του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Στην αλλοπρόσαλλη εκλογική μάχη του 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ
κατηγορήθηκε, όχι άδικα, ότι επένδυσε στην οργή, στο τυφλό μίσος, στα
ζωώδη ένστικτα μερίδας του κοινωνικού σώματος. Σήμερα, αρκετοί από τους
αντιπάλους του δεν διστάζουν να τον πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα,
φορτίζοντας σε σημείο πυράκτωσης την πολιτική ατμόσφαιρα στις ΗΠΑ.
Τον περασμένο μήνα, η διάσημη ηθοποιός και τηλεπαρουσιάστρια Κάθι Γκρίφιν προκάλεσε σάλο όταν ανήρτησε στο Διαδίκτυο βίντεο, όπου κρατούσε στο χέρι της ομοίωμα της κεφαλής του Ντόναλντ Τραμπ μέσα στα αίματα, λες και εζήλωσε δόξαν εκτελεστή του Ισλαμικού Κράτους. Αυτές τις μέρες, το Δημόσιο Θέατρο της Νέας Υόρκης βρίσκεται στο επίκεντρο θυελλώδους διαμάχης, ύστερα από την απόφασή του να ανεβάσει στο Σέντραλ Παρκ διασκευή της σαιξπηρικής τραγωδίας «Ιούλιος Καίσαρας». Στη θέση του Ρωμαίου αυτοκράτορα εμφανίζεται ένας κοστουμαρισμένος ηγέτης με κόκκινα μαλλιά, ο οποίος, προβλέψιμα, μαχαιρώνεται από συγκλητικούς (γερουσιαστές θα λέγαμε σήμερα) του κόμματός του.
Βεβαίως, οι άνθρωποι της τέχνης και του θεάματος έχουν το ελεύθερο να «καρατομούν» ή να «μαχαιρώνουν» όποιον θέλουν. Για κάποιους άλλους, όμως, το όριο ανάμεσα στη συμβολική και τη φυσική βία δεν είναι τόσο αδιαπέραστο.
Ενας από αυτούς ήταν ο 66χρονος Τζέιμς Χόντγκινσον από το Ιλινόι. Στον προσωπικό του λογαριασμό, στο Facebook, τον βλέπουμε να κρατάει πικέτες με συνθήματα του τύπου «φορολογήστε τους πλούσιους» σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, στον απόηχο της μεγάλης κρίσης του 2008, και να υποστηρίζει ενεργά τον αριστερό Δημοκρατικό υποψήφιο Μπέρνι Σάντερς στην τελευταία προεδρική αναμέτρηση. Σε μια από τις τελευταίες του αναρτήσεις, στις 22 Μαρτίου, έγραψε: «Ο Τραμπ είναι Προδότης. Ο Τραμπ Κατέστρεψε τη Δημοκρατία μας. Ηρθε η Ωρα να Καταστρέψουμε τους Τραμπ και Σια». Αμ’ έπος αμ’ έργον. Την περασμένη Τετάρτη, ο Χόντγκινσον άδειασε την καραμπίνα του πάνω σε Ρεπουμπλικανούς βουλευτές που ασκούνταν στο μπέιζμπολ, στη Βιρτζίνια, τραυματίζοντας έναν από αυτούς και άλλα τέσσερα άτομα, προτού πυροβοληθεί θανάσιμα από τους αστυνομικούς.
Σ’ αυτή τη σχεδόν εμφυλιοπολεμική ατμόσφαιρα συνεχίζεται στο Καπιτώλιο το σίριαλ που θα μπορούσε να κρίνει το πολιτικό μέλλον του Ντόναλντ Τραμπ: οι ακροάσεις, στη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, για την υποτιθέμενη ανάμειξη της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές του 2016 και για τις θρυλούμενες σχέσεις μελών του επιτελείου Τραμπ με τη Μόσχα.
Μετά τις καταθέσεις του απολυθέντος διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμι και του υπουργού Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς –που προκάλεσαν μεγάλο θόρυβο στα μίντια, αλλά δεν προσέθεσαν κάτι ουσιωδώς καινούργιο–, η υπόθεση πήρε μια νέα, δραματική τροπή την περασμένη Τετάρτη. Η εφημερίδα Washington Post δημοσίευσε –προφανώς κατόπιν διαρροής από το FBI– ότι ο ειδικός ανακριτής Ρόμπερτ Μιούλερ, που έχει αναλάβει την υπόθεση, έθεσε πρόσφατα στο κέντρο της έρευνάς του τον ίδιο τον Αμερικανό πρόεδρο, εξετάζοντας αν ορισμένες ενέργειές του συνιστούν παρεμπόδιση της Δικαιοσύνης. Κάτι που, τουλάχιστον θεωρητικά, θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο ακόμη και για τη διαδικασία παραπομπής του με το ερώτημα της καθαίρεσης.
