της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δεληβάνη
(δημοσιεύθηκε στα «Επίκαιρα» στις 7.7.2017
=================================================
Το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης επισημοποίησε την ιδιότητα της Ελλάδας, ως πρώτης αποικίας της ΕΕ. Μιας αποικίας, που σε σύγκριση με τις παλαιότερες, της εποχής της αποικιοκρατίας, υπόκειται σε όρους σκληρότερης μεταχείρισης, και της αναγνωρίζονται στενότερα, θα έλεγα ανύπαρκτα, περιθώρια ελευθερίας και αυτονομίας στο οικονομικό πεδίο. Η δυσμενής αυτή διαφορά είναι συνέπεια των νέων τεχνολογιών, που καθιστούν τώρα ευκολότερο τον κάθε μορφής έλεγχο, αλλά και της επιβολής του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, που εξασφαλίζει στις σύγχρονες ευρωπαϊκές μητροπόλεις μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην επίτευξη των στόχων τους. Όπως προκύπτει από τις πληροφορίες για τα διαμειφθέντα στο τελευταίο Eurogroup, η ΕΕ με το ΔΝΤ είχαν στη διάθεσή τους δύο σενάρια, αναφορικά με τους τρόπους χειρισμού του ελληνικού χρέους, για την περίοδο που καταρχάς εκτείνεται, ως το 2060. Δεν τελειώνει, όμως, εκεί, εφόσον το χρέος, ceteris paribus, θα είναι το 2060 πολύ εντονότερα μη βιώσιμο, σε σύγκριση με τώρα.
Το χρέος, όπως φάνηκε ξεκάθαρα στο τελευταίο Eurogroup, αφαίρεσε, από την Ελλάδα, και τα τελευταία ίχνη της ιδιότητας μέλους της ΕΕ-Ευρωζώνης, καθώς η τύχη της για τα επόμενα 43 έτη, και στη συνέχεια για απροσδιόριστο βάθος χρόνου, καθορίζεται πια μονομερώς από τους θεσμούς. Η ελληνική παρουσία στις συζητήσεις, δεν περιλαμβάνει και τη συμμετοχή της στις αποφάσεις. Πράγματι, οι θεσμοί στο τελευταίο Eurogroup, έφεραν προς συζήτηση και λήψη απόφασης δύο σενάρια, για την περίοδο 2023-2060. Αυθαίρετα, όμως, και χωρίς εμφανή δικαιολόγηση, επέλεξαν την υλοποίηση του πρώτου από αυτά.
Το σενάριο, που προτιμήθηκε, και που ορθώς χαρακτηρίστηκε ως μη σοβαρό από το Institute Peterson, και όχι μόνο, βασίζεται σε υποθέσεις μη πραγματοποιήσιμες, που ανάγονται σε «απλές ασκήσεις επί χάρτου». Πρόκειται για επιλογή, που είναι απόρροια της απεγνωσμένης προσπάθειας συγκερασμού των διαμετρικά αντίθετων απόψεων της Κομισιόν και του ΔΝΤ. Παρότι η αποτυχία του σεναρίου θεωρείται βεβαία, ωστόσο και η απλή προσπάθεια υλοποίησής του θα είναι για την Ελλάδα η χαρακτηριστική της βολή.
Υπενθυμίζω, σχετικά, ότι ενώ από την αρχή της ελληνικής κρίσης η Κομισιόν, σε αντίθεση με το ΔΝΤ, επέμενε ότι το χρέος είναι βιώσιμο, ξαφνικά, στη δεύτερη αξιολόγηση, εμφανίστηκε ανήσυχη και έσπευσε να προτείνει μέτρα, που δήθεν θα το καταστήσουν βιώσιμο. Πρόκειται για μέτρα, που παρότι ανήκουν θεωρητικά στην ευρεία κατηγορία της «ελάφρυνσης» του χρέους, όχι μόνο είναι εντελώς ανεπαρκή, αλλά επιπλέον δεν αναμένεται να έχουν θετική επίπτωση στη βιωσιμότητά του. Τα μέτρα που εισηγείται η Κομισιόν είναι η παράταση των ωριμάνσεων των ομολόγων, και των περιόδων χάριτος για κεφάλαια και τόκους, καθώς και η επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα. Να προσθέσω και την έξοδο στις αγορές, με επιτόκιο όμως μεγαλύτερο από όσο το αντίστοιχο των δανείων!
Όπως και σε προηγούμενες αναλύσεις, σχετικά με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, έτσι και στο τελευταίο Eurogroup, γίνεται διάκριση σε αισιόδοξο και απαισιόδοξο σενάριο. H βασική διαφορά ανάμεσά τους, είναι ο ορισμός του ύψους του πρωτογενούς πλεονάσματος, που στο καθένα από αυτά συνεπάγεται διαφορετικό ρυθμό ανάπτυξης, καθώς και διαφορετικό ύψος χρηματοδοτικών αναγκών. Το πρώτο σενάριο, που βαπτίζεται ως αισιόδοξο, προβλέπει ότι το 2060 το χρέος θα είναι βιώσιμο και θα ισούται με 91,7% του τότε ΑΕΠ, ενώ οι χρηματοδοτικές του ανάγκες θα κυμανθούν, επίσης, μέσα σε ανεκτά όρια, της τάξης του 20,8% του ΑΕΠ. Καθώς, όμως, το κούρεμα του χρέους, η είσοδος της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση, αλλά και η υιοθέτηση ρήτρας ανάπτυξης έχουν, ουσιαστικά, παραπεμφθεί από το τελευταίο Eurogroup, στις καλένδες, η υλοποίηση αυτού του βιώσιμου χρέους για το 2060 είναι εφικτή μόνον αν υποστηριχθεί, για ολόκληρη την περίοδο 2023-2060, από ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης ίσο με 3,3%, αλλά και από αιμοσταγές ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με 2,2% του ΑΕΠ. Το Ινστιτούτο Peterson υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, στην εξαιρετικά απαξιωτική κριτική του για αυτό το σενάριο, τη διαβεβαίωση ότι δεν υπάρχει προηγούμενο οικονομίας, που να κατόρθωσε για τόσο μεγάλο διάστημα να έχει πρωτογενή πλεονάσματα του ύψους των 2,2%.
Περνώντας στη συνέχεια στην όντως, ανεκδοτική υπόθεση του σεναρίου, με βάση την οποία η ήδη καταστραμμένη και ρημαγμένη ελληνική οικονομία αναμένεται δήθεν να επιτυγχάνει, επί 37 συνεχή έτη, ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, ίσο με 3.3%, παρότι στα επτά προηγούμενα χρόνια έχασε το 25% του ΑΕΠ της, παρότι όλοι ανεξαιρέτως οι αναπτυξιακοί δείκτες καταποντίζονται, παρότι θα εξακολουθεί να εφαρμόζει αυστηρή συντηρητική πολιτική, και παρότι αυτή θα αιμορραγεί με ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 2,2%, εισερχόμαστε θριαμβευτικά στον φανταστικό κόσμο των θαυμάτων!
Τι βαθμός, αλήθεια, σοβαρότητας μπορεί να αναγνωριστεί στις παραπάνω προβλέψεις, που επιπλέον αναφέρονται σε μια τόσο μακρόχρονη και ταραγμένη περίοδο, στο διάστημα της οποίας τα πάντα μπορούν να συμβούν; Αν ακόμη ληφθεί υπόψη ότι, στο διάστημα των επτά τελευταίων ετών, όλες ανεξαιρέτως οι ετήσιες προβλέψεις για την Ελλάδα, και όχι μόνο, χρειάστηκε να αναθεωρηθούν προς τα κάτω. Αλλά, οι μακρόχρονες αυτές προβλέψεις αεροβατούν και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τον πολύ ορατό κίνδυνο, ειδικά για την ελληνική περίπτωση, μιας διαρκούς ύφεσης, που θα ενταθεί εξαιτίας της πρόσφατης τάσης ανόδου των επιτοκίων.
Η όλη συζήτηση και ενθάρρυνση θετικών αναμονών, γύρω από το εμφανώς εξωπραγματικό αυτό σενάριο, που ωστόσο υπογράφεται από τους έμπειρους οικονομολόγους των θεσμών, αποτελεί την ατράνταχτη απόδειξη του πλήρους αδιέξοδου, και της ολοκληρωτικής αποτυχίας, στην οποία έχει περιέλθει το δήθεν σταθεροποιητικό πρόγραμμα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα τα τελευταία επτά χρόνια. Το σενάριο αυτό που αγνοεί βασικές αρχές της οικονομικής ανάπτυξης, παρότι ευτύχησε να καταλήξει σε συμφωνία στο τελευταίο Eurogroup, δεν είναι σε θέση να καταστήσει βιώσιμο το ελληνικό χρέος, που αντιθέτως παραμένει «εξαιρετικά μη βιώσιμο», όπως ορθώς το χαρακτήρισε στην τελευταία του έκθεση, για την Ελλάδα, το ΔΝΤ. Επιπλέον, το σενάριο αυτό, αν και φέρει το ειδυλλιακό επίθετο του «αισιόδοξου», καταδικάζει ανεπιστρεπτί την Ελλάδα σε αποπνικτική λιτότητα και σε απύθμενη εντατικοποίηση της εξαθλίωσης, αφαιρώντας της, επιπλέον, οποιαδήποτε ελπίδα ανάκαμψης, έστω και μετά την πάροδο αυτής της μακράς περιόδου. Θα ανέμενε, συνεπώς, κανείς από την αξιωματική αντιπολίτευση, την απόλυτη καταδίκη αυτού του σεναρίου, που το μοναδικό βέβαιο αποτέλεσμά του θα είναι και πάλι, η προσπάθεια καθησυχασμού του λαού με ψευδείς υποσχέσεις, απλώς για να κερδηθεί χρόνος. Δυστυχώς, όμως, η μοναδική αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο εξαμβλωματικό αυτό σενάριο ήταν και πάλι η κουραστική, πια, επανάληψη του δήθεν σωτήριου μέτρου για την Ελλάδα: αυτό της μείωσης των φόρων. Για να μας υπενθυμίσει για ακόμη μια φορά ότι η λύση θα πρέπει να αναζητηθεί, αλλού και όχι στις εκλογές, που με ασήμαντες παραλλαγές θα διαιωνίσουν το ελληνικό δράμα.
Το δεύτερο σενάριο, που εμφανίστηκε στο τελευταίο Eurogroup, χαρακτηρίζεται ως «απαισιόδοξο». Και παρότι βασίζεται σε αρκετά αληθοφανείς υποθέσεις, απορρίφθηκε ωστόσο, καθώς υπογραμμίζει τη μόνιμη και διαχρονικά αξεπέραστη ιδιότητα του ελληνικού χρέους, της μη βιωσιμότητας. Και τούτο, επειδή η τυχόν παραδοχή του δεύτερου σεναρίου θα απέκλειε το ΔΝΤ, από το χώρο διαχείρισης του ελληνικού χρέους. Οι θεσμοί καλλιεργούν αφηγήματα ωραιοποίησης της ελληνικής πραγματικότητας, τα οποία φυσικά αποκλείεται να πιστεύουν. Τα επιβάλλουν ωστόσο με ασύγγνωστη ελαφρότητα στην άμοιρη Ελλάδα, προκειμένου να επιλύσουν τα δικά τους αδιέξοδα, αδιαφορώντας πολυτελώς, αν έτσι την καταστρέφουν ολοσχερώς. Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για νοοτροπία που δεν διαφέρει από την αντίστοιχη των παλαιών μητροπόλεων, απέναντι στις τότε αποικίες τους.
Το απορριπτέο, από τους θεσμούς, απαισιόδοξο σενάριο, το οποίο ωστόσο, εκτός από το ρυθμό ανάπτυξης, που είναι εξωπραγματικός, περιέχει τις πιθανότερες εξελίξεις για την Ελλάδα, προβλέπει ότι το χρέος της θα αναρριχηθεί, το 2060, στο 241,4% του ΑΕΠ, οι χρηματοδοτικές της ανάγκες θα υπερβούν κατά πολύ το επίπεδο που θεωρείται ανεκτό, από τους δανειστές, φθάνοντας το 56,6% του ΑΕΠ, το ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα ολόκληρης της περιόδου, 2023-2060, δεν θα υπερβεί το 1,5% του ΑΕΠ, αλλά παρά ταύτα, στον ελληνικό αυτό κρανίου τόπο, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης, ολόκληρης της περιόδου, θα είναι σταθερά ίσος με 2,7%!
Σίγουρα, αφηγήματα και μυθοπλασίες, που αναφέρονται σε εξελίξεις μισού σχεδόν αιώνα, στερούνται ex ante σοβαρότητας και συνεπώς είναι ελεύθερα να περιλαμβάνουν «λαγούς και πετραχήλια». Διότι, ακόμη και όσοι θα είναι εν ζωή το 2060, αποκλείεται να θυμούνται τις προδιαγραφές αυτών των δύο σεναρίων. Ωστόσο, η τόσης έκτασης ανεδαφικότητά τους, θα έπρεπε να δημιουργεί πανικό στην Ελλάδα, η οποία καταδικάζεται για διάστημα μισού περίπου αιώνα, στη χειρότερη δυνατή αποικιοκρατική απομύζηση.
(δημοσιεύθηκε στα «Επίκαιρα» στις 7.7.2017
=================================================
Το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης επισημοποίησε την ιδιότητα της Ελλάδας, ως πρώτης αποικίας της ΕΕ. Μιας αποικίας, που σε σύγκριση με τις παλαιότερες, της εποχής της αποικιοκρατίας, υπόκειται σε όρους σκληρότερης μεταχείρισης, και της αναγνωρίζονται στενότερα, θα έλεγα ανύπαρκτα, περιθώρια ελευθερίας και αυτονομίας στο οικονομικό πεδίο. Η δυσμενής αυτή διαφορά είναι συνέπεια των νέων τεχνολογιών, που καθιστούν τώρα ευκολότερο τον κάθε μορφής έλεγχο, αλλά και της επιβολής του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, που εξασφαλίζει στις σύγχρονες ευρωπαϊκές μητροπόλεις μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην επίτευξη των στόχων τους. Όπως προκύπτει από τις πληροφορίες για τα διαμειφθέντα στο τελευταίο Eurogroup, η ΕΕ με το ΔΝΤ είχαν στη διάθεσή τους δύο σενάρια, αναφορικά με τους τρόπους χειρισμού του ελληνικού χρέους, για την περίοδο που καταρχάς εκτείνεται, ως το 2060. Δεν τελειώνει, όμως, εκεί, εφόσον το χρέος, ceteris paribus, θα είναι το 2060 πολύ εντονότερα μη βιώσιμο, σε σύγκριση με τώρα.
Το χρέος, όπως φάνηκε ξεκάθαρα στο τελευταίο Eurogroup, αφαίρεσε, από την Ελλάδα, και τα τελευταία ίχνη της ιδιότητας μέλους της ΕΕ-Ευρωζώνης, καθώς η τύχη της για τα επόμενα 43 έτη, και στη συνέχεια για απροσδιόριστο βάθος χρόνου, καθορίζεται πια μονομερώς από τους θεσμούς. Η ελληνική παρουσία στις συζητήσεις, δεν περιλαμβάνει και τη συμμετοχή της στις αποφάσεις. Πράγματι, οι θεσμοί στο τελευταίο Eurogroup, έφεραν προς συζήτηση και λήψη απόφασης δύο σενάρια, για την περίοδο 2023-2060. Αυθαίρετα, όμως, και χωρίς εμφανή δικαιολόγηση, επέλεξαν την υλοποίηση του πρώτου από αυτά.
Το σενάριο, που προτιμήθηκε, και που ορθώς χαρακτηρίστηκε ως μη σοβαρό από το Institute Peterson, και όχι μόνο, βασίζεται σε υποθέσεις μη πραγματοποιήσιμες, που ανάγονται σε «απλές ασκήσεις επί χάρτου». Πρόκειται για επιλογή, που είναι απόρροια της απεγνωσμένης προσπάθειας συγκερασμού των διαμετρικά αντίθετων απόψεων της Κομισιόν και του ΔΝΤ. Παρότι η αποτυχία του σεναρίου θεωρείται βεβαία, ωστόσο και η απλή προσπάθεια υλοποίησής του θα είναι για την Ελλάδα η χαρακτηριστική της βολή.
Υπενθυμίζω, σχετικά, ότι ενώ από την αρχή της ελληνικής κρίσης η Κομισιόν, σε αντίθεση με το ΔΝΤ, επέμενε ότι το χρέος είναι βιώσιμο, ξαφνικά, στη δεύτερη αξιολόγηση, εμφανίστηκε ανήσυχη και έσπευσε να προτείνει μέτρα, που δήθεν θα το καταστήσουν βιώσιμο. Πρόκειται για μέτρα, που παρότι ανήκουν θεωρητικά στην ευρεία κατηγορία της «ελάφρυνσης» του χρέους, όχι μόνο είναι εντελώς ανεπαρκή, αλλά επιπλέον δεν αναμένεται να έχουν θετική επίπτωση στη βιωσιμότητά του. Τα μέτρα που εισηγείται η Κομισιόν είναι η παράταση των ωριμάνσεων των ομολόγων, και των περιόδων χάριτος για κεφάλαια και τόκους, καθώς και η επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα. Να προσθέσω και την έξοδο στις αγορές, με επιτόκιο όμως μεγαλύτερο από όσο το αντίστοιχο των δανείων!
Όπως και σε προηγούμενες αναλύσεις, σχετικά με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, έτσι και στο τελευταίο Eurogroup, γίνεται διάκριση σε αισιόδοξο και απαισιόδοξο σενάριο. H βασική διαφορά ανάμεσά τους, είναι ο ορισμός του ύψους του πρωτογενούς πλεονάσματος, που στο καθένα από αυτά συνεπάγεται διαφορετικό ρυθμό ανάπτυξης, καθώς και διαφορετικό ύψος χρηματοδοτικών αναγκών. Το πρώτο σενάριο, που βαπτίζεται ως αισιόδοξο, προβλέπει ότι το 2060 το χρέος θα είναι βιώσιμο και θα ισούται με 91,7% του τότε ΑΕΠ, ενώ οι χρηματοδοτικές του ανάγκες θα κυμανθούν, επίσης, μέσα σε ανεκτά όρια, της τάξης του 20,8% του ΑΕΠ. Καθώς, όμως, το κούρεμα του χρέους, η είσοδος της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση, αλλά και η υιοθέτηση ρήτρας ανάπτυξης έχουν, ουσιαστικά, παραπεμφθεί από το τελευταίο Eurogroup, στις καλένδες, η υλοποίηση αυτού του βιώσιμου χρέους για το 2060 είναι εφικτή μόνον αν υποστηριχθεί, για ολόκληρη την περίοδο 2023-2060, από ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης ίσο με 3,3%, αλλά και από αιμοσταγές ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με 2,2% του ΑΕΠ. Το Ινστιτούτο Peterson υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, στην εξαιρετικά απαξιωτική κριτική του για αυτό το σενάριο, τη διαβεβαίωση ότι δεν υπάρχει προηγούμενο οικονομίας, που να κατόρθωσε για τόσο μεγάλο διάστημα να έχει πρωτογενή πλεονάσματα του ύψους των 2,2%.
Περνώντας στη συνέχεια στην όντως, ανεκδοτική υπόθεση του σεναρίου, με βάση την οποία η ήδη καταστραμμένη και ρημαγμένη ελληνική οικονομία αναμένεται δήθεν να επιτυγχάνει, επί 37 συνεχή έτη, ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, ίσο με 3.3%, παρότι στα επτά προηγούμενα χρόνια έχασε το 25% του ΑΕΠ της, παρότι όλοι ανεξαιρέτως οι αναπτυξιακοί δείκτες καταποντίζονται, παρότι θα εξακολουθεί να εφαρμόζει αυστηρή συντηρητική πολιτική, και παρότι αυτή θα αιμορραγεί με ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 2,2%, εισερχόμαστε θριαμβευτικά στον φανταστικό κόσμο των θαυμάτων!
Τι βαθμός, αλήθεια, σοβαρότητας μπορεί να αναγνωριστεί στις παραπάνω προβλέψεις, που επιπλέον αναφέρονται σε μια τόσο μακρόχρονη και ταραγμένη περίοδο, στο διάστημα της οποίας τα πάντα μπορούν να συμβούν; Αν ακόμη ληφθεί υπόψη ότι, στο διάστημα των επτά τελευταίων ετών, όλες ανεξαιρέτως οι ετήσιες προβλέψεις για την Ελλάδα, και όχι μόνο, χρειάστηκε να αναθεωρηθούν προς τα κάτω. Αλλά, οι μακρόχρονες αυτές προβλέψεις αεροβατούν και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τον πολύ ορατό κίνδυνο, ειδικά για την ελληνική περίπτωση, μιας διαρκούς ύφεσης, που θα ενταθεί εξαιτίας της πρόσφατης τάσης ανόδου των επιτοκίων.
Η όλη συζήτηση και ενθάρρυνση θετικών αναμονών, γύρω από το εμφανώς εξωπραγματικό αυτό σενάριο, που ωστόσο υπογράφεται από τους έμπειρους οικονομολόγους των θεσμών, αποτελεί την ατράνταχτη απόδειξη του πλήρους αδιέξοδου, και της ολοκληρωτικής αποτυχίας, στην οποία έχει περιέλθει το δήθεν σταθεροποιητικό πρόγραμμα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα τα τελευταία επτά χρόνια. Το σενάριο αυτό που αγνοεί βασικές αρχές της οικονομικής ανάπτυξης, παρότι ευτύχησε να καταλήξει σε συμφωνία στο τελευταίο Eurogroup, δεν είναι σε θέση να καταστήσει βιώσιμο το ελληνικό χρέος, που αντιθέτως παραμένει «εξαιρετικά μη βιώσιμο», όπως ορθώς το χαρακτήρισε στην τελευταία του έκθεση, για την Ελλάδα, το ΔΝΤ. Επιπλέον, το σενάριο αυτό, αν και φέρει το ειδυλλιακό επίθετο του «αισιόδοξου», καταδικάζει ανεπιστρεπτί την Ελλάδα σε αποπνικτική λιτότητα και σε απύθμενη εντατικοποίηση της εξαθλίωσης, αφαιρώντας της, επιπλέον, οποιαδήποτε ελπίδα ανάκαμψης, έστω και μετά την πάροδο αυτής της μακράς περιόδου. Θα ανέμενε, συνεπώς, κανείς από την αξιωματική αντιπολίτευση, την απόλυτη καταδίκη αυτού του σεναρίου, που το μοναδικό βέβαιο αποτέλεσμά του θα είναι και πάλι, η προσπάθεια καθησυχασμού του λαού με ψευδείς υποσχέσεις, απλώς για να κερδηθεί χρόνος. Δυστυχώς, όμως, η μοναδική αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο εξαμβλωματικό αυτό σενάριο ήταν και πάλι η κουραστική, πια, επανάληψη του δήθεν σωτήριου μέτρου για την Ελλάδα: αυτό της μείωσης των φόρων. Για να μας υπενθυμίσει για ακόμη μια φορά ότι η λύση θα πρέπει να αναζητηθεί, αλλού και όχι στις εκλογές, που με ασήμαντες παραλλαγές θα διαιωνίσουν το ελληνικό δράμα.
Το δεύτερο σενάριο, που εμφανίστηκε στο τελευταίο Eurogroup, χαρακτηρίζεται ως «απαισιόδοξο». Και παρότι βασίζεται σε αρκετά αληθοφανείς υποθέσεις, απορρίφθηκε ωστόσο, καθώς υπογραμμίζει τη μόνιμη και διαχρονικά αξεπέραστη ιδιότητα του ελληνικού χρέους, της μη βιωσιμότητας. Και τούτο, επειδή η τυχόν παραδοχή του δεύτερου σεναρίου θα απέκλειε το ΔΝΤ, από το χώρο διαχείρισης του ελληνικού χρέους. Οι θεσμοί καλλιεργούν αφηγήματα ωραιοποίησης της ελληνικής πραγματικότητας, τα οποία φυσικά αποκλείεται να πιστεύουν. Τα επιβάλλουν ωστόσο με ασύγγνωστη ελαφρότητα στην άμοιρη Ελλάδα, προκειμένου να επιλύσουν τα δικά τους αδιέξοδα, αδιαφορώντας πολυτελώς, αν έτσι την καταστρέφουν ολοσχερώς. Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για νοοτροπία που δεν διαφέρει από την αντίστοιχη των παλαιών μητροπόλεων, απέναντι στις τότε αποικίες τους.
Το απορριπτέο, από τους θεσμούς, απαισιόδοξο σενάριο, το οποίο ωστόσο, εκτός από το ρυθμό ανάπτυξης, που είναι εξωπραγματικός, περιέχει τις πιθανότερες εξελίξεις για την Ελλάδα, προβλέπει ότι το χρέος της θα αναρριχηθεί, το 2060, στο 241,4% του ΑΕΠ, οι χρηματοδοτικές της ανάγκες θα υπερβούν κατά πολύ το επίπεδο που θεωρείται ανεκτό, από τους δανειστές, φθάνοντας το 56,6% του ΑΕΠ, το ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα ολόκληρης της περιόδου, 2023-2060, δεν θα υπερβεί το 1,5% του ΑΕΠ, αλλά παρά ταύτα, στον ελληνικό αυτό κρανίου τόπο, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης, ολόκληρης της περιόδου, θα είναι σταθερά ίσος με 2,7%!
Σίγουρα, αφηγήματα και μυθοπλασίες, που αναφέρονται σε εξελίξεις μισού σχεδόν αιώνα, στερούνται ex ante σοβαρότητας και συνεπώς είναι ελεύθερα να περιλαμβάνουν «λαγούς και πετραχήλια». Διότι, ακόμη και όσοι θα είναι εν ζωή το 2060, αποκλείεται να θυμούνται τις προδιαγραφές αυτών των δύο σεναρίων. Ωστόσο, η τόσης έκτασης ανεδαφικότητά τους, θα έπρεπε να δημιουργεί πανικό στην Ελλάδα, η οποία καταδικάζεται για διάστημα μισού περίπου αιώνα, στη χειρότερη δυνατή αποικιοκρατική απομύζηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου