκληρωτικού νεοφιλελεύθερου πολέμου δεν έγινε δυνατό να συγκλίνουμε σε ένα αντιπρόταγμα. Η δράση στο δρόμο μπορεί να ήταν κοινή, όλοι όσοι ήταν αντίθετοι στο νεοφιλελευθερισμό ή θίγονταν, απεργούσαν, διαδήλωναν, αντιστέκονταν. Κάποιοι αγωνίζονταν για τη δουλειά τους, άλλοι κατά των αντιλαϊκών μέτρων εν γένει, άλλοι ήθελαν την κατάργηση των μνημονίων, άλλοι για την έξοδο από την Ευρωζώνη ή και από την Ε.Ε., άλλοι ήθελαν αποκλειστικά «σοσιαλισμό». Όμως όλοι αυτοί ποτέ δεν συνέκλιναν σε ένα εναλλακτικό σχέδιο. Μάλλον δεν τέθηκε ούτε σαν ερώτημα. Οι προσπάθειες ελάχιστων διανοουμένων να προβάλουν την ανάγκη ενός πολιτικού σχεδίου και να προτείνουν κάποιο, δεν βρήκαν απήχηση. Η μεταπολιτευτική κινηματική μας διαπαιδαγώγηση είναι η διαρκής δράση, έστω και αν το πολιτικό της υπόβαθρο είναι εντελώς ασαφές. Η αξίωση να συζητήσουμε τι ακριβώς θέλουμε και πώς θα το πετύχουμε γινόταν αντιληπτή σαν τροχοπέδη στις αγωνιστικές διαθέσεις των «μαζών». Έτσι όταν η ΣΥΡΙΖέικη αγυρτεία ξέθαψε το TINA της Θάτσερ δεν υπήρχε τίποτα να μπει απέναντι.
***
Το τρίτο είναι ότι με τα χρόνια ξεχάσαμε τη βαθειά συστημική λογική της Ελληνικής Ευρωαριστεράς ήδη από τη γέννηση της το 1968. Ξεχάσαμε το βασικό της χαρακτηριστικό: Τη φανατική υποστήριξη της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Έτσι, όταν το σύστημα με τα πρώτα δύο μνημόνια έκαψε τις βασικές πολιτικές επιλογές του και απέμενε μόνο η Ευρωαριστερά ως διάδοχη κατάσταση, εμείς καίτοι γνωρίζαμε την ιστορία της, αποφύγαμε να την πούμε. Συντείναμε στη δημιουργία της αυταπάτης ότι οι ευρωλάγνοι θα αντιμετωπίσουν την ευρωεπίθεση.
Η ήττα είναι πραγματική και μεγάλης έκτασης. Οι συνέπειες για τα λαϊκά και μεσαία στρώματα αλλά και για την κρατική μας υπόσταση θα είναι μακροπρόθεσμες και σοβαρότερες απ’ όσο δείχνουν σήμερα. Όσοι πιστεύαμε ότι υπήρχε πράγματι εναλλακτική λύση πρέπει να σκεφτούμε καλά τα επόμενα βήματά μας. Δυστυχώς, πλέον έχουμε χρόνο… Η βιαστική δημιουργία ενός νέου αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ μόνο σαν καρικατούρα μπορεί να υπάρξει. Επίσης η λογική «τώρα ασχολούμαστε με το κίνημα»: εκδήλωση , συγκέντρωση, καταγγελία… και τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους, μοιάζει πιο άγονη από ποτέ.
Πρέπει να συζητηθούν όλα όσα θα συγκροτούσαν ένα εναλλακτικό σχέδιο, εφαρμόσιμο στις σημερινές καπιταλιστικές συνθήκες που να ανοίγει δρόμους για μια σοσιαλιστική προοπτική.
Ένα τέτοιο σχέδιο πρέπει να ξεκινάει από την ανάγκη ενός πολυπολικού κόσμου που θα αντιστρατεύεται το νεοαποικιακό μοντέλο που επιβάλλουν οι δυτικές δυνάμεις. Να τοποθετείται στα βασικά διεθνή διακυβεύματα από αυτή τη σκοπιά. Να τονίζει την ανάγκη άμεσης αποχώρησης από το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. και να προσδιορίζει συγκεκριμένα τις νέες συμμαχίες και ισορροπίες που πρέπει να αναζητήσει η χώρα στην περιοχή αλλά και ευρύτερα.
***
Στο εσωτερικό πρέπει να επικεντρώνει στην ανάκτηση της εσωτερικής αγοράς που προϋποθέτει εθνικό νόμισμα προσαρμοσμένο στο εκάστοτε επίπεδο της οικονομίας μας, διακοπή της εξάρτησης από τους υπερεθνικούς μηχανισμούς διοίκησης της οικονομίας υπέρ των δυτικών πολυεθνικών, στον ενισχυμένο ρόλο του κράτους υπέρ των λαϊκών στρωμάτων και στην υποστήριξη της διεθνούς οικονομικής συνεργασίας μεταξύ κυρίαρχων κρατών στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος. Ένα τέτοιο σχέδιο δεν είναι εγχειρίδιο που κάποιος πρέπει να το γράψει, ούτε προϋποθέτει ίδρυση κόμματος που θα το δηλώσει ως πρόγραμμά του. Όμως πρέπει να αποτελεί πλαίσιο αναφοράς των διάφορων πολιτικών ή κοινωνικών πρωτοβουλιών.

Ξέρουμε ότι πλέον δεν υπάρχουν τα αναγκαία συλλογικά υποκείμενα (κόμματα, συνδικάτα, συλλογικότητες κ.λπ.) που θα μπορούσαν να είναι φορείς ενός εναλλακτικού σχεδίου. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα ξεκίνημα από πολύ χαμηλά και για οτιδήποτε αξιόλογο δυστυχώς θα απαιτηθούν χρόνια, εκτός ευχάριστου απροόπτου, που όμως προς το παρόν δεν ανιχνεύεται. Η όποια επανεκκίνηση θα μοιάζει μάλλον με παρακαταθήκη για την επόμενη γενιά.
πηγή – Δρόμος της Αριστεράς