Εξ όσων έχουν γίνει μέχρι σήμερα γνωστά, οι αποχρώσες ενδείξεις που θα στήριζαν μια τόσο βαριά κατηγορία εναντίον ενός πρόσφατα εκλεγμένου προέδρου μοιάζουν εξαιρετικά αδύναμες. Πρόκειται, κατά πρώτον, για τον ισχυρισμό του Κόμι ότι ο Τραμπ τού εξέφρασε την «ελπίδα», σε κατ’ ιδίαν συνάντησή τους, να σταματήσει την έρευνα για τον τέως σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Μάικλ Φλιν –κάτι που, όπως ο ίδιος ο Κόμι παραδέχθηκε, δεν συνιστούσε εντολή, έστω κι αν μπορεί να μεταφραστεί ως ψυχολογική πίεση. Κατά δεύτερον, η Washington Post αναφέρει τηλεφωνικές επικοινωνίες του Τραμπ με τον γενικό διευθυντή των μυστικών υπηρεσιών Νταν Κόουτς και τον επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA) Μάικ Ρότζερς, όπου τους ζήτησε να διευκρινίσουν δημοσίως ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ύποπτων σχέσεων στελεχών του επιτελείου του με τη Μόσχα.
Τόσο ο Κόουτς όσο και ο Ρότζερς κατέθεσαν, στις 7 Ιουνίου, στην αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας, ότι δεν είχαν την αίσθηση πως ο πρόεδρος Τραμπ άσκησε κάποια πίεση είτε σ’ αυτούς είτε στον Κόμι για την αλλαγή της κατεύθυνσης των ερευνών. Ωστόσο, ένας θεός ξέρει τι μπορεί να έρθει στην επιφάνεια αν ο ειδικός ανακριτής Μιούλερ αποφασίσει να σκαλίσει περισσότερο την υπόθεση, στρέφοντας τον φακό του στον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ.
*Πηγή: kathimerini.gr
Τον περασμένο μήνα, η διάσημη ηθοποιός και τηλεπαρουσιάστρια Κάθι Γκρίφιν προκάλεσε σάλο όταν ανήρτησε στο Διαδίκτυο βίντεο, όπου κρατούσε στο χέρι της ομοίωμα της κεφαλής του Ντόναλντ Τραμπ μέσα στα αίματα, λες και εζήλωσε δόξαν εκτελεστή του Ισλαμικού Κράτους. Αυτές τις μέρες, το Δημόσιο Θέατρο της Νέας Υόρκης βρίσκεται στο επίκεντρο θυελλώδους διαμάχης, ύστερα από την απόφασή του να ανεβάσει στο Σέντραλ Παρκ διασκευή της σαιξπηρικής τραγωδίας «Ιούλιος Καίσαρας». Στη θέση του Ρωμαίου αυτοκράτορα εμφανίζεται ένας κοστουμαρισμένος ηγέτης με κόκκινα μαλλιά, ο οποίος, προβλέψιμα, μαχαιρώνεται από συγκλητικούς (γερουσιαστές θα λέγαμε σήμερα) του κόμματός του.
Βεβαίως, οι άνθρωποι της τέχνης και του θεάματος έχουν το ελεύθερο να «καρατομούν» ή να «μαχαιρώνουν» όποιον θέλουν. Για κάποιους άλλους, όμως, το όριο ανάμεσα στη συμβολική και τη φυσική βία δεν είναι τόσο αδιαπέραστο.
Ενας από αυτούς ήταν ο 66χρονος Τζέιμς Χόντγκινσον από το Ιλινόι. Στον προσωπικό του λογαριασμό, στο Facebook, τον βλέπουμε να κρατάει πικέτες με συνθήματα του τύπου «φορολογήστε τους πλούσιους» σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, στον απόηχο της μεγάλης κρίσης του 2008, και να υποστηρίζει ενεργά τον αριστερό Δημοκρατικό υποψήφιο Μπέρνι Σάντερς στην τελευταία προεδρική αναμέτρηση. Σε μια από τις τελευταίες του αναρτήσεις, στις 22 Μαρτίου, έγραψε: «Ο Τραμπ είναι Προδότης. Ο Τραμπ Κατέστρεψε τη Δημοκρατία μας. Ηρθε η Ωρα να Καταστρέψουμε τους Τραμπ και Σια». Αμ’ έπος αμ’ έργον. Την περασμένη Τετάρτη, ο Χόντγκινσον άδειασε την καραμπίνα του πάνω σε Ρεπουμπλικανούς βουλευτές που ασκούνταν στο μπέιζμπολ, στη Βιρτζίνια, τραυματίζοντας έναν από αυτούς και άλλα τέσσερα άτομα, προτού πυροβοληθεί θανάσιμα από τους αστυνομικούς.
Σ’ αυτή τη σχεδόν εμφυλιοπολεμική ατμόσφαιρα συνεχίζεται στο Καπιτώλιο το σίριαλ που θα μπορούσε να κρίνει το πολιτικό μέλλον του Ντόναλντ Τραμπ: οι ακροάσεις, στη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, για την υποτιθέμενη ανάμειξη της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές του 2016 και για τις θρυλούμενες σχέσεις μελών του επιτελείου Τραμπ με τη Μόσχα.
Μετά τις καταθέσεις του απολυθέντος διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμι και του υπουργού Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς –που προκάλεσαν μεγάλο θόρυβο στα μίντια, αλλά δεν προσέθεσαν κάτι ουσιωδώς καινούργιο–, η υπόθεση πήρε μια νέα, δραματική τροπή την περασμένη Τετάρτη. Η εφημερίδα Washington Post δημοσίευσε –προφανώς κατόπιν διαρροής από το FBI– ότι ο ειδικός ανακριτής Ρόμπερτ Μιούλερ, που έχει αναλάβει την υπόθεση, έθεσε πρόσφατα στο κέντρο της έρευνάς του τον ίδιο τον Αμερικανό πρόεδρο, εξετάζοντας αν ορισμένες ενέργειές του συνιστούν παρεμπόδιση της Δικαιοσύνης. Κάτι που, τουλάχιστον θεωρητικά, θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο ακόμη και για τη διαδικασία παραπομπής του με το ερώτημα της καθαίρεσης.
Εξ όσων έχουν γίνει μέχρι σήμερα γνωστά, οι αποχρώσες ενδείξεις που θα στήριζαν μια τόσο βαριά κατηγορία εναντίον ενός πρόσφατα εκλεγμένου προέδρου μοιάζουν εξαιρετικά αδύναμες. Πρόκειται, κατά πρώτον, για τον ισχυρισμό του Κόμι ότι ο Τραμπ τού εξέφρασε την «ελπίδα», σε κατ’ ιδίαν συνάντησή τους, να σταματήσει την έρευνα για τον τέως σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Μάικλ Φλιν –κάτι που, όπως ο ίδιος ο Κόμι παραδέχθηκε, δεν συνιστούσε εντολή, έστω κι αν μπορεί να μεταφραστεί ως ψυχολογική πίεση. Κατά δεύτερον, η Washington Post αναφέρει τηλεφωνικές επικοινωνίες του Τραμπ με τον γενικό διευθυντή των μυστικών υπηρεσιών Νταν Κόουτς και τον επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA) Μάικ Ρότζερς, όπου τους ζήτησε να διευκρινίσουν δημοσίως ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ύποπτων σχέσεων στελεχών του επιτελείου του με τη Μόσχα.
Τόσο ο Κόουτς όσο και ο Ρότζερς κατέθεσαν, στις 7 Ιουνίου, στην αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας, ότι δεν είχαν την αίσθηση πως ο πρόεδρος Τραμπ άσκησε κάποια πίεση είτε σ’ αυτούς είτε στον Κόμι για την αλλαγή της κατεύθυνσης των ερευνών. Ωστόσο, ένας θεός ξέρει τι μπορεί να έρθει στην επιφάνεια αν ο ειδικός ανακριτής Μιούλερ αποφασίσει να σκαλίσει περισσότερο την υπόθεση, στρέφοντας τον φακό του στον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ.
Πλήγματα από Ρεπουμπλικανούς
Αρκετά στελέχη των Ρεπουμπλικανών, συμπεριλαμβανομένου του πρώην
προέδρου της Βουλής, Νιουτ Γκίνγκριτς, προειδοποίησαν την εβδομάδα που
πέρασε τον Ντόναλντ Τραμπ ότι ο Μιούλερ θα υιοθετούσε μια άκρως
επιθετική ανακριτική γραμμή, και του συνέστησαν να τον αποπέμψει.
Ωστόσο, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν αποτόλμησε μια κίνηση τόσο υψηλού
ρίσκου, η οποία μάλλον θα εδραίωνε την αίσθηση ότι κάτι έχει να κρύψει.
Άλλωστε, τόσο ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Πολ Ράιαν όσο και ο
επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία Μιτς Μακόνελ είχαν καλύψει
δημοσίως τον Μιούλερ, φέρνοντας προ τετελεσμένων τον Λευκό Οίκο. Άλλο
ένα πλήγμα εκ των ένδον ήρθε για τον Τραμπ αργά το βράδυ της Δευτέρας.
Με δικομματική συναίνεση, η αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας ψήφισε την
επιβολή νέων κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας για την υποτιθέμενη ανάμειξή
της στις αμερικανικές εκλογές, η οποία δεν έχει αποδειχθεί ακόμη και
αμφισβητείται σθεναρά από τον Τραμπ. Μια απόφαση που φέρνει τον
Αμερικανό πρόεδρο μπροστά στο δίλημμα είτε να ασκήσει βέτο –τη στιγμή
που κατηγορείται περίπου για ενεργούμενο της Μόσχας– είτε να δεχθεί
στωικά την ακύρωση της πολιτικής του έναντι της Ρωσίας. Τούτων δοθέντων,
αι Ειδοί του… Ιουλίου διαγράφονται δυσοίωνες. Άλλωστε, από Κάσσιους και
Βρούτους, άλλο τίποτα στο Καπιτώλιο της νέας Ρώμης.*Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